Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Μάρτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Μάρτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

O Μινώταυρος της Αθήνας και ο Θησέας της Θεσσαλονίκης;

Του Δημήτρη Μάρτου 

Τι θα γινόταν αν μεταφερόταν η πρωτεύουσα του κράτους κάπου αλλού; Αυτό βέβαια είναι ρητορικό ερώτημα, αλλά και λίγο προβοκατόρικο. Στην πλέον συγκεντρωτική χώρα του κόσμου, όπως είναι η Ελλάδα, όπου το αστικό μέγεθος είναι κατά πολύ μεγαλύτερο αναλογικά με άλλες χώρες (είναι η τέταρτη σε μέγεθος πρωτεύουσα της Ευρώπης), αλλά είναι μακράν πρώτη σε σχέση με το μέγεθος και τον πληθυσμό της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι, για είναι αξιόπιστη μια πολιτική στην Ελλάδα, περιφερειακή και αναπτυξιακή, πρέπει το ζήτημα της κεντρικότητας του κράτους να μπαίνει σε αμφισβήτηση. Γιατί αυτή η οικιστική δομή είναι ένας από τους παράγοντες που δημιουργεί αυτή την κρίση. Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι απλά κρίση χρέους, είναι κρίση εθνικής αειφορίας και βιωσιμότητας. Και αυτό συνδέεται με το πώς οικοδομήθηκε αυτό το κράτος, και ιδιαίτερα πώς οικοδομήθηκε χωροταξικά.

