Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρημη Χώρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έρημη Χώρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

EVITA PERON


7 Μαΐου 1919 – 26 Ιουλίου 1952




Πρώτα απ' όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συντρόφους για την αγάπη και το ενδιαφέρον τους, όσο εγώ ήμουνα στο νοσοκομείο. Η αφοσίωσή σας προς το πρόσωπό μου ήταν το καλύτερο φάρμακο για να ξανασταθώ στα πόδια μου. Σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Τώρα που αισθάνομαι καλύτερα θ' αγωνιστώ με το ίδιο πάθος με πριν, για τα δίκαια της πατρίδας μας, να πολεμήσω στο πλάι του ηγέτη μας Περόν, για σας και με εσάς, για τον Περόν και την Αργεντινή ως τον θάνατο.Κι αν εγώ χαθώ, ξέρω ότι σείς θα πάρετε τ' όνομα μου και θα το κάνετε σύμβολο για τη νίκη. Ο Θεός είναι μαζί μας διότι μόνο εμείς αγωνιζόμαστε κατά της φτώχειας, εναντίον της αδικίας, εναντίον της ολιγαρχίας και των συντηρητικών. Γι' αυτό η νίκη θα είναι μαζί μας αργά ή γρήγορα. Θα ήθελα να σας πω πάρα πολλά πράγματα αλλά οι γιατροί μου έχουν απαγορέψει να μιλάω προς το παρόν πολύ ώρα.

Εγώ σας δίνω όλη την καρδιά μου και σας δηλώνω ότι είμαι σίγουρη ότι σε λίγο καιρό θα βρίσκομαι στον αγώνα, πλάι σας, με περισσότερες δυνάμεις, με περισσότερη αγάπη για τον αγώνα αυτού του λαού που τόσο αγαπώ, όπως αγαπώ τον Περόν.Γνωρίζω τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το κόμμα μας και την φτηνή προπαγάνδα των αντιπάλων μας. Αυτή η χυδαία προπαγάνδα επικεντρώνεται σε δύο σημεία, που θα ήθελα να σχολιάσω όπως εγώ κάνω καλύτερα, δίχως να με διακόψετε.

Το πρώτο σημείο είναι που κατηγορούν τον Περόν ως φασίστα. Εγώ μέχρι σήμερα δεν ήξερα ότι είναι κακό να είσαι φασίστας! Τώρα τελευταία αρχίζω να το μαθαίνω! Όταν ο Περόν πήρε στα χέρια του τις τύχες της Αργεντινής και του λαού της, εφάρμοσε ένα πολιτικό πρόγραμμα που εξασφάλισε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας και την κοινωνική ευημερία του λαού μας. Δεν ξέρω αν συτό το πρόγραμμα ήταν τότε "φασιστικό"! Εκείνο που ξέρω είναι ότι είχε την επιδοκιμασία και την αποδοχή όλου του λαού μας και σίγουρα "δημοκρατικό" δεν ήταν. Διότι αν ήταν θα συνέχιζε την εκμετάλευση του λαού όπως έκαναν τόσες και τόσες "δημοκρατικές" κυβερνήσεις πριν από τον Περόν. Ξέρω ακόμα ότι ο χαρακτηρισμός του "φασίστα" που αποδίδουν στον Περόν δεν προέρχεται από τους εργάτες και τους αγρότες, οι οποίοι βρίσκονται ψυχή και σώμα δίπλα στον ηγέτη τους, αλλά από την αριστοκρατία, τους ψηλομύτες απομεινάρια της φεουδαρχίας, που δυστυχώς δεν έχουμε εξαλείψει οριστικώς από την κοινωνία σύντροφοι. Αυτοί οι "αριστοκράτες" φοβούνται την επιτυχία του σοσιαλιστικού προγράμματος του Περόν και αγωνίζονται να τορπιλίσουν τους αγώνες του κόμματός μας. Εμείς πάντως σύντροφοι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα αν μείνουμε ενωμένοι ως το τέλος. Από την στιγμή που ο Αργεντινός εργάτης είναι πλάι μας, η νίκη θα είναι με το μέρος μας.

Στο δεύτερο σημείο που κατακρίνουν τον Περόν είναι στο ότι παντρεύτηκε μια "πόρνη". Παρακαλώ σύντροφοι μην ταράζεστε. Θα ήθελα να δώσω απ' αυτό το βήμα μια απάντηση σ' αυτούς τους υπερασπιστές της "ηθικής". Κύριοι και κυρίες "ηθικολόγοι" από τη στιγμή που οι γυναίκες σας παριστάνουν τις κυρίες ντυμένες στα γουναρικά και χρυσαφικά τους, ξενυχτώντας σε λέσχες αντί να κοιμίζουν τα παιδιά τους, φλερτάροντας με τον πρώτο τυχόντα ψευτοαριστοκράτη, σπαταλώντας τα λεφτά της οικογένειάς τους, ντύνοντας τους αγαπητικούς τους, και τις περισσότερες φορές εν γνώσει σας, γίνεστε ευσυνειδητά κερατάδες, τότε πολύ ευχαρίστως εγώ θ' αποδεχθώ τον χαρακτηρισμό της "πόρνης". Διότι αν δεν κάνω λάθος, και η Μαρία Μαγδαληνή "πόρνη" ήταν, και βρισκόταν στο πλάι του Χριστού όπως κι εγώ βρίσκομαι στο πλευρό του Περόν και του Αργεντίνικου λαού! Μακάρι να υπήρχαν κι άλλες γυναίκες στον κόσμο που να έχουν την αμέριστη αγάπη ενός ολόκληρου λαού, όπως έχω εγώ, η "πόρνη", που λένε οι "ηθικολόγοι".

Σύντροφοι την ομιλία μου θα την κλείσω κάπου εδώ. Δυστυχώς δεν έχω συνέλθει πλήρως από την αρρώστια μου. Θα επαναλάβω και πάλι ότι θα βρίσκομαι για πάντα στο πλευρό σας, στον Περόν, στον αγώνα του λαού μας και της πατρίδας μας. Εύχομαι ότι μετά από εμάς, ο Θεός θα στείλει κι άλλους "φασίστες" κι άλλες "πόρνες" για να υπηρετήσουν την Αργεντινή όπως εγώ και ο Περόν. Και τώρα πιστοί μου σύντροφοι θα ήθελα, για να για να ξαναθυμηθούμε τους αγώνες μας και να ξαναβρούμε το κέφι μας, να τραγουδήσουμε πάλι το "θα γυρίσω από το θάνατο και θα είμαστε χιλιάδες". Ευχαριστώ που με ακούσατε.

Μπουένος Άιρες, Απρίλιος, 1952

από εδώ:

Έρημη Χώρα

ΠΕΤΡΟΣ ΩΡΟΛΟΓΑΣ: (Ο ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΚΑΙ) ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ



https://storiacontroversa.blogspot.com/2018/11/blog-post_20.html

Ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να επιτύχη ο Δραγούμης τη γενική πολιτικοκοινωνική θεώρηση, να φτάση σε συμπεράσματα σαφή και να καθορίση τη μορφή της Ελληνικής Πολιτείας. Ατελής η πείρα του κι' ο πνευματικός του εφοδιασμός δεν παρουσίαζε πληρότητα. Παράλληλα τον πίεζεν η ανάγκη για σύντονη δράση και δεν έχανε ποτέ την παρουσία του συγκεκριμένου και αμέσου σκοπού του αγώνος, ώστε να απασχολήται ειδικώτερα με θεω­ρητικές αναζητήσεις.
Αλλ' ακριβώς η ανάγκη για τη σύντονη δράση προσέκρουε στην ανάγκη για τη διευκόλυνση της δράσεως, για την οργάνωση και την ανάπτυξη της. Κι' επήγασεν η πεποίθηση ότι με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, το κοινο­βούλιο και τη δουλική προσήλωση στους τύπους, οι γεν­ναίες επιδιώξεις, οι μεγάλες πραγματοποιήσεις, είναι ανέφικτες.
Αντικρύζοντας τα εμπόδια και την αδράνεια ο Δραγούμης, αισθάνθηκεν ότι πρέπει να επιβληθή νέο σύστημα που να εξυπηρετή δίχως χρονοτριβή τις σκοπιμότητες, τις απαιτήσεις της τρέχουσας ώρας, και να μην αναχαιτίζον­ται οι ενέργειες, από καμμιά παρέμβαση αναρμόδιων και από κανένα γράμμα νεκρό.
— «Δεν συγχωρώ στον πατέρα μου το ότι προσκολ­λήθηκε στους συνταγματικούς τύπους».
Η Βουλή, η συνταγματική ορθοδοξία, η θεοποίηση των τύπων περιορίζουν την εθνική δραστηριότητα. Η όλη κοι­νοβουλευτική λειτουργία παρεμποδίζει την ανάπτυξη των πρωτοβουλιών. Έχει δημιουργηθεί ένας πολιτικός δασκα­λισμός, που δεν επιτρέπει την άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η κοινοβουλευτική σχολαστικότητα απασχολείται με ζητήματα ακατανόητης ευθιξίας, με ζύγισμα δυνάμεων κομματικών και μέτρημα ψήφων. Αναφαίνεται, κάθε τόσο, η τυφλή θέληση των πολλών, για να εκμηδενίση μίαν απόφαση. Σπάνουν οι γενικές γραμμές της πολι­τικής, με το εναλλασσόμενο της κομματικής προσπάθειας.
Ο Δραγούμης έγινεν αντικοινοβουλευτικός στη Μακεδονία.
Αυτό που ζητεί να καταστρέψη, δεν ξέρει με τι μόνιμο και σταθερό να το αντικαταστήση, χαρακτηριστικό δε είναι το πως ταλαντεύεται απάνω στην εναγώνιά του έρευνα. Έχει πεισθεί ότι πρέπει να πέσουν οι φραγμοί, ότι δεν χρειάζεται να ζητήται. η γνώμη του πλήθους, σε προβλήματα που ξεπερνούν τη μάθηση του και την πείρα του, θέλει να ιδρυθή μια εταιρία στην Αθήνα με σκοπό «να βγάζη βουλευτές που να σκέφτονται αλλιώς από τους κοινούς (που να σκέφτονται για τη Μακεδονία)».

—«"Ας βγαίνουν βουλευτές, για να μην τύχη και θυμώση ο λαός αν του αφαιρέσουμε την ψήφο. Μα οι βουλευτές ας μην κοιτάζουν τα εθνικά ζητήματα. Ας κοιτάζουν τα επαρχιακά. Τα εθνικά τα κοιτάζουν εκεί­νοι που δεν έχουν να συλλογισθούν ούτε κοινοτικά, ούτε επαρχιακά".

Έτσι, από το 1903, ο Δραγούμης προσπαθεί να βρη έναν τύπο διακυβερνήσεως. Αρχική του σκέψη θα ήταν ν' αφαιρεθή από το λαό η ψήφος, που είναι άχρηστη και κάποτε τόσον επικίνδυνη. Αλλ' η αντικοινοβουλευτική του επαναστατικότητα δε φτάνει ίσαμε το σημείο ν' αποτολμήση καθαρά μια τέτοια δήλωση. Από την επίδραση τoυ περιβάλλοντος, κρατάει ακόμα ίσως κάτι από την πρόληψη των «λαϊκών ελευθεριών» και του φάνηκεν αρ­κετό να τις περιορίση στα έσχατα.

Ο λαός έχει ανάγκη να βρίσκεται σε απασχόληση. Οι εκλογές είναι οι μεγάλες γιορτές της δημοκρατίας, το Πάσχα της. Έχει συνηθίσει να βγάζη βουλευτές δικούς του εκλεκτούς, επαγγελματίες της πολιτικής για να τον εξυπηρετούν στα τοπικά και τα ατομικά ζητήματα. Κι' αν υπάρχει όμως τέτοια βουλή πρέπει να είναι ολότελα περιωρισμένη η αποστολή της. Ν' αποτελήται από πράκτορες επαρχιακούς, να μείνη στο φυσικό προορισμό της, να φτάνη ως εκεί που της επιτρέπουν οι δυνατότητες της, να μην είναι «σώμα κυρίαρχον», αλλ' άθροισμα αντιπροσώ­πων περιφερειακών και να μη δικαιούται να επεμβαίνη στον καθορισμό των μεγάλων κατευθύνσεων του Έθνους.
Από την πρώτη του εμφάνιση ο Δραγούμης εκδηλώ­νεται αντικοινοβουλευτικός. Αποκρούει το σύστημα και περιφρονεί την κοινοβουλευτική αριστοκρατία που βγάζουν στην επιφάνεια οι κάλπες.
Από την πρώτη του εμφάνιση εκδηλώνεται επίσης αντιδημοκρατικός, όχι μόνο διότι συγγενεύουν οι δυό έννοιες, όχι μόνον διότι δεν ανέχεται το ισοπέδωμα και ζητεί μια -διαφορετική τοποθέτηση και ικανοποίη­ση των αξιών, αλλά και διότι διαπιστώνει ότι ο λαός είναι αντιδημοκρατικός βαθύτατα. Αισθάνεται την ανάγκη της υποταγής σε ωρισμένα ξεχωριστά πρόσωπα, δεν παρα­δέχεται την έννοια της ισότητας, η επιβολή των ικανών γίνεται δίχως συζήτηση και παίρνει συχνά τις διαστάσεις μιας τυφλής προσωπολατρείας.

