Σελίδες

Η επιρροή του Νεοπλατωνισμού

 


ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ

WALLIS R.T.



ΌΠΩς ΘΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ σε αυτό το κεφάλαιο, μια επισκόπηση της επιρροής του Νεοπλατωνισμού απειλεί να γίνει κάτι σχεδόν ταυτόσημο με την πολιτιστική ιστορία της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής μέχρι την Αναγέννηση, και από ορισμένες πλευρές κάτι ακόμα περισσότερο. Ο λόγος που αυτό δεν έχει πάντοτε αναγνωριστεί είναι ότι η επιρροή του Νεοπλατωνισμού υπήρξε συχνά έμμεση. Το ότι ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση είδαν τον Πλάτωνα μέσα από το πρίσμα του Μεσοπλατωνισμού και του Νεοπλατωνισμού στην πραγματικότητα δεν έχει αναγνωριστεί σαφώς, εκείνο που έχει ακόμα λιγότερο εκτιμηθεί είναι η έκταση στην οποία οι νεοπλατωνικές ιδέες επηρέασαν τις μεσαιωνικές ερμηνείες του Αριστοτέλη. Αυτό είναι σημαντικό, αφού σημαίνει ότι το κυρίαρχο ρεύμα της χριστιανικής Θεολογίας, τόσο στην πλατωνική όσο και στην αριστοτελική του μορφή, υπήρξε πάντοτε νεοπλατωνική. Εδώ μπορούμε να επικεντρωθούμε μόνο σε λίγα από τα σημαντικότερα επεισόδια αυτής της ιστορίας, θα είμαστε, για παράδειγμα, σε θέση να πούμε λίγα για τη νεοπλατωνική επιρροή στην ανάπτυξη της επιστήμης ή στην Αναγέννηση και στον σύγχρονο αυτοκρυφισμό. Ούτε, πρέπει να τονιστεί, σκοπό έχουμε να δώσουμε μια εξαντλητική ή ολόπλευρη περιγραφή των φιλοσόφων που πρόκειται να συζητήσουμε ούτε βέβαια να ισχυριστούμε ότι όλοι αυτοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αδιακρίτως «Νεοπλατωνικοί», αλλά να δείξουμε, πρώτον, την έκταση της ύστερης επιρροής του Νεοπλατωνισμού και, δεύτερον, την ποικιλία των μορφών που αυτός μπόρεσε να πάρει. Πιο ειδικά θα δούμε πώς κάποιες μεταγενέστερες διαμάχες συχνά απηχούν εκείνες τις οποίες είχαμε ήδη δει στον παγανιστικό Νεοπλατωνισμό και πώς νεοπλατωνικών αντιλήψεων στοχαστές ασχολήθηκαν με το νέο πρόβλημα να συμβιβάσουν την παγανιστική φιλοσοφία με την εξ αποκαλύψεως θρησκεία. Σε αυτό το πρόβλημα ο βυζαντινός, ο ισλαμικός και ο δυτικός μεσαιωνικός κόσμος ανταποκρίθηκαν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, μέχρις ότου τα διάφορα ρεύματά τους να συγκλίνουν στην πολιτιστική ζωή της Αναγέννησης.