Η κατασκευή της πρωτεύουσας και η αποδόμηση της ενδογενούς ανάπτυξης

Η Αθήνα δεν είναι του δικού μας εθνολογικού υλικού, των δικών μας ανθρώπων, επαναστατών… Ακόμα και στο επίπεδο του ελληνικού κράτους πηγαίνανε στον Ισθμό. Μια ορθολογική άποψη, μια μοντέρνα άποψη τότε θα έλεγε να πάει η πρωτεύουσα στον Ισθμό. Εκεί υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να υπάρχει διεύθυνση της οργάνωσης ενός κράτους. Αλλά για λόγους που έχουν να κάνουν με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία τότε, η οποία οικοδομήθηκε με ένα δικό μας προιόν.
Οι αποικιοκράτες πάντα έψαχναν να βρουν προϊόντα. Αλλά τα σημαντικότερα προϊόντα ήταν οι ιδέες. Αυτές έπαιρναν από τους λαούς. Δεν έπαιρναν ούτε καφέ, ούτε καπνούς, ούτε αποικιακά προϊόντα. Πρώτα απ’ όλα έπαιρναν τις ιδέες. Τα μακαρόνια που τρώμε και πώς θα τα μαγειρέψουμε τα πήραμε από τους Κινέζους. Τα υφαντά με τα οποία οικοδομήθηκε όλος αυτός ο καπιταλισμός, τα πήραν από τους Ινδούς. Στους Ινδούς δεν πήγαν να πάρουν το βαμβάκι, το αλάτι, πήραν τις ιδέες πώς να φτιάξουν τα αραχνοΰφαντα υφάσματα. Από την Ελλάδα τι πήραν; Από την Ελλάδα πήραν τις αρχαιότητες, πήραν ιδέες, γιατί πραγματικά αυτές περιέχουν σημασίες και έφτιαξαν με αυτά το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ευρώπη. Γιατί η ελληνική αρχαιότητα ήταν δημιούργημα του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Έφτιαξαν ένα εθνολογικό υλικό, διαφορετικό από εκείνο που αναπτυσσόταν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, με την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως κεντρικότητα. Ο Βαλκάνιος έμπορος, το εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, (που έλεγε και ο Σβορώνος). Αυτοί λοιπόν, παράλληλα, ανακάλυψαν ένα άλλο εθνολογικό προϊόν, και τα έφεραν όλα εδώ και έφτιαξαν ένα κράτος-έθνος, με μια δική του κεντρικότητα. Γιατί επέλεξαν την Αθήνα; Γιατί ήταν το έδαφος της Αθήνας που είχε όλες εκείνες τις σημασίες, τα νοήματα, που μπορούσε να κάνει την δυτική ελληνικότητα ηγεμονική, σ’ ένα χώρο που είχε μια διαφορετική ελληνικότητα, που είχε άλλο εθνολογικό υλικό και να υπερκαλύψει τις σημασίες που έδιναν εδώ οι ντόπιοι, σ’ αυτό όλο το υλικό που υπήρχε και σε σχέση με την αρχαιότητα. Γιατί σε μας η αρχαιότητα υπήρχε ως βίωμα, σ’ αυτούς υπήρχε σαν επίκτητο. Αυτοί ήταν φιλέλληνες, εμείς ήμασταν Έλληνες. Κατάφεραν όμως να μας κάνουν και μας φιλέλληνες.
Εμείς δεν ζούμε σαν Έλληνες, αλλά προσπαθούμε να γίνουμε φιλέλληνες. Τη δική μας εθνική παράδοση προσπαθούμε να την αποκτήσουμε μέσω των δυτικών. Η Αθήνα ήταν το κομμάτι που μπορούσαν να σπάσουν, όλο αυτό το δυναμικό που υπήρχε και λέγεται ελληνισμός, ρωμιοσύνη, που είχε προηγμένες αστικές δομές, ο Γιώργος Καραμπελιάς έγραψε ένα βιβλίο για την «χαμένη άνοιξη» – αυτό ακριβώς λέει. Στη Μακεδονία με κέντρο τη Θεσσαλονίκη είχε αναπτυχθεί μία ζώνη βιοτεχνίας, που ήταν η Ρηνανία της εποχής εκείνης. Γινόταν αστική επανάσταση, μικρής διάρκειας, αλλά γινόταν. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε εγχώριο διαφωτισμό, τον «βαλκανικό διαφωτισμό», τον Καταρτζή τον Μοισιόδακα κ.λπ. Όλα αυτά απωθήθηκαν με τον αθηναϊσμό. Σήμερα, για να μιλήσουμε για βιώσιμη εθνική ανάπτυξη, θα πρέπει να βάλουμε στην κριτική μας όλη αυτή την ιστορική διαδικασία της αλλοίωσης, της κατασπάραξης του εθνικού μας χώρου, από τον αθηναϊκό Μινώταυρο. Είναι μια σημαντική προβληματική και αποκρύβεται. Θα το πω αλληγορικά. Ο Θησέας που θα τιθασεύσει τον αθηναϊκό Μινώταυρο, είναι η Θεσσαλονίκη. Αυτή έχει το ιστορικό δικαίωμα. Αυτή έχει τα ιστορικά προϊόντα και τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα και μπορεί να το κάνει. Ίσως τα παιδιά του συνδυασμού «Μένουμε Θεσσαλονίκη», να αποτελούν την πρώτη θεσμοποίηση, τον πρώτο πυρήνα συγκρότησης της Θεσσαλονίκης, ακριβώς σαν τον Θησέα που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία, να τιθασεύσει τον αθηναϊκό Μινώταυρο.
Θα σας πάω σε μια εποχή πολύ σημαντική που αποδεικνύει ότι η Θεσσαλονίκη είναι αυτό το έδαφος που αμφισβητεί, κονιορτοποιεί αυτά που λένε πλεονεκτήματα του εδάφους της Αττικής. Όλοι οι κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι κ.λπ. λένε ότι το έδαφος, για να βγει η Ελλάδα από την κρίση, είναι το έδαφος της Αττικής. Είναι αυτό που λένε να διεθνοποιήσουμε το έδαφος της Αττικής (προτεραιότητα στην Αττική) και έκαναν και αυτό το ρυμοτομικό σχέδιο, που είναι ένας αχαλίνωτος αθηνοκεντρισμός. Έκαναν και για την Θεσσαλονίκη. Αυτά που κάνουν τώρα, δηλαδή το ρυμοτομικό σχέδιο της Αθήνας και το ρυμοτομικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης, είναι αντιγραφές από τα σχέδια και τις προτάσεις που υπήρχαν από την δεκαετία του ’60. Στη μελέτη του Τριανταφυλλίδη για το ρυμοτομικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης, και για την Αθήνα παίρνουν τη μελέτη του Βασιλειάδη και του Δοξιάδη.
Ο Δοξιάδης οπαδός του Λε Κορμπυζιέ, ο οποίος είχε ανακαλύψει μια μπουλντόζα και ήθελε να το ισοπεδώσει όλα. Γιατί αυτοί στηρίζονταν στην ανάλυση ότι η παιδεία, η ευημερία είναι να συγκεντρωθεί ο κόσμος σε μία πόλη, να κάνουμε σύντομες τις αποστάσεις, δηλαδή τον χρόνο (αυτοί πάλευαν με τον χρόνο –πόσο σύντομα θα πάει ο εργάτης στο εργοστάσιο–). Γι’ αυτό έβγαινε ο Δοξιάδης και ελεεινολογούσε τη μορφολογία της Αττικής. Τον ενοχλούσαν τα βουνά που έχει το λεκανοπέδιο γιατί δεν άφηναν να επεκταθεί το λεκανοπέδιο. Αυτός είχε προβλέψει τέσσερα εκατομμύρια για το 2000, και το πέτυχαν αυτό. Εδώ στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ο Τριανταφυλλίδης. Προσπαθούν να επαναφέρουν αυτό το σχέδιο αλλά δεν θα πετύχει. Φοβούνται. Ξέρουν ότι η Θεσσαλονίκη είναι η απειλή της Αθήνας.