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger


 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Δ' ΜΕΡΟΣ


Είναι εύκολο να δούμε τι διαφοροποιεί τα δύο ζεύγη που σχηματίζονται από την μια μεριά υπό του Στρατιώτου του Μετώπου και του Εργάτου και από την άλλη υπό του Επαναστάτου και του Άναρχου. Θα ήταν, όμως, λάθος να συμπεράνει από αυτό κάποιος ότι ο «δεύτερος Jünger»,του έργου « Auf den Marmorklippen» αποτελεί αντίθεση του πρώτου. Αυτός ο «δεύτερος Jünger» εκφράζει περισσότερο πρόοδο, στην οποίαν δόθηκε μια ελεύθερη πορεία, μίας κλίσης εξ αρχής παρούσας, αλλά συσκοτισμένης από το έργο του συγγραφέως-στρατιώτου και του εθνικιστού μαχητού. Στα πρώτα βιβλία του Jünger, όπως και στα «Der Kampf als innere Erlebnis» [12] και «Sturm» [13], μπορεί κάποιος να διακρίνει πίσω από την αφήγηση μία αναντίρρητη τάση προς την vita contemplativa. Από την αρχή ο Jünger εκφράζει έναν πόθο για διαλογιστική αντανάκλαση , την οποίαν οι περιγραφές μαχών ή τα καλέσματα για δράση δεν μπορούν να αποκρύψουν. Ο πόθος αυτός είναι εμφανής στην πρώτη έκδοση στο έργο «Das Abenteuerliche Herz», στο οποίο μπορεί κάποιος να διαβάσει όχι μόνον ένα ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη κυριολεκτικά ποίηση, αλλά, επίσης, μία αντανάκλαση-αυτήν που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τόσο ως μεταλλική, όσο και ως κρυστάλλινη-για την αμεταβλητότητα των πραγμάτων και αυτού που στον απόλυτο πυρήνα του παρόντος εξυψούται σε κοσμικά σημάδια και σε μια αναγνώριση του απεριόριστου, θρέφοντας ούτως την «στερεοσκοπική όραση», στην οποίαν δύο επίπεδες εικόνες ενώνονται σε μία μοναδική εικόνα, για να αποκαλύψουν την διάσταση του βάθους.

Δεν υφίσταται ούτως καμία αντίθεση μεταξύ των τεσσάρων Μορφών, αλλά μόνον μία προοδευτική εμβάθυνση, ένα είδος αυξανόμενα εξαιρετικού σχεδίου , που οδήγησε τον Jünger, έναν αρχικά ηθοποιό της εποχής του, έπειτα δικαστή και κριτή των καιρών του, να θέσει τελικώς εαυτόν υπεράνω της εποχής του, προκειμένου να καταθέσει σχετικά με το τι προηγήθηκε του αιώνος του και τι θα ακολουθήσει αυτού.

Στο έργο του «Der Arbeiter» διαβάζουμε: «Όσο περισσότερο αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην αλλαγή, τόσο πρέπει να είμεθα ενδόμυχα πεπεισμένοι, ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ένα ήρεμο είναι». Ολόκληρη την ζωή του ο Jünger ποτέ δεν έπαυσε να προσεγγίζει τούτο το «ήρεμο είναι». Καθώς περνούσε από την εκδηλωμένη δράση στην φανερή μη-δράση - ενώ πορευόταν, θα έλεγε κανείς, από το υπάρχειν στο Είναι-κατόρθωσε μία υπαρξιακή πρόοδο, η οποία τελικώς του επέτρεψε να κατέχει την θέση του Άναρχου, το ακίνητο κέντρο, το «κεντρικό σημείο του περιστρεφόμενου τροχού», από το οποίο ξεκινά κάθε κίνηση.

https://erimihora.blogspot.com/2012/04/normal-0.html

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger

 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Γ' ΜΕΡΟΣ


Η τελευταία Μορφή, την οποίαν ο Jünger αποκαλεί ονομάζει Άναρχος, πρωτοεμφανίσθηκε το 1977 στο «Eumeswil» [8], μία «μεταμοντέρνα» νουβέλα προορισμένη να αποτελέσει την συνέχεια του έργου Heliopolis[9] και εκτυλισσόμενη στην τρίτη χιλιετία. Ο Venator, ο ήρωας, δεν χρειάζεται πλέον να διαβιοί στο δάσος, για να παραμένει ανεπηρέαστος από τον περιβάλλοντα μηδενισμό. Είναι αρκετό για αυτόν που έχει φθάσει μία ανύψωση, η οποία του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα από μία απόσταση, δίχως να απαιτείται να απομακρύνεται. Τυπική υπό αυτήν την άποψη είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού-το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμασθε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία. «Ο Άναρχος» γράφει ο Jünger «δεν είναι ο συνεργάτης του μονάρχη, αλλά ο αντίποδάς του, ο άνθρωπος που η εξουσία δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και είναι επικίνδυνος για αυτήν. Δεν είναι αντίπαλος του μονάρχη, αλλά το αντίθετό του.» Πραγματικός χαμαιλέων, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζεί σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελισθεί». Ούτως, μπορεί να επιβλέπει το «ξεκαθάρισμα», που εκπροσωπεί τον τόπο και την περίσταση για την επιστροφή των θεών. Από αυτό μπορεί να δεί κάποιος, όπως γράφει ο Claude Lavaud αναφορικά με τον Heidegger, ότι η λύτρωση έγκειται «στο να μένεις πίσω , παρά στο να περνάς απέναντι’ στην προσήλωση και όχι στο υπολογισμό’ στην αναμνηστική ευλάβεια που ανοίγει την σκέψη στην αποκάλυψη και την απόκρυψη, που συναποτελούν την ουσία της αληθείας .» [10]

Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τον Επαναστάτη από τον Άναρχο είναι η ποιότητα της εθελουσίας των περιθωριοποιήσεως: οριζόντια απόσυρση για τον πρώτον, κάθετος απόσυρση για τον δεύτερο. Ο Επαναστάτης έχει την ανάγκη να βρεί καταφύγιο στο δάσος, επειδή είναι άνθρωπος δίχως εξουσία ή κυριαρχία και επειδή μόνον εκεί διατηρεί τις συνθήκες της ελευθερίας του. Ο ίδιος ο Άναρχος είναι επίσης δίχως εξουσία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει εξουσία, είναι κυρίαρχος. Ο Επαναστάτης είναι ακόμα σε κατάσταση επαναστάσεως, ενώ ο Άναρχος βρίσκεται πέραν της επαναστάσεως. Ο Επαναστάτης συνεχίζει με μυστικότητα-κρύβεται στις σκιές-ενώ ο Άναρχος παραμένει σε πλήρη θέα. Εν τέλει, εκεί που ο Επαναστάτης είναι εξορισμένος από την κοινωνία, ο Άναρχος εξορίζει εαυτόν. Δεν είναι αποκλεισμένος, είναι απελευθερωμένος.

Η έλευση του Επαναστάτου και του Άναρχου, απώθησε την ανάμνηση του Στρατιώτου του Μετώπου στο παρασκήνιο, αλλά δεν τερμάτισε την κυριαρχία του Εργάτου. Ομολογουμένως, ο Jünger άλλαξε την γνώμη του για το τι πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του ότι αυτή η Μορφή πραγματικά επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Εργάτης προσδιορισμένος ως «ο αρχηγός Τιτάνας που διατρέχει την σκηνή της εποχής μας» είναι πραγματικά ο υιός της Γής, το τέκνο του Προμηθέως. Ενσαρκώνει την «τελλουρική» δύναμη , της οποίας το όργανο είναι η σύγχρονη τεχνολογία. Αποτελεί, επίσης, μία μεταφυσική Μορφή, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποιημένη ουσία της μεταφυσικής, που καθιστά τον άνθρωπο κύριο ενός κόσμου μεταμορφωμένου σε αντικείμενο. Και με τον άνθρωπο ο Εργάτης τηρεί μία διαλεκτική κυριότητος: ο Εργάτης είναι κύριος του ανθρώπου μέχρι του σημείου που ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι κύριος του κόσμου με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Εργάτη.

Ωστόσο, μέχρι του ακριβούς σημείου που είναι οι εκπρόσωποι των στοιχειακών και των τελλουρικών δυνάμεων, οι Τιτάνες εξακολουθούν να είναι φορείς ενός μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου εντέλλεται την ύπαρξή μας. Ο Jünger δεν τους θεωρεί πλέον συμμάχους, αλλά ούτε εχθρούς. Κατά την συνήθειά του, ο Jünger είναι ένας σεισμογράφος: έχει ένα προαίσθημα ότι η κυριαρχία των Τιτάνων αναγγέλλει την επιστροφή των θεών και ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι του μονοπατιού προς την αναγέννηση του κόσμου. Για να τελειώσουμε με τον μηδενισμό, πρέπει να τον ζήσουμε μέχρι το τέλος του-«περνώντας την γραμμή» που αντιστοιχεί στο «μεσημβρινό μηδέν»-διότι, όπως λέει ο Heidegger , το τεχνολογικό πλαίσιο [11] (Ge-stell) παραμένει ένας τρόπος του Είναι , όχι απλώς η λήθη του. Για τον λόγον αυτόν, εάν ο Jünger αντιμετωπίζει τον Εργάτη ως κίνδυνο, θεωρεί, επίσης, ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να γίνει η σωτηρία μας, διότι υπό αυτού και μέσω αυτού θα είναι πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος.

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger


Β' ΜΕΡΟΣ

 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin


Η στροφή αυτή αντανακλάται στην νουβέλα Auf den Marmorκlippen (Πάνω στους μαρμάρινους λόφους)[5], εκδοθείσα το 1939. Οι ήρωές της, δύο αδέλφια, βοτανολόγοι από την Μεγάλη Μαρίνα, που απαρνούνται με τρόμο το ανηλεές αποτέλεσμα της επιχειρήσεως του Μεγάλου Δασονόμου, ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν όπλα ισχυρότερα αυτών που διαπερνούν και που σκοτώνουν. Εκείνη την εποχή ο Jünger όχι μόνον ήταν πληροφορημένος από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά είχε επηρεασθεί και από τον αδελφό του Friedrich Georg Jünger, ο οποίος σε ένα διάσημο βιβλίο [6] υπήρξε από τους πρώτους που ήσκησαν μία ριζοσπαστική κριτική επί του τεχνολογικού πλαισίου. [7]. Ως τέκνα της τεχνολογίας, ο Στρατιώτης και ειδικότερα ο Εργάτης ευρίσκοντο στην πλευρά των Τιτάνων. Ο Jünger, ωστόσο, κατέληξε ότι η τιτανική κυριαρχία των στοιχειακών οδηγεί κατευθείαν στον μηδενισμό. Κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν έπρεπε ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αλλάξει, αλλά να ιδωθεί ως η ξεχωριστή πηγή της αποκαλύψεως της αλήθειας. Αντελήφθη ότι η τεχνολογία δεν είναι απαραιτήτως ανταγωνιστική προς τις αστικές αξίες και ότι μεταμορφώνει τον κόσμο μόνον παγκοσμιοποιώντας την έρημο. Κατάλαβε ότι πίσω από την ιστορία το άχρονο επιστρέφει σε πιο ουσιώδεις κατηγορίες και ότι ο ανθρώπινος χρόνος, με όρια καθορισμένα από τον μηχανισμό του ρολογιού, είναι ένας «φανταστικός χρόνος» γεννηθείς από μία συσκευή, η οποία έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν το γεγονός ότι ανήκουν στον κόσμο, ένας χρόνος που καθορίζει την φύση των ασχολιών τους αντί να καθορίζεται από αυτές, σε αντίθεση με την κλεψύδρα , το «στοιχειώδες-πρωταρχικό ρολόι», της οποίας η ροή υπακούει σε φυσικούς νόμους-ένας κυκλικός και όχι ένας γραμμικός χρόνος. Ο Jünger με άλλα λόγια συνειδητοποίησε ότι το ξέσπασμα των Τιτάνων αποτελεί πρωτίστως και κυρίως εξέγερση εναντίον των Θεών. Για τον λόγον αυτόν απέρριψε τον Προμηθέα.

Εναντίον του ολοκληρωτικού δεσποτισμού οι ήρωες του Auf den Marmorκlippen επιλέγουν την απόσυρση, δημιουργώντας μίαν απόσταση. Με αυτήν έχουν ήδη ανακοινώσει την νοοτροπία του Επαναστάτη, για τον οποίον ο Jünger θα έγραφε: «Ο Επαναστάτης είναι…οποιοσδήποτε, του οποίου ο νόμος της φύσεως του τον τοποθετεί σε μία σχέση με την ελευθερία, μία σχέση η οποία με τον καιρό τον οδηγεί σε μία εξέγερση ενάντια στον αυτοματισμό και σε μία άρνηση να αποδεχθεί την ηθική του συνέπεια, την μοιρολατρεία».

Μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από αυτό ότι η Μορφή του Επαναστάτου συνδέεται αμέσως με έναν διαλογισμό επάνω στην ελευθερία-και επίσης στον αποκλεισμό, από την στιγμή που ο Επαναστάτης είναι εξίσου ένας παράνομος. Ο Επαναστάτης παραμένει ένας μαχητής, όπως ο Στρατιώτης του Μετώπου, αλλά είναι ένας μαχητής που την ενεργό απουσία προσωπικότητος, επειδή προτίθεται να διατηρήσει την ελευθερία του σε συνάρτηση με τον σκοπό που υπερασπίζεται. Υπό αυτήν την έννοια ο Επαναστάτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο σύστημα, ακόμα και με αυτό, υπέρ του οποίου μάχεται. Δεν αναπαύεται σε καμία περίπτωση. Εάν ο Επαναστάτης επιλέξει την περιθωριοποίηση, υπεράνω όλων τίθεται να περιφρουρεί ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής, να σπάει την περικύκλωση, θα μπορούσε να πεί κάποιος, χρησιμοποιώντας μία στρατιωτική μεταφορά, την οποίαν ο ίδιος ο Jünger χρησιμοποιεί όταν γράφει: «Η θαυμαστή περικύκλωση του ανθρώπου είχε προετοιμασθεί από πολύ παλαιά από θεωρίες που στοχεύουν στην αψεγάδιαστη λογική ερμηνεία του κόσμου και παρελαύνουν σε κλειστό σχηματισμό μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας».

«Ο δρόμος του μυστηρίου πηγαίνει κατευθείαν προς το εσώτερο» είπε ο Novalis. Ο Επαναστάτης είναι ένας μετανάστης στο εσώτερο, που επιζητά να διατηρήσει την ελευθερία του στην καρδιά των δασών, όπου τέμνονται «τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά».  Το καταφύγιο αυτό, ωστόσο, είναι διφορούμενο, διότι αυτό το άσυλο της οργανικής ζωής, το οποίο δεν έχει ακόμα απορροφηθεί από την μηχανοποίηση του κόσμου, εκπροσωπεί-στο ακριβές σημείο που συνιστά ένα σύμπαν ξένο προς τα ανθρώπινα πρότυπα-τον «μεγάλο οίκο του θανάτου, την μόνη έδρα του καταστρεπτικού κινδύνου». Όθεν η θέση του Επαναστάτου μπορεί να είναι μόνον προσωρινή.

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger


 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Α' ΜΕΡΟΣ



Τέσσερις μορφές εμφανίζονται διαδοχικά στα γραπτά του Jünger, κάθε μία από αυτές ανταποκρινόμενη σε μία ξεχωριστή περίοδο της ζωής του συγγραφέως. Αυτές είναι χρονολογικά ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης, ο Άναρχος. Μέσω των μορφών αυτών μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το παθιασμένο ενδιαφέρον που είχε ο Jünger για τον κόσμο των μορφών. Για αυτόν οι μορφές δεν μπορούν να προέλθουν από την αλλαγή που συμβαίνει στον αισθητό κόσμο. Οι μορφές υποδεικνύουν σε ποικίλα επίπεδα, τον τρόπο με τον οποίον τα αισθητά όντα εκφράζονται: η «ιστορία» του κόσμου ίσταται υπεράνω κάθε μορφογενέσεως. Ως εντομολόγος, επιπλέον, ο Jünger ήταν φυσικά επιρρεπής σε κατηγοριοποιήσεις. Πέραν του ατόμου, αναγνωρίζει το γένος και το είδος .

Μπορεί κάποιος να διακρίνει εδώ ένα είδος λεπτής προκλήσεως προς τον ατομικισμό: «Το μοναδικό και το τυπικό αλληλοαποκλείονται»,γράφει. Όπως το βλέπει ο Jünger, το σύμπαν είναι έτσι εκείνο, όπου οι Μορφές δίδουν στις εποχές την μεταφυσική σημασία τους. Με αυτή την σύντομη, θα ήθελα να συγκρίνω κα να αντιπαραβάλω τις υπό του Jünger αναγνωρισμένες Μορφές.

Ο Στρατιώτης του Μετώπου (Der Frontsoldat) είναι πρωτίστως μάρτυρας του τέλους του πολέμου με την κλασική έννοια: οι πόλεμοι που έδιδαν προτεραιότητα στον ιπποτισμό, που ήσαν οργανωμένοι γύρω από τις έννοιες της δόξης και της τιμής, που γενικώς σεβόταν τους αμάχους και που διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ του Μετώπου και των Μετόπισθεν. «Μολονότι ζαρώναμε από φόβο μέσα στους κρατήρες των οβίδων, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατότερος από την ύλη. Αυτό απεδείχθη λάθος.», έγραφε ο Jünger. Όντως, από τότε και έπειτα η «ύλη» μετρούσε περισσότερο από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο υλικός αυτός παράγοντας σηματοδοτεί την εισόρμηση και την κυριαρχία της τεχνολογίας. Η τεχνολογία επιβάλλει τον δικό της νόμο, τον νόμο της απουσίας προσωπικότητας και του ολοκληρωτικού πολέμου-ενός πολέμου ταυτοχρόνως μαζικού και αφηρημένου στην ωμότητά του. Την ίδια στιγμή ο Στρατιώτης καθίσταται ένας απρόσωπος ηθοποιός. Ακόμα και ο ηρωισμός του είναι απρόσωπος, διότι αυτό που μετράει περισσότερο για εκείνον δεν είναι πλέον ο σκοπός ή το αποτέλεσμα της μάχης. Δεν πρόκειται για το εάν θα κερδίσει ή θα χάσει, εάν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Αυτό που μετράει είναι η πνευματική προδιάθεση που τον οδηγεί να αποδεχθεί την ανώνυμη θυσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ο Στρατιώτης του Μετώπου είναι εξ ορισμού ένας Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος σχηματίζει ένα σώμα, στην πλήρη κυριολεξία του όρου, με την μονάδα, στην οποίαν ανήκει, σαν ένα δένδρο, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μέρος, αλλά μία υποδειγματική ενσάρκωση του δάσους.

Το ίδιο ισχύει για τον Εργάτη, ο οποίος εμφανίζεται το 1932, στο διάσημο βιβλίο με το όνομα αυτό, του οποίου ο παράτιτλος είναι «Κυριαρχία και Μορφή» [1] Το κοινό στοιχείο του Στρατιώτου και του Εργάτου είναι η ενεργός απουσία προσωπικότητας. Αμφότεροι είναι τέκνα της τεχνολογίας. Επειδή η ίδια τεχνολογία που μεταμόρφωσε τον πόλεμο σε μία μονότονη «εργασία», πνίγοντας το ιπποτικό πνεύμα στην λάσπη των χαρακωμάτων, μεταμόρφωσε, επίσης, τον κόσμο σε ένα απέραντο εργαστήριο, όπου ο άνθρωπος είναι στο εξής εντελώς σκλαβωμένος [2] από τις προσταγές της παραγωγικότητας. Ο Στρατιώτης και ο Εργάτης έχουν, εν τέλει, τον ίδιον εχθρό: τον αξιοπεριφρόνητο φιλελεύθερο αστό, τον αναγγελμένο από τον Νίτσε «τελευταίο άνθρωπο», ο οποίος σέβεται την ηθική τάξη, την ωφέλεια και το κέρδος. Ο Εργάτης και ο Στρατιώτης, που έχει επιστρέψει από το Μέτωπο, επίσης, θέλουν να καταστρέψουν, προκειμένου να δημιουργήσουν, να απομακρύνουν τα τελευταία κουρέλια του ατομικισμού, προκειμένου να ιδρύσουν έναν καινούργιο κόσμο πάνω στα συντρίμμια της παλαιάς «απολιθωμένης μορφής ζωής»

Ωστόσο, ενώ ο Στρατιώτης ήταν μόνον το παθητικό αντικείμενο της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ο Εργάτης στοχεύει ενεργά στο να ταυτοποιήσει τον εαυτό του με αυτήν. Μακράν του να είναι το αντικείμενό της ή να υποτάσσεται στις εκδηλώσεις της, ο Εργάτης, αντιθέτως, αναζητά εν πλήρει συνειδήσει να επιδοκιμάσει της δύναμη της τεχνολογίας, η οποία θεωρεί ότι θα εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τάξεων, όπως και ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, σε πολίτη και σε στρατιωτικό. Ο Εργάτης δεν είναι πλέον αυτός που «θυσιάζεται, για να επωμίζεται τα φορτία στις μεγάλες ερήμους της φωτιάς», όπως ο Jünger ακόμα το έθετε στο έργο του «Der Waldgang» (Το μονοπάτι στο δάσος) [3], αλλά ένα όν εντελώς αφοσιωμένο στην «totale Mobilmachung» (ολοκληρωτική επιστράτευση ή κινητοποίηση) [4] Ούτως, η Μορφή του Εργάτου προχωρά πολύ μακρύτερα του Τύπου του Στρατιώτου του Μετώπου. Διότι για τον Εργάτη-που ονειρεύεται όλη την ώρα την ζωή του Σπαρτιάτου, του Πρώσσου, ή του Μπολσεβίκου, όπου το άτομο οπωσδήποτε θα μπορούσε να ξεπερασθεί από τον Τύπο- ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε μόνον το αμόνι , πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε ένας άλλος τρόπος του είναι στον κόσμο. Ο Στρατιώτης του Μετώπου περιόρισε τον εαυτό του, για να ενσαρκώσει νέα πρότυπα συλλογικής υπάρξεως. Ο Εργάτης, από την πλευρά του, αποσκοπεί στο να τις μετεμφυτεύσει στην αστική ζωή, να τις καταστήσει νόμο ολόκληρης της κοινωνίας.

Ο Εργάτης με τον τρόπον αυτόν δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που εργάζεται (η πλέον κοινή σημασία) περισσότερο απ’ ό,τι ο άνθρωπος μίας κοινωνικής τάξεως, π.χ. μίας δεδομένης οικονομικής κατηγορίας (η ιστορική σημασία). Είναι ο Εργάτης με μία μεταφυσική έννοια: αυτό που αποκαλύπτει την Εργασία ως τον γενικό κανόνα ενός κόσμου, ο οποίος αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, ακόμα και στην πολυτέλεια και την ανάπαυση.

Τα στοιχεία της κοσμοθεάσεως του Jünger-η αισθητική και βουλησιαρχική αντίληψη της τεχνολογίας, η αποφασιοκρατία κάθε στιγμής, η αντίθεση του Εργάτου προς τον Αστό, η νιτσεϊκή θέληση «προς επαναξιολόγηση όλων των αξιών», που ήδη υποδαυλίζει τον γιουνγκεριανό «στρατιωτικό εθνικισμό» της δεκαετίας του είκοσι-συνοψίζονται ενίοτε με την φράση «ηρωικός ρεαλισμός». Υπό την επιρροή των γεγονότων, ωστόσο, ο διαλογισμός του Jünger θα υποστεί συντόμως μία αποφασιστική καμπή, η οποία τον οδήγησε σε διαφορετική κατεύθυνση.

Η Μεταφυσική του Εθικομπολσεβικισμού


6. Παραδοσιασμός (Ο Έβολα από τα «αριστερά»), μέρος β'


Το θέμα είναι ότι στην τάση τούτη όχι μόνον πολιτικοί ανταγωνιστές συνδυάζονται κατά παράδοξο τρόπο («δεξιοί» και «αριστεροί»), όχι μόνον εκ πρώτης όψεως αλληλοαναιρούμενα φιλοσοφικά συστήματα (ιδεαλισμός και υλισμός), αλλά επιπλέον και οι δύο τάσεις του ίδιου τον παραδοσιασμού, η θετική (ορθόδοξη) και η αρνητική (ανατρεπτική). Ο Έβολα εν προκειμένω είναι ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας, μολονότι υφίσταται μία συγκεκριμένη ασυμφωνία μεταξύ των μεταφυσικών του θεωριών και των πολιτικών του πεποιθήσεων , οι οποία βασίζεται στην άποψή μας για κάποιες αδρανείς προκαταλήψεις, χαρακτηριστικές των «ακροδεξιών» κύκλων της Κεντρικής Ευρώπης εκείνης της εποχής.
Στο εξαιρετικό βιβλίο του για τον ταντρισμό, το «Η Γιόγκα της Δυνάμεως» ο Έβολα περιγράφει την μυητική δομή (kaula) των ταντρικών οργανώσεων και την χαρακτηριστική για αυτές ιεραρχία. (5) Η ιεραρχία αυτή είναι εξίσου κάθετος με την ιερά ιεραρχία, χαρακτηριστική της Ινδουιστικής κοινωνίας. Η τάντρα (όπως επίσης και η Βουδιστική διδασκαλία) και η συμμετοχή στην τραυματική της εμπειρία κατά κάποιον τρόπο ματαιώνει ολόκληρη την συνηθισμένη κοινωνική και πολιτική δομή, ισχυριζόμενη ότι «αυτός που ακολουθεί τον σύντομο δρόμο, δεν χρειάζεται έξωθεν υποστήριξη». Στον ταντρικό κύκλο είναι απολύτως ασήμαντο ποιος είναι Βραχμάνος και ποιος Τσαντάλα (εκπρόσωπος της κατώτατης κάστας). Όλα εξαρτώνται από την επιτυχία της εκτελέσεως των περίπλοκων μυητικών εγχειρημάτων και την υπερβατική εμπειρία της αυθεντίας. Αποτελεί ένα είδος «αριστεράς ιερότητος» , βασισμένη στην πεποίθηση της ανεπάρκειας, του εκφυλισμού και της απαλλοτριώσεως των επικρατούντων ιερών θεσμών. Με άλλα λόγια ο «αριστερός εσωτερισμός» αντιτίθεται στον «δεξιό εσωτερισμό» όχι εξαιτίας αρνήσεως, αλλά εξαιτίας της ειδικά παραδόξου δηλώσεως, που επιμένει στον αυθεντικό χαρακτήρα της εμπειρίας και του συμπαγούς χαρακτήρος της αυτό-μεταμορφώσεως. Είναι φανερό ότι αντιμετωπίζουμε αυτήν την πραγματικότητα του «αριστερού εσωτερισμού» στην περίπτωση του Έβολα και των μυστικιστών εκείνων, που απετέλεσαν την πηγή για τις σοσιαλιστικές και τις κομμουνιστικές ιδεολογίες. Η κατεδάφιση των εκκλησιών δεν είναι μόνον άρνηση της θρησκείας, αλλα αποτελεί μία ειδική εκστατική μορφή του θρησκευτικού πνεύματος, που επιμένει στον απόλυτο, συμπαγή χαρακτήρα της αυτό-μεταμορφώσεως «εδώ και τώρα». Το φαινόμενο της αυτοθυσίας των παλαιών πιστών ή ο ζήλος των Χλυστί ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ο ίδιος ο Γκενόν στο άρθρο του «Η πέμπτη Βέδα» που είναι αφιερωμένο στον ταντρισμό, έγραψε ότι σε κάποιες ειδικές κυκλικές περιόδους, οι οποίες βρίσκονται εγγύς στην «Σιδηρά Εποχή», στο τέλος της Kali-Yuga, πολλοί αρχαίοι παραδοσιακοί θεσμοί χάνουν την ζωτικότητά τους και κατά συνέπεια η μεταφυσική αυτό-συνειδητοποίηση είναι αναγκαία με ειδικούς και ανορθόδοξους τρόπους και μεθόδους. Η διδασκαλία της Τάντρα, επομένως, αποκαλείται Πέμπτη Βέδα, μολονότι υπάρχουν μόνον τέσσερις Βέδες. Με άλλα λόγια, ενώ οι παραδοσιακοί συντηρητικοί θεσμοί, όπως η μοναρχία, η εκκλησία, η κοινωνική ιεραρχία, το σύστημα των καστών κλπ, παρακμάζουν, οι ειδικές επικίνδυνες και ριψοκίνδυνες μυητικές πρακτικές που σχετίζονται με το «μονοπάτι της αριστεράς χειρός» γίνονται επίκαιρες.

Ο παραδοσιασμός που χαρακτηρίζει τον εθνικομπολσεβικισμό στην απλούστερη έννοιά του είναι ακριβώς ο «αριστερός εσωτερισμός», που συνδυάζει κατά κύριο λόγο τις αρχές της ταντρικής kaula και την διδασκαλία της«καταστρεπτικής υπερβατικότητας». Ο ορθολογισμός και ο ανθρωπισμός του ατομικιστικού είδους έχει κατατροπώσει ακόμα και εκείνους τους σύγχρονους παγκόσμιους θεσμούς, οι οποίοι κατ’ όνομα έχουν ιερό χαρακτήρα. Η εγκαθίδρυση των πραγματικών διατάσεων της Παραδόσεως είναι αδύνατη υπό την βελτίωση του κρατικού περιβάλλοντος. Αυτός είναι ο τρόπος του «εσωτερισμού της δεξιάς χειρός» και εκ των προτέρων έχει κριθεί στην εσχατολογική κατάσταση. Η έλξη προς την εξέλιξη, επιπλέον, και την αναβάθμιση απλώς ανοίγει τον δρόμο προς την ανάπτυξη του φιλελευθερισμού. Η κατανόηση, επομένως, του Έβολα υπό του εθνικομπολσεβικισμού συνίσταται στην προβολή των σημείων εκείνων, που συνδυάζονται αμέσως με τις διδασκαλίες της «αριστεράς χειρός», το τραυματικό πνευματικό γίγνεσθαι στην συμπαγή επαναστατική και μεταμορφωτική εμπειρία, πέραν των συμβατικοτήτων και των συνηθειών, που έχουν χάσει την ιερά τους νομιμοποίηση.

Οι εθνικομπολσεβίκοι κατανοούν το «παράλογο» όχι απλώς ως «μη λογικό», αλλά ως «την επιθετική και ενεργό καταστροφή του λογικού», ως αγώνα με την «καθημερινή συνείδηση» (και με την «καθημερινή συμπεριφορά»), ως την κατάδυση στο στοιχείο της «νέας ζωής», δηλαδή της ξεχωριστής μαγικής υπάρξεως ενός «διαφορικού ανθρώπου», ο οποίος έχει αποβάλει όλες τις έξωθεν απαγορεύσεις και επιταγές.

Η Μεταφυσική του Εθικομπολσεβικισμού


τελευταίο μέρος

7.Η Τρίτη Ρώμη-το Τρίτο Ράιχ-η Τρίτη Διεθνής

Μόνον δύο δόγματα της ποικιλίας «εχθροί της ανοικτής κοινωνίας» ήταν ικανά να κερδίσουν μία παροδική νίκη επί του φιλελευθερισμού: πρόκειται για τον σοβιετικό (και τον κινεζικό) Κομμουνισμό και τον Κεντροευρωπαϊκό φασισμό. Μεταξύ αυτών των δύο υπήρχε ο εθνικομπολσεβικισμός ως μία μοναδική και μη εφαρμοσμένη ιστορική ευκαιρία, αναγκασμένος να δρά στην περιφέρεια των φασιστών και των κομμουνιστών, σαν μία λεπτή γραμμή των διορατικών πολιτικών και προορισμένος να δεί την αποτυχία των ολοκληρωτικών ιδεολογικών και πολιτικών προσπαθειών τους.

Στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό η προορισμένη να αποτύχει βαυαρική και καθολική πολιτική του Χίτλερ μοιραία επεκράτησε. Όσο δε για τα Σοβιέτ, αυτά πεισματικά απέρριπταν την ιδέα να διακηρύξουν ανοικτά τις μυστικές ιδεολογικές τους αιτίες, έχοντας πνευματικά αφαιμάξει και διανοητικά ευνουχίσει τον μπολσεβικισμό.

Ο φασισμός έπεσε πρώτος και έπειτα ήλθε η σειρά του τελευταίου αντι-φιλελεύθερου οχυρού, αυτό της Ε.Σ.Σ.Δ. Εκ πρώτης όψεως το 1991 γύρισε η τελευταία σελίδα του βιβλίου της γεωπολιτικής αντιπαραθέσεως με τον Μαμμωνά, τον Ατλαντικό Δυτικό δαίμονα, τον διεστραμμένο «κοσμοπολίτικο άγγελο του Κεφαλαίου». Την ίδια στιγμή, ωστόσο, όχι μόνον η εθνικομπολσεβικική απόλυτη αλήθεια, αλλά επιπλέον η απόλυτη ιστορική ορθότητα των πρώτων εκπροσώπων της γίνεται κρυστάλλινα καθαρή. Ο μόνος πολιτικός λόγος των δεκαετιών του ‘20 και του ’30, ο οποίος είναι παρών έως σήμερα, είναι τα κείμενα των Ρώσων Ευρασιανιστών και των Γερμανών «αριστερών» επαναστατών συντηρητικών. Ο εθνικομπολσεβικισμός αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο των «εχθρών των ανοικτής κοινωνίας», εκτός εάν θέλουν να επιμείνουν στα δικά τους ξεπερασμένα, ιστορικά ανεπαρκή και απολύτως ανέφικτα δόγματα. Εάν η «άκρα αριστερά» αρνείται να αποτελέσει το εξάρτημα της παραδόπιστης και οπορτουνιστικής Σοσιαλδημοκρατίας, εάν οι «ακροδεξιοί» δεν επιθυμούν να υπηρετήσουν στην ουσία ως μία στρατολογημένη ακραία πτέρυγα του καταπιεστικού μηχανισμού του φιλελεύθερου συστήματος, εάν οι λαοί, κυριευμένοι από την πίστη, δεν βρίσκουν ικανοποίηση στα άθλια ηθικίστικα υποκατάστατα, με τα οποία ευωχούνται υπό των ιερέων των ηθελημένα κακέκτυπων λατρειών ή του πρωτόγονου νέο-πνευματισμού, όλοι τους έχουν τον μοναδικό δρόμο, τον εθνικομποσεβικισμό.

Πέρα από τις «δεξιές» και τις «αριστερές», υπάρχει μόνον μία και αδιαίρετη Επανάσταση στην διαλεκτική τριάδα «Τρίτη Ρώμη-Τρίτο Ράιχ-Τρίτη Διεθνής».

Το βασίλειο του εθνικομπολσεβικισμού, το Regnum, η δική τους Αυτοκρατορία του Τέλους, αυτό είναι το τέλειο επίτευγμα της μεγίστης Επαναστάσεως στην ιστορία, τόσο τοπική όσο και παγκόσμια. Είναι η επιστροφή των αγγέλων, η ανάσταση των ηρώων, η εξέγερση της καρδιάς εναντίον της δικτατορίας της λογικής. Η τελευταία αυτή επανάσταση αποτελεί έγνοια του ακέφαλου, που κουβαλάει τον σταυρό, το δρεπάνι και το σφυρί, στεφανωμένος με το αιώνιο ηλιακό φωτοστέφανο.

Η Μεταφυσική του εθνικομπολσεβικισμού


5. Η μεταφυσική του Έθνους


Το άλλο μέρος του όρου «εθνικομπολσεβικισμός» , δηλαδή το «εθνικό», χρήζει επεξηγήσεως. Ο ίδιος ο όρος «έθνος» απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί απλός. Υπάρχουν οι βιολογικές, πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές ερμηνείες. Ο εθνικισμός μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα «φυλετική καθαρότης» ή «εθνική ομοιογένεια» αναδεικνύοντας και την ατομικιστική εδραίωση του ατόμου προκειμένου να επιτύχει τις μέγιστες οικονομικές συνθήκες στον περιορισμένο κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο.
Η «εθνική» συνιστώσα του εθνικομπολσεβικισμού (τόσο του ιστορικού εθνικομπολσεβικισμού όσο και του απόλυτου μετα-ιστορικού) είναι όλως ιδιαίτερη. Διαμέσου της ιστορίας οι εθνικομπολσεβικικοί κύκλοι διακρίνονταν για την αυτοκρατορικής, γεωπολιτικής προελεύσεως ερμηνεία του έθνους. Οι οπαδοί του Ustrialov και οι ομόδοξοί τους αριστεροί ευρασιανιστές, ας μην αναφέρουμε και τους Σοβιετικούς εθνικομπολσεβίκους, ερμήνευαν τον «εθνικισμό» ως «υπερεθνικό» σχετιζόμενο με τον γεωπολιτικό μεσσιανισμό, με τον «χώρο αναπτύξεως», με τον πολιτισμό, με το φαινόμενο της ηπειρωτικής εκτάσεως πατρίδας. Στα έργα του Niekisch και τον Γερμανών οπαδών του συναντούμε , επίσης, την ιδέα της ηπειρωτικής αυτοκρατορίας «από το Βλαδιβοστόκ ως το Φλέσσινγκ» και την ιδέα της «τρίτης αυτοκρατορικής μορφής» (Das dritte imperiale Figur).
Σε όλες τις περιπτώσεις το ερώτημα αφορά στην γεωπολιτική και την πολιτιστική ερμηνεία του έθνους, απαλλαγμένες ακόμα και από νύξεις περί φυλετισμού, υπερεθνικισμού ή σκοπούς «εθνικής καθαρότητας»
Αυτή η γεωπολιτική και την πολιτιστική ερμηνεία του έθνους βασίστηκε στον θεμελιώδη γεωπολιτικό δυϊσμό, ο οποίος αρχικά προσδιορίστηκε στα έργα του MacKinder και έπειτα βελτιώθηκε από την σχολή του Haushofer στην Γερμανία και από τους Ρώσους ευρασιανιστές. Η αυτοκρατορική συνένωση των ανατολίτικων εθνών που περιβάλλουν την Ρωσία, η «καρδιογαία», δημιουργεί τον πιθανό ηπειρωτικό σκελετό, που ενισχύεται από την «ιδεοκρατική» επιλογή και την απόρριψη της «πλουτοκρατίας», από τον σοσιαλισμό και την επαναστατική προέλευση εναντίον του καπιταλισμού και της «προόδου».
Είναι σημαντικό ότι ο Niekiesch επέμενε στον ισχυρισμό του ότι το εν Γερμανία «Τρίτο Ράιχ» θα έπρεπε να βασισθεί στην δυνάμει σοσιαλιστική και προτεσταντική Πρωσία, γενετικά και πολιτιστικά συνδεόμενη με την Ρωσία και τον σλαβικό κόσμο, και όχι στην δυτική καθολική Βαυαρία, η οποία έκλινε προς το ρωμαϊκό και καπιταλιστικό πρότυπο4. Μαζί, όμως, με την εκδοχή του «μεγάλου ηπειρωτικού» εθνικισμού, η οποία, παρεμπιπτόντως, συνάδει ακριβώς με ουνιβερσαλιστικές μεσσιανικές αξιώσεις του ιδιόμορφου ρωσικού εθνικισμού, ο οποίος είναι εσχατολογικός και πανανθρώπινος, υπήρχε στον εθνικομπολσεβικισμό και μία στενότερη ερμηνεία του έθνους, η οποία δεν αντιτίθετο στην αυτοκρατορική βαθμίδα, αλλά τον όριζε ακριβέστερα σε ένα χαμηλότερο επίπεδο.
Στην περίπτωση αυτήν το «έθνος» παρουσιαζόταν κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που οι Ρώσοι ναροντνικοί αντιλαμβάνονταν την έννοια narod (λαός, έθνος), δηλαδή ως κάτι οργανικό, ολιστικό, με μία ουσία που δεν ενέδιδε σε κάποια ανατομική υποδιαίρεση, που είχε την δική της ξεχωριστή μοίρα και μοναδική δομή.
Σύμφωνα με το Παραδοσιακό Δόγμα, σε κάθε άγγελο, σε κάθε ουράνια οντότητα έχει ανατεθεί η φροντίδα κάθε έθνους στην Γή. Ο άγγελος αυτός αποτελεί την δοτή ιστορική ουσία του έθνους, καθώς βρίσκεται εκτός χρόνου και χώρου, αλλά διαρκώς παρών σε όλες τις περιπέτειες του έθνους. Ο μυστικισμός ενός έθνους βασίζεται σε αυτό. Ο άγγελος ενός έθνους δεν αποτελεί κάτι ασαφές ή συναισθηματικό, ακαθόριστα θολό. Είναι ένα διανοητικό, ακτινοβόλο όν, «η σκέψη του Θεού», όπως το προσδιόρισε ο Gerder. Μπορεί κάποιος να εντοπίσει την δομή του στα ιστορικά επιτεύγματα του έθνους, στους κοινωνικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, που χαρακτηρίζουν το έθνος, στην εθνική κουλτούρα. Όλη η ουσία της υποθέσεως της εθνικής ιστορίας είναι μόνον το κείμενος αφήγησης περί της ποιότητας και της μορφής αυτού του φωτεινού εθνικού αγγέλου. Στην παραδοσιακή κοινωνία ο εθνικός άγγελος συνήθιζε να έχει μία προσωποποιημένη έκφραση σε «θεϊκούς» βασιλείς, μεγάλους ήρωες, ιερείς και αγίους. Όντας, όμως, υπερ-ανθρώπινη πραγματικότητα, ο άγγελος αυτός δεν εξαρτάται από τον ανθρώπινο κομιστή. Μετά από την πτώση των μοναρχικών δυναστειών, επομένως, μπορεί να ενσαρκωθεί σε μία συλλογική μορφή, για παράδειγμα, ως ένα τάγμα, μία τάξη ή ακόμα ως ένα κόμμα.
Το «έθνος», λοιπόν, ως μία μεταφυσική κατηγορία δεν συνταυτίζεται με το συμπαγές πλήθος ατόμων του ίδιου αίματος, πολιτισμού και γλώσσας, αλλά με την μυστηριώδη αγγελική προσωπικότητα, εμφανιζόμενη διαμέσου της ιστορίας. Αποτελεί το ανάλογο της Απόλυτης Ιδέας του Hegel, αλλά σε μικροσκοπική μορφή. Είναι η εθνική διάνοια, που έχει αποξενωθεί στο πλήθος των ατόμων και έχει συγκεντρωθεί στην ελίτ του έθνους (στην συνειδητή, «απονευρωμένη» μορφή) κατά την διάρκεια εσχατολογικών ιστορικών περιόδων.
Εδώ φτάνουμε σε ένα πολύ σημαντικό σημείο: αυτές οι δύο ερμηνείες του έθνους, εξίσου αποδεκτές από την εθνικομπολσεβικική ιδεολογία, έχουν έναν κοινό τόπο, το μαγικό σημείο, όπου συνδυάζονται όλα μαζί. Το ζήτημα τίθεται για την Ρωσία και την ιστορική της αποστολή. Είναι ξεκάθαρο ότι στον γερμανικό εθνικομπολσεβικισμό η ρωσοφιλία αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο , επί του οποίου βασίζονταν οι γεωπολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές απόψεις τους. Η ρωσική και σε μεγαλύτερο βαθμό η σοβιετική ερμηνεία του ρωσικού έθνους ως μία ανοικτή μυστικιστική κοινότητα, προορισμένη να φέρει το φώς της σωτηρίας και της αλήθειας σε ολόκληρο τον κόσμο όταν θα βρισκόμαστε στο τέλος του χρόνου, συναντά και τις μεγάλες ηπειρωτικές και τις ιστορικές, πολιτισμικές όψεις του έθνους. Ο ρωσικός και ο σοβιετικός εθνικισμός στην περίπτωση αυτήν μετατρέπονται στο ιδεολογικό πρίσμα του εθνικομπολσεβικισμού όχι μόνον εντός των πλαισίων της Ρωσίας και της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά, επίσης, και σε πλανητικό επίπεδο. Ο άγγελος της Ρωσίας ανακαλύπτεται ως ολοκληρωμένος άγγελος, ως ένα ακτινοβόλο όν, το οποίο αναζητά να ενώσει τελεολογικά εντός αυτού και άλλα αγγελικά όντα, δίχως να ακυρώνει την ατομικότητά τους, αλλά ανυψώνοντάς την στα συμπαντικά αυτοκρατορικά επίπεδα. Διόλου τυχαίο το ότι ο Erich Mueller, συνεργάτης και ιεραπόστολος του Ernst Niekisch, έγραψε στο βιβλίο του «Εθνικομπολσεβικισμός»: «Εάν το πρώτο Ράιχ ήταν καθολικό και το δεύτερο ήταν προτεσταντικό, το τρίτο Ράιχ θα έπρεπε να είναι ορθόδοξο». Ορθόδοξο και σοβιετικό ταυτόχρονα.
Συναντάμε εν προκειμένω το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα. Διότι οι άγγελοι κάθε έθνους αποτελούν διαφορετικές οντότητες, την μοίρα κάθε έθνους στην διάρκεια της ιστορίας και αντιστοίχως οι κοινωνικοί, πολιτικοί και θρησκευτικοί θεσμοί αντανακλούν το σχήμα διατάξεων δυνάμεων στο ίδιο το αγγελικό πεδίο. Είναι εκπληκτικό, αλλά αυτή η απολύτως θρησκευτική ιδέα υποστηρίζεται λαμπρά από γεωπολιτικές μελέτες, που καταδεικνύουν την αλληλοσυσχέτιση μεταξύ γεωγραφικών και τοπογραφικών συνθηκών με τον πολιτισμό, την ψυχολογία, ακόμη και τις κοινωνικές και πολιτικές προτιμήσεις ενός έθνους. Με τον τρόπον αυτόν εξηγείται προοδευτικά ο δϋισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, με αντίγραφό του τον εθνικό δυισμό: η ήπειρος, η «ιδεοκρατική» Ρωσία (ο σλαβικός κόσμος μαζί με άλλα ευρασιατικά έθνη) εναντίον της νησιωτικής, «πλουτοκρατικής» αγγλοσαξωνικής Δύσεως. Την αληθή φύση του «αγγέλου» του Καπιταλισμού (στην Παράδοση το όνομα αυτού είναι «Μαμμωνάς») μπορείς κάποιος εύκολα να μαντεύσει…







ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ



4. Ο Niekisch είχε προφητικά διαβλέψει ήδη από το 1932 και καταγράψει στο βιβλίο του «Ο Χίτλερ αποτελεί κακή μοίρα για την Γερμανία» τον καταστροφικό χαρακτήρα της βαυαρικής και αυστριακής σλαβόφοβης πολιτικής νίκης του Χίτλερ. Εκπληκτικό, ο Niekisch είχε προβλέψει όλες τις τραγικές συνέπειες της νίκης του Χίτλερ για την Γερμανία, την Ρωσία και τον Τρίτο Δρόμο εν γένει.

Η Μεταφυσική του εθνικομπολσεβικισμού


4. Μάρξ «από τα δεξιά»


Θα αναφερθούμε τώρα στην διαφώτιση του πως δυνάμεθα να ερμηνεύσουμε και τα δύο συνθετικά του όρου «εθνικομπολσεβικισμός» κατά μία αποκλειστικά μεταφυσική έννοια.
Ο όρος «μπολσεβικισμός» πρωτοεμφανίστηκε, όπως είναι γνωστό, κατά την διάρκεια των συζητήσεων εντός του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος ως προσδιορισμός της ομάδος που τάχθηκε με το μέρος του Λένιν. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η πολιτική του Λένιν στην ρωσική Σοσιαλδημοκρατία συνίστατο στον απεριόριστο ριζοσπαστισμό, στην απόρριψη συμβιβασμών, στον τονισμό του ελιτίστικου χαρακτήρος του κόμματος και στον «Μπλανκισμό» (η θεωρία της «επαναστατικής συνομωσίας»). Οι άνθρωποι που αργότερα έκαναν την Οκτωβριανή Επανάσταση και κατέλαβαν την εξουσία στην Ρωσία αποκαλούνταν μπολσεβίκοι. Σχεδόν αμέσως μετά την επανάσταση ο όρος «μπολσεβικισμός» έχασε την αρχική του σημασία και έφθασε να γίνεται αντιληπτός ως συνώνυμο της «πλειοψηφίας» , της «πανεθνικής πολιτικής», της «εθνικής ολοκληρώσεως» (ως «μπολσεβίκος» μπορεί να μεταφρασθεί κατά προσέγγιση από την ρωσική «ο αντιπρόσωπος του λαού»). Σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ο «μπολσεβικισμός» θεωρείτο ως μία αποκλειστικά ρωσική, εθνική εκδοχή του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού, αντιτιθέμενη στους αφηρημένους δογματισμούς των αφηρημένων Μαρξιστών και ταυτοχρόνως στις κομφορμιστικές τακτικές άλλων σοσιαλδημοκρατικών τάσεων. Μία τέτοια ερμηνεία του μπολσεβικισμού ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος χαρακτηριστική για την Ρωσία και σχεδόν αποκλειστική για την Δύση. Η αναφορά, ωστόσο, του μπολσεβικισμού στον συνδυασμό του όρου «εθνικο-μπολσεβικισμός» δεν περιορίζεται στην ιστορική αυτήν έννοια. Το ερώτημα πρόκειται περί μίας συγκεκριμένης πολιτικής, η οποία είναι κοινή για όλες τις ριζοσπαστικές αριστερές τάσεις σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής φύσεως. Μπορούμε να αποκαλέσουμε την πολιτική αυτήν «ριζοσπαστική», «επαναστατική», «αντι-φιλελεύθερη». Εδώ εννοείται η άποψη των αριστερών διδασκαλιών, τις οποίες ο Πόππερ κατατάσσει στις «ολοκληρωτικές ιδεολογίες» ή στις διδασκαλίες των «εχθρών της ανοικτής κοινωνίας». Ο μπολσεβικισμός, έτσι, δεν είναι απλώς μία συνέπεια της επιρροής της ρωσικής διανοίας στο σοσιαλδημοκρατικό δόγμα. Αποτελεί ένα συγκεκριμένο στοιχείο παρόν σε ολόκληρη την αριστερή φιλοσοφία, η οποία μπορούσε να αναπτυχθεί ελευθέρως και ανοικτά μόνον υπό ρωσικές συνθήκες.
Στις ύστερες αυτές ημέρες οι πλέον αντικειμενικοί ιστορικοί όλο και πιο συχνά θέτουν το ερώτημα: « Είναι ο φασισμός πραγματικά μια «δεξιά» ιδεολογία;» Η ύπαρξη και μόνον ενός τέτοιου ερωτήματος, οδηγεί σε μία ευκαιρία της ερμηνείας του «φασισμού» ως ένα πιο περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο εμφανίζει ένα μεγάλο μέρος τυπικών «αριστερών» χαρακτηριστικών. Απ’ όσο γνωρίζουμε το συμμετρικό ερώτημα: «Και η κομμουνιστική ιδεολογία είναι πράγματι αριστερή; » δεν έχει τεθεί ακόμη. Το ερώτημα, όμως, τούτο καθίσταται όλο και πιο επείγον. Είναι αναγκαίο να το θέσουμε.
Είναι δύσκολο να αρνηθούμε τα αυθεντικά «αριστερά» στοιχεία στον κομμουνισμό, όπως η προσφυγή στον ορθολογισμό, την πρόοδο, τον ανθρωπισμό, τον εξισωτισμό κλπ. Παράλληλα, όμως, με αυτά διαθέτει στοιχεία, τα οποία αναμφισβήτητα παρεκκλίνουν των πλαισίων της «αριστεράς» και σχετίζονται με την σφαίρα του παράλογου, του μυθολογικού, του αρχαϊκού, του αντι-ανθρωπιστικού και ολοκληρωτικού. Είναι αυτό το σύνολο των δεξιών συστατικών της κομμουνιστικής ιδεολογίας, τα οποία θα έπρεπε να ονομάζονται «μπολσεβικισμός» με την πλέον κοινή έννοια. Υπό το πρίσμα της αυθεντικά «αριστερής» προοδευτικής θεωρήσεως ο Μαρξισμός φαινόταν ήδη διφορούμενος στα δύο συστατικά του στοιχεία. Πρόκειται για την κληρονομιά των ουτοπικών σοσιαλιστών και Εγελενιασμού. Μόνον η ηθική του Φώϋερμπαχ διαφεύγει από αυτήν την «μπολσεβικική» στην ουσία της ιδεολογική κατασκευή του Μάρξ, προσδίδοντας σε όλη αυτήν την συζήτηση μία συγκεκριμένη ονοματολογική πινελιά ανθρωπισμού και προοδευτικότητας.
Οι ουτοπιστές σοσιαλιστές, οι οποίοι δίχως αμφιβολία συμπεριλαμβάνονται από τον Μάρξ στους προδρόμους και δασκάλους του, εκπροσωπούν έναν εξειδικευμένο μυστικιστικό μεσσιανισμό και προπομποί της επιστροφής στην «Χρυσή Εποχή». Στην πράξη όλοι τους υπήρξαν μέλη εσωτεριστικών οργανώσεων, εντός των οποίων επικρατούσε ατμόσφαιρα ριζοσπαστικού μυστικισμού, Εσχατολογίας και αποκαλυπτικών χαρισμάτων. Ο κόσμος αυτός αποτελούσε ένα μίγμα σεκταριστικών, αποκρυφιστικών και θρησκευτικών κινήτρων, το νόημα των οποίων περιορίστηκε στο ακόλουθο σχήμα: «Ο σύγχρονος κόσμος είναι ανέλπιστα κακός, έχει απωλέσει την ιερή του διάσταση. Οι θρησκευτικοί οργανισμοί έχουν εκφυλισθεί και έχουν χάσει την ευλογία του Θεού (η θεματολογία είναι κοινή σε ακραίες Προτεσταντικές σέκτες, «Αναβαπτιστές» και Ρώσσους παλαιοπιστούς). Ο κόσμος αυτός κυβερνάται από το κακό, τον υλισμό, την απάτη, από ψέματα και εγωισμό. Οι μυημένοι, όμως, γνωρίζουν για μία κοντινά επερχόμενη νέα χρυσή εποχή και προωθούν τον ερχομό αυτόν με τις αινιγματικές τελετουργίες τους και αποκρυφιστικές πράξεις. »
Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αναπαρήγαγαν αυτό το κοινό στον δυτικό μεσσιανικό αποκρυφισμό μοτίβο στην κοινωνική πραγματικότητα και προσέδωσαν στον επερχόμενο χρυσόν αιώνα τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του. Υπήρξε συγκεκριμένα ένα σημείο εξορθολογισμού του εσχατολογικού μύθου, ταυτόχρονα, όμως, ο υπερφυσικός χαρακτήρας του ερχόμενου Βασιλείου, του Regnum, είναι εμφανής στα κοινωνικά προγράμματα και τις διακηρύξεις τους, στις οποίες μπορεί κάποιος με ευκολία να εντοπίσει μία αναφορά στα θαύματα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας (ναυσιπλοΐα με δελφίνια, έλεγχος του καιρού, κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες, αεροπλοΐα κλπ) Απολύτως εμφανές, λοιπόν, ότι η πολιτική αυτή έχει σχεδόν παραδοσιακό χαρακτήρα και ένας τόσο ριζοσπαστικός εσχατολογικός μυστικισμός, η ιδέα της επιστροφής στην Αρχή, το καθιστά απολύτως λογικό να το ονομάζεις όχι απλώς «δεξιό» στοιχείο, αλλά ακόμη και «ακραία δεξιό».
Περνάμε τώρα στον Χέγκελ και την διαλεκτική του. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις του φιλοσόφου ήταν ακραία αντιδραστικές. Δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα. Εάν μελετήσουμε προσεκτικότερα την εγελιανή διαλεκτική στην μεθοδολογική βάση της φιλοσοφίας του (και ήταν η διαλεκτική μέθοδος που δανείστηκε ο Μάρξ από τον Χέγκελ στον μεγαλύτερο βαθμό) , θα βρούμε ένα συμπαγές παραδοσιαστικό και εσχατολογικό δόγμα, το οποίο χρησιμοποιεί μία συγκεκριμένη ορολογία.
Η μεθοδολογία αυτή, επιπλέον, αντανακλά την δομή της μυητικής, εσωτερίστικης προσεγγίσεως τα γνωσιολογικά προβλήματα, ξέχωρα από την βέβηλη, καθημερινή λογική του Καρτέσιου και του Κάντ, η οποία βασιζόταν στην «κοινή λογική», στις γνωσιολογικές εξειδικεύσεις της «καθημερινής συνειδήσεως», της οποίας, όπως σημειώσαμε a propos, όλοι οι φιλελεύθεροι και ο Κάρλ Πόππερ χωριστά είναι απολογητές.
Η εγελιανή φιλοσοφία της ιστορίας είναι μία παραδοσιακή μυθολογική εκδοχή , αναμεμειγμένη με καθαρή χριστιανική τελεολογία. Η Απόλυτη Ιδέα αποξενώνεται από τον εαυτό της και γίνεται ο κόσμος (ας ενθυμηθούμε την ρήση του Κορανίου: «Ο Αλλάχ ήταν ένας κρυμμένος θησαυρός, που επιθυμούσε να μαθευτεί»).
Αποκτώντας υπόσταση κατά την διάρκεια της ιστορίας, η Απόλυτη Ιδέα επηρεάζει τους ανθρώπους έξωθεν, όπως ένα «ruse της Κοσμικής Διανοίας», προκαθορίζοντας τον προνοιακό χαρακτήρα ιστού γεγονότων. Στο τέλος, όμως, μέσω της ελεύσεως του υιού του Θεού, η αποκαλυπτική οπτική της ολικής συνειδητοποιήσεως της Απολύτου Ιδέας φανερώνει τον εαυτό της στο υποκειμενικό πεδίο, το οποίο χάρις σε αυτήν την διαδικασία γίνεται «αντικειμενικό» αντί για «υποκειμενικό». Το Όν και η Ιδέα γίνονται ένα. Το Άτμαν συμπίπτει με το Μπράμαν. Και αυτό συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο επιλεγμένο βασίλειο, σε μία αυτοκρατορία του Τέλους, την οποίαν ο Γερμανός εθνικιστής Χέγκελ ταυτοποιούσε με την Πρωσσία.
