Σελίδες



Αναρχικοί και ριζοσπάστες κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και για την ελληνική ανεξαρτησία





Αναρχικοί – ριζοσπάστες στον αγώνα κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και για την ελληνική ανεξαρτησία

ΡΗΞΗ τεύχος 74

Στο παρελθόν υπήρξαν αναρχικοί και ριζοσπάστες γενικότερα , που θεώρησαν ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση ενός καταπιεζόμενου έθνους , όχι μόνο δεν αντιφάσκει με τις αρχές τους , αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.
Ο Σταύρος Καλλέργης ένας από τους πρώτους Έλληνες σοσιαλιστές επαναστάτες , με ενεργό δράση στο εργατικό κίνημα ,εκδότης περιοδικών όπως «ο Σοσιαλιστής » και «Οδηγός παντός ανθρώπου » ( όπου δημοσίευσε και κείμενα του Μπακούνιν ), οργανωτής του πρώτου εορτασμού της Πρωτομαγιάς , εγκαταλείπει το 1898 την Αθήνα και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του , την Κρήτη. Εκεί θα συμμετάσχει στην επανάσταση κατά των Τούρκων και θα εκλεγεί μάλιστα αντιπρόσωπος του επαναστατημένου έθνους. Όπως γράφει στο αυτοβιογραφικό του κείμενο με τον τίτλο «Επιστολή προς τους Έλληνας Σοσιαλιστάς »: «Μετά την έκρηξιν της Κρητικής Επαναστάσεως επανήλθον εν Κρήτη .Έφθασα εις το Χουμέρι Μυλοποτάμου και εξελέγην αντιπρόσωπος εις την Κρητικήν επαναστατικήν συνέλευσιν. Εκεί διοργανώσαμεν μετά τινών ιταλών σοσιαλιστών , ελθόντων εις βοήθειάν μας , μιαν σοσιαλιστικήν ομάδα. »
Επίσης σε έκθεση του Αναρχικού Συνδέσμου της Αθήνας προς το Διεθνές Επαναστατικό Συνέδριο , που έγινε στο Παρίσι το 1900 , μεταξύ των άλλων αναφέρεται στην δράση του Γάλλου οπαδού του Μπλανκί, Φλουράνς ,για την απελευθέρωση της Κρήτης , από τους Τούρκους : «Στην Αθήνα διατηρούμε ακόμα θερμή την ανάμνηση της εδώ διαμονής στα 1868 του αγαπημένου μας Γουσταύου Φλουράνς. Μαζί με τον σύντροφο Αμιλκάρε Τσιπριάνι ήταν μες στους γαριβαλδινούς εθελοντές , που ήλθαν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή των επαναστατημένων δυνάμεων του Κρητικού λαού ενάντια στην τουρκική καταπίεση .Κατά την δεύτερη στην χώρα μας παραμονή του ο Φλουράνς εκδίδει το περιοδικό «L’independant».Την ίδια εποχή σε μια ομιλία του στην συνάθροιση της ελληνικής νεολαίας μπρος στο Πανεπιστήμιο δημιούργησε τέτοιον ενθουσιασμό στο πλήθος , ώστε ξέσπασε μια εξέγερση , την οποία με δυσκολία κατάστειλε το ιππικό , που αναγκάστηκε να αποστείλει η κυβέρνηση. »
Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα www.apatris.gr «Η μόνη συνιστώσα της ευρωπαϊκής αριστεράς (με την ευρεία έννοια της λέξης…) που τάχθηκε εξαρχής με το μέρος των Κρητών ήταν οι αναρχικοί. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, κάθε εξέγερση των καταπιεσμένων ανθρώπων ενάντια στο ζυγό τους ήταν καταρχήν γεγονός θετικό και άξιο υποστήριξης.».Η υποστήριξη τους δεν περιορίστηκε σε θεωρητικό επίπεδο αλλά «ήταν σε θέση να οργανώνουν επιτροπή οικονομικής ενίσχυσης του κρητικού αγώνα, να κινούν καμπάνιες πίεσης και προώθησης των αιτημάτων του κι ακόμα να στέλνουν εθελοντές να αγωνιστούν στο πλευρό των Κρητών, στη βάση της έμπρακτης αλληλεγγύης.».Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί η επανάσταση ότι η κρητική επανάσταση του 1866 ξεκινά από την αντίθεση των Τούρκων στην διανομή των μισών εσόδων των μοναστηριών για την ενίσχυση των ελληνικών σχολίων. Στην ίδια ιστοσελίδα διαβάζουμε ότι στο συλλαλητήριο που οργάνωσε ο Φλουράνς στην Αθήνα για την Ένωση με την Κρήτη αντιτάχθηκε η μοναρχία διότι δεν «δεν συμμεριζόταν τους πόθους των επαναστατών για ένωση, μη θέλοντας να μπλεχτεί ξανά, μετά το 1821, σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία».Όμως στην συνέχεια ο «Φλουράνς, που μόλις αφέθηκε ελεύθερος, κατέβηκε στην Κρήτη κι εντάχθηκε αμέσως στους κύκλους των επαναστατών, τους οποίους ήδη είχαν συνδράμει κι άλλοι ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, μαζί με 100 περίπου Πατρινούς εθελοντές. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, έγινε γνωστός και κέρδισε την εκτίμηση των ντόπιων, οπότε του δόθηκε ο βαθμός του λοχαγού και το καλοκαίρι του 1868 η Κρητική Εθνοσυνέλευση του χορήγησε τιμητική ιθαγένεια και τον όρισε πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδας. Με τηλεγραφήματά του, ο Φλουράνς ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των δικαίων των Κρητικών κι έφυγε για την Αθήνα προκειμένου να συναντήσει το μονάρχη Γεώργιο τον Α’. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν τον δέχτηκε αλλά διέταξε και τη σύλληψή του. Μετά από πολλές (δια)δηλώσεις συμπαράστασης προς το πρόσωπό του από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, μετά από λίγο όμως συνελήφθη ξανά και μετά από αίτημα του Γάλλου πρέσβη απελάθηκε στη Μασσαλία.
Στη Γαλλία ο Φλουράνς συνέχισε ασυμβίβαστος τον αγώνα του υπέρ των προλετάριων και γενικότερα των καταπιεσμένων, με αποκορύφωμα την ενεργό συμμετοχή του στην περίφημη Κομμούνα του Παρισιού (Μάρτιος – Μάιος 1871). Σ‘ αυτήν εξελέγη από το λαό μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Σκοτώθηκε σε μια μάχη ενάντια στην πιστή στις Βερσαλλίες χωροφυλακή, στις 3 Απριλίου του 1871, σε ηλικία 33 ετών.»
Κείμενα του Φλοράνς , μετάφρασε ο Επτανήσιος Ριζοσπάστης Π.Πανάς, ένας από τους οραματιστές της Βαλκανικής συνεργασίας.
Στον ατυχή για την Ελλάδα πόλεμο του 1897 στο πλευρό του ελληνικού λαού , που αγωνιζόταν για την απελευθέρωση από τον Οθωμανό δυνάστη , πολέμησαν αναρχικοί και ριζοσπάστες : «Υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους έφτασε τους 1000-1500 εθελοντές, που πήραν μέρος στις μάχες της Θεσσαλίας (Δομοκός) και της Ηπείρου, ενταγμένοι στον ελληνικό στρατό υπό μορφή τριών σωμάτων: ένα οι πολυπληθέστεροι Γκαριμπαλντινοί, ένα η «Φάλαγγα των Φιλελλήνων» που αποτελούνταν από τη λεγεώνα των μαυροντυμένων αναρχικών του Αμιλκάρε Τσιπριάνι κι ένα με συμμετοχή αναρχικών και σοσιαλιστών υπό τον συνταγματάρχη Μπερτέ.»
Συνεπώς σε αντίθεση με διάφορες σύγχρονες ιδεοληψίες που αντιπαραθέτουν τους κοινωνικούς , στους εθνικούς αγώνες οι αναρχικοί στους οποίους αναφερθήκαμε δεν δίστασαν ούτε στιγμή και κατανόησαν τους αγώνες εθνικής απελευθέρωσης ως προέκταση των κοινωνικών αγώνων και των αγώνων για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Γι΄αυτό πολλοί από αυτούς ,που αγωνίστηκαν στο πλευρό των Ελλήνων , κατά της οθωμανικής σκλαβιάς , πέθαναν κατόπιν στα οδοφράγματα της Κομμούνας του Παρισιού.

http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2011/05/blog-post_6452.html



Maurice Bardèche: Σοσιαλφασισμός – Ένα δοκίμιο του Pierre Drieu La Rochelle
«Για μένα, ο φασισμός, ήταν ο σοσιαλισμός, η μόνη πιθανότητα του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού»

Pierre Drieu La Rochelle, 1945


Ο γνήσιος σοσιαλισμός των ημερών μας είναι κάτι περισσότερο από έναν κατάλογο διεκδικήσεων απαλλοτριωθέντων αγαθών. Είναι εκείνος ο οποίος θα επιτεθεί στο παρά φύσιν ζην στο οποίο μας έχει καταδικάσει ο ίλιγγος της παραγωγής και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Η ζωή που ζει η πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι ζωή ενάντια στην φύση. Αυτό είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε, αρκεί να απαρνηθούμε την φρενίτιδα του κέρδους και να αντισταθούμε στην απόλυτη πρωτοκαθεδρία της οικονομικής μάχης.


Ο βιομηχανικός πολιτισμός στην πραγματικότητα μας έχει καταστήσει αποικία εντόμων. Τα ναρκωτικά, η απελπισία, η βία δεν έχουν άλλη αιτία από την ζωή του μυρμηγκιού που έχει επιβληθεί στην πλειοψηφία των ανθρώπων. Το μέλλον μας και η σωτηρία μας είναι να ξαναβρούμε μια ζωή συμβατή με την φύση μας,μια ζωή που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι άνθρωποι, να αναπνέουν, να τρέχουν, να ζουν όπως είναι το φυσιολογικό σαν θηλαστικά που είμαστε. Να μην είμαστε αγκυλωμένοι σε ιδεοληψίες, αλλά να μπορούμε να εξελιχθούμε ελεύθερα σε αρμονία με τις φυσικές μας ανάγκες.

Έτσι λέω πως ο σοσιαλισμός του μέλλοντος δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο από εντελώς νέους τύπους καθεστώτων, καθεστώτα που θα θέσουν αξιωματικώς μια ορισμένη θεώρηση της ζωής πάνω από όλες τις οικονομικές συγκυρίες. Για εμάς στην Ευρώπη αυτές οι συνθήκες μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο μέσα από ένα αυτάρκες οικονομικό σύστημα που θα μας επιτρέψει να ξεφύγουμε από τον νόμο που ορίζει τον κατώτατο μισθό του εργάτη του οικονομικού φιλελευθερισμού, από την υποχρεωτική υποδούλωση στον ανταγωνισμό και στην εξαγωγή με κάθε κόστος. Η Ευρώπη μπορεί να εφαρμόσει αυτό το σύστημα αυτάρκειας, έχει τα μέσα. Η αυτάρκεια εγγυάται την αληθινή ελευθερία και τον αληθινό σοσιαλισμό, όμως μόνο τα καθεστώτα που είναι ταυτόχρονα αφιλοκερδή και ισχυρά πολιτικά και στρατιωτικά μπορούν να την κάνουν πράξη. Για τα έθνη ρομπότ, ο σοσιαλισμός θα είναι ένα απραγματοποίητο όνειρο.


Maurice Bardèche: Σοσιαλφασισμός – Ένα δοκίμιο του Pierre Drieu La Rochelle
«Για μένα, ο φασισμός, ήταν ο σοσιαλισμός, η μόνη πιθανότητα του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού»

Pierre Drieu La Rochelle, 1945

mosley-and-mussolini

Ο όρος σοσιαλφασισμός χρησιμοποιείται συμβολικά, καθώς είναι μια έννοια που ουσιαστικά ποτέ δεν έχει πραγματωθεί απόλυτα. Όλα τα φασιστικά κινήματα σε κάποια δεδομένη στιγμή ήρθαν σε επαφή με τον σοσιαλισμό και επηρεάστηκαν από αυτόν.

Το κόμμα του Χίτλερ είχε επισήμως την ονομασία «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (National sozialistiche Deutsche arbeiter parteï). Ο Μουσολίνι ήταν κατεξοχήν θεμελιωτής σοσιαλιστικών νόμων. Ο José-Antonio Primo de Rivera, ιδρυτής και αρχηγός του Ισπανικού φασιστικού κόμματος «Φάλαγγα», έγινε ο άνθρωπος – σύμβολο του εθνικοσυνδικαλιστικού σοσιαλισμού. Το ρουμάνικο κίνημα »Garde de Fer» – «Σιδηρά Φρουρά’» (εθνικιστική οργάνωση με στρατιωτική δομή στα πρότυπα της εθνικοσοσιαλιστικής νεολαίας του Α.Χίτλερ, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Κορνήλιος Κοντρεάνου) ,ήταν κατά βάση ένα κίνημα φοιτητών και αγροτών. Ο δε Oswald Mosley, ιδρυτής της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών (British Union of Fascists)διετέλεσε υπουργός εργασίας στην Αγγλία.