Η Θεσσαλονίκη και ο διπολισμός

Σας αναφέρω κάποια παραδείγματα, για να δείξω πώς λειτουργεί αυτό το χωροταξικό και αναπτυξιακό, πώς λειτουργούν στο επίπεδο της εξουσίας. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη θύμα του διπολισμού. Είναι το θύμα του Κριμαϊκού πολέμου. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη που συνέδεε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες των Βαλκανίων και τις επέκτεινε, ήταν μια φυσική πρωτεύουσα. Ήταν το επίνειο όλων των δικτύων (Βέροιας, Νάουσας) γιατί εδώ μπορούσαν να ορθολογικοποιήσουν το εμπόριό τους. Όμως όταν ήρθε η ήττα της Ρωσίας, στον Κριμαϊκό πόλεμο, και ουσιαστικά διέσπασε, περιχαράκωσε τους κόσμους των Βαλκανίων, (αυτό που κάνουν στην Ουκρανία τώρα), τους πόλωσε. Η αντίθεση Αγγλίας και Ρωσίας, εμφύτευσε την εχθρότητα, τη μισαλλοδοξία. Εκεί που ήταν φίλοι, έγιναν εχθροί. Θύμα αυτής της μισαλλοδοξίας ήταν η Θεσσαλονίκη. Έγινε μία πόλη συνόρων μετά το ’22, κατά τη μεγάλη καταστροφή του ελληνισμού. Αυτό συνεχίστηκε με τον διπολισμό και με τον ψυχρό πόλεμο. Όταν όμως, μετά το 1985, με την περεστρόικα άρχισε η πτώση του διπολισμού, τότε φάνηκε τι σημαίνει γεωπολιτική, γεωοικονομία, κεντρικότητα της βαλκανικής. Τότε απειλήθηκαν τα πάντα από τη Θεσσαλονίκη. Σας αναφέρω κάποια στατιστικά στοιχεία: το 1991, το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας τρομοκρατήθηκε. Γιατί παρατηρήθηκε αύξηση των πωλήσεων στη Μακεδονία κατά 17,7% σε σχέση με το σύνολο της χώρας που ήταν 13,5%. Τα κέρδη των εξαγωγών από τη Μακεδονία, ανέβηκαν 38,2% ενώ στην υπόλοιπη χώρα μειωνόταν κατά 37,1%. Το σύνολο των κερδών από τη βιομηχανία της Θεσσαλονίκης ανέβηκε 86%, όταν ο συνολικός όγκος των βιομηχανιών βρίσκεται στην Αθήνα. Το ’ 91 το 50% των συνολικών εξαγωγών γινόταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και για πρώτη φορά στην ιστορία αυτής της χώρας υπήρχε τάση δημογραφικής συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη μεγαλύτερη από την Αθήνα.
Τι επινόησε τότε το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας; Γιατί η εξουσία στην Ελλάδα είναι συγκροτημένη, φτιάχτηκε μέσα από τον γιγαντισμό της Αθήνας. Εφηύρε τα περίφημα προγράμματα σωτηρίας της Αθήνας, τα οποία ξεκίνησαν από το 1990. «Αττική SOS», «Ένα όραμα για την Αθήνα», μετά ήταν η Χρυσή Ολυμπιάδα 1996, που μετατράπηκε σε Oλυμπιάδα 2004. Όλες αυτές ήταν πολιτικές μεροληπτικής διαχείρισης, των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων, για να επανέλθουν οι δείκτες υπέρ της Αθήνας. Τα προγράμματα σωτηρίας της Αθήνας ανέκοπταν τις ευκαιρίες παγκοσμιοποίησης της Θεσσαλονίκης, που είναι το μόνο έδαφος φυσικής παγκοσμιούπολης. Τότε άρχισαν να καταλύονται όλα τα περιφερειακά προγράμματα ακόμα και οι νόμοι που ήταν ενισχυτικοί για την ενίσχυση της περιφέρειας της προηγούμενης δεκαετίας (του ’80). Θυμάστε τον νόμο 1262 που είχε γίνει μια μεγάλη δουλειά τότε, παρ’ όλο που είχε ατυχίες, θυμάστε τα επτά χιλιάδες έργα που λοιδορήθηκαν, που δεν πιάνουν τόπο, αλλά αυτά τα έργα συγκράτησαν τον πληθυσμό στην περιφέρεια. Και άρχισαν την τροποποίηση όλων αυτών των νόμων, με νέους νόμους από το ’ 94, ’ 98 κ.