Η Απόλυτη Ιδέα είναι η θέσις. Η αποξένωσή της διαμέσου της ιστορίας είναι η αντίθεσις. Η συνειδητοποίησή της στο εσχατολογικό Βασίλειο είναι η σύνθεσις.
Η γνωσιολογία του Χέγκελ βασίζεται σε μία τέτοια θεώρηση της οντολογίας. Εκτός από τον συνήθη ρασιοναλισμό, ο οποίος βασίζεται στους νόμους της επίσημης λογικής, ενεργώντας μόνον με θετικές διατυπώσεις, περιορισμένος από τις αιτία- και- αποτέλεσμα σχέσεις, η «νέα λογική» του Χέγκελ υπολογίζει την ειδική οντολογική διάσταση, αναμεμειγμένη με την πιθανή όψη ενός πράγματος, το οποίο δεν είναι προσβάσιμο για την «καθημερινή συνείδηση», αλλά χρησιμοποιείται ενεργά από τις μυστικές σχολές του Παράκελσου, του Μποέμ, των Ερμητιστών και των Ροδόσταυρων. Το γεγονός ενός υποκειμένου ή μίας δηλώσεως (στο οποίο περιορίζεται η καντιανή «καθημερινή» γνωσιολογία) αποτελεί για τον Χέγκελ ακόμη μία από τις τρείς υποστάσεις. Η Δεύτερη Υπόσταση είναι η «άρνηση» αυτού του γεγονότος και δεν ερμηνεύεται ως καθαρό μηδέν (όπως το θεωρεί η επίσημη λογική) , αλλά ως ία ειδική υπερδιανοητική τροπικότητα της υπάρξεως ενός πράγματος ή μίας δηλώσεως. Η Πρώτη Υπόσταση είναι Ding fuer uns («ένα πράγμα για εμάς»). Η Δεύτερη είναι Ding an sich («ένα πράγμα εντός του εαυτού του»). Εκτός, όμως, από την θεώρηση του Κάντ το «πράγμα εντός του εαυτού του» ερμηνεύεται όχι ως κάτι υπερβατικό και αληθινά αποφατικό, όχι ως γνωσιολογικό μη-είναι, αλλά ως το γνωσιολογικό άλλως δύνασθαι είναι. Και οι δύο αυτές συγγενείς Υποστάσεις καταλήγουν στην Τρίτη, η οποία αποτελεί την σύνθεση, αγκαλιάζοντας και την δήλωση και την άρνηση, και την θέση και την αντίθεση. Έτσι, εάν κάποιος εξετάσει με συνέπεια την πρόοδο της σκέψεως, η σύνθεση προκύπτει μετά από την «άρνηση» ως δεύτερη άρνηση π.χ. «Άρνηση της αρνήσεως». Στην σύνθεση χρησιμοποιούνται και τα δύο στοιχεία. Το πράγμα συνυπάρχει με τον ίδιο του τον θάνατο, ο οποίος αξιολογείται υπό ειδική οντολογική και γνωσιολογική σκοπιά όχι ως κενότητα, αλλά ως το άλλως-δύνασθαι-είναι της ζωής, ως η ψυχή. Ο καντιανός γνωσιολογικός πεσσιμισμός, η ρίζα της φιλελεύθερης μετα-ιδεολογίας, ανατρέπεται, αποκαλύπτεται ως επιπολαιότητα και το Ding an sich («ένα πράγμα εντός του εαυτού του») γίνεται Ding fuer sich («ένα πράγμα για τον εαυτό του»). Το νόημα του κόσμου και ο ίδιος ο κόσμος συνδυάζονται στην εσχατολογική σύνθεση, όπου η ύπαρξη και η ανυπαρξία είναι παρούσες μαζί, δίχως να αλληλοαναιρούνται. Το Επίγειο Βασίλειο του Τέλους κυβερνώμενο από την κάστα των μυημένων (η ιδανική Πρωσία) ενώνεται με την κατερχόμενη Νέα Ιερουσαλήμ. Το τέλος της ιστορίας και η εποχή του Αγίου Πνεύματος έρχονται.
Το εσχατολογικό και μεσσιανικό αυτό σενάριο, αφότου είχε υιοθετηθεί από τον Μάρξ, εφαρμόσθηκε σε μία λίγο διαφορετική σφαίρα, σε αυτήν των βιομηχανικών σχέσεων. Ενδιαφέρον-γιατί το έκανε άραγε; Οι συνήθεις «δεξιοί» το εξηγούν «εξαιτίας της ελλείψεως του ιδεαλισμού» ή το αποδίδουν «στην σκληρή του φύση» (εάν όχι στις ανατρεπτικές του προθέσεις). Εξαιρετικά απλοϊκή εξήγηση, η οποία, το δίχως άλλο, είναι δημοφιλής σε αρκετές γενιές αντιδραστικών. Το πλέον πιθανόν είναι ότι ο Μάρξ, ο οποίος συνήθιζε να μελετά σε βάθος την αγγλική πολιτική οικονομία, σοκαρίσθηκε από τις ομοιότητες μεταξύ των φιλελευθέρων θεωριών του Άνταμ Σμίθ, που αντιμετώπιζε την ιστορία ως μία προοδευτική κίνηση προς την κοινωνία της ανοικτής αγοράς και την παγκοσμιοποίηση ενός υλικού νομισματικού κοινού παρανομαστή και τις θεωρίες του Χέγκελ αναφορικά με την ιστορική αντίθεση, π.χ. η αποξένωση της Απόλυτης Ιδέας διαμέσου της ιστορίας. Ο Μάρξ ευφυώς ταυτοποίησε την υπέρτατη αυτό-αποξένωση με το Κεφάλαιο, την κοινωνική μορφοποίηση, η οποία ενεργώς υπέταξε την Ευρώπη στην εποχή του.
Η ανάλυση της δομής του καπιταλισμού, η ιστορία της αναπτύξεώς του έδωσε στον Μάρξ την γνώση των μηχανισμών αποξενώσεως , την αλχημική φόρμουλα των λειτουργικών της κανόνων. Και η κατανόηση αυτή των μηχανισμών, «οι φόρμουλες της αντιθέσεως», αποτελούσαν απλώς την πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση για την Μεγάλη Παλινόρθωση ή για την Τελευταία Επανάσταση. Για τον Μάρξ το Βασίλειο του επερχόμενου κομμουνισμού δεν ήταν μόνον η πρόοδος, αλλά και το αποτέλεσμα, το αναποδογύρισμα, η «επανάσταση» στην ετυμολογική διάσταση της λέξεως αυτής. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι αποκαλεί το αρχικό στάδιο της ανθρώπινης αναπτύξεως «πρωτόγονο κομμουνισμό». Η θέσις είναι ο «πρωτόγονος κομμουνισμός», η αντίθεσις είναι το Κεφάλαιο, η σύνθεσις είναι ο παγκόσμιος κομμουνισμός. Ο κομμουνισμός είναι συνώνυμος με το Τέλος της Ιστορίας, με την εποχή του Αγίου Πνεύματος. Ο υλισμός και η όξυνση των οικονομικών και των βιομηχανικών σχέσεων επιβεβαιώνουν όχι μόνον την πρακτικότητα του Μάρξ στο πεδίο ενδιαφέροντός του, αλλά και την φιλοδοξία του για την μαγική μεταμόρφωση της πραγματικότητας και την ριζική αποποίηση των συμβιβαστικών ονείρων αυτών των ανεύθυνων ονειροπόλων, οι οποίοι μόνον επιτείνουν το στοιχείο της αποξενώσεως με την παθητικότητά τους. Σύμφωνα με μία τέτοια λογική θα μπορούσαμε να επικρίνουμε τους αλχημιστές του μεσαίωνα για «υλισμό» και για πείνα για κέρδος, εάν δεν λάβουμε υπ’ όψιν μας τον βαθιά πνευματικό και μυητικό συμβολισμό, που κρύβεται πίσω από τις πραγματείες τους για την ουρική απόσταξη, την κατασκευή χρυσού, την μετατροπή αλάτων σε μέταλλα κλπ.
Είναι αυτή η Γνωστική τάση του Μάρξ και των προκατόχων του, στην οποίαν επικεντρώθηκαν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι, που ανετράφησαν σε περιβάλλον, όπου οι αινιγματικές δυνάμεις των ρωσικών σεκτών, ο μυστικισμός, ο εθνικός μεσσιανισμός, οι μυστικές εταιρίες και οι παθιασμένοι ρομαντικοί χαρακτήρες των Ρώσων επαναστατών συγκεντρώνονταν εναντίον του αποξενωμένου, εγκόσμιου, διεφθαρμένου μοναρχικού καθεστώτος. Μόσχα-Τρίτη Ρώμη, ο ρωσικός λαός ως ο εκλεκτός του Θεού, το έθνος του ανθρώπου. Η Ρωσία προορίζεται να σώσει τον κόσμο. Όλες αυτές οι ιδέες εμπότιζαν την ρωσική ζωή, την οποίαν μοιράζονταν με τις απόκρυφες συνομωσίες που συνδέονταν με τον μαρξισμό. Εκτός, όμως, από τις καθαρά πνευματιστικές φόρμουλες, ο μαρξισμός προσέφερε οικονομική, κοινωνική και πολιτική στρατηγική, που ήταν καθαρή και συμπαγής, ξεκάθαρη ακόμα και για τον απλοϊκότερο άνθρωπο και που έδινε βάση για κοινωνικά και πολιτικά μέτρα.
Ήταν απλώς ο «δεξιός μαρξισμός» που θριάμβευσε στην Ρωσία, επικρατώντας με το όνομα «μπολσεβικισμός». Δεν σημαίνει, όμως, ότι μόνον στην Ρωσία ήταν τέτοια τα ζητήματα. Παρόμοια τάση ενυπάρχει σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα ανά τον κόσμο, εάν, συγκεκριμένα, δεν εκφυλίζονται στο κοινοβουλευτικό κόμμα της Σοσιαλδημοκρατίας, συμβιβαζόμενα με το φιλελεύθερο πνεύμα. Δεν προξενεί, λοιπόν, έκπληξη ότι σοσιαλιστικές επαναστάσεις έλαβαν χώρα εκτός από την Ρωσία μόνον στην Ανατολή: στην Κίνα, την Κορέα, το Βιετνάμ κλπ. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει για άλλη μια φορά ότι μόνον οι παραδοσιακοί, μη προοδευτικοί, οι λιγότερο σύγχρονοι («αποξενωμένοι από το Πνεύμα») και, αντιστοίχως, οι πλέον «συντηρητικοί», οι πλέον «δεξιοί» λαοί και έθνη αναγνώρισαν την μυστικιστική, πνευματική, «μπολσεβικική» ουσία του κομμουνισμού.
Ο εθνικομπολσεβικισμός εναλλάσσεται σε ακριβώς μία τέτοια μπολσεβικική παράδοση, την πολιτική του «δεξιού κομμουνισμού», ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τις αρχαίες κομμουνιστικές κοινωνίες και τα πνευματικά δόγματα σε ξέμακρες εποχές. Έτσι, η οικονομική θεώρηση του κομμουνισμού δεν φθίνει, δεν απορρίπτεται, αλλά θεωρείται ως ένας μοχλός θεουργικής και μαγικής πρακτικής, ως ένα ιδιαίτερο εργαλείο μετατροπής της πραγματικότητας. Το μόνο πράγμα που θα έπρεπε να απορριφθεί εδώ είναι μία ανεπαρκής, ιστορικά εξουθενωμένη μαρξιστική ρητορική, στην οποίαν τα επουσιώδη, συμφυή σε μία παρελθούσα εποχή, ανθρωπιστικά και προοδευτικά θέματα είναι συχνά παρόντα.
Ο μαρξισμός των εθνικομπολσεβίκων σημαίνει Μάρξ μείον Φώϋερμπαχ, δηλαδή μείον τον εξελικτισμό, εμφανίζων κάποιες φορές αδρανή ανθρωπισμό.