Ένας τρόπος -και, όπως αποδείχτηκε, εκπληκτικά αποτελεσματικός- να διατηρηθεί η νεοπλατωνική επιρροή σε πείσμα της επίσημης εχθρότητας στο βυζαντινό κόσμο εμφανίζεται στα κείμενα του συγγραφέα κατά τα τέλη του πέμπτου και τις αρχές του έκτου αιώνα τα οποία σώζονται ως εμάς με το όνομα του πρώτου Αθηναίου οπαδού του Απόστολου Παύλου, του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, στα οποία τα δόγματα του αθηναϊκού Νεοπλατωνισμού παρουσιάζονται με χριστιανικό ένδυμα. Πέρα από κάποιες επιστολές, το φιλολογικό σώμα του Διονυσίου περιλαμβάνει τέσσερα έργα: τη σύντομη αλλά εξαιρετικά σημαντική Μυστική Θεολογία, η οποία πραγματεύεται την «αποφατική» ή αρνητική θεολογία και την πρακτική άσκηση του μυστικού το Περί Θείων Ονομάτων, που πραγματεύεται τη θετική ή «καταφατική» θεολογία: και τα Περί Ουρανίου Ιεραρχίας και Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, τα οποία εξετάζουν τη μεσολάβηση της θεότητας στα γήινα όντα μέσω των ουράνιων τάξεων των αγγέλων και των γήινων τάξεων της Εκκλησίας. Η ταυτότητα και η εποχή του συγγραφέα, η σχέση του με τα γνωστά μέλη της Αθηναϊκής Σχολής και η σχετική καθαρότητα του Χριστιανισμού του παραμένουν αντικείμενα έντονής διαμάχης. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως η προσπάθεια του να ενώσει το Νεοπλατωνισμό με την Ορθόδοξη θεολογία δεν ήταν σε καμία περίπτωση η πρώτη. Η αποφατική δεολογία είχε πλήρως εδραιωθεί στην ανατολική παράδοση το δεύτερο αιώνα από τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, ενώ η σκέψη και ο μυστικισμός των Καππαδοκών Πατέρων του πέμπτου αιώνα, του Γρηγόριου Ναζιανζηνού (περ. 330-περ. 390), του Βασιλείου Καισαρείας (περ. 330-379) και ιδιαίτερα του Γρηγόριου Νύσσης (πέθανε το 394) βρίσκονταν υπό έντονη πλωτινική επιρροή. Το πρόβλημα που τέθηκε από τα κείμενα του Διονυσίου, παρά το υποτιθέμενο αποστολικό τους κύρος, ήταν ότι ο Νεοπλατωνισμός του άνηκε στην πιο απερίφραστη παγανιστική Αθηναϊκή Σχολή ειδικότερα, η αγγελολογία του Διονυσίου θύμιζε σε μεγάλο βαθμό τις τάξεις των θεών της Αθηναϊκής Σχολής. Ως εκ τούτου ο Θεός του έτεινε να γίνει απλώς ο ανώτατος όρος της μεταφυσικής ιεραρχίας και ως τέτοιος να συλληφθεί σαν να επενεργούσε στον υλικό κόσμο μόνο μέσω μεσολαβητικών δυνάμεων. Σε αυτό ο Διονύσιος απηχούσε τις αμφιλεγόμενες τάσεις του παγανιστικού Νεοπλατωνισμού και, ίσως ακόμα σημαντικότερο, παρουσιαζόταν εξίσου διφορούμενος στα θεμελιώδη σημεία που διέκριναν το νεοπλατωνικό από το χριστιανικό κοσμοείδωλο, όπως το αν η δημιουργία είναι απόρροια της θεϊκής φύσης ή οφείλεται σε μια δωρεά χάριτος. Γι' αυτό και ο τελετουργισμός του έτεινε να χάσει το υπερφυσικό του στοιχείο και γινόταν δύσκολο να διακριθεί από την παγανιστική θεουργία. Τέλος, ο Διονύσιος φαινόταν να δίνει ελάχιστη σημασία στην ενανθρώπιση. Δεν θα κρίνουμε εδώ το δίκιο αυτών των κατηγοριών πρέπει απλώς να σημειώσουμε ότι έγιναν και ήταν μόνο αφότου η Ορθοδοξία του υποστηρίχτηκε από τα σχόλια του Ιωάννη Σκυθουπόλεως (περ. 530) και του Μαξίμου του Ομολογητή (580-622) που τα κείμενα του Διονυσίου μπόρεσαν να γίνουν πλήρως αποδεκτά. Η επίδρασή τους στη δυτική μεταθυσική θεολογία και το μυστικισμό, που χρονολογείται από τη λατινική μετάφραση του 858 από τον Ιρλανδό φιλόσοφο Ιωάννη Σκώτο Εριγένη (περ. 810-περ. 877), η οποία βρήκε σύντομα μιμητές, σταθηκε εξίσου σημαντική. Μεγαλύτερες διαμάχες προκάλεσε η ίδια  η σκέψη του Εριγένη, μια εξέλιξη των βυζαντινών νεοπλατωνικών ιδεών την οποία αξίζει να εξετάσουμε εν συντομία.


Μια κύρια πηγή έντασης στο Νεοπλατωνισμό, όπως έχουμε δει, ήταν η διφορούμενη στάση τους απέναντι στον υλικό κόσμο. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το ότι και οι δύο πλευρές της εικονομαχικής διαμάχης του όγδοου αιώνα, γύρω από τη λατρεία των θείων εικόνων, και της ησυχαστικής διαμάχης του δέκατου τέταρτου αιώνα, στην οποία ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1357) υπερασπίστηκε το μυστικισμό του θείου φωτός ενάντια στην καθαρά αποφατική θεολογία του μοναχού Βαρλαάμ, εκφράστηκαν με νεοπλατωνικούς όρους. Ηταν όμως χαρακτηριστικό για τη στάση της Ανατολικής Εκκλησίας απέναντι στον υλικό κόσμο το ότι και στις δύο περιπτώσεις θριάμβευσε η θετική αποτίμηση του κόσμου αυτού. Ο λόγος ήταν η αντίληψη του βυζαντινού Νεοπλατωνισμού για τη δημιουργια ως «θεοφάνεια» η εκδήλωση του θείου, μια εξέλιξη της πλατωνικής άποψης του αισθητού κόσμου ως εικόνας του Νοητού η οποία έδινε στον πρώτο μια θετικότερη αξία, η θεωρία των εικόνων ήταν απλώς μια συγκεκριμένη εφαρμογή αυτού. Εκεί όπου ο Εριγένης έσφαλε στα μάτια της Εκκλησίας, όταν προσπάθησε να εισαγάγει αυτό το δόγμα στη Δύση, ήταν η εκ μέρους του πραγμάτευση της δημιουργίας ως φυσικής εκδίπλωσης της θείας ενότητας και η συνακόλουθη παραδοχή ότι στη διάρκεια της δημιουργίας των άλλων πραγμάτων ο Θεός δημιουργεί ταυτόχρονα και τον εαυτό του. Εξού και η καταδίκη για πανθεϊσμό που επέσυρε η πραγματεία του De Divisione Naturae.


.....


Και (πέρα ακόμη και από τις πολυθεϊστικές περιπλοκές που τίθενται από τις Ενάδες) η διάκριση ανάμεσα στην Πρώτη και τις κατώτερες Υποστάσεις των Νεοπλατωνικών είναι προφανώς λιγότερο αυστηρή από εκείνη ανάμεσα στο Θεό και τα δημιουργήματά του στις σημιτικές θρησκείες, Παρ' όλα αυτά, η ιδέα της «θεϊκότητας κατά μέθεξιν» έχει φανερές συγγένειες με τη διδασκαλία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να θεοποιηθεί μέσα από τη θεία χάρη και ο Βοήδιος δεν ήταν με κανένα τρόπο ανορθόδοξος λοιπόν όταν εισήγαγε αυτήν την ιδέα στη Δύση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου