Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο γκρεμιστής


Κωστής Παλαμάς


Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,

ο διαλεχτός της άρvησης κι ο ακριβογιός της πίστης.

Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.

Στου μίσους τα μεσάvυχτα τρέμει εvός πόθου αστέρι.


Κι αν είμαι της vυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,

πάvτα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.

Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης.

του μακρεμένου αγvαvτευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης


και με το καριoφίλι μου και με τ’ απελατίκι

την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.

Kάλλιo φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιo ουρλιάστε, λύκοι,

κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανoίχτε, τάφοι,


και, δυvαμίτη, βρόvτηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,

παρά σε πύργους άρχοvτας και σε vαούς το Ψέμα.

Τωv πρωτογέvvητωv καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια

ξαvάρχεται. Καλώς να ‘ρθει. Γκρεμίζω την ασκήμια.


Ειμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει

το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι

δεν του αποκρίvεται καvείς, και πάει κι όλο προσμέvει

το λόγο που δεν έρχετα, και μια vτροπή το δένει.


Μα το τσεκούρι μοvαχά στο χέρι σαv κρατήσω,

και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.

Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι

και vιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,


και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές v’ αvοίξω,

και μ’ ενα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροvτήξω;

Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε.

Γρικάω, βγαίvει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!



                                                                                Υπόγεια Ρεύματα - Ο γκρεμιστής



Κωστής Παλαμάς – Παιδί το περιβόλι …



Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,

όπως το βρεις κι’ όπως το δεις να μη το παρατήσεις.


Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,

και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτηνε τη γη του,

κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,

και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.


Κι άν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι’ όσα άρρωστα δεν είναι,

ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,

και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.


Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής!..


Κι αν είναι

κ’ έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι,

κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,

για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,

μη φοβηθείς το χαλασμό!.. Φωτιά ! Τσεκούρι !Τράβα !,

ξεσπέρμεψέ το , χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,

και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,

για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,

π’όλο την περιμένουμε, κι όλο κινάει για νάρθη,

κι όλο συντρίμμι χάνεται στο περάσμα των κύκλων!..




Πνευματικό Εμβατήριο

Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.


Ποίηση: Άγγελος Σικελιανός
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεύει: Ιωάννα Φόρτη




 

Θούριος ~ ἤτοι Ὁρμητικὸς Πατριωτικὸς Ὕμνος πρῶτος, εἰς τὸν ἦχον, ~ MIA ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΜΕΓΑΛΗ Συγγραφέας ~ Ρήγας Φεραίος ~ 1797

 

Ὡς πότε παλικάρια νὰ ζοῦμεν στὰ στενά,
Μονάχοι σὰ λιοντάρια, σταὶς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαὶς νὰ κατοικοῦμεν, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
Νὰ φεύγωμ΄ ἀπ΄ τὸν Κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, Πατρίδα, καὶ Γονεῖς,
Τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι΄ ὅλους τοὺς συγγενεῖς.
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνοι σκλαβιά, καὶ φυλακή.
Τί σ΄ ὠφελεῖ ἂν ζήσης, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά,
Στοχάσου πὼς σὲ ψένουν καθ΄ ὤραν στὴ φωτιά.
Βεζύρης, Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι΄ ἂν σταθῆς,
Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς.
Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ,
Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ.
Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί,
Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή.
Ἐλᾶτε μ΄ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμόν,
Νὰ βάλλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νάν΄ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
Καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένη Ἀρχηγός.
Γιατί κ΄ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
Νὰ ζοῦμε σὰ θηρία, εἶν΄ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν Οὐρανόν,
Ἂς ποῦμ΄ ἀπ΄ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν.

Ἐδῶ σηκώνονται οἱ Πατριῶται ὀρθοί,
καὶ ὑψώνοντες τὰς χεῖρας πρὸς τὸν Οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς Τυραννίας, καὶ τῆς ἀναρχίας.

Ὢ Βασιλεῖ τοῦ Κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
Στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὄσῳ ζῶ στὸν Κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
Γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νάναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν Πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
Ἀχώριστος γιὰ νᾶμαι, ὑπὸ τὸν Στρατηγόν.
Κι΄ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, νὰ στράψ΄ ὁ Οὐρανός,
Καὶ νὰ μὲ κατακάψη, νὰ γένω σὰν καπνός.