Ο Jacques Doriot αρχικά υπήρξε κομμουνιστικός ηγέτης στην Γαλλία, ενώ στην συνέχεια ίδρυσε μαζί με άλλους εθνικιστές το P.P.F. (Parti Populaire Francais – φασιστικό και αντισημιτικό κόμμα) το οποίο ξεπήδησε μέσα από τον κομμουνιστικό πυρήνα του Saint – Denis.

Όλα τα ιστορικά φασιστικά κινήματα υπήρξαν κινήματα απελευθέρωσης από τον ζυγό της παντοδυναμίας του κοσμοπολίτικου καπιταλισμού και από την θεμελιώδη ανειλικρίνεια και αισχρότητα των δημοκρατικών καθεστώτων, τα οποία αποστερούν από τον λαό το δικαίωμα του στην συμμετοχή στα κοινά. Εν τούτοις, με εξαίρεση το Περονικό καθεστώς της Αργεντινής, οι περιστάσεις δεν επέτρεψαν ποτέ την ολική πραγμάτωση των σοσιαλιστικών τάσεων των φασιστικών κομμάτων. Οι φασίστες που ανέλαβαν την εξουσία έπρεπε άμεσα να ανασυγκροτήσουν την κατεστραμμένη από την δημαγωγική διαχείριση οικονομία, να αποκαταστήσουν την διασαλευθείσα από την αναρχία τάξη και κατά την έξοδο από το χάος να δημιουργήσουν τις δικές τους δομές προκειμένου να αμυνθούν έναντι των εξωτερικών κινδύνων που απειλούσαν την ίδια τους την ύπαρξη.

412bua9l7dkl-_sy344_bo1204203200_

Καθήκοντα επείγοντα και απαραίτητα να διευθετηθούν, τα οποία κινητοποίησαν όλες τους τις δυνάμεις και επέβαλλαν τις προτεραιότητες. Εν τέλει οι περιστάσεις εμπόδισαν σχεδόν καθολικά την σύνθεση που ήθελαν να πραγματοποιήσουν ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον εθνικισμό, και η σοσιαλιστική αλλαγή έγινε ένα δευτερεύον ζήτημα σε σύγκριση με τις επιταγές της εθνικής επιβίωσης. Μία επιπλέον δυσκολία προστέθηκε σε αυτές τις περιστάσεις. Τα φασιστικά κινήματα διαχρονικά αρνήθηκαν να καταστρέψουν τις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι εχθροί τους ήταν η πλουτοκρατία, η ισχύς του απάτριδος καπιταλισμού, οι σφετεριστές της εθνικής κυριαρχίας. Ο σκοπός τους ήταν να θέσουν το εθνικό συμφέρον πάνω από τα καπιταλιστικά συμφέροντα και κατά συνέπεια να επιβάλλουν ένα ισχυρό καθεστώς ικανό να εξασφαλίσει την προστασία του λαού και της δικαιοσύνης, όπως άλλοτε έκαναν οι βασιλιάδες ενάντια στις καταχρήσεις της φεουδαρχικής εξουσίας.
Αυτή η πολιτική της διατήρησης των παλαιών δομών δεν θα μπορούσε να έχει σαν κατάληξη παρά μόνο την μετάπλαση των νοοτροπιών και μια αναδιανομή των εξουσιών. Απέκλεισε την καταστροφή της κοινωνικής ιεραρχίας μέσω επανάστασης, η οποία πάντα είναι πιο θεαματική και δυστυχώς πιο εύκολη στο να πραγματοποιηθεί σε σχέση με τις εις βάθος μεταρρυθμίσεις.

Αυτή η νοσταλγία του σοσιαλφασισμού, είναι τόσο βαθιά που την βλέπουμε να επανεμφανίζεται τακτικά στα νεοφασιστικά κινήματα – σπέρματα ενός φασισμού εθνικοεπαναστατικού που αντιπροσωπεύει όλες τις αποχρώσεις της δογματικής ριζοσπαστικοποίησης ενός εθνικοκομμουνισμού (τόσο ιδεώδες σαν όνειρο!). Πρόκειται όμως περισσότερο για κάτι θεωρητικό παρά μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί παντού στην Ευρώπη τόσο στην Ιταλία όσο και στην Γερμανία, στην Ισπανία και στην Γαλλία.

Το φαινόμενο αυτό έχει προκαλέσει την γένεση ομάδων ακραίων, βίαιων, ασυμβίβαστων και κυριευμένων από το πάθος για την αγνότητα και το απόλυτο. Η έλλειψη όμως του χειροπιαστού είναι έντονα αισθητή, προάγγελος που μας επιτρέπει να αναλογιστούμε ταυτόχρονα τόσο για τη μονιμότητα και τη σημασία της σοσιαλιστικής τάσης σε οποιαδήποτε προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του φασισμού, όσο και για την ασάφεια αλλά και το κενό που την συνοδεύει ενίοτε, όταν πρόκειται να επικυρωθούν μέτρα και να θεμελιωθεί ένα πρόγραμμα.
Αυτή η ανικανότητα να συνδυαστεί η διατήρηση των ιεραρχικών δομών ,πάνω στις οποίες εναποτίθεται όλος ο δυτικός πολιτισμός, με τα συγκεκριμένα σοσιαλιστικά μέτρα, είναι μια καθαρή αντίφαση του νεοφασισμού; Ή οι νεοφασίστες εκδηλώνουν ασυναίσθητα με αυτές τις ιδιοτροπίες την απροθυμία να εισάγουν μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα σε έναν πολιτισμό βαθύτατα αποξενωμένο από το ιδεώδες τους και κατά συνέπεια την απιθανότητα να συμμετάσχουν σε έναν διάλογο πάνω σε πραγματικά ερωτήματα, κάτι το οποίο τους καταδικάζει στην απομόνωση και την ουτοπία;

pierre-drieu-la-rochelle-1893-1945

Επανερχόμαστε λοιπόν στις αρχές. Κάθε νέο όραμα κοινωνικών σχέσεων που απορρίπτουν τον μαρξισμό βασίζεται σε έναν συγκεκριμένο αριθμό αξιωμάτων, τα οποία είναι πιστεύω κοινά σε όλες τις ομάδες της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης ανεξάρτητα από το ποια είναι η ροπή τους ή η επιλογή των τακτικών τους.

1 – Καταδίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος είναι το εργαλείο της πλουτοκρατικής κυριαρχίας. Μόνο ένα απολυταρχικό καθεστώς μπορεί να επιβάλλει τον σεβασμό στα εθνικά συμφέροντα και στην κοινωνική δικαιοσύνη.

2 – Άρνηση της πάλης των τάξεων. Είναι ένα μαρξιστικό εφεύρημα που δεν μπορεί παρά να έχει σαν κατάληξη την υπονόμευση της οικονομίας και την δικτατορία της γραφειοκρατίας. Η ευημερία είναι ένα ευεργέτημα απο το οποίο ωφελούμαστε όλοι και δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με μια πιστή συνεργασία και δίκαιη κατανομή.

3 – Προστασία του εθνικού κεφαλαίου, το οποίο αντιπροσωπεύεται από όλους εκείνους οι οποίοι συμμετέχουν στην παραγωγή. Η παραγωγική διαδικασία, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί παρά μόνο από την πρωτοβουλία των κατεχόντων τα κεφάλαια και από την ατομική δημιουργικότητα και ενέργεια. Η λειτουργία του κράτους είναι να ενθαρρύνει αυτήν την πρωτοβουλία ,αλλά δίχως να επιτρέπει να επιβάλλονται σε αυτούς που προσφέρουν την εργασία τους, συμβόλαια που δίνουν την μερίδα του λέοντος σε αυτούς που βρίσκονται σε θέση ισχύος.

4 – Η εθνική οικονομία όντας ένας καθοριστικός παράγοντας εθνικής ανεξαρτησίας ,με τον ίδιο τρόπο που είναι ο στρατός και οι θεσμοί, πρέπει να προστατευθεί από εξωτερικές επεμβάσεις ανεξάρτητα από το αν αυτές θα είναι ιδεολογικές ή οικονομικές. Η οικονομική ανεξαρτησία πρέπει να αναγνωριστεί σαν κύριος συντελεστής της εθνικής.

5 – Τα σύγχρονα έθνη έχουν γίνει οικονομικοπολιτικά σκηνικά, μέσα στα οποία αυτό που ονομάζουμε ισχύ ανήκει εξίσου σε αυτούς που ελέγχουν τους σημαντικούς τομείς της οικονομίας και σε αυτούς που έχουν την αποκλειστικότητα (συχνά απατηλή) των πολιτικών αποφάσεων. Η συμμετοχή στην ζωή του έθνους πρέπει να ασκείται εξίσου στον τομέα της οικονομίας και σε αυτόν της πολιτικής. Τα όργανα αυτής της συμμετοχής στην πραγματική ζωή της χώρας πρέπει να εφευρεθούν. Αυτή η συμμετοχή δεν μπορεί να ασκηθεί με αναρχικές μεθόδους που δίδουν μια ντε φάκτο εξουσία σε οργανισμούς που δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικοί ούτε αφομοιώσιμοι στον συνταγματικό μηχανισμό.
6 – Το εθνικό συμφέρον πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι των ιδιωτικών συμφερόντων. Κανένας πολίτης, κανένα νομικό πρόσωπο, καμία εταιρεία δεν έχει το δικαίωμα να απαλλάσσεται από την εφαρμογή των νόμων. Κανένας κανόνας, καμία συνθήκη ή προνόμιο δεν μπορεί να θέσει κάποιον εκτός του νόμου του εθνικού συμφέροντος, που είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους.

Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτές τις αρχές που να είναι ιδιαζόντως σοσιαλιστικό με την έννοια που ακούμε την λέξη αυτή σήμερα, εφόσον ο σοσιαλισμός δεν είναι κάτι άλλο για τους σύγχρονους μας από έναν κοινωνικό πόλεμο που πρέπει να τερματιστεί από τον θρίαμβο των γραφειοκρατικών επιτελείων που παριστάνουν ότι εκπροσωπούν τους εργαζόμενους. Αλλά αυτές οι ίδιες αρχές συμφωνούν ευκόλως, με μια άλλη σύλληψη του σοσιαλισμού, αυτή η οποία αναζητά έναν δίκαιο διαμερισμό των αποτελεσμάτων της παραγωγής ανάμεσα στους διαφορετικούς εταίρους. Αυτή η ενασχόληση δεν είναι η κατευθύνουσα ιδέα που εμπνέει αυτά τα αξιώματα, αλλά είναι το αποτέλεσμα αυτών.
Η δίκαιη κατανομή ποτέ δεν θα επιτευχθεί από επαναλαμβανόμενες σποραδικές μάχες, των οποίων τα αποτελέσματα τίθενται εν αμφιβόλω πάραυτα από την υποβάθμιση του νομίσματος. Η δίκαιη κατανομή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εξουσία ενός ισχυρού κράτους που επιβάλλει τις συνθήκες που εκείνο θεωρεί δίκαιες.

Αυτές οι αρχές, θα μπορούσαν να εμπνεύσουν συμφυείς θέσεις για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που είναι διαπραγματεύσιμα επί του παρόντος ενώπιον της κοινής γνώμης; Είναι οφθαλμοφανές ότι πολλές από αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα καθεστώς που δεν εξασφαλίζει ούτε την προτεραιότητα των εθνικών συμφερόντων ,ούτε την ανεξαρτησία της εθνικής οικονομίας και που δεν διαθέτει καν αρκετή ισχύ έναντι των οικονομικών δυνάμεων ,οι οποίες του επιβάλλουν τις δικές τους λύσεις. Σε κάποια σημεία, ωστόσο, αυτά τα βασικά αξιώματα μπορούν να χρησιμεύσουν στο να αποδεχτεί κανείς ή να απορρίψει κάποιες από τις λύσεις που προτείνονται την σήμερον ημέρα. Αυτές οι αρχές φυσικά δεν αποτελούν ένα ολοκληρωμένο δόγμα και τα γραφόμενα που ακολουθούν δεν είναι παρά μια σειρά από σκέψεις που αφήνουν εκτός πολλές πτυχές του κοινωνικού προβλήματος. Ήθελα μόνο να θέσω κάποια εύλογα ζητήματα στους αναγνώστες μας.
Η προάσπιση της αξίας του νομίσματος έναντι των καταχρήσεων από ανεύθυνες ομάδες πίεσης προς χάριν της δημαγωγίας είναι η βάση οποιασδήποτε δίκαιης και ανθεκτικής στον χρόνο αναδιανομής. Διότι οι αποκτηθείσες από τις απεργίες ή τον εκφοβισμό αυξήσεις των μισθών είναι απατηλές, από την στιγμή που το χρήμα παύει να έχει αγοραστική αξία. Πρέπει λοιπόν να υποστηρίξουμε την δράση του πρωθυπουργού ,ο οποίος από τριάντα χρόνια πριν,είχε το κουράγιο να αντισταθεί στην παρωδία που ονομάζεται «κινητοποίηση των μαζών».

surgimiento2bdel2bfascismo2b2

Το σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας – ιδιαίτερα των νέων – αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στα φασιστικά καθεστώτα με πρωτότυπες λύσεις. Στην θέση της άνευ ουσίας υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, δημιουργήθηκε ένας επαγγελματικός στρατός και ανάλογες περιστρατιωτικές δραστηριότητες. Είχαμε επίσης τα κότσια να επαναφέρουμε τον θεσμό «service du travail» (υπηρεσία εργασίας), θεσμός ο οποίος είχε δώσει τα διαπιστευτήρια του σαν παράγοντας ζυμώσεων και αδελφοποίησης διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων αλλά και σαν διδασκαλείο ενέργειας, σθένους και επιτέλεσης εργασιών φυσικής δυσκολίας.