λπ. Τότε ανακαλύψαμε ως αντιστάθμισμα τα δέκα μεγάλα έργα από τα οποία τα επτά ήταν στην Αθήνα και τα τρία στην περιφέρεια. Εγνατία, εκτροπή Αχελώου και Ρίο Αντίρριο. Βέβαια, το Ρίο Αντίρριο, δεν έγινε σαν περιφερειακό έργο, ήταν πονηρό έργο, για να παρακάμψει την Θεσσαλονίκη. Να ενώσει το λιμάνι της Ηγουμενίτσας σε εκείνη την κρίσιμη φάση που παίζονταν οι περιφερειακές ισορροπίες στα Βαλκάνια, να ενώσει την Αθήνα με την Ηγουμενίτσα. Τα άλλα ήταν Αττική οδός, Μετρό, Σπάτα, Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων, Ολυμπιακό χωριό, κ.λπ.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, τη δεκαετία του ’90, η Θεσσαλονίκη αποδομούσε όλη αυτή τη θεωρία των πλεονεκτημάτων του εδάφους της Αττικής. Αν άφηνες τα πράγματα να λειτουργήσουν φυσιολογικά με τους νόμους της αγοράς, και να μην κάνεις παρέμβαση, γιατί η Αθήνα είναι δημιούργημα πολιτικού παρεμβατισμού. Δεν έχει πλεονεκτήματα το έδαφός της, ούτε η θέση της. Τέτοιο πλεονέκτημα έχει μόνο η Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό τη φοβούνται. Είναι η μόνη πόλη που όλα τα προγράμματα θέλουν να την περιορίσουν. Και όλη η πολιτική τάξη που αναδεικνύεται σ’ αυτήν είναι κατώτερη των περιστάσεων. Το πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης είναι ότι βρίσκεται σε μια γεωγραφική θέση, που είναι κοντά σε αγορές, είναι στην αγορά των Βαλκανίων, είναι στην αγορά του Ευξείνου Πόντου, της Κωνσταντινούπολης, της Ευρώπης, κ.λπ. Και μιας και ανέφερα τη λέξη Κωνσταντινούπολη… Ένας δήμαρχος στη Θεσσαλονίκη, όταν κάνει υπολογισμούς, πρέπει να δει τη σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Ο Μπουτάρης το κατάλαβε γιατί είναι πονηρός, αλλά το κατάλαβε λάθος. Η Κωνσταντινούπολη είναι αντίπαλος αλλά παίζει σε πολλά παιχνίδια. Η πολιτική του Μπουτάρη, έτσι όπως το κάνει με πάγιο και αφελή τρόπο, –δηλαδή λέει, εγώ θα φέρω τουρίστες, για να φέρω τους τουρίστες πρέπει να αναδείξω τον οθωμανικό χαρακτήρα της πόλης. Αυτό δημιουργεί παραρτηματοποίηση στην Κωνσταντινούπολη. Να φέρουμε τουρίστες και δεν πρέπει να υπάρχει πολιτική σε σχέση με αυτό τον χώρο. Να υπάρχει όμως με την άλλη παράδοση. Όχι τουρίστες μέσω του κεμαλισμού και του οθωμανισμού. Αλλά σε σχέση με την παράδοση της Θεσσαλονίκη ς. Της αντίστασης και της ανυπακοής στις κοινωνίες του φόβου και του ρατσισμού. Δηλαδή η Θεσσαλονίκη να αποτελέσει σημείο αναφοράς της χαμένης συμπλασιακής συνείδησης που υπάρχει στα Βαλκάνια. Και βέβαια όχι μόνο τους Βαλκάνιους αλλά και ένα κομμάτι των Τούρκων. Αυτοί που η συνείδησή τους η εθνική καταπιέζεται. Σ’ αυτούς πρέπει να αναφερθεί η Θεσσαλονίκη. Και αυτοί είναι πολλοί και δεν μιλάω μόνο για Κούρδους, μιλάω για πολλές καταστάσεις εκεί μέσα. Δηλαδή οι δράσεις, οι εκδηλώσεις που θα γίνουν, η ανάδειξη μνημείων, πρέπει να αποβλέπουν ακριβώς στις συνειδήσεις που υπάρχουν μέσα στην Τουρκία και να τις απελευθερώσουν.