Τέλος τοῦ Ὅρκου.

Σ΄ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, καὶ Νότον καὶ Βοριά,
Γιὰ τὴν Πατρίδα ὅλοι, νάχωμεν μία καρδιά.
Στὴν πίστιν τοῦ καθ΄ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῆ,
Στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι΄ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ρωμιοί,
Ἀράπιδες, καὶ ἄσπροι, μὲ μία κοινὴ ὁρμή.
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
Πῶς εἶμασθ΄ ἀντρειωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὂσ΄ ἀπ΄ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴ ξενητιά,
Στὸν τόπον τοῦ καθ΄ ἕνας, ἂς ἔλθη τώρα πιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν,
Ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Η Ρούμελη τοὺς κράζει, μ΄ ἀγκάλαις ἀνοιχταίς,
Τοὺς δίδει βίο, καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαίς.
Ὡς πότ΄ Ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς.
Ἔλα νὰ γένης στύλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα, κανένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
Ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ΄ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
Ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι ἂς χαθοῦν.
Σουλλιώταις, καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά,
Ὡς πότε σταὶς σπηλαίς σας, κοιμάσθε σφαλιστά.
Μαυροβουνιοὺ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυραητοί,
Κι΄ Ἀγράφων τὰ ξευτέρια, γεννῆτε μία ψυχή.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσατε γιὰ μία,
Καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σᾶ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
Μὲ τ΄ ἅρματα στὸ χέρι, καθ΄ ἕνας ἂς φανῆ.
Τὸ αἷμα σας ἂς βράση, μὲ δίκαιον θυμόν,
Μικροὶ μεγάλ΄ ὀμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
Ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴ καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
Χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ΄ ἐμᾶς κ΄ ἐσεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν Νησιῶν,
Σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης, καὶ τῆς Νίδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
Καιρὸς εἶν΄ τῆς Πατρίδος, νὰ κοῦστε τὴν λαλιά.
Κι΄ ὂσ΄ εἶστε στὴν Ἁρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
Οἱ Νόμοι σας προστάζουν, νὰ βάλλετε φωτιά.
Μ΄ ἐμᾶς κ΄ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννήτ΄ ἕνα κορμί,
Κατὰ τῆς τυραννίας, ριχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σας πονεῖ,
Ζητᾶ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις, Παζβαντζίουγλου, τόσον ἐκστατικός;
Τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους, καὶ κοράκους, καθόλου μὴ ψηφᾶς,
Μὲ τὸν ραγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλης νὰ νικᾶς.
Σηλίστρα, καὶ Μπραΐλα, Σμαήλι καὶ Κυλί,
Μπενδέρι, καὶ Χωτήνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε, κ΄ ἐκεῖνα προσκυνοῦν,
Γιατί στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν ΄μπορούν.
Γγιουρτζὴ πλια μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
Τὸν Μπρούσια νὰ μοιάσης, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποὺ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς,
Πασιὰ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῆς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ σηκωθῆς,
Στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῆς.
Τοῦ Μισιργιοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλιά,
Δικόν σας ἕνα Μπέι, κάμετε Βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ΄ ἃς μὴ φανῆ,
Γιὰ νὰ ψοφήσ΄ ὁ λύκος, ὀποῦ σας τυραννεῖ.
Μὲ μία καρδιὰν ὅλοι, μία γνώμην, μία ψυχή,
Κτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ρίζαν νὰ χαθῆ.
Ν΄ ἀνάψωμεν μία φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
Νὰ τρέξ΄ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιά.
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν Σταυρόν,
Καὶ σὰν ἀστροπελέκια, κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πὼς εἶναι δυνατός,
Καρδιοκτυπᾶ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγῶ κι΄ αὐτός.
Τρακόσιοι γκιρτζιαλίδες, τὸν ἔκαμαν νὰ διῇ,
Πῶς δὲν ΄μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστὰ τοὺς νὰ ἐβγῇ.
Λοιπὸν γιατὶ ἀργῆτε, τὶ στέκεσθε νεκροί;
Ξυπνήσατε μὴν εἶσθε, ἐνάντιοι κ΄ ἐχθροί.
Πῶς οἱ Προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ΄ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν΄ ἁρπάξωμεν γιὰ μιά,
Τ΄ ἅρματα καὶ νὰ βγοῦμεν, ἀπ΄ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανούς, καὶ Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς, καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψη ὁ Σταυρός,
Καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψη ὁ ἐχθρός.
Ὁ Κόσμος νὰ γλυτώση, ἀπ΄ αὔτην τὴν πληγή,
Κ΄ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν Γῆ.