Η εργασία στην υπηρεσία αυτή θα πρέπει να είναι εθελοντική, αλλά να ενθαρρύνεται με μοριοδότηση για την είσοδο στον δημόσιο τομέα, τις δημόσιες υπηρεσίες, τις μεγάλες εταιρείες και τις κρατικές επιχειρήσεις. Τοιουτοτρόπως, μεγάλα έργα θα μπορούσαν να αναληφθούν από φτωχές περιφέρειες δίνοντας μία διέξοδο στις συμπληρωματικές βιομηχανίες. Η υπηρεσία εργασίας υπήρξε στο παρελθόν μια δοκιμασία της αρρενωπότητας. Ο νέος αφήνοντας την υπεροψία κατά μέρους κινητοποιούταν ειρηνικά στον στίβο της ζωής εργαζόμενος σε ένα αντικείμενο δύσκολο και χρήσιμο για την κοινωνία. Οι νίκες της είναι έργα τα οποία έχουν αφήσει τα ίχνη τους: Ευ ζην και ευημερία αντί για εκδηλώσεις καταστροφής και θανάτου. Είμαι πεπεισμένος ότι χιλιάδες νέοι θα προτιμούσαν αυτήν την υπηρεσία παρά τις πρόσκαιρες απολαύσεις της τρυφηλής ζωής.

Εκεί μάθαιναν να μην περιφρονούν τις χειρωνακτικές εργασίες και τους εργάτες και τίποτα δεν τους εμπόδιζε να διδαχθούν δύσκολες τεχνικές που θα τους βοηθούσαν να αποκτήσουν μια επαγγελματική κατάρτιση.
Αυτή η «φασιστική» επίλυση του δράματος της ανεργίας έχει μια απόχρωση «σοσιαλιστική» τόση, ούτως ώστε μπόρεσε να γίνει αντικείμενο αντιποίησης από τον Jacques Attali (σύμβουλο του François Mitterrand )σε ένα άρθρο στον «Nouvel Observateur»: «Αν όλοι οι νέοι της Γαλλίας έκαναν μερικούς μήνες πολιτικής υπηρεσίας σε κάποιες θέσεις εργασίας (αναφέρεται σε κοπιώδη και χειρωνακτικά επαγγέλματα) ,θα επιταχυνόταν μαζικά η αναβάθμιση της χειρωνακτικής εργασίας και η ελάττωση της ανεργίας » (τεύχος 21 της 27ης Φεβρουαρίου).

Αρνούνται να καταδικάσουν τις «φασιστικές» εμπειρίες, όμως τις σφετερίζονται… Πρέπει να γίνονται τέτοιες προτάσεις αλλά όχι από τον περίγυρο του François Mitterrand.
Τα αξιώματα που απαριθμήσαμε ανωτέρω έλκουν σαν συνέπεια την άρνηση της αυτοδιαχείρισης που παραλύει και τιμωρεί το πνεύμα της πρωτοβουλίας, απαραίτητη κινητήριος δύναμη της οικονομίας, αλλά δεν αντιτίθενται σε ορισμένες μορφές περιορισμένης συνδιαχείρισης σε μεγάλες εταιρείες. Σε αυτές τις επιχειρήσεις έχει θεσπιστεί μια φόρμουλα που αναγορεύει την συμμετοχή των εργατών στα κέρδη της εταιρείας, αλλά η διεύθυνση παραμένει στα χέρια των εχόντων τα κεφάλαια. Οι τεχνικοί και οι εργάτες όντας ένας από τους δύο παράγοντες της παραγωγής, εκπροσωπούνται φυσικά στα συμβούλια δίπλα από το οικονομικό κεφάλαιο ,κάτι το οποίο εξασφαλίζει την ανάπτυξη του συνόλου. Οι ιδιότητες αυτής της εκπροσώπησης γεννούν δυσκολίες που ίσως να μην είναι αξεπέραστες. Η πιο σοβαρή δυσκολία είναι ο κίνδυνος τα συνδικάτα να σφετεριστούν το μονοπώλιο της εκπροσώπησης του προσωπικού και έτσι να γίνουν μια τεράστια δύναμη η οποία θα ελέγχει ολόκληρους τομείς της οικονομίας. Αλλά δεν είναι λιγότερο παρά φύσιν το ότι τραπεζικοί όμιλοι ,πολύ συχνά κατευθυνόμενοι από το διεθνές κεφάλαιο, αποκτούν την ίδια δύναμη στην γαλλική κοινωνία, καθιστώντας το εργατικό δυναμικό ένα εργαλείο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της επωφέλειας ενός ανώνυμου καπιταλισμού. Τίποτα δεν αντιτίθεται λοιπόν σε αυτό παρά δυνάμεις που επιθυμούν ένα νέου τύπου καθεστώς ,όντας θετικώς προδιατεθειμένοι στο σχέδιο της συνδιαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξαλειφθούν πάραυτα τα φαινόμενα του παρασιτισμού των συνδικάτων αλλά και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εμείς πρέπει να ευχηθούμε ότι το κράτος θα σταματήσει να είναι ο καταπιεστής, αλλά θα γίνει ο προστάτης όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το ποια είναι η θέση τους και τα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Οι νόμοι είναι »σοσιαλιστικοί» όταν επιτρέπουν στους ανθρώπους να ξεφύγουν από το μηχανιστικό πεπρωμένο που τους επεφύλασσε ο βιομηχανικός πολιτισμός και από τις φοβέρες των παραγόντων των οικονομικών οργανισμών που καθορίζουν στον σύγχρονο κόσμο πως θα είναι η καθημερινή τους ζωή.

Για τους ίδιους λόγους πρέπει να απορρίψουμε το δόγμα των εθνικοποιήσεων. Οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις δεν φέρουν καμία νέα ελευθερία, ούτε επιτρέπουν μεγαλύτερη πραγματική συμμετοχή απο ότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το μόνο που κάνουν είναι να αντικαθιστούν μια γραφειοκρατία με μια άλλη. Η επέκταση τους δεν θα έχει παρά σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μας γραφειοκρατικής υπερδομής η οποία θα παραλύει την λειτουργία του κράτους και θα απομυζεί την οικονομία και της οποίας ο ρόλος στο τέλος θα είναι να προετοιμάσει την εγκατάσταση μιας κοινοπαραγωγικής τεχνοδομής (κομμουνισμός).

Σε μία οικονομικοπολιτική κοινωνία όπου οι αποφάσεις από τις οποίες εξαρτάται η καθημερινή μας ζωή δεν είναι λιγότερο σημαντικές από εκείνες που αφορούν την πολιτική διαχείριση, είναι φυσικό ότι τα συνδικάτα θα αποκτήσουν δύναμη εφόσον είναι ο μόνος τρόπος εκπροσώπησης της επαγγελματικής σφαίρας. Αλλά αυτή η νέα δύναμη είναι αυθαίρετη, έχει αναρχικές εκλογικές μεθόδους ,ανεξέλεγκτες και συχνά νοθευμένες. Τα συνδικάτα κάνοντας κατάχρηση μιας πραγματικής κατάστασης ,σφετερίζονται την διοικητική εξουσία και κατά συνέπεια ασκείται εκφοβισμός στους εργαζόμενους. Έτσι προκαλούνται ανεύθυνες πράξεις εξαιτίας των οποίων πλήττεται η οικονομία και ο ο λαός είναι πάντοτε το θύμα. Η επαγγελματική εκπροσώπηση είναι απαραίτητη, είναι μια άμυνα έναντι συγκεκριμένων αυθαιρεσιών ,είναι ένα όργανο διαλόγου και ένα στοιχείο ισορροπίας. Έτσι, πρέπει να θεσμοθετηθεί. Αξιώνουμε συνδικάτα όπου οι εκλογές τους θα είναι ελεύθερες, ανόθευτες και ελεγχόμενες όπως είναι οι βουλευτικές εκλογές. Επιβάλλουμε για τους διορισμούς των υπεύθυνων και για τις κρίσιμες συσκέψεις την ίδια υποχρέωση για απαρτία που υπάρχει και στα διοικητικά συμβούλια. Διασφαλίζουμε την ισόρροπη εκπροσώπηση των διαφορετικών ομάδων εργαζομένων σύμφωνα με την σημασία τους και την αποτελεσματικότητά τους και προτείνουμε την αναδιάρθρωση των επαγγελματικών φορέων ώστε να έχουν εξουσίες και υποχρεώσεις καθορισμένες από το σύνταγμα: Οι φορείς αυτοί πρέπει να γίνουν όργανα συμμετοχής των εργαζομένων στην οικονομική ζωή με τον ίδιο τρόπο που οι πολιτικοί θεσμοί αντιπροσωπεύουν την συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή.

Καταλογίζουμε στα δημοκρατικά καθεστώτα (ομοίως και στα σοσιαλδημοκρατικά που έχουν συμμαχήσει με κομμουνιστές) την ανικανότητά τους να πραγματώσουν μια αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη επειδή η καθολική ψηφοφορία υποχρεώνει τους υποψήφιους και τα κόμματα, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις προεκλογικές τους εκστρατείες, να συμβιβαστούν σε θέσεις τις οποίες προσποιούνται ότι καταπολεμούν. Από αυτούς δεν μπορούμε να περιμένουμε παρά έναν ψευδή σοσιαλισμό, όπως ακριβώς κατασκεύασαν μια ψευδή δημοκρατία.

5042614089_ee50863c3b

Στην πραγματικότητα ο σοσιαλφασισμός σαν όρος είναι ασαφής και περιέχει την ψευδαίσθηση και για αυτό δεν βρίσκεται στα προγράμματα. Το νέο κράτος που οραματιζόμαστε δεν δύναται να είναι ο διαχειριστής του βιομηχανικού πολιτισμού, αλλά μπορεί να προσπαθήσει να τον ελέγξει. Δεν μπορεί να κάνει θαύματα, ούτε να καταργήσει τα θανατηφόρα δυστυχήματα του, όχι περισσότερο από τον κομμουνισμό. Αλλά μπορεί να τον καταστήσει διαφορετικό, να κάνει μια ένεση ζωής στο αρτηριοσκληρωμένο σώμα του.

Ο γνήσιος σοσιαλισμός των ημερών μας είναι κάτι περισσότερο από έναν κατάλογο διεκδικήσεων απαλλοτριωθέντων αγαθών. Είναι εκείνος ο οποίος θα επιτεθεί στο παρά φύσιν ζην στο οποίο μας έχει καταδικάσει ο ίλιγγος της παραγωγής και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Η ζωή που ζει η πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι ζωή ενάντια στην φύση. Αυτό είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε, αρκεί να απαρνηθούμε την φρενίτιδα του κέρδους και να αντισταθούμε στην απόλυτη πρωτοκαθεδρία της οικονομικής μάχης.

Πάντα θα υπάρχουν εργοστάσια, αλλά μπορούμε να τροποποιήσουμε προς το βέλτιστον το πρόγραμμα λειτουργίας τους, έτσι ώστε η ζωή στο εργοστάσιο να καταστεί λιγότερο άσχημη και μονότονη: Μπορούμε να διαχωρίσουμε τα στοιχεία της παραγωγής διασπείροντας τα σε μικρές μονάδες και οι επιχειρηματίες να αναθέτουν, υπό την πλήρη εποπτεία τους ,δικές τους αρμοδιότητες σε υπαλλήλους. Θρυμματίζοντας έτσι τους κολοσσούς της βιομηχανίας, να ερευνήσουμε παράλληλα αν σε κάποιες περιπτώσεις η οικογενειακή εργασία στο σπίτι είναι ωφέλιμη παρόλο που δεν μπορεί να αντικαταστήσει την συλλογική ζωή στο εργαστήριο. Μπορούμε να πολλαπλασιάσουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να τα καταστήσουμε πιο ευκίνητα, πιο γρήγορα, πιο πρακτικά, να ξεφύγουμε από την ανωνυμία και την νάρκωση του μετρό και των προαστιακών τρένων. Μπορούμε να καταστήσουμε ανθρώπινο το περιβάλλον και να καταργήσουμε τους άσχημους στρατώνες που περιβάλλουν τις πόλεις μας. Να κατασκευάσουμε κατοικίες σε ανθρώπινη κλίμακα. Αυτός είναι ο σοσιαλισμός του μέλλοντος, καθώς αυτά είναι τα προβλήματα του μέλλοντος. Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά την ζωή στα ανθρώπινα μέτρα. Θα το χαρακτήριζα επαγγελματικό σοσιαλισμό, έκφραση που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Léon Blum.