Επιχειρούν να ολοκληρώσουν την καταστροφή

Υπάρχει το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας. Αυτή τη στιγμή προωθούν έννοιες συγκλονιστικές και πρωτόφαντες. Σχεδιάζουν να κάνουν μια νέα Αθήνα, ανάμεσα στα Μεσόγεια και στη Λαυρεωτική. Εντάσσουν αστικά την ίδια την Μακρόνησο. Επτά λιμάνια. Θα πυκνώσουν όλα τα αστικά κενά που υπάρχουν. Θα ενισχύσουν τις νέες βιομηχανίες, οι οποίες θα πάνε πάλι στην Αθήνα. Θα κάνουν ουρανοξύστες στο Ελληνικό. Ευτυχώς υπάρχει το Σύνταγμα ακόμα που τους εμποδίζει να προωθήσει το ΤΑΙΠΕΔ, γιατί προστατεύει τη δημόσια περιουσία. Γι’ αυτό ο Βενιζέλος θέλει να το αλλάξει. Για τη Θεσσαλονίκη δεν θα κάνουν τίποτα. Εδώ δεν θα κάνουν το μετρό το οποίο είναι προγραμματισμένο από τη δεκαετία του ’60.
Υπάρχει ένα σημείο μέσα στο ρυμοτομικό της Αθήνας, το οποίο μετά από πολλές προσπάθειες έχει αλλάξει: το ρυμοτομικό του Τρίτση. Ο Τρίτσης είχε πιάσει λίγο το νόημα και ήταν το πρώτο ρυμοτομικό που ανέκοψε την επέκταση της Αθήνας. Αντί για μητροπολιτικούς συντελεστές δόμησης, έβαλε κοινοτικούς, 0,2, 0,4 κ.λπ. Τώρα καταργείται αυτός ο νόμος, και έφτασαν στο να προτείνουν ότι η έξοδος από την κρίση θα στηριχθεί στη χρηματιστηριοποίηση, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο διαφορετικό, προσπαθούν να δώσουν μεγάλη χρηματιστηριακή αξία στο έδαφος της Αττικής. Δηλαδή δημιουργούν ένα κλίμα, ότι αν επενδύσεις στην Αττική τα λεφτά σου θα πάρουν αξία. Αυτό ακριβώς που έκαναν και κατά την δεκαετία του ’60. Έρχονταν οι επαρχιώτες και έπαιρναν σπιτάκια γιατί ακριβώς έπαιρναν αξία. Και το πρόγραμμά τους είναι ακόμα μία συγκέντρωση στην Αθήνα. Διότι λένε ότι τα λεφτά και οι επενδύσεις στην Αθήνα είναι πιο αποτελεσματικές. Αυτή η γνωστή θεωρία της οικονομικής μεγέθυνσης.
Και κλείνω μ’ αυτό. Παλιά είχαν περιθώρια να μεταφέρουν κάποιους πληθυσμούς με την αστυφιλία, από τις ορεινές κοινότητες. Θυμάστε τις προτροπές του Κατοχιανού (πολεοδόμου της δικτατορίας, ο οποίος περιφερόταν τότε και έκανε κάποια σεμινάρια και έλεγε ότι πρέπει να φύγετε από τα ορεινά χωριά και να πάτε στο S (το σίγμα) στα παράλια, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πάτρα, διότι δεν συμφέρει να μένετε στα χωριά). Αυτό ήταν τότε το σχέδιο και το κατάφεραν. Στο καινούργιο σχέδιο, μία παράγραφος λέει τα εξής: η μισή Ελλάδα, το 50% της χώρας, είναι άχρηστη. Γιατί είναι βράχια, βοσκότοποι, ξερολίβαδα κ.λπ. Είναι η θεωρία των βραχονησίδων. Αυτοί ξεχνάνε ότι η βόρειος Αττική παλιά ήταν βράχια και βοσκότοποι. Σήμερα, αν πάρεις έναν βράχο, τον κάνεις να έχει αξία. Αν ισχύσει ο νόμος, αν ισχύσουν οι διατάξεις του ρυμοτομικού, ο εθνικός χώρος αποδυναμώνεται και μπορεί η Αθήνα, να πάει στο μέλλον, απωθώντας ή/και εγκαταλείποντας ακόμα και την ενδοχώρα της. Τώρα όλα αυτά τα λέω σε μια στιγμή που ίσως δεν είναι κατανοητά, ούτε η κατάλληλη στιγμή. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλά μια αυτοδιοίκηση. Η Θεσσαλονίκη έχει ακριβώς τον ρόλο να ηγηθεί ενός περιφερειακού τμήματος. Αυτός είναι ο ρόλος της. Ή να το πούμε διαφορετικά. Να διασώσει το έθνος.