Μεταφυσική του Εθνικομπολσεβικισμού



3. Η ιερά συμμαχία του αντικειμενικού


Ο πιο εύστοχος και πλήρης ορισμός του εθνικομπολσεβικισμού θα είναι ο ακόλουθος: «Εθνικομπολσεβικισμός είναι μία υπέρ-ιδεολογία, κοινή για όλους τους εχθρούς της ανοικτής κοινωνίας». Δεν αποτελεί απλώς μία από τις εχθρικές προς μία τέτοια κοινωνία ιδεολογίες, αλλά είναι ακριβώς η πλήρης συνειδητή, ολική και φυσική αντίθεση. Ο εθνικομπολσεβικισμός είναι ένα είδος ιδεολογίας, η οποία έχει κτισθεί επί της πλήρους και ριζοσπαστικής αρνήσεως του ατόμου και του κεντρικού του ρόλου. Το Απόλυτο, στο όνομα του οποίου γίνεται η άρνηση του ατόμου, έχει, επίσης, την πλέον εκτεταμένη και κοινή λογική. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι ο εθνικομπολσεβικισμός ταιριάζει σε κάθε εκδοχή του Απολύτου, σε κάθε νομιμοποίηση της απορρίψεως κάθε «ανοικτής κοινωνίας». Στον εθνικομπολσεβικισμό υπάρχει μία εμφανής τάση να συμπαντοποιηθεί το Απόλυτο με οποιοδήποτε κόστος, να προωθηθεί ένα τέτοιο είδος ιδεολογίας και ένα τέτοιο είδος φιλοσοφικού προγράμματος, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει την ενσωμάτωση όλων των διανοητικών μορφών εχθρικών απέναντι στην «ανοικτή κοινωνία», θέτοντές τες σε έναν κοινό παρανομαστή και ενοποιώντας τες σε ένα αρραγές σύνολο και πολιτικό μέτωπο.

Κατά την διάρκεια της ιστορίας, βεβαίως, οι διαφορετικές τάσεις, οι οποίες ήταν εχθρικές στην ανοικτή κοινωνία, ήταν και μεταξύ τους εχθρικές. Οι κομμουνιστές μετ’ αγανακτήσεως αρνούνταν την ομοιότητά τους με τους φασίστες και οι συντηρητικοί απέρριπταν κάθε σχέση με τις προαναφερόμενες τάσεις. Στην πράξη ουδείς των εχθρών της «ανοικτής κοινωνίας» απεδέχθη την σχέση του με τις ανάλογες ιδεολογίες, διότι αναλογιζόταν τις συγκρίσεις αυτές ως υποτιμητικές. Την ίδια στιγμή οι διάφορες εκδοχές της «ανοικτής κοινωνίας» αναπτύσσονταν από κοινού, έχοντας ξεκάθαρη συνείδηση της ιδεολογικής κα φιλοσοφικής συγγένειάς τους. Η αρχή του ατομικισμού θα μπορούσε να ενώσει τον Αγγλική Προτεσταντική μοναρχία με τον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό της Βορείου Αμερικής, όπου αρχικά ο φιλελευθερισμός συνδυάστηκε όμορφα με την δουλοκτησία.
Οι εθνικομπολσεβίκοι ήσαν ακριβώς οι πρώτοι που προσπάθησαν να ομαδοποιήσουν τις διαφορετικές εχθρικές στην «ανοικτή κοινωνία » ιδεολογίες και απεκάλυψαν, όπως επίσης και οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι, κάποιον κοινό άξονα, ο οποίος συγκέντρωνε γύρω του όλες τις πιθανές εναλλακτικές απέναντι στον ατομικισμό και την κοινωνία που βασίζεται σε αυτόν.
Σε αυτόν τον θεμελιώδη και ελάχιστα εξ ολοκλήρου αντιληπτό ρυθμό οι ιστορικά πρώτοι εθνικομπολσεβίκοι βάσισαν τις θεωρίες τους, χρησιμοποιώντας την στρατηγική της «διπλής κριτικής». Ο στόχος της κριτικής του εθνικομπολσεβικισμού ήταν ο ατομικισμός τόσο στα «δεξιά» όσο και στα «αριστερά». (Στα δεξιά εκφράστηκε στα οικονομικά, στην «θεωρία της αγοράς».Στα αριστερά εκφράστηκε στον πολιτικό φιλελευθερισμό: «κοινωνία δικαίου», «ανθρώπινα δικαιώματα» και ούτω καθεξής)
Με άλλα λόγια οι εθνικομπολσεβίκοι συνέλαβαν πέραν των ιδεολογιών την ουσία των δύο αντιθέτων και την δική τους μεταφυσική θέση.
Στην γλώσσα της φιλοσοφίας ο «ατομικισμός» έχω ταυτισθεί στην πράξη με τον «υποκειμενισμό». Εάν εφαρμόσουμε τον εθνικομπολσεβικισμό σε αυτό το επίπεδο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο εθνικομπολσεβικισμός τίθεται σθεναρά εναντίον του «υποκειμενικού» και υπέρ του «αντικειμενικού». Δεν πρόκειται για το ερώτημα: υλισμός ή ιδεαλισμός. Το ερώτημα είναι: ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και υλισμός (στην μία πλευρά) και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός και υλισμός2 (στην άλλη πλευρά!).
Η πολιτική φιλοσοφία, ούτως, του εθνικομπολσεβικισμού επιβεβαιοί την φυσική ενότητα των ιδεολογιών, οι οποίες βασίζονται στην αποδοχή της κεντρικής θέσεως του αντικειμενικού, στο οποίο απονέμεται το ίδιο επίπεδο με αυτό του Απολύτου. , δίχως εξάρτηση από το πώς μεταφράζεται ο αντικειμενικός αυτός χαρακτήρας (εκδήλωση). Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το ανώτατο μεταφυσικό κορύφωμα του εθνικομπολσεβικισμού είναι το Ινδουιστικό σχήμα «Το Άτμαν είναι το Μπράμαν». Στον Ινδουισμό το «Άτμαν» αποτελεί το υπέρτατο, υπερβατικό ανθρώπινο «Εγώ», ανεξάρτητο από το ατομικό «εγώ», αλλά εντός αυτού ως το πλέον φανερό και μυστηριώδες μέρος του, διαφεύγοντας από την ενυπάρχουσα σύλληψη. Το «Άτμαν» είναι το εσωτερικό Πνεύμα, αλλά το αντικειμενικό και υπερ-ατομικό. Το «Μπράμαν» είναι η απόλυτη πραγματικότητα, η οποία εναγκαλίζει το άτομο έξωθεν, είναι ο εξώτερος αντικειμενικός χαρακτήρας, εξυψωμένος στην υπέρτατη αρχική πηγή του. Η ταυτότητα του «Άτμαν» και του «Μπράμαν» στην υπερβατική ενότητα είναι η κορωνίδα της μεταφυσικής του Ινδουισμού και, το σημαντικότερο όλων, αποτελεί την βάση για την οδό του πνευματικού γίγνεσθαι. Αυτό είναι, δίχως καμμία εξαίρεση, το κοινό για όλα τα ιερά δόγματα σημείο. Σε όλα βρίσκεται το ερώτημα περί του κυρίου σκοπού της ανθρώπινης υπάρξεως, δηλαδή η αυθυπέρβαση, η επέκταση πέραν των ορίων του μικρού ατομικού «εγώ». Ο δρόμος μακριά από αυτό το «εγώ» είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά οδηγεί στο ίδιο νικηφόρο αποτέλεσμα. Όθεν ακολουθεί το παραδοσιακό μυητικό παράδοξο, το οποίο εκφράζεται στην περίφημη ευαγγελική φράση: «όστις καταστρέφει την ψυχή του στο όνομά μου, αυτός την σώζει». Η ίδια ουσία περιέχεται στην ευφυή ρήση του Νίτσε:«Ο άνθρωπος πρέπει να ξεπερασθεί». Ο φιλοσοφικός δυισμός μεταξύ του «υποκειμενικού» και του «αντικειμενικού» επηρέασε κατά την ιστορία την πλέον συγκεκριμένη σφαίρα , την ιδεολογία και εν συνεχεία την πολιτική και κοινωνική ιεράρχηση. Οι ποικίλες εκφάνσεις της «ατομικιστικής» φιλοσοφίας έχουν σταδιακά επικεντρωθεί στο ιδεολογικό στρατόπεδο της φιλελεύθερης και δημοκρατικής-φιλελεύθερης πολιτικής. Αυτό ακριβώς είναι το μακρο-μοντέλο της «ανοικτής κοινωνίας», για το οποίο έγραψε ο Κάρλ Πόππερ. Η «ανοικτή κοινωνία» αποτελεί τον τελικό και πληρέστερο καρπό του ατομικισμού , ο οποίος μετεβλήθη σε ιδεολογία και εκπληρώνεται στην συγκεκριμένη πολιτική. Είναι, λοιπόν, θεμιτό να θέσουμε το πρόβλημα του καλύτερου κοινού ιδεολογικού σχήματος για τους οπαδούς της «αντικειμενικής» προσεγγίσεως, της οικουμενιστικής πολιτικής και του κοινωνικού προγράμματος για τους «εχθρούς της ανοικτής κοινωνίας». Ως αποτέλεσμα θα δρέψουμε τίποτα άλλο παρά την ιδεολογία του εθνικομπολσεβικισμού.
Μαζί με την ριζοσπαστική καινοτομία αυτής της φιλοσοφικής μερίδος, η οποία δημιουργήθηκε υπό αυτές τις συνθήκες εγκάρσια σε σχέση με τα συνήθη σχήματα (όπως ιδεαλισμός-υλισμός), οι εθνικομπολσεβίκοι δημιούργησαν το νέο όριο στην πολιτική. Τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά χωρίζονται οι ίδιες σε δύο τομείς. Η τελείως αριστερά , οι κομμουνιστές, οι μπολσεβίκοι, όλοι οι «εξ αριστερών» διάδοχοι του Χέγκελ συδυάζονται στην σύνθεση του εθνικοπολσεβικισμού με τους εθνικιστές, τους κρατιστές, τους οπαδούς της ιδέας του «Νέου Μεσαίωνος», εν ολίγοις όλους τους διαδόχους του Χέγκελ «εκ δεξιών».3
Οι εχθροί της ανοικτής κοινωνίας επιστρέφουν στον μεταφυσικό τους χώρο, ο οποίος είναι κοινός για όλους τους.

σημειώσεις του συγγραφέως

2.Ενώ οι τρείς πρώτες αναφορές (αντικειμενικός υλισμός ή απλώς «υλισμός» «αντικειμενικός ιδεαλισμός» και «υποκειμενικός ιδεσλισμός») χρησιμοποιούνται ευρέως ,ο όρος «υποκειμενικός υλισμός» απαιτεί πρόσθετη ερμηνεία. «Υποκειμενικός υλισμός», λοιπόν, είναι η τυπική για την καταναλωτική κοινωνία ιδεολογία, στην οποίαν η συνάντηση των αναγκών υλικού και φυσικού χαρακτήρος αποτελεί το βασικό κίνητρο για τις πράξεις του ατόμου. Στην κατάσταση αυτή όλη η πραγματικότητα δεν βρίσκεται στις συνειδησιακές δομές του ατόμου (όπως στον υποκειμενικό ιδεαλισμό), αλλά στις ατομικές αισθήσεις, χαμηλότατα συναισθήματα, στους συνδυασμούς φόβων και ηδονών, στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ψυχής, τα οποία σχετίζονται με τα φυτικά, σωματικά επίπεδα.. Στο φιλοσοφικό επίπεδο ο ηδονισμός και ο πραγματισμός ανταποκρίνονται σε αυ-τήν, μαζί με κάποιες σχολές ψυχολογίας, όπως ο φροϋδισμός. Όλες οι απόπειρες πολιτικού αναθεωρητισμού του κομμουνιστικού κινήματος , παρεμπιπτόντως, από τον «μαχισμό» και τον μπερνσταϊνισμό μέχρι τον ευρωκομμουνισμό συνοδεύονταν σε φιλοσοφικό επίπεδο από την χρήση της υποκειμενικίστικης προσεγγίσεως και διαφόρων εκδοχών του «υποκειμενικού υλισμού», του οποοίου τελευταία εκδήλωση ήταν ο φροϋδο-μαρξισμός.