Ο βιομηχανικός πολιτισμός στην πραγματικότητα μας έχει καταστήσει αποικία εντόμων. Τα ναρκωτικά, η απελπισία, η βία δεν έχουν άλλη αιτία από την ζωή του μυρμηγκιού που έχει επιβληθεί στην πλειοψηφία των ανθρώπων. Το μέλλον μας και η σωτηρία μας είναι να ξαναβρούμε μια ζωή συμβατή με την φύση μας,μια ζωή που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι άνθρωποι, να αναπνέουν, να τρέχουν, να ζουν όπως είναι το φυσιολογικό σαν θηλαστικά που είμαστε. Να μην είμαστε αγκυλωμένοι σε ιδεοληψίες, αλλά να μπορούμε να εξελιχθούμε ελεύθερα σε αρμονία με τις φυσικές μας ανάγκες.

Έτσι λέω πως ο σοσιαλισμός του μέλλοντος δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο από εντελώς νέους τύπους καθεστώτων, καθεστώτα που θα θέσουν αξιωματικώς μια ορισμένη θεώρηση της ζωής πάνω από όλες τις οικονομικές συγκυρίες. Για εμάς στην Ευρώπη αυτές οι συνθήκες μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο μέσα από ένα αυτάρκες οικονομικό σύστημα που θα μας επιτρέψει να ξεφύγουμε από τον νόμο που ορίζει τον κατώτατο μισθό του εργάτη του οικονομικού φιλελευθερισμού, από την υποχρεωτική υποδούλωση στον ανταγωνισμό και στην εξαγωγή με κάθε κόστος. Η Ευρώπη μπορεί να εφαρμόσει αυτό το σύστημα αυτάρκειας, έχει τα μέσα. Η αυτάρκεια εγγυάται την αληθινή ελευθερία και τον αληθινό σοσιαλισμό, όμως μόνο τα καθεστώτα που είναι ταυτόχρονα αφιλοκερδή και ισχυρά πολιτικά και στρατιωτικά μπορούν να την κάνουν πράξη. Για τα έθνη ρομπότ, ο σοσιαλισμός θα είναι ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Μετάφραση: Διοτίμα

https://ethnikonkratos.gr/2018/01/04/maurice-bardeche-socialisme-fasciste-pierre-drieu-la-rochelle/

Αυτό που και καλά το '15 οι ζεοι ήθελαν, αλλά ο Πούτιν δεν τους άφησε είναι πραγματικά πολύ αστείο.

Πείτε καλύτερα ότι όλα όσα ο Σεφέρης πρόσαψε στην ελληνική ελίτ λίγα της είναι.

Γιατί για να σταματήσει τόσο η οικονομική κατοχή (μνημόνια), όσο και ο εποικισμός και η πληθυσμιακή μας αντικατάσταση, θα πρέπει να γίνουμε Συρία! Είναι αναγκαίο στάδιο αυτό. Τώρα θα είχαμε ήδη ξεμπερδέψει.

Δεν είναι απαραίτητο να αλλάξεις γεωπολιτικό στρατόπεδο, από τον Ευρωατλαντισμό στην Ευρασία, που θα έλεγε και ο Κονδύλης, αλλά να συνειδητοποιήσεις ότι ο Κόσμος είναι πλέον πολυπολικός και εντός κάθε Πόλου τείνει προς τον μονοπολιτισμό κι όχι μονοπολικός και πολυπολιτισμικός.

Ακόμα και οι Αμερικάνοι το έχουν συνειδητοποιήσει.

Η ελληνική ελίτ, η ιδιοκτήτρια της χώρας, όχι.

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2019/10/blog-post_194.html



To Demeter Kawir
https://youtu.be/VcSV7DtmrfA

Ο Καπιταλισμός είναι Ύβρις


"Ο Καπιταλισμός είναι Ύβρις" 
 Αλαίν Ντε Μπενουά 

"Ο Καπιταλισμός είναι μια ολοκληρωτική ιδεολογία που αποικιοκρατεί το Φαντασιακό μας" 
 Ντιέγκο Φουσάρο 

 Κουτόφραγκοι, ρε φίλε! 

 Μη δίνετε σημασία, συνεχίστε να ασχολείστε με τον Μεταξά, τον Φύρερ 
και τις βόλτες με τα χιλιανά ελικόπτερα. 




Εμείς είπαμε ότι είμαστε ουδέτεροι αλλά υπογράψαμε να υπηρετούμε την γκταντσειβςδεκουιν για να μας προστατεύει και μετά αυτοί θέλανε να περάσουν κι εμείς τους είπαμε όχι κι αυτοί είπαν ο Ντούτσε κι εμείς ο πούτσε και πήρανε όλο το χρυσό και φύγανε και μετά μας έκαναν ναυτικό αποκλεισμό και πεθαίναμε από την πείνα αλλά έφταιγαν οι άλλοι οι κακοί και τελικά επέστρεψαν οι καλοί αλλά χωρίς τον χρυσό και μας ελευθέρωσαν και μας έβαλαν και σφαχτήκαμε μεταξύ μας και μετά ξαναρθαν οι κακοί αλλά ήτανε καλοί αλλά δε μας αποζημίωσαν μόνο ζημίωσαν και για όλα φταίνε οι μακαρονάδες γιατί είμαστε Ούνα Φάτσα Ούνα Ράτσα και τους αντισταθήκαμε γιατί είμαστε αντιρατσιστές και δεν μας αρέσουν τα μακαρόνια, αυτό ακριβώς, τίποτα άλλο. Καταλάβατε;




Βαργκ! Σε ψάχνει ο Μπάτμαν

Η Διδασκαλία της Ενότητος στην Ελληνική Παράδοση


Του Claudio Mutti


http://hypervoria.blogspot.com/2012/04/blog-post_28.html

«Η διδασκαλία της Ενότητος, δηλαδή η κατάφαση ότι η Αρχή κάθε υπάρξεως είναι ουσιαστικώς Μία, είναι ένα θεμελιώδες σημείο κοινό σε κάθε ορθόδοξη παράδοση»[1]. Αυτό γράφει ο Ρενέ Γκενόν, συμφώνως προς τον οποίον «κάθε αυθεντική παράδοση είναι ουσιαστικώς μονοθεϊστική· χρησιμοποιώντας μία πιο ακριβή γλώσσα, κάθε αυθεντική παράδοση δηλώνει πρώτα από όλα την ενότητα της Υπέρτατης Αρχής, από την οποία όλα απορρέουν και από την οποία όλα εξαρτώνται πλήρως. Αυτή η κατάφαση, ιδιαιτέρως στην έκφραση που προσλαμβάνει στις παραδόσεις που έχουν θρησκευτική μορφή, αποτελεί τον αληθή μονοθεϊσμό»[2].


Συμφώνως προς αυτήν την αντίληψη, μία αυθεντική παραδοσιακή ιδέα δεν μπορεί να είναι πολυθεϊστική, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποδέχεται μία πολλαπλότητα αρχών θεωρούμενων ως απολύτως ανεξαρτήτων. Στην πραγματικότητα ο Γκενόν γράφει ότι ο πολυθεϊσμός είναι «συνέπεια της μη κατανοήσεως κάποιων παραδοσιακών αληθειών, συγκεκριμένα αυτών που αφορούν τις θεϊκές όψεις ή χαρακτηριστικά»[3], λέει επίσης ότι «αυτή η μη κατανόηση είναι πάντοτε πιθανή στην περίπτωση απομονωμένων και περισσότερο ή λιγότερο αναρίθμητων ατόμων, αλλά η γενίκευσή της, αντιστοιχούσα σε μία κατάσταση ακραίου εκφυλισμού μίας εξαφανιζόμενης παραδοσιακής μορφής, υπήρξε βεβαίως σπανιότερη από ότι νομίζει κάποιος»[4].


Επομένως, αν η νομιμότητα μίας παραδοσιακής ιδέας καθορίζεται αυστηρώς από την συνέπειά της προς την διδασκαλία της Ενότητος, ποιος είναι ο βαθμός εγκυρότητος των αρχαίων Ευρωπαϊκών παραδοσιακών μορφών, που χαρακτηρίζονται γενικώς από μία πολλαπλότητα θεοτήτων;


Καθώς δεν μπορώ να εξετάσω το θέμα σε όλη του την έκταση, θα περιοριστώ να εξετάσω την Ελληνική κουλτούρα, η οποία είναι  τυπική λόγω της πολλαπλότητος των θεϊκών μορφών, γενικώς εχουσών μία ανθρωπομορφική όψη.


Είναι αλήθεια πως η πολυθεϊστική οπτική ξεπερνιέται από την φιλοσοφική σκέψη, η οποία άρχισε να ψάχνει μία ενοποιητική αρχή και κορυφώθηκε με την εξατομίκευση μίας causa causarum, ονομαζόμενης Υπέρτατο Αγαθό από τον Πλάτωνα, Κινούν Ακίνητο από τον Αριστοτέλη, Λόγος από τους Στωικούς. Στην Λατινική κουλτούρα αυτή η causa prima προσδιορίστηκε από τον Κικέρωνα ως as princeps deus, qui omnem mundum regit[5]. Παρόλα αυτά στην αρχαία Ελλάδα η κατάφαση της θεϊκής Ενότητος μπορεί να βρεθεί όχι μόνο στην φιλοσοφία, αλλά και αλλού.


Για παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου βλέπουμε τους Ολύμπιους θεούς να αγωνίζονται ο ένας εναντίον του άλλου, καθώς μερικοί από αυτούς ευνοούν τους Αχαιούς, κάποιοι τους Τρώες. Παρόλα αυτά, κάποια επεισόδια της Ιλιάδος υποδηλώνουν μία θέαση, που ανάγει την πολλαπλότητα των θεϊκών μορφών σε μία ανώτερη και υπερβατική ενοποιητική αρχή.


Για παράδειγμα, ένα εδάφιο της ραψωδίας Θ’ της Ιλιάδος είναι η αρχαιότερη μαρτυρία σχετικώς προς το επιχείρημα που εξετάζουμε. Το επεισόδιο είναι το ακόλουθο. Ο Δίας συγκαλεί το συμβούλιο των θεών στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και απαγορεύει σε όλους να λάβουν μέρος στην μάχη. Ο Δίας όχι μόνο απειλεί ότι θα πετάξει τους παραβάτες στα βάθη του Ταρτάρου, αλλά επιδεικνύει επίσης την συντριπτική του ανωτερότητα ως προς όλους τους θεούς:


εἰ δ᾽ ἄγε πειρήσασθε θεοὶ ἵνα εἴδετε πάντες·

σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες

πάντές τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·

ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐρύσαιτ᾽ ἐξ οὐρανόθεν πεδίον δὲ

Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε.

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼ πρόφρων ἐθέλοιμι ἐρύσσαι,

αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαιμ᾽ αὐτῇ τε θαλάσσῃ·

σειρὴν μέν κεν ἔπειτα περὶ ῥίον Οὐλύμποιο

δησαίμην, τὰ δέ κ᾽ αὖτε μετήορα πάντα γένοιτο.

τόσσον ἐγὼ περί τ᾽ εἰμὶ θεῶν περί τ᾽ εἴμ᾽ ἀνθρώπων.[6]


(Και δοκιμάσετε, ω θεοί, να το γνωρίσετ’ όλοι.

Χρυσή κρεμάσετ’ άλυσον απ’ τ’ ουρανού την άκρην,

και αθάνατοι και αθάνατες, όλοι απ’ αυτήν πιαστήτε,

Αλλά δεν θα’σθε δυνατοί μ’ όσον κι αν βάλτε κόπον

να σύρετ’ απ’ τον ουρανόν τον πάνσοφον Κρονίδην.

Αλλ’ αν εγώ το ήθελα θα εδύνομουν και μόνος

μ’ όλην την γην και θάλασσαν επάνω να σας σύρω.

Και θα’δενα την άλυσον στην κορυφήν του Ολύμπου

ώστε τα πάντα ανάερα να μείνουν εις τον κόσμον.

Τόσο ανώτερος εγώ θεών και ανθρώπων είμαι.)


Η ανωτερότητα της δύναμης του Διός προς την δύναμη όλων μαζί των θεών, συμβολίζει την ουσιαστική μηδαμινότητα της πολλαπλότητος των θεϊκών όντων εν’ όψει της ενότητος της αρχής.


Αλλά η δύναμη του ιδίου του Διός, που είναι υπέρτατη μπροστά σε  αυτήν των άλλων θεών, περιορίζεται από την άκαμπτη θέληση της Μοίρας. Η υποταγή του προσωπικού θεού σε αυτήν την απρόσωπη Θέληση, αναδύεται ξεκάθαρα από εκείνα τα εδάφια της Ιλιάδος, οπού ο Πατέρας των θεών και των ανθρώπων ζυγίζει τα πεπρωμένα των ανταγωνιζομένων μέσω ενός κοσμικού ζυγού, ο οποίος του αποκαλύπτει την ετυμηγορία της Μοίρας. Τα πιο σαφή από αυτά τα εδάφια βρίσκονται στις ραψωδίες Θ’ (στίχοι 69-75) και Χ’ (στίχοι 209-213): στο πρώτο ο Ζευς ζυγίζει τα συλλογικά πεπρωμένα των Τρώων και Αχαιών αγωνιζομένων, στο δεύτερο τα ατομικά πεπρωμένα του Αχιλλέως και του ‘Εκτορος. Παραθέτω από το δεύτερο απόσπασμα:


καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα,

ἐν δ᾽ ἐτίθει δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο,

τὴν μὲν Ἀχιλλῆος, τὴν δ᾽ Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,


ἕλκε δὲ μέσσα λαβών· ῥέπε δ᾽ Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ,

ᾤχετο δ᾽ εἰς Ἀΐδαο, λίπεν δέ ἑ Φοῖβος Ἀπόλλων.[7]


(τότ’ έστησε τ’ ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας

και δυο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου,

μοίραν εδώ του ιπποδαμαστή  Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως.