Θεσσαλονίκη-Αθήνα: Φυσικές και καιροσκοπικές πόλεις-πρωτεύουσες



του Δημήτρη Μάρτου

Σ την πλέον συγκεντρωτική χώρα του κόσμου, δεν μπορεί να πηγαίνεις σε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και να μη συζητάς το θεμελιακό της πρόβλημα, αυτό της χωροταξικής της ανωμαλίας. Δεν μπορεί να συζητάς για το «δημόσιο χρέος», χωρίς να το συναρθρώνεις με τις ιστορικές διαδικασίες του γιγαντισμού της Αθήνας.

Πόσο δημοκρατία, ανάπτυξη και μέλλον μπορεί να έχει μια χώρα, που το μισό του πληθυσμού της βρίσκεται στο 3% της έκτασής της; Και, μάλιστα, όταν αυτό  συμβαίνει σε μία χώρα που η φύση και η ιστορία την προίκισαν με το πλεονέκτημα της ισόρροπης κατανομής των ανθρώπινων, φυσικών και ιστορικών πόρων;  όταν  το κεφάλαιο, η εξουσία και ο κόσμος δεν συγκεντρώθηκαν στην Αττική εξαιτίας κάποιων φυσικών ή γεωγραφικών πλεονεκτημάτων της, αλλά λόγω απαγόρευσής τους να πάνε αλλού, λόγω μιας ανορθολογικής οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων και εξαιτίας των πολιτικών πιέσεων που μεταφράζονταν σε διαχειριστικές μεροληψίες.

Η εισαγωγή στο εθνικό και κοινωνικό μας ζήτημα πρέπει να ξεκινάει από το ερώτημα: Γιατί ο πλούτος, η εξουσία και ο κόσμος  μαζεύτηκαν στην Αθήνα; Εδώ θα συγκρίνω δύο εθνοποιητικά συστήματα, τα οποία προσδιόρισαν δύο διαφορετικές αστικοποιητικές διαδικασίες και αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εθνικές γεωγραφίες και κεντρικότητες. Το ένα αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και το άλλο στην Αθήνα.

Θα πάμε στα 1800: Tότε διαμορφώνονταν οι δυνάμεις του σχηματισμού του έθνους-κράτους ή των κράτους–έθνους των Ελλήνων. Θα αναφερθώ σε ιστορικά ζητήματα γιατί αυτά, όταν δεν λύνονται σωστά, επιστρέφουν με την πρώτη ευκαιρία. Η ιστορία είναι εφέσιμη. Όσοι κατακτητές και αποικιοκράτες και αν περάσουν, δεν καταφέρνουν τελικά να ξεριζώσουν την ψυχή ενός λαού, να μπούνε στο μεδούλι του, πάντοτε μένει ένα υπόλειμμα, το οποίο συντηρεί τημνήμη, που αυτή πάλι ενεργοποιείται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και επαναφέρει άλυτα ιστορικά ζητήματα, απαιτώντας την αποκατάσταση των αδικιών.

Τότε, στην εποχή της «άνοιξης των εθνών» συγκροτούνταν δύο εθνοποιητικά  συστήματα –οραματισμοί για τους Έλληνες.