3. Υπάρχει η αντίστροφος διαδικασία στην αντίθετη πλευρά: οι Καντιανοί αναθεωρητές της Σοσιαλδημοκρατίας, αριστεροί φιλελεύθεροι και προοδευτικοί αποκαλύπτουν την εγγύτητά τους με τους δεξιούς συντηρητικούς, οι οποίοι αποδέχονται τις αξίες της αγοράς, την ελευθερία των συναλλαγών και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η μεταφυσική του εθνικομπολσεβικισμού




Aleksandr Dugin

2.Η ανεκτίμητη συμβολή του Κάρλ Πόππερ


Είναι δύσκολο να φανταστούμε κάτι καλύτερο για την δύσκολη αποστολή του ορισμού της ουσίας του «εθνικομπολσεβικισμού» από μία αναφορά στις κοινωνιολογικές έρευνες του Κάρλ Πόππερ και ειδικά στο θεμελιώδες έργο του «Η ανοικτή κοινωνία και οι εχθροί της».
Σε αυτό το ογκώδες έργο ο Πόππερ προτείνει ένα μάλλον πειστικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι τύποι κοινωνίας χωρίζονται πρόχειρα σε δύο κύριες κατηγορίες – την “Ανοικτή Κοινωνία” και την “Μη Ανοικτή Κοινωνία” ή “Κοινωνία των Εχθρών της Ανοικτής Κοινωνίας” . Σύμφωνα με τον Πόππερ η “Ανοικτή Κοινωνία” βασίζεται στον κεντρικό ρόλο του ατόμου και των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του: λογική, διακριτική συμπεριφορά , απουσία σφαιρικής τελεολογίας στις πράξεις κλπ. Η έννοια της “Ανοικτής Κοινωνίας” είναι ότι απορρίπτει όλες τις μορφές του Απολύτου, οι οποίες δεν συγκρίνονται με την ατομικότητα και την φύση της. Τέτοια κοινωνία είναι “ανοικτή” μόνον ένεκα του απλού γεγονότος ότι οι ποικιλίες των συνδυασμών των ατόμων δεν έχουν κάποιο όριο (όπως επίσης ούτε σκοπό ή νόημα) και θεωρητικά μία τέτοια κοινωνία θα έπρεπε να αποτελεί τον στόχο της επιτεύξεως μίας ιδεατής δυναμικής ισορροπίας. Ο Πόππερ θεωρεί, επίσης, τον εαυτό του ως έναν πεπεισμένο οπαδό της “ανοικτής κοινωνίας”.
Ο δεύτερος τύπος κοινωνίας ορίζεται από τον Πόππερ ως “εχθρική στην ανοικτή κοινωνία”. Δεν την αποκαλεί “κλειστή”, προβλέποντας πιθανές απορρίψεις, αλλά χρησιμοποιεί συχνά τον όρο “ολοκληρωτικές”. Σύμφωνα με τον Πόππερ, ωστόσο, όλες οι πολιτικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές διδασκαλίες ταξινομούνται βάσει της αποδοχής ή της απόρριψης της έννοιας της “ανοικτής κοινωνίας”.
Οι εχθροί της “ανοικτής κοινωνίας” είναι αυτοί που προωθούν ποικίλα μοντέλα, τα οποία βασίζονται στο Απόλυτο ενάντια στο άτομο και τον κεντρικό του ρόλο. Το Απόλυτο, έστω και εάν εδραιώνεται αυθορμήτως και εθελοντικά, εισβάλλει αμέσως στην σφαίρα του ατομικού, αλλάζει απότομα την διαδικασία της εξελίξεώς του, παραβιάζειτην ατομιστική ακεραιότητα του ατόμου, υποτάσσοντάς την σε κάποιον εξώτερη ατομική παρόρμηση. Το ατομικό περιορίζεται αμέσως από το Απόλυτο, η κοινωνία του λαού, επομένως, χάνει την ποιότητα της «ανοικτότητας» και την προοπτική της ελευθέρας αναπτύξεως προς όλες τις κατευθύνσεις. Το Απόλυτο υπαγορεύει τους σκοπούς και τα καθήκοντα, εγκαθιδρύει δόγματα και νόρμες, εξαναγκάζει ένα άτομο, όπως ένας γλύπτης διαμορφώνει την ύλη του.
Ο Πόππερ εκκινεί την γενεαλογία των εχθρών της «Ανοικτής Κοινωνίας» από τον Πλάτωνα, τον οποίον θεωρεί ως τον ιδρυτή της θεωρίας του ολοκληρωτισμού και ως πατέρα του «σκοταδισμού». Προχωρά στην συνέχεια στους Schlegel, Schelling, Hegel, Marx, Spengler και σε άλλους σύγχρονους διανοητές. Όλοι τους ενώνονται στην κατηγοριοποίησή του από μία ένδειξη, η οποία είναι η εισαγωγή της μεταφυσικής, της ηθικής, της κοινωνιολογίας και της οικονομίας, βασιζόμενες στην άρνηση της «Ανοικτής Κοινωνίας» και του κεντρικού ρόλου του ατόμου. Στο σημείο αυτό ο Πόππερ έχει απολύτως δίκιο.
Το πιο σημαντικό σημείο στην ανάλυση του Πόππερ είναι ότι οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί τοποθετούνται στην κατηγορία των εχθρών της «Ανοικτής Κοινωνίας» ασχέτως σαν οι πεποιθήσεις τους είναι «αριστερές» ή «δεξιές», «αντιδραστικές» ή «προοδευτικές». Τονίζει κάποιο άλλο πιο ουσιώδες, πιο θεμελιώδες κριτήριο, ενοποιώντας σε έναν πόλο ιδέες και φιλοσοφίες, οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι οι πλέον ετερογενείς και αντίθετες μεταξύ τους. Οι Μαρξιστές, όπως οι συντηρητικοί και οι φασίστες, ακόμη και μερικοί σοσιαλδημοκράτες μπορούν να υπολογισθούν μεταξύ των εχθρών της «Ανοικτής Κοινωνίας». Την ίδια στιγμή φιλελεύθεροι, όπως ο Βολταίρος, ή αντιδραστικοί πεσσιμιστές, όπως ο Σοπενάουερ μπορεί να βρεθούν ανάμεσα στους φίλους «Ανοικτής Κοινωνίας».

Το σχήμα του Πόππερ έχει, επομένως, ως ακολούθως: είτε «Ανοικτή Κοινωνία» είτε «εχθροί της»

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΥ


ALEKSANDR DUGIN

1.Ο αναβληθείς ορισμός


Ο όρος «εθνικομπολσεβικισμός» μπορεί να σημαίνει μερικά αρκετά διαφορετικά πράγματα. Αναδύθηκε πρακτικά ταυτόχρονα στην Ρωσία και την Γερμανία, για να σηματοδοτήσει την υπόθεση κάποιων πολιτικών διανοητών σχετικά με τον εθνικό χαρακτήρα της μπολσεβικικής επαναστάσεως του 1917, ο οποίος βρίσκεται κρυμμένος στην ορθόδοξο Μαρξιστική διεθνιστική φρασεολογία. Στην ρωσική επικράτεια «οι εθνικομπολσεβίκοι» ήταν ένα σύνηθες όνομα για εκείνους τους κομμουνιστές, οι οποίοι προσπάθησαν να ασφαλίσουν την ακεραιότητα του κράτους και (είτε συνειδητά είτε όχι) συνέχισαν την Μεγάλη Ρωσική ιστορική αποστολή της γεωπολιτικής πολιτικής. Αυτοί οι Ρώσοι εθνικομπολσεβίκοι βρίσκονταν τόσο ανάμεσα στους «λευκούς» (Ustrialov, Smenovekhovtsy, αριστεροί Ευρασιανιστές), όσο και στους «κόκκινους»(Λένιν, Στάλιν, Radek, Lezhnev κλπ)[1]. Στην Γερμανία το ανάλογο φαινόμενο σχετιζόταν με τις ακραία αριστερές μορφές του εθνικισμού των δεκαετιών του 20 και του 30, στον οποίον συνδυάζονταν οι ιδέες του ανορθόδοξου σοσιαλισμού, η εθνική ιδέα και η θετική στάση έναντι της Σοβιετικής Ενώσεως.
Μεταξύ των Γερμανών εθνικομπολσεβίκων ο πλέον σταθερός και ριζοσπάστης ήταν ο Ernst Niekisch, μολονότι και μερικοί συντηρητικοί επαναστάτες μπορούν να αναφερθούν σε αυτό το κίνημα, όπως ο Εrnst Juenger, ο Ernst von Salamon, o August Winnig, , Karl Petel, Harro Schultzen-Beysen, Hans Zehrera, οι κομμουνιστές Laufenberg και Wolfheim και ακόμη και ακραίοι αριστεροί εθνικοσοσιαλιστές, όπως ο Στράσσερ και για μία συγκεκριμένη περίοδο ο Ιωσήφ Γκαίμπελς.
Στην πραγματικότητα ο όρος «εθνικομπολσεβικισμός» είναι πολύ πιο ευρύς και βαθύς σε σύγκριση με τις ιδέες των κατηγοριοποιημένων πολιτικών τάσεων. Προκειμένου, όμως, να τον κατανοήσουμε επαρκώς, θα έπρεπε να εξετάσουμε τα πιο σφαιρικά θεωρητικά και φιλοσοφικά προβλήματα, σε σχέση με τον ορισμό της «δεξιάς» και της «αριστεράς», του «εθνικού» και του «κοιωνικού». Η λέξη εθνικομπολσεβικισμός εμπεριέχει ένα νοηματικό παράδοξο. Πώς μπορούν δύο αμοιβαίως αποκλειστικές έννοιες να συνδυάζονται σε ένα και το αυτό όνομα;

Ανεξαρτήτως του πόσο μακριά έφθασαν οι ιστορικές αντανακλάσεις των εθνικομπολσεβίκων, οι οποίες περιοριζόταν από την περιρρέουσα σαφήνεια, η ιδέα της προσεγγίσεως του εθνικισμού από τα αριστερά και του μπολσεβικισμού από τα δεξιά είναι εκπληκτικά καρποφόρος και απρόσμενη, ανοίγοντας απολύτως νέους ορίζοντες στην κατανοήση της ιστορικής λογικής, της κοινωνικής αναπτύξεως, της πολιτικής σκέψεως. Δεν θα έπρεπε να αρχίσουμε με την συλλογή μερικών συγκεκριμένων πολιτικών γεγονότων: ο Niekisch έγραψε αυτό, ο Ustrialov αξιολόγησε το φαινόμενο αυτό ως τέτοιο, ο Savitsky επικαλέστηκε ένα τέτοιο επιχείρημα ως κλπ, αλλά να προσπαθήσουμε να δούμε το φαινόμενο από την απροσδόκητη πλευρά του, η οποία ακριβώς το έκανε δυνατό, δηλαδή την ίδια την ύπαρξη του συνδυασμού «εθνικομπολσεβικισμός». Θα είμαστε έτοιμοι τότε όχι μόνον να περιγράψουμε το φαινόμενο αυτό, αλλά, επίσης, να το κατανοήσουμε και με την βοήθειά του πολλές άλλες όψεις της παράδοξης εποχής μας.

[1] Κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών του σοβιετικού καθεστώτος κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι του ΚΚΣΕ, οι λεγόμενοι «καταστασιακοί» , αποκαλούνταν «εθνικομπολσεβίκοι» και υπό αυτήν την έννοια η λέξη απέκτησε κάποια άσχημη έννοια. Αλλά αυτοί οι «εθνικομπολσεβίκοι» της ύστερης Σοβιετικής περιόδου ποτέ τους δεν συμφώνησαν με αυτό τον χαρακτηρισμό πρώτον και δεύτερον ουδέποτε προσπάθησαν να παρουσιάσουν συνδετικά τις απόψεις τους με κάποια, ακόμη και τραχιά, ιδεολογική προσέγγιση. Τέτοιοι «εθνικομπολσεβίκοι» συνδεόταν με σαφή τρόπο με την πολιτική των δεκαετιών του 20 και του 30, αλλά η σύνδεση αυτή βασιζόταν περισσότερο στην αδράνεια και δεν είχε γίνει λογικά αντιληπτή.

Kατηγορούν τον Περόν ως φασίστα


"Το πρώτο σημείο είναι που κατηγορούν τον Περόν ως φασίστα. Εγώ μέχρι σήμερα δεν ήξερα ότι είναι κακό να είσαι φασίστας! Τώρα τελευταία αρχίζω να το μαθαίνω! Όταν ο Περόν πήρε στα χέρια του τις τύχες της Αργεντινής και του λαού της, εφάρμοσε ένα πολιτικό πρόγραμμα που εξασφάλισε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας και την κοινωνική ευημερία του λαού μας. Δεν ξέρω αν συτό το πρόγραμμα ήταν τότε "φασιστικό"! Εκείνο που ξέρω είναι ότι είχε την επιδοκιμασία και την αποδοχή όλου του λαού μας και σίγουρα "δημοκρατικό" δεν ήταν. Διότι αν ήταν θα συνέχιζε την εκμετάλευση του λαού όπως έκαναν τόσες και τόσες "δημοκρατικές" κυβερνήσεις πριν από τον Περόν. Ξέρω ακόμα ότι ο χαρακτηρισμός του "φασίστα" που αποδίδουν στον Περόν δεν προέρχεται από τους εργάτες και τους αγρότες, οι οποίοι βρίσκονται ψυχή και σώμα δίπλα στον ηγέτη τους, αλλά από την αριστοκρατία, τους ψηλομύτες απομεινάρια της φεουδαρχίας, που δυστυχώς δεν έχουμε εξαλείψει οριστικώς από την κοινωνία σύντροφοι. Αυτοί οι "αριστοκράτες" φοβούνται την επιτυχία του σοσιαλιστικού προγράμματος του Περόν και αγωνίζονται να τορπιλίσουν τους αγώνες του κόμματός μας. Εμείς πάντως σύντροφοι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα αν μείνουμε ενωμένοι ως το τέλος. Από την στιγμή που ο Αργεντινός εργάτης είναι πλάι μας, η νίκη θα είναι με το μέρος μας." 

http://erimihora.blogspot.com/2009/08/evita-peron-1952.html