Το σήκωσε και έγυρε του Έκτορος η μοίρα

ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος.)


Ο Απόλλων εγκαταλείπει τον Έκτορα στην μοίρα του, η Αθηνά αναγγέλλει στον Αχιλλέα ότι η νίκη θα είναι δική του, ο Δίας απορρίπτει την πρόταση να σώσει την ζωή του Έκτορος. Όλοι οι θεοί υποτάσσουν τους εαυτούς τους στην θέληση μίας θεϊκής δυνάμεως που τους υπερβαίνει όλους.





Μία ανάλογη κατάφαση της υπέρτατης δυνάμεως του Διός είναι παρούσα στην πάροδο του Αγαμέμνονος του Αισχύλου, όπου ο χορός, αποτελούμενος από δώδεκα πρεσβυτέρους, αφού έχει μνημονεύσει την αρχή της εκστρατείας ενάντια στην πόλη του Πριάμου, απαγγέλει έναν ιεροπρεπή ύμνο:


Ζεύς, ὅστις ποτ' ἐστίν, εἰ τόδ' αὐ

          τῷ φίλον κεκλημένῳ,

          τοῦτό νιν προσεννέπω.

          οὐκ ἔχω προσεικάσαι

          πάντ' ἐπισταθμώμενος

      πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος

          χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.[8]


(Ο Δίας – όποιος και αν είναι – αν μ’ αυτό

τόνομα αρέση να καλήται,

μ’ αυτό κ’ εγώ τον ονομάζω,

όλα στη στάθμη ταπεικάζω

κι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλο

για να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια,

μες απ τα στήθια

το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω)


Εφόσον ο Κάλχας έχει προβλέψει ότι το μίσος της Αρτέμιδος ενάντια στους Ατρείδες θα είναι τρομερό, ο χορός λέει πως για να εκμηδενίσεις το άγχος που προκαλείται από αυτήν την πρόβλεψη, είναι αναγκαίο να προσφύγεις στον Δία, μόνο στον Δία, διότι δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να είναι ίσα του.


Δίας είναι επίσης το όνομα που χρησιμοποιείται από τους Στωικούς, για να εκφράσει τον Λόγο που πλάθει το κάθε ον, δίνοντάς του ζωή και ψυχή. Μία έκφραση της Στωικής θρησκευτικότητος είναι ο Υμνός εις Δία, γραμμένος από τον Κλεάνθη από την Άξο (300-220 π.Χ.), ο οποίος αρχίζει εξυμνώντας τον Δία ως αρχή και κυρίαρχο όλων όσων υπάρχουν.


κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεὶ

Ζεῦ φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,

χαῖρε·[9]


(Ενδοξότερε των αθανάτων, καλούμενε με πολλά ονόματα, παντοτινά παντοδύναμε

Ζευ αρχηγέ της φύσεως, που κυβερνάς τα πάντα με τον νόμο,

Χαίρε)


Ο Μαξ Πόλενζ γράφει ότι  όταν ο φιλόσοφος-ποιητής «εξυμνεί τον Δία, που καλείται με πολλά ονόματα, οι πιστοί καταλαβαίνουν ότι ο Δίας, ο Λόγος, η Φύσις, η Πρόνοια, η Ειμαρμένη είναι μόνο διαφορετικά ονόματα της μοναδικής παγκοσμίου Θεϊκής Κεφαλής».[10] 


Επίσης ο Άρατος από τους Σόλους (320-250) στην κατανυκτική αρχή των Φαινομένων του, δίνει το όνομα Δίας στην αρχή της κοσμικής εκδηλώσεως, νοούμενης ως πανταχού παρόντος πνεύματος:


Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα, τὸν οὐδέποτ' ἄνδρες ἐῶμεν

ἄρρητον. Μεσταὶ δὲ Διὸς πᾶσαι μὲν ἀγυιαί,

πᾶσαι δ' ἀνθρώπων ἀγοραί, μεστὴ δὲ θάλασσα

καὶ λιμένες· πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες.[11]


(Ας αρχίσουμε από τον Δία, τον οποίο ποτέ δεν αφήνουμε αμνημόνευτο.

Γεμάτοι από τον Δία είναι όλοι οι δρόμοι,

όλες οι αγορές των ανθρώπων, γεμάτη η θάλασσα

και οι λιμένες· παντού είμαστε οι πάντες υπόχρεοι στον Δία.)


Διαφορετικά, στον Πλούταρχο η θεϊκή ενότητα και μοναδικότητα δεν συμβολίζεται από την μορφή του Διός, αλλά από τον Απόλλωνα. Στον διάλογο Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, οπού προτείνονται μερικές ερμηνείες του αλφαβητικού γράμματος Ε, το οποίο αναπαριστάται στην είσοδο του Δελφικού ναού του Απόλλωνος, η τελική εξήγηση δίνεται από τον δάσκαλο του Πλουτάρχου, Αμμόνιο: Το Ε αναγιγνωσκόμενο ως ει, συμπίπτει με το δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα του ρήματος ειμί· τότε σημαίνει «είσαι». Ειπωμένο προς τον θεό που προτρέπει τον άνθρωπο να γνωρίζει τον εαυτό του (η φράση γνῶθι σαὐτόν ήταν σκαλισμένη στην πρόσοψη του ιερού), «είσαι» είναι μία αναγνώριση του Απόλλωνος ως Όντος.


οὕτως οὖν αὐτὸ δεῖ σεβομένους ἀσπάζεσθαι [καὶ] προσεθίζειν, 'εἶ', καὶ

νὴ Δία, ὡς ἔνιοι τῶν παλαιῶν, 'εἶ ἕν'. οὐ γὰρ πολλὰ τὸ

θεῖόν ἐστιν, ὡς ἡμῶν ἕκαστος ἐκ μυρίων διαφορῶν ἐν

πάθεσι γινομένων ἄθροισμα παντοδαπὸν καὶ πανηγυρι-

κῶς μεμιγμένον. ἀλλ' ἓν εἶναι δεῖ τὸ ὄν, ὥσπερ ὂν τὸ ἕν

(…) ὅθεν εὖ καὶ τὸ πρῶτον ἔχει τῷ θεῷ τῶν ὀνο-

μάτων καὶ τὸ δεύτερον καὶ τὸ τρίτον. Ἀπόλλων μὲν γὰρ

οἷον ἀρνούμενος τὰ πολλὰ καὶ τὸ πλῆθος ἀποφάσκων

ἐστίν, Ἰήιος δ' ὡς εἷς καὶ μόνος. Φοῖβον δὲ δήπου τὸ

καθαρὸν καὶ ἁγνὸν οἱ παλαιοὶ πᾶν ὠνόμαζον[12]


(Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε τον θεό: είσαι. Και μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: είσαι ένα. Γιατί το θείο δεν είναι πολλά , όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα πανηγυρικό ανακάτεμα. Αλλά το ον πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα ον (…) Επομένως ταιριάζει καλά στο θεό και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο από τα ονόματά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά και αποποιείται το πλήθος, Ιήιος ως ένας και μόνος. Φοίβος, τέλος, ήταν δίχως αμφιβολία το όνομα που έδιναν οι παλαιοί σε κάθε τι καθαρό και αγνό)


Ακολουθώντας την ερμηνευτική μέθοδο που βασίζεται στο συμβολικό νόημα των στοιχείων που συναποτελούν μία λέξη, ο Πλούταρχος βρίσκει πως το όνομα Απόλλων μπορεί να γίνει κατανοητό ως συντιθέμενο από ένα στερητικό –α και το θέμα πολύς, πολύ, επομένως «χωρίς πολλαπλότητα». Παρομοίως το όνομα του Απόλλωνος Ιήιος , συσχετίζεται προς την λέξη είς, «ένας», ενώ  η προσφώνηση Φοίβος συνδεόμενη ετυμολογικώς με το φάος, «φως», σημαίνει «φωτεινός, αγνός» και συνεπώς «δίχως προσμείξεις». Για αυτό το θεϊκό πρόσωπο του Απόλλωνος είναι η μία και μοναδική αρχή της παγκοσμίου εκδηλώσεως, είναι ο Υπέρτατος Εαυτός όλων όσων υπάρχουν.



Αλαίν ντε Μπενουά: Είκοσι πέντε αρχές «ηθικής»


Δεν έχω μεγάλη συμπάθεια στον όρο «ηθική». Γνωρίζω πολύ καλά την «γενεαλογία» της, την οποία θεωρώ ότι διαφώτισε αρκετά καλά ο Νίτσε. Τείνω άλλωστε να πιστέψω ότι υπάρχουν τόσες πολλές «ηθικές» όσα και τα επίπεδα της ανθρωπότητος, πράγμα που βεβαίως παραπέμπει σε έναν σχετικό αριθμό. Αντιθέτως, πιστεύω πολύ στις αρχές που μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και κανόνες ζωής (καθώς η κάθε ιστορική πορεία πραγματοποιείται από τον μύθο στις αρχές δια μέσου κάποιας ιδέας). Καταθέτω λοιπόν εδώ τις δικές μου αρχές, στις οποίες θέλω να πιστεύω ότι μένω κατά κανόνα συνεπής.



Αlain-de-Βenoist




1. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΑΙΚΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, δεμένος με αυτούς, τόσο για το καλύτερό όσο και για το χειρότερο. Και οι δύο πλευρές δημιουργούν από κοινού. Οι Θεοί δεν είναι υπεράνω, ούτε έξω από εμάς. Δεν είναι ούτε και πέρα από τις αισθήσεις μας. Σημαντικό άλλωστε δεν είναι το να πιστεύει κανείς στο Θείο, αλλά να συμπεριφέρεται με τέτοιον τρόπο ώστε Αυτό να μπορεί να δείξει σε αυτόν εμπιστοσύνη. Σημαντικό είναι να μπορεί να βρίσκει κανείς και να αναγνωρίζει το Θείο μέσα του και να αποκαλύπτει τον εαυτό του, όπως αποκαλύπτεται Αυτό. Το σώμα και η ψυχή είναι ένα και το αυτό πράγμα. Το να φέρνει κανείς το ένα απέναντι στο άλλο, το να αντιπαραθέτει αυτές τις έννοιες, αποτελεί ασθένεια του πνεύματος. Όποιος Θεός δεν συμπεριφέρεται όπως έχει κανείς το δικαίωμα να περιμένει από αυτόν, αξίζει να υποστεί την απάρνηση, υπό τον όρο όμως ότι εκείνος που την τολμά έχει προηγουμένως δώσει το καλύτερο του εαυτού του.

2. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΚΑΝΕΊΣ, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ». Η δημιουργία έπεται της γεννήσεως και δεν μπορεί κανείς να δημιουργηθεί παρά μόνον από τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δώσει στον εαυτό του μία ψυχή, γι’ αυτό και ο Έκχαρτ κάνει λόγο για «αυτό-δημιουργία»: «υπήρξα η αιτία του εαυτού μου, εκεί που θέλησα τον εαυτό μου και δεν υπήρξα τίποτε άλλο. Υπήρξα αυτό που θέλησα και αυτό που θέλησα υπήρξε εγώ». Στην Edda «Havamal» (5), ο Θεός Odin παρουσιάζεται θυσιασμένος στον ίδιο του τον εαυτό. Ένα έθνος θεμελιώνει έναν Πολιτισμό όταν γίνεται η αιτία του εαυτού του, η αιτία της υπάρξεώς του, όταν την πηγή μίας αιώνιας ανανεώσεως την βρίσκει μόνο μέσα στην δική του Παράδοση. Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους, όπου κάποιος οφείλει να βρίσκει μέσα του τις αιτίες του εαυτού του, καθώς και τα μέσα της όποιας αυτο-υπερβάσεώς του (αντίθετα λ.χ. από τον ηγέτη ενός παρακμιακού Κράτους που κρατεί την εξουσία από εξωτερικά του εαυτού του πράγματα αντί από την υπεροχή των προσωπικών αρχών του).

3. Η ΑΡΕΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΕΝΑ ΜΕΣΟΝ που αναφέρεται σε κάποια νομοτέλεια. Αντιθέτως, είναι η νομοτέλεια του εαυτού της, η ίδια η αμοιβή της, η εσωτερική ανάκτηση ή η ανάκτηση του εαυτού, η αφετηρία της κάθε αναζητήσεως και της κάθε κατακτήσεως, και πρώτα από όλα η αμοιβαία αναγνώριση και ανακάλυψη του ψυχισμού και της ψυχής. Είναι η θεσμοποίηση του εαυτού μίας απόλυτης ισορροπίας, το να είναι κανείς ο ηγέτης του εαυτού του, να υπακούει στον εσωτερικό αφέντη του και την ίδια στιγμή να διατάσσει τον εσωτερικό του δούλο. Κυρίως είναι η αναζήτηση του Μέτρου.

4. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ, αλλά πρέπει επίσης να γίνει τελικά αυτό που μπορεί να γίνει. Να κτισθεί σύμφωνα με την άποψη που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, αλλά και να μην αρκεστεί ποτέ από το αποτέλεσμα. Πρέπει να θέλει να αλλάξει πρώτα ο ίδιος πριν στραφεί να αλλάξει τον κόσμο, και είναι προτιμότερο να παραδεχθεί τον κόσμο όπως είναι παρά να παραδεχθεί τον εαυτό του όπως είναι. Πρέπει να αναπτύξουμε μέσα μας εκείνες από τις δυνατότητές που καθιστούν ανθρώπους εμάς τους ίδιους. Μία ισχυρή θέληση μάς επιτρέπει να γίνουμε αυτό που θέλουμε ανεξάρτητα από εκείνο που ήμασταν, γιατί η θέληση προηγείται όλων των προκαθορισμών, ακόμη και εκείνου της γεννήσεως, υπό τον όρο βεβαίως να έχουμε την ικανότητα να θέλουμε. Πρώτα από όλα χρειάζεται να καλλιεργήσουμε την εσωτερική ενέργεια, την ενέργεια εκείνη «της οποίας την απόδειξη υπάρξεως μπορεί να δώσει εξίσου ένα μυρμήγκι και ένας ελέφαντας» (Σταντάλ) και που επιτρέπει να παραμένει κανείς μέσα στον χειμώνα αυτό δια μέσου του οποίου επιστρέφει η άνοιξη.

5. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ. Να ορίζουμε νόμους για τον εαυτό μας υπό τον όρο όμως να μην τους αλλάζουμε (πράγμα που ωστόσο δεν μας εμποδίζει από το να δίνουμε νέες διαστάσεις στις προοπτικές που επιλέξαμε). Να μην υποχωρούμε, να μην τσακίζουμε. Να συνεχίζουμε ακόμα και αν δεν υπάρχουν πια οι λόγοι για να συνεχίσουμε. Να μένουμε πιστοί στις προδομένες ιδέες, πιστοί ακόμα και για λογαριασμό εκείνων που δεν έμειναν πιστοί. Να μένουμε πιστοί επίσης και σε όλους εκείνους που δεν υπάρχουν πια. Να υπερασπιζόμαστε εναντίον όλων, ακόμα και εναντίον του ίδιου μας του εαυτού, την ιδέα που έχουμε για τα πράγματα και την ιδέα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας.

6. ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΡΙΝ ΓΙΝΟΥΜΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ. Ο αυτοεξαναγκασμός είναι πρωταρχική προϋπόθεση του δικαιώματος εξαναγκασμού των άλλων. Οφείλουμε επίσης να ανεχόμαστε τους συγχρόνους μας, αφού πρώτα μάθουμε να ανεχόμαστε τον εαυτό μας: «ο ποιοτικός άνθρωπος έχει πρώτα απαιτήσεις από τον εαυτό του, ο κοινός άνθρωπος έχει απαιτήσεις μόνο από τους άλλους» (Κομφούκιος). Η ισχύς πρέπει να βασίζεται επάνω στην υπεροχή και όχι η υπεροχή επάνω στην ισχύ. Εκείνοι που ηγούνται έχουν το δικαίωμα να κατέχουν, όμως εκείνοι που κατέχουν δεν έχουν υποχρεωτικά και το δικαίωμα να ηγούνται. Ο ποιοτικός άνθρωπος στέκεται πέρα από δεσποτισμούς, καθώς δεσπόζει όλων των δεσποτών με μέσα που ειδικά του ανήκουν: «μία νέα ευγένεια είναι αναγκαστικώς αντίθετη σε ό,τι ανήκει στον όχλο ή στον δεσποτισμό» (Νίτσε). Όσο ψηλότερα ανεβαίνει κάποιος, τόσο πιο μόνος πορεύεται, τόσο πιο πολύ πρέπει να υπολογίζει στον εαυτό του. Αυτοί που είναι ψηλά είναι υπεύθυνοι για εκείνους που είναι χαμηλότερα, καθώς πρέπει να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Δεν έχουν κανένα πραγματικό προνόμιο πέραν των βαρών που οι άλλοι μπορούν να τους φορτώσουν στους ώμους, στην αντίθετη περίπτωση όλες οι επαναστάσεις γίνονται δίκαιες. Να ακολουθούμε ελεύθερα εκείνους που είναι ανώτεροί μας, να γινόμαστε υπερήφανοι κάθε φορά που πετυχαίνουμε να βρούμε έναν μπροστάρη (Στέφαν Ζωρζ), αφού το αντάλλαγμα του να ακολουθήσουμε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν ανιχνεύεται στην σφαίρα της κυριαρχίας αλλά της αμοιβαίας προστασίας. Το να υπακούμε είναι δικαίωμα, το να κυριαρχούμαστε ή να κυριαρχούμε είναι καθήκον, όχι το αντίθετο. Διακηρύσσουμε το ωραίο καθήκον μας να έχουμε δικαιώματα και το ωραίο δικαίωμά μας να έχουμε καθήκοντα.

7. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΜΕΤΡΗΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Κάθε ύπαρξη έχει την τραγικότητά της, το ίδιο και κάθε διακήρυξη. Ο Κόσμος δείχνει χαοτικός, ωστόσο μπορούμε εύκολα να του δώσουμε μία μορφή. Κάθε τι που κάνουμε δεν έχει άλλη έννοια από εκείνη που του δίνουμε εμείς. Το μόνο αντάλλαγμα είναι ότι όλα απηχούν σε όλα. Οι μικρές χειρονομίες μας έχουν μία συνέπεια στα πιο απομακρυσμένα σημεία του σύμπαντος. Η ύπαρξη του Κακού δεν μπορεί να ορισθεί θετικά, παρά μόνον ως περιορισμός αυτού που πρέπει να επέλθει, περιορισμός της μορφής που τα όντα δίνουν στον Κόσμο. Ίσως δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρή και αιώνια αρνητικότητα.

8. ΑΞΙΖΟΥΜΕ Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. Από ένα σημείο και ύστερα δεν υπάρχει ούτε τύχη, ούτε σύμπτωση. Οι αντίπαλοί μας δεν έχουν σε τελευταία ανάλυση καμμία άλλη δύναμη πέραν εκείνης που τους παρέχουν οι δικές μας αδυναμίες. Συνεπώς όχι μόνο πρέπει να αποδεχόμαστε, αλλά και να επιθυμούμε εν τέλει αυτό που συμβαίνει. Πρέπει να επιθυμούμε αυτό που συμβαίνει από την στιγμή που θα αποδειχθούμε ανήμποροι να το εμποδίσουμε να συμβεί. Αυτό δεν είναι παραίτηση, αλλά διατήρηση της ελευθερίας μας, είναι το μόνο μέσον ορθής αντιδράσεως όταν καμμία δράση δεν απομένει να αναπτυχθεί. Ο Στωϊκισμός προσφέρει την μόνη δυνατή συμπεριφορά, όταν οι άλλοι δεν αντέχουν πλέον να παραμείνουν στωϊκοί. Πρέπει να πράττουμε έτσι, ώστε εκείνο επάνω στο οποίο δεν μπορούμε να επιδράσουμε να μην μπορεί και αυτό να επιδράσει επάνω σε εμάς (Τζούλιους Έβολα).   

9. Η ΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΡΑΣΗ. Δεν υπάρχουν λόγοι υπάρξεως στα μεγάλα και δυνατά πράγματα, αφού αυτά ούτως ή άλλως πρέπει να υπάρχουν ή να γίνονται (δεν είναι ωστόσο μεγάλο και δυνατό κάθε τι που δεν έχει λόγο υπάρξεως). Σπουδαιότητα έχει η δράση και όχι εκείνος που την αναλαμβάνει. Το ίδιο και η αποστολή και όχι εκείνος που την φέρει εις πέρας. Να σταθούμε ενάντιοι στον ατομισμό, διεκδικώντας μία ενεργητική από-προσώπηση. Εκείνο που πραγματικά πρέπει να πράξει κάποιος δεν εξηγείται με κίνητρα. Η αριστοκρατία σιωπά.

10. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΙΜΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΈΧΟΥΜΕ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ. Η εικόνα που δημιουργούμε για τον εαυτό μας, γίνεται αληθινή από την στιγμή που συμμορφωνόμαστε με αυτήν. Από εκεί και ύστερα, το αν πρόκειται για μία «εικόνα» ή για μία «πραγματικότητα» έχει πολύ μικρή σημασία. Οι δύο όροι συμπίπτουν. Η ιδέα που λαμβάνει σάρκα, αποτελεί ούτως ή άλλως την πραγματική ενσάρκωση του Λόγου. Κάθε υποχρέωση υποχρεώνει, καμμία περίσταση δεν αποδεσμεύει. Ο καλύτερος τρόπος για να μην ντρεπόμαστε για τους άλλους, είναι να μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τον εαυτό μας.

11. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η ωραία πράξη είναι πάντοτε πιο σημαντική από το δόγμα. Το ωραίο δεν είναι ποτέ κακό. Καλύτερα να πράξουμε πολύ καλά πράγματα που είναι μέτρια, παρά να πράξουμε με άσχημο τρόπο πράγματα υπέροχα. Ο Τρόπος με τον οποίο πράττουμε τα πράγματα αξίζει περισσότερο από τα ίδια τα πράγματα. Ο Τρόπος επίσης που ζούμε τις ιδέες μας, αξίζει περισσότερο από αυτές τις ίδιες. Ο Τρόπος που ζούμε την ζωή μας, αξίζει περισσότερο από εμάς που ζούμε, και πολλές φορές περισσότερο και από αυτή την ίδια την ζωή. «Όταν κάποιος έχει περισσότερο απλότητα παρά τρόπο είναι αγροίκος. Όταν έχει περισσότερο τρόπο παρά απλότητα είναι γελοίος. Ο ποιοτικός άνθρωπος έχει εξίσου απλότητα και τρόπο» (Κομφούκιος).      

12. ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ;». Την απάντηση που έδωσε ο ίδιος, ότι «είναι εκείνος που αναζητεί τις καταστάσεις που επιβάλλουν σαφείς συμπεριφορές. Εκείνος που εγκαταλείπει την «ευτυχία» στις μάζες, μία «ευτυχία» που περιορίζεται σε ψυχική ηρεμία, βολή, άνεση και αγγλοσαξονική εμπορευματοκρατία. Είναι εκείνος που αναζητεί ενστικτωδώς τις βαρύτερες ευθύνες, εκείνος που ξέρει να κάνει παντού εχθρούς, εν ανάγκη να κάνει εχθρό ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό».

13. ΝΑ ΤΟΠΟΘΕΤΟΎΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΜΑΣ. Το να κάνουμε υποτίθεται «καλές πράξεις» για να κερδίσουμε την ατομική «σωτηρία» μας, να πάμε στον παράδεισο, κ.ο.κ., δεν είναι παρά χυδαία εξυπηρέτηση ενός προσωπικού συμφέροντός μας. Πρέπει να πράττουμε εκείνο που είναι ανάγκη να πραχθεί, όχι εκείνο που μας αρέσει. Το τελευταίο απαιτεί ωστόσο μία εκγύμναση, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κανονισμούς για να «κτισθεί», καθώς από την φύση του είναι άμετρα εύπλαστος. Να βλέπουμε την δράση ως εξυπηρέτηση και το καθήκον ως προορισμό.

14. ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ. Να πράττουμε πάντοτε σύμφωνα με τα λόγια μας. Όταν τα λόγια μας υπερβαίνουν τις πράξεις μας δεν είμαστε περισσότερο κυρίαρχοι του εαυτού μας από όταν οι πράξεις μας υπερβαίνουν τα λόγια μας. Το να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι το να λέμε την αλήθεια, αλλά το να προσχωρούμε ολοκληρωτικά και χωρίς υστεροβουλίες σε ό,τι επιχειρούμε.

15. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΤΑΝΟΟΎΜΕ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΕΞΑΓΟΥΜΕ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ. Να εξαντλούμε κάθε δυνατότητά μας για να αποφύγουμε να πράξουμε το κακό, εάν όμως το πράξουμε να μην επιζητούμε δικαιολογίες. Οι δικαιολογίες που δίνουμε στον εαυτό μας δεν είναι παρά υπεκφυγές. Η μετάνοια δεν αποβλέπει στην απόσβεση του λάθους, αλλά στην ανάπαυση μιας ένοχης συνειδήσεως. Πρέπει να ανταποδίδουμε το καλό στο καλό και την δικαιοσύνη στο κακό (εάν ανταποδίδαμε το καλό στο κακό, τότε τι θα άρμοζε να αποδώσουμε στο καλό, και, τέλος, τι αξία θα είχε κάτι τέτοιο;).   

16. ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΕ, ΑΛΛΆ ΝΑ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΛΗΘΗ ΑΡΚΕΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ, ΑΛΛΆ ΝΑ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΜΕ ΑΡΚΕΤΑ ΣΥΧΝΑ. Τα συναισθήματα των χυδαίων είναι μίσος, μνησικακία, ευερεθιστικότητα, ματαιοδοξία, τσιγκουνιά. Το μίσος είναι το ακριβώς αντίθετο της περιφρονήσεως, η μνησικακία της λησμοσύνης, η ευερεθιστικότητα της αυτοπεποιθήσεως, η ματαιοδοξία της αξιοπρέπειας, η τσιγκουνιά της χαριστικότητος. Από όλα αυτά τα χυδαία συναισθήματα, το πιο αξιοπεριφρόνητο είναι η μνησικακία. Ο Νίτσε έχει πει: «βρισκόμαστε στο κατώφλι των καιρών του αξιοπεριφρόνητου ανθρώπου, εκείνου που δεν είναι ικανός ούτε τον εαυτό του να περιφρονήσει».

17. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΟΦΕΛΕΙΑΣ ΌΛΩΝ. Στον  άνθρωπο ισχύει ό,τι και με τους στρατούς που είναι ήδη αποτυχημένοι άπαξ και για να πολεμήσουν έχουν ανάγκη να γνωρίζουν γιατί ακριβώς πολεμούν. Υπάρχει βεβαίως και ένα χαμηλότερο επίπεδο, όταν ένας στρατός πρέπει να πεισθεί ότι η αιτία που πολεμάει είναι σωστή. Ένα ακόμη χαμηλότερο είναι το να πολεμάει μόνο όταν είναι σίγουρος πως θα νικήσει. Όταν πρέπει να επιχειρήσουμε κάτι, δεν χρειάζεται να νοιαζόμαστε, παρά μόνον δευτερευόντως, για το εάν αυτό που επιχειρούμε μπορεί ή όχι να πετύχει. Όμως δεν αρκεί να επιχειρούμε ακόμα και όταν δεν είμαστε βέβαιοι για την επιτυχία, χρειάζεται να επιχειρούμε ακόμα και όταν είμαστε βέβαιοι για την αποτυχία. Γιατί η ανώτατη τιμή είναι να μένουμε πιστοί στους κανόνες που θέσαμε στον εαυτό μας, ακόμα και αν είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι μας περιμένει η αποτυχία. Το να επιθυμήσουμε να μιμηθούμε τον αντίπαλο με την δικαιολογία ότι αυτός έχει τον τρόπο να επιτυγχάνει ισοδυναμεί με το να καταντούμε εμείς οι ίδιοι εχθροί του εαυτού μας, μην διαφέροντας σε τίποτε από τον κανονικό εχθρό. Η χαμέρπεια αναδύεται από την στιγμή που πριν από μία πράξη θ’ αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε περί «χρησιμοτήτων», περί «ωφελειών» και περί «των λόγων που μας υποχρεώνουν» σε αυτή την πράξη. Ένας από τους μεγαλύτερους παραλογισμούς είναι το να προσπαθούμε να διατηρήσουμε κάτι που θα χάσουμε οπωσδήποτε, το να καταλήξουμε απολογητές των ζωντανών σκύλων και των νεκρών λεόντων.

18. Η ΑΡΕΤΗ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΠΑΡΑ ΝΑ ΕΊΝΑΙ Η ΠΡΟΙΚΑ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΗΣ ΟΜΑΔΟΣ. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η ίδια ποσότητα αυτοκυριαρχίας και κινητήρια δύναμη είναι η καθαρή θέληση, όχι μία κάποια α ή β «ηθική». Η ελευθερία της πράξεως συμβαδίζει πάντοτε με την ελευθερία απέναντι σε κάτι. Πρέπει να επιθυμούμε πράγματα για τα οποία αισθανόμαστε τους εαυτούς μας ικανούς και να τα αποποιηθούν: «Μας επιτρέπεται να πράξουμε κάτι στο μέτρο που μπορούμε επίσης να μην το πράξουμε… μας επιτρέπεται να επιθυμούμε κάτι  – και να το αποκτήσουμε- στο μέτρο που είμαστε ικανοί να τα αποχωρισθούμε» (Έβολα).

19. ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΝΑ ΑΦΥΠΝΙΣΟΥΜΕ. Η ζωή βρίσκει νόημα σε πράγματα που είναι μεγαλύτερα από αυτήν αλλά όχι πέρα από αυτήν. Αυτά που είναι μεγαλύτερα από την ζωή δεν εκφράζονται με λέξεις, ωστόσο γίνονται μερικές φορές αισθητά. Πρέπει να δίνουμε προβάδισμα στην ψυχή απέναντι στο πνεύμα, στην ζωή απέναντι στην σκέψη, στην εικόνα απέναντι στην αντίληψη.

20. ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΛΥΡΙΣΜΟ. Ο λυρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ηθικός «κανόνας», υπό τον όρο να έχει τεθεί ως βασική σχέση της υπάρξεως, όχι ως η σχέση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, αλλά ως η σχέση του ανθρώπου προς το Σύμπαν (αφού ο μόνος τρόπος για να φθάσει κανείς στους ανώτερους Κόσμους είναι να κτίζεται σε αναλογία προς αυτούς). Οι μεγάλοι ηγέτες είναι εκείνοι που χάρη σε αυτούς οι άνθρωποι μπορούν να σκέπτονται λυρικά για τους εαυτούς τους.

21. ΝΑ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΑ. Το να δεχόμαστε το παρόν με την ενθουσιώδη ανάταση της στιγμής είναι το να μπορούμε να απολαμβάνουμε συγχρόνως όλες τις στιγμές του. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι 3 προοπτικές τι ίδιο επίκαιρες, είναι τα παντοτινά δεδομένα της ιστορικής πορείας. Είναι όλα όσα παρουσιάζουν τα όσα ήδη έχουν συμβεί, κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνα που πρόκειται να ξανασυμβούν. 

22. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Και αυτό ακόμα και αν η εποχή ή η εκάστοτε κοινωνία προσπαθούν να μας εμποδίσουν. Συνήθως μία κοινωνία παραφρονεί μέσα από δύο τρόπους: είτε με το να απαιτεί πάρα πολλά, είτε με το να μην προτείνει τίποτε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους ανθρώπους.

23. ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ. Να αντέχουμε να ανήκουμε στην παράταξη του πολικού αστέρος, του άστρου που μένει στην θέση του στον ουράνιο θόλο ενώ όλα τα υπόλοιπα διαρκώς περιστρέφονται. Στο κέντρο κάθε κινήσεως υπάρχει ηρεμία (Γιούνκερ), όπως στον άξονα του τροχού. Να καλλιεργούμε μέσα μας εκείνο που οι ποιοτικοί άνθρωποι ξέρουν να διατηρούν αμετακίνητο μέσα σε όλες τις καταστάσεις: το «παιγνίδι» του Κομφούκιου, το «πουρούσα» των Ινδών, την «humanitas» των Ρωμαίων, δηλαδή τον εσωτερικό πυρήνα του ανθρωπίνου όντος.

24. Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ ΑΠΟΓΟΝΟΥ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΗΚΕΙ. Ο Ιησούς, ισχυριζόμενος ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν πραγματικός πατέρας του, αλλά ότι ο ίδιος ήταν υιός τού ενός μοναδικού Θεού, ένας αδελφός των πάντων, εγκαινιάζει την διαδικασία απαρνήσεως των πατρίων. Για εμάς όμως, οι εξαφανισμένοι πρόγονοί μας δεν είναι ούτε πνευματικά νεκροί, ούτε περασμένοι οριστικά σε έναν άλλο κόσμο. Στέκουν δίπλα μας, ως ένα αόρατο αλλά θροϊζον πλήθος. Μας περιτριγυρίζουν όσο εμείς οι απόγονοί τους είμαστε άξιοι να τιμούμε την μνήμη τους. Αυτή είναι η αντίληψη που γέννησε στα αρχαία χρόνια την λατρεία των προγόνων, αλλά και το αυτονόητο καθήκον να τιμάται το όνομά τους.

25. ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΛΦΙΑ. Αδέλφια ανεξαρτήτως φυλής, χώρου και χρόνου.

Κείμενο που γράφτηκε τον Ιούλιο του 1977 από τον Γάλλο Φιλόσοφο της Νέας Δεξιάς και εθνικιστή Αλαίν ντε Μπενουά Alain de Benoist (1943)

Η έννοια του πολιτικού κατά τον Καρλ Σμιτ


Michael O’ Meara


Μετάφραση-Απόδοση: Τήμενος



Όπως και αν τεθεί, το ερώτημα του πολιτικού αφορά πάντοτε το σημαντικότερο ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος. Το πολιτικό παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να συγχέεται με την «πολιτική» ή με την «κομματική πολιτική», η οποία αφορά ατομικά και ειδικά συμφέροντα εντός των κοινοβουλευτικών θαλάμων αερίων. Η «πολιτική» συνδέεται με τον ορθολογισμό, τον υλισμό, τον οικονομισμό και την κυριαρχία του Μαμμωνά, όλα εκ των οποίων υπονομεύουν την εξουσία, την παράδοση και τις προσταγές του πολιτικού.


Ι.

Το πολιτικό αναφέρεται στο κράτος στην υψηλότερη εκδήλωσή του, ως ο παράγοντας της εσωτερικής ειρήνης και της εξωτερικής ασφάλειας. Μόνο αφότου η φιλελεύθερη κοινωνία αναμόρφωσε το κράτος - ώστε να διευκολύνει τους ιδιώτες να ελιχθούν για θέσεις ισχύος και επιρροής, από την στιγμή που τα ατομικά συμφέροντα επικράτησαν του συλλογικού συμφέροντος της πολιτείας - άρχισαν η πολιτική και το πολιτικό να αποκλίνουν (Στις Η.Π.Α., το πρώτο φιλελεύθερο κράτος, η πολιτική ήταν από την αρχή «μπίζνες»). Έτσι για τον Σμιτ το πολιτικό δεν αφορά αυτό που συμβατικώς γίνεται αντιληπτό ως πολιτική, αλλά μάλλον εκείνες τις καταστάσεις όπου το κράτος («το πολιτικό καθεστώς ενός οργανωμένου λαού σε μία περίκλειστη εδαφική μονάδα») είναι διακριτό από την κοινωνία και πάνω από αυτήν· πιο συγκεκριμένα τις καταστάσεις κατά τις οποίες απειλείται με καταστροφή από ένα υπέρ-προσωπικό κίνημα ή οντότητα και πρέπει κατά συνέπεια να δράσει ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την κοινότητα στης οποίας την υπεράσπιση έχει αφιερωθεί.


ΙΙ.

Τοιουτοτρόπως, τα πολικά κατηγορήματα τα οποία προσδιορίζουν το πολιτικό είναι αυτά της διάκρισης μεταξύ φίλου-εχθρού (μία διάκριση που συνεπάγεται την πιθανότητα φυσικής εξόντωσης μεταξύ των αντιπάλων κρατών). Αυτή η διάκριση βασίζεται σε αντιθετικά κατηγορήματα, διακριτά από το πολιτικό (διακριτά κατά τον τρόπο που τα κατηγορήματα του καλού και του κακού προσήκουν στην ηθική, το ωραίο και το άσχημο στην αισθητική, το επικερδές και το ζημιογόνο στα οικονομικά κ.ο.κ.)


ΙΙΙ.

Ποιος είναι ο εχθρός; Για τον Σμίτ είναι ο υπερπροσωπικός άλλος, ο ξένος, ο υπαρξιακός ξένος, του οποίου η έντονη εχθρότητα και ετοιμότητα για μάχη απειλούν το κράτος και τις σχέσεις φιλίας στο εσωτερικό του. Έτσι ο εχθρός ορίζεται όχι βάσει προσωπικών αισθημάτων ή ηθικών κρίσεων (inimicus), αλλά μόνο υπό την όψη μίας εντόνως εχθρικής δυνάμεως (hostis) η οποία απειλεί την ύπαρξη του κράτους. Υπό αυτήν την έννοια, ένας εχθρός υπάρχει οπουδήποτε μία μαχόμενη συλλογικότητα αποτελεί απειλή για μίαν άλλη συλλογικότητα. Για να ταυτοποιήσουμε τον εχθρό, είναι αναγκαίο να τον βιώσουμε ως ζωντανή απειλή κατά έναν τρόπο που καμία λογική ανάλυση, καμία πολυλογούσα λογική, καμία αντικειμενική κρίση, κανένα κανονιστικό κριτήριο δεν μπορεί να προβλέψει· διότι αυτό αποτελεί την εμπειρία ενός ανθρώπου ο οποίος ενσυνειδήτως αισθάνεται πότε η ύπαρξή του τίθεται σε κίνδυνο. Ο εχθρός καθορίζεται εδώ υπό όρους κριτηρίων, όχι περιεχομένου ή υπόστασης, παίρνοντας έτσι την μορφή ενός πράγματος το οποίο είναι πάντοτε συγκεκριμένο, υπαρκτό και πολύ έντονο, χωρίς να είναι επομένως απλώς κάτι μεταφορικό ή συμβολικό. «Αυτό που έχει πάντοτε σημασία, είναι μόνον η πιθανότητα σύγκρουσης». Συνήθως ο εχθρός είναι ο ξένος, ο «άλλος» του οποίου η απειλή έρχεται από το εξωτερικό. Όμως ο εχθρός μπορεί να αναδυθεί και από εσωτερικές διαφορές όπως όταν εσωτερικές κοινωνικές, θρησκευτικές, τμηματικές και άλλες διαφορές γίνουν τόσο έντονες ώστε να εξασθενήσουν την ενότητα του κράτους και την κοινή ταυτότητα του σώματος των πολιτών, πολώνοντάς τους σε φίλους και εχθρούς – δηλαδή σε μία κατάσταση εμφυλίου πολέμου καθώς η εσωτερική πολιτική αποκτά πρωταρχική σημασία. Ένα άλλο πιο σπάνιο παράδειγμα εχθρού τοποθετημένου στο εσωτερικό (χαρακτηριστικό των Η.Π.Α.) παρατηρείται οπουδήποτε ξένα πολιτισμικά στοιχεία αναλαμβάνουν τον έλεγχο του κράτους εις βάρος των πολιτών του (γενόμενα έτσι αυτό που ο Yockey απεκάλεσε «ένας εσωτερικός εχθρός»).