Το «πάλι δικά σας θα’ ναι»

Είναι η κωδικοποίηση του δικαίου και των προσδοκιών ενός  ιστορικού λαού στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αντιπροσωπεύει μια εμπειρία αντίστασης, ανυπακοής, κλεφταρματολισμού, αυτόχθονου βαλκανικού διαφωτισμού, αλλά και ένα πρόγραμμα πολιτειακής οργάνωσης των κόσμων του ελληνισμού. Θα χαρακτήριζα την ταυτότητα, που παρήγαγε αυτό το εθνολογικό υλικό, γηγενή και  αυτοπροσδιοριστική. Αποδόθηκε με τους όρους ελληνισμός και ρωμιοσύνη. Η στρατηγική και η συμβολική πρωτεύουσα ήταν η Κωνσταντινούπολη. Οι παγκόσμιες όμως τάσεις της «προόδου» αναδείκνυαν νέες εθνικές γεωγραφίες και κεντρικότητες.

Στα 1800 δημιουργούνται στην Ευρώπη οι ζώνες υφαντουργίας και βιοτεχνίας, οι οποίες αποτέλεσαν το οικονομικό υπόστρωμα όχι μόνον της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και  του σχηματισμού των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και των πρωτευουσών τους. Μια  τέτοια ζώνη αναδείχθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για μια ευρεία ζώνη που περικλειόταν από το Μοναστήρι, Φιλιππούπολη, Σέρρες, Αμπελάκια, Τσαρίτσανη, Μέτσοβο, Καστοριά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για συμπληρωματικά δίκτυα πόλεων, με διεθνικές εμπορικές σχέσεις και με αλληλοτροφοδότηση κυρίως με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αυτές οι πόλεις-δίκτυα συνέκλιναν σταδιακά στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συγκεντρώνονταν οι προϋποθέσεις ενός συντονισμού και εξορθολογισμού του εμπορίου τους. Επρόκειτο για τη ζώνη του Ορθόδοξου Βαλκάνιου Εμπόρου που περιγράφεται από Έλληνες και άλλους Βαλκάνιους μελετητές (Σβορώνο, Στογιάνοβιτς, Τοντόροφ κ.λπ.) ως το «εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης». Τέτοιες ζώνες, με μικρότερη δυναμική, αναπτύσσονται γύρω από την Κωνσταντινούπολη, την Ιωνία και τον Πόντο.
Η γεωγραφική  και η πολιτική έκφραση αυτού του εμπορίου ήταν η Χάρτα και η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα, αντίστοιχα. Αν συγκρίνουμε τον χάρτη του εσωτερικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης με τη Χάρτα του Ρήγα,  θα διαπιστώσουμε ότι ταυτίζονται. Δηλαδή, ο Ρήγας φαντάζεται τον εθνικό χώρο με βάση τη δράση των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων, χωρίς βέβαια να υποβαθμίζει τις ιστορικονοηματικές. Μια χωροταξική εκλογίκευση της «ελληνικής δημοκρατίας» θα αναδείκνυε ως πιθανή πόλη της συνεδρίασης των νομοδοτικών σωμάτων και της άσκησης ορισμένων κεντρικών διοικητικών λειτουργιών, τη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, θα κατέληγε με κάποια λογική κλιμάκωση στο κέντρο του προαναφερόμενου δικτύου. Αν φέρουμε τις διαγώνιους, θα διαπιστώσουμε ότι το κέντρο της Χάρτας ταυτίζεται με την Πέλλα της Μακεδονίας. Η Πέλλα σημειώνεται ως  η «πατρίς του Αλεξάνδρου». Ο Αλέξανδρος είναι το πρότυπο του Ρήγα, από τον οποίο αντλεί τις πολιτικές του ιδέες. Αυτή η νοηματική επίκληση καλύπτει τις ανάγκες μιας ιστορικής τεκμηρίωσης και νομιμοποίησης της νέας κεντρικότητας, την οποία προκαλούν οι κοινωνικοοικονομικές διεργασίες. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε όμως  ότι στον Ρήγα δεν αναπτύσσεται κάποια κατηγορία πόλης-πρωτεύουσας, με συγκεντρωτικό και αυταρχικό περιεχόμενο.