Πέρας μὲν ὧδε,
Ἡ δὲ αὖ πράξις τέρας.




Θούριος

Ὢ Βασιλεῖ τοῦ Κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ, 

Στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ. 

Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ, 

εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ. 

Ἐν ὄσῳ ζῶ στὸν Κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός, 

Γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νάναι σταθερός. 

Πιστὸς εἰς τὴν Πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν, 

Ἀχώριστος γιὰ νᾶμαι, ὑπὸ τὸν Στρατηγόν. 

Κι΄ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, νὰ στράψ΄ ὁ Οὐρανός, 

Καὶ νὰ μὲ κατακάψη, νὰ γένω σὰν καπνός. 


 Ρήγας Φεραίος

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ


Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.

Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση

μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού

θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού,

και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράση.


Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκεί πέρα,

σε χώρες άγνωστες της δύσης, του βορρά,

ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,

οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.

Για να μας δεχτή κάποια λαίδη τρυφερά,

έδιωξε τους υπηρέτες της όλη μέρα.


Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος

άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν

τα παντελόνια μας και με του πτερνιστήρος

το πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούν.

Πηγαίνουμε – σημαίες στον άνεμο χτυπούν –

ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.


Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,

κι ας τραγουδήσουμε, – το τραγούδι να μοιάση

νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής –

τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,

και ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάση.


Κώστας Καρυωτάκης 

"Η αισιοδοξία είναι δειλία"

Oswald Spengler



Oswald Spengler


Εκ της κόνεως μου αναγεννώμαι

 


"Το να γεννηθούμε δεν είναι αρκετό. 

Είναι για να ξαναγεννηθούμε που γεννιόμαστε.

Κάθε μέρα"

Πάμπλο Νερούδα


"Δεν αρκεί να γεννηθεί κανεις. 

Πρέπει και να δημιουργηθεί"

Αλαίν Ντε Μπενουά


"Πρέπει να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας πριν μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τον κόσμο"

Κάι Μούρος







Πλήθων

Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες

να τον ορθώσεις απάνω στους ώμους σου

τον συντριμμένο ναό των Ελλήνων!


Του Νόμου το άγαλμα σταίνεις Κορώνα του,

στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες

τους λογισμούς των Πλωτίνων.


Στους Χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα

ξαναζωντάνεψες Όλυμπους άγνωρους,

έθνη καινούργιων αθάνατων άστρων,

μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες απαντήθηκαν

το λόγο ξανάνιωσες των Ζωροάστρων.


Κωστής Παλαμάς 

(ο δωδεκάλογος του γύφτου)




Ο γκρεμιστής

 του Κωστή Παλαμά 

Στον Ίωνα Δραγούμη 

Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι. Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας. Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης· του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης· και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι. Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι, κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι, και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα, παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα. Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια. 


Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ’χει το δείλιασμα, κι όλο ρωτά και μήτε ναι, μήτε όχι δεν του αποκρίνεται κανείς και πάει κι όλο προσμένει το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει. Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω, και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο. Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό τού δούλεψε τ’ ατσάλι και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι, και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω, και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω; Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας, όποιοι είστε· γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε! 


 1907









Ezra Pound ... ''Αυτό που αγαπάς πολύ παραμένει, τα άλλα δεν είναι παρά στάχτη Αυτό που αγαπάς πολύ δε θα μπορέσουν να στο αρπάξουν Αυτό που αγαπάς πολύ είναι η μόνη σου κληρονομιά Ποιανού είναι ο κόσμος, δικός μου, δικός τους, ή κανενός ; Πρώτα είδες, μετά άγγιξες Τον Παράδεισο ακόμα και μέσα στους διαδρόμους της Κόλασης Αυτό που αγαπάς πολύ είναι η μόνη σου κληρονομιά, Αυτό που αγαπάς πολύ δε θα στο κλέψουνε ποτέ.'' Έζρα Πάουντ