Πολιτιστικά, η δυναμική αυτού του εμπορίου καθοριζόταν από τη γλωσσική ελληνοποίησή του (Βαλκανικός Διαφωτισμός). Η ελληνική γλώσσα, πριν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δεν χρησιμοποιούνταν ως στοιχείο εθνικής διάκρισης, αλλά ενότητας και εκσυγχρονισμού. Εξάλλου και ο εθνικός οραματισμός των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής δεν εμπνεόταν από τις εθνολογικές δυτικοευρωπαϊκές (χερντεριανές) θεωρίες, αλλά από εγχώριες εθνοποιητικές εμπειρίες, που συντηρούσαν τη βυζαντινή-πατριαρχική γεωγραφία, με δημοκρατική πολιτικά και ομοσπονδιακή πολιτειακά συγκρότηση των αυτοδιοικούμενων εθνοτικών ομάδων (βλ. την πολιτειακή πρόταση του Ρήγα). Η ελληνική γλώσσα γινόταν η γλώσσα της εγγράμματης βαλκανικής τάξης και της πολιτικής ενοποίησης των λαών της Βαλκανικής.

Οι «αρχαίοι Έλληνες»

Εκείνη την περίοδο, που οι οικονομικές και πνευματικές διαδικασίες στα Βαλκάνια αναδείκνυαν τη Θεσσαλονίκη ως τη νέα κεντρικότητά της, στη Βορειοδυτική Ευρώπη αναδεικνυόταν ένα νέο  εθνολογικό υπόστρωμα γύρω από την κατηγορία «αρχαίοι Έλληνες». Ως εθνολογικό υλικό προέκυψε από τις επεξεργασίες της ελληνικής αρχαιότητας στις Ακαδημίες της Δύσης (νεοκλασικισμός/φιλελληνισμός) και για τις ανάγκες των δυτικών κοινωνιών. Εισήχθη στην Ελλάδα και μετάλλαξε ή απώθησε το αυτόχθονο εθνολογικό υλικό. Καθόρισε, δε, μια εθνική ταυτότητα, την οποία θα χαρακτηρίσω εξωγενή και ετεροπροσδιοριστική, αποδίδοντάς τη με τον όρο «αθηναϊσμός».

Ο φιλελληνισμός/νεοκλασικισμός  ενέταξε την ελληνική αρχαιότητα στον πυρήνα της παράδοσης των δυτικών κοινωνιών ως «ιδεώδες», καθιστώντάς την πλαίσιο ορθού προσανατολισμού της εθνικοποιητικής τους διαδικασίας. Η δήλωση του Σέλεϊ ότι «είμαστε όλοι Έλληνες» εισήγαγε την άποψη  ότι οι «αρχαίοι Έλληνες» ήταν ένα αρχέτυπο, μια εξειδικευμένη συνθήκη ελέγχου της εθνικής ταυτότητας, της γεωγραφικής και ψυχολογικής διεύρυνσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Η ιδεατοποίηση της ελληνικής αρχαιότητας δεν συμπεριλάμβανε αρχικά τους  σύγχρονους Έλληνες. Οι οπτικές εμπειρίες και οι αφηγήσεις των περιηγητών παρήγαγαν κυρίως μια περιθωριοποίηση ή και παρασιτισμό τους. Η Επανάσταση του 1821 επανακαθόρισε το περιεχόμενο του φιλελληνισμού. τον ανάγκασε να εξετάσει και το ανθρώπινο «υπόλειμμα» αυτού του ιδεώδους κόσμου, τους σύγχρονους Έλληνες, τους οποίους όμως ανάγκαζε να προσεγγίσουν τον προγονικό τους πολιτισμό εξ αντανακλάσεως, μέσω των αναγκών και των τρόπων των Δυτικών, μέσω αυτού που ονομάζω αθηναϊσμό.

Ο αθηναϊσμός είναι πλέγμα θεσμών, αισθητικής, γεωγραφίας, κεντρικότητας, που κάνει ευκρινή την ηγεμονία της Δύσης επί του ιστορικού χώρου του ελληνισμού. Η βιωματική σχέση σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους, αν και υπήρχε έντονα λόγω  των αστικών, λαογραφικών και γλωσσικών συνδέσμων, απωθείται στο όνομα μιας εξιδανίκευσης της αρχαιότητας κατά το πρότυπο της Δύσης. Ο αθηναϊσμός γινόταν ένας  εξαναγκασμός να προσεγγίσουν τη δική τους παράδοση έμμεσα, μέσω των δυτικών επεξεργασιών/εμπειριών,  όχι σαν Έλληνες, αλλά σαν φιλέλληνες. Η διαδικασία εσωτερίκευσης της δυτικής ελληνικότητας στην εθνική ταυτότητα των Ελλήνων θα γίνει μια διαδικασία  συνεχούς ιδεολογικής και  υλικής διόγκωσης της Αθήνας στο σώμα του ελληνισμού.