ΙV.

Οι φίλοι, αντιθέτως, μοιράζονται μια δέσμευση ως προς έναν τρόπο ζωής ο οποίος τους συνδέει μεταξύ τους, που τους δίνει ένα αίσθημα αλληλεγγύης, ένα αίσθημα που υπερβαίνει ζητήματα οικονομικών ή ηθικής, κάτι το οποίο προσομοιάζει με μία κοινή, ομοιογενή ταυτότητα που φθάνει πέρα από τις προσταγές της ιδιωτικής ζωής – ακόμη και αν αυτοί οι «φίλοι» δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Η φιλία (η αρμονική κατάσταση ανάμεσα σε αυτούς που συνθέτουν μία μεγάλη, κοινωνικά ή κοινοτικά συνεκτική ομάδα) προηγείται πάντοτε της εχθρότητος, διότι είναι αδύνατον να έχουμε τους απειλούντες την ζωή «αυτούς» χωρίς να έχουμε πρώτα τους καταφάσκοντες την ζωή «εμάς». Πράγματι, είναι μόνον υπό την απειλή του θανάτου και της καταστροφής την οποία αποτελεί ο εχθρός, που συνειδητοποιούμε πλήρως το τι είμαστε και μαθαίνουμε το τι είναι πραγματικά «λογικό» για εμάς. Αυτή η φιλία υπονοεί ότι το ειδικό υπερισχύει του καθολικού και ότι μία διακυβευμένη σύγκλιση συμφερόντων, βασισμένη στην κατοχή κοινών ποιοτήτων με τον εχθρό είναι αδιανόητη.


V.

Εν τέλει τότε, το πολιτικό είναι ένα ερώτημα ζωής και θανάτου – ένα ερώτημα το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εχθρού – ενός εχθρού νοούμενου ανεξαρτήτως άλλων αντιθέσεων (όπως οι ηθικές αντιθέσεις καλού εναντίον κακού) και με εννοιολογικώς αυτόνομα κατηγορήματα σκέψεως. Προϋποθέτοντας το πολιτικό, το κράτος υπό την Σμιτική έννοια, προσανατολίζεται μάλλον προς τις εξωτερικές απειλές παρά προς τις εσωτερικές δομές της διακυβέρνησης ή στην κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα (το πεδίο της κομματικής πολιτικής). Το κράτος αντ΄αυτού προσδένεται στην αποφασιστικότητά του να υπερασπιστεί – με τα όπλα αν είναι αναγκαίο – την διακριτή του ύπαρξη. Αυτό δίνει στο κράτος το «δικαίωμα» να εξασκήσει την εξουσία του σχετικά με το ius belli, να καλέσει τα ατομικά του μέλη να σκοτώσουν και να ριψοκινδυνεύσουν να σκοτωθούν. Μία τέτοια εξουσία καθιστά το κράτος «ανώτερο» σε σχέση με όλες τις άλλες ενώσεις, διότι μόνον αυτό εξωθεί τα μέλη του να σκοτώσουν και να ριψοκινδυνεύσουν να σκοτωθούν. Οι αδύναμοι άνθρωποι που φοβούνται τις «δοκιμασίες και τους κινδύνους» που συνεπάγεται το πολιτικό αναπόφευκτα εξαφανίζονται από την ιστορία. Είναι αυτή η αποφασιστικότητα, η οποία συνεπάγεται ζωή ή θάνατο, που ειδικώς συνιστά αυτό που ο Σμιτ αντιλαμβάνεται ως την ουσία του πολιτικού. Όταν η επικείμενη απειλή πολέμου υποχωρεί το ίδιο συμβαίνει και με το πολιτικό. Αυτό δεν σημαίνει πως ο πόλεμος αφ’ εαυτού είναι ο «στόχος, ο σκοπός ή το περιεχόμενο του πολιτικού»· μόνον ότι ο «τρόπος συμπεριφοράς» - η ατομική ευθύνη – η κυρίαρχη άσκηση της εξουσίας – που αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να του αντισταθεί – αποτελεί το πολιτικό. Το να είσαι λοιπόν πολιτικός, κατά την άποψη του Σμιτ, απαιτεί όχι μόνον απλώς μία πρότερη δέσμευση απέναντι στις εσωτερικές σχέσεις φιλίας και την κοινωνική αλληλεγγύη την οποία αυτές γεννούν, αλλά και σε μία συγκεκριμένη μορφή ζωής όπου η ομαδική ταυτότητα αξιολογείται, εν τέλει, υπεράνω της φυσικής υπάρξεως.


VI.

Τοιουτοτρόπως, το πολιτικό το οποίο «ούτε ευνοεί, ούτε αντιτίθεται στον πόλεμο» δεν είναι αναγκαστικά μία αποκλειστικώς πολεμική λειτουργία (ο πόλεμος είναι η υψηλότερη εκδήλωση της πολικότητος εχθρός/φίλος), ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι είναι ένας per se πολεμοχαρής μηδενισμός. Μάλλον είναι περισσότερο σαν κάτι καθορισμένο από την πιθανότητα ένοπλης εχθρότητος – ακόμη και στις περιπτώσεις όπου τα parties belligerantes νομιμοποιούν την εμπόλεμη κατάστασή τους στο όνομα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης ή κάποιας άλλης αφαίρεσης. Ο πόλεμος είναι απλώς μία «διαρκώς παρούσα πιθανότητα» την οποία ο Σμιτ αναγνώρισε και όρισε ως τον πυρήνα της πολιτικής σφαίρας. Αλλά αν για τον Σμιτ ο πόλεμος είναι, πάνω από όλα, μία αντίδραση σε μία εξωτερική απειλή και όχι μία επιδιωκόμενη επιθετικότητα, τότε τι υπονοείται όσον αφορά το υπαρξιακό ζήτημα; (Επιφανειακά τουλάχιστον, υποδηλώνει μία απόρριψη του l’esprit de conquête και της θελήσεως για δύναμη, την οποία ένας σύντροφος αντιλήφθηκε ως φιλελεύθερο ίχνος στην σκέψη του Σμιτ και εγώ ως ένα Καθολικό ηθικό ίχνος. Εν πάσει περιπτώσει, ο Σμιτ δεν τα πήγε ποτέ πολύ καλά με τον Νίτσε.)


VII.

Ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε φίλο και εχθρό διότι η ατομικιστική, ουνιβερσαλιστική και πλουραλιστική ιδεολογία του (συλλαμβανόμενη ως ιδεολογία ελευθέρως και αφιερωμένη στην – αφηρημένη – πρόταση ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δημιουργηθεί ίσοι) αρνείται πως ένας τέτοιος ορισμός είναι καταληπτός σε έναν κόσμο κατανοητό υπό όρους αγοράς ή ηθικολογικούς όρους, όπου υπάρχουν μόνον ανταγωνιστές και ηθικές οντότητες με τις οποίες κάποιος διαπραγματεύεται ή επιχειρηματολογεί βάσει καθολικών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Συνεπώς ο συμβιβασμός, όχι η σύγκρουση, είναι ο κύριος στόχος του φιλελεύθερου κράτους και ως εκ τούτου η ροπή του για ανταλλαγή, διαπραγμάτευση και επιχειρηματική δράση. Όμως όσο και αν προσπαθήσει, ο φιλελευθερισμός δεν μπορεί να διαφύγει από το «πολιτικό». Στις περιπτώσεις όπου εξαναγκάζεται να ορίσει έναν εχθρό, αυτός γίνεται αντιληπτός ως κάτι έξω από την «ανθρωπότητα» και έτσι όχι ως κάτι που πρέπει απλώς να νικηθεί, αλλά ως κάτι που πρέπει να εξοντωθεί ανηλεώς, διότι ο εχθρός του φιλελευθερισμού είναι κάτι μη ανθρώπινο.


VIII.

Επειδή ουσιαστικά βλέπει το κράτος ως ένα εργαλείο της κοινωνίας και της οικονομίας, αφιερωμένο στην μεγαλύτερη ευτυχία (υλική ευημερία), στον μεγαλύτερο βαθμό, ο φιλελευθερισμός στερείται μιας πολιτικής θεωρίας, έχοντας στην πραγματικότητα μόνο μία κριτική του πολιτικού. Πράγματι, ο φιλελεύθερος ατομικισμός και ο ουνιβερσαλισμός αρνούνται την ίδια την πιθανότητα του πολιτικού, τουλάχιστον κατ΄αρχήν. Διότι κατά την άποψή τους, τίποτε δε θα πρέπει να εξαναγκάζει το άτομο να πεθάνει για χάρη του κράτους, το οποίο το αντιλαμβάνονται με οικονομικούς και ηθικούς όρους αντί με πολιτικούς. Ένας τέτοιος εξαναγκασμός, υποστηρίζει, όχι μόνο θα παραβίαζε την ελευθερία του ατόμου, αλλά θα έκανε και τον συσχετισμό του με το έθνος/κράτος πρωτεύοντα· ενώ ο φιλελευθερισμός – με τον ανθρωπισμό του και τον ορθολογισμό του – παραλόγως και απανθρώπως υποστηρίζει πως μόνο τα ατομικιστικά ζητήματα οικονομίας και ηθικής είναι πρωτεύοντα. Το φιλελεύθερο κράτος είναι, ως τέτοιο, αφοσιωμένο ηθικώς στα δικαιώματα και στα συμφέροντα των ατόμων, ιδωμένων ως αυτο-εμπεριεχόμενων μονάδων, των οποίων το σύνολο είναι η ανθρωπότητα, και οικονομικώς στην απερίσπαστη παραγωγή και στο εμπόριο. Στην πράξη αυτό σήμανε πως οι παλαιότερα καθορισμένες κοινωνικές τάξεις, μαζί με τα «προνόμια» της παραδόσεως, είχαν υποχρεωθεί να υποκύψουν στις επιθυμίες άμορφων, χειραγωγήσιμων μαζών, καθώς η ποσότητα υπερίσχυσε της ποιότητος και το χρήμα ανέτρεψε το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων· ένα δικαίωμα το οποίο, παρεμπιπτόντως, πέρασε στην συνέχεια στους ανθρώπους του χρήματος, σε αυτήν την εθνική μειονότητα της οποίας η αρχή αποδείχθηκε καταστροφικότερη από οποιονδήποτε προηγούμενο τύραννο. Επίσης σήμαινε πως ο τοκογλύφος μπορούσε να επικαλεστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα, ώστε να αφαιρέσει την γη των αγροτών, πως τα ατομικά συμφέροντα τα οποία εκπροσωπούνται από τους πολιτικούς έχουν προτεραιότητα έναντι του Πεπρωμένου του έθνους, και πως η αδελφοσύνη του ανθρώπου απαιτεί τους μεγαλύτερους, πιο βίαιους και εκδικητικούς πολέμους, ώστε να καταπνίξει εκφράσεις πολιτικής πολώσεως.


IX.

Παρόλα αυτά, το πολιτικό δεν μπορεί να αποφευχθεί – είναι απρόσβλητο από την αποπολιτικοποιητική διαδικασία – είναι η ουσία της κυριαρχίας. Σε περιπτώσεις πολέμου, το κράτος, ως το εργαλείο του πολιτικού, είναι η υπέρτατη εξουσία – υπεράνω του νόμου – και συνεχίζει να είναι για όσο διαρκεί η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Στην πραγματικότητα, τα νομικά συστήματα βασίζονται όχι στην νομική λογική, αλλά σε μία εξουσία η οποία μιλάει σε υπαρξιακό/οντολογικό επίπεδο και η οποία δεν χρειάζεται άλλη δικαιολόγηση πέραν της ίδιας της υπάρξεώς της.


X.

«Το protego ergo oblige (προστατεύω άρα υποχρεώνω) είναι το cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω) του κράτους.» Το κράτος, ως τέτοιο, είναι η υψηλότερη μορφή ανθρώπινης ενώσεως, υπερασπιζόμενο την ζωή των πολιτών του και προσδοκώντας στην συνέχεια, ότι και αυτοί θα είναι προετοιμασμένοι να πεθάνουν για αυτό, αν είναι αναγκαίο. Προστασία και υπακοή, υγιώς συνδεδεμένες, είναι κατ΄αυτόν τον τρόπο αμοιβαία περιπλεγμένες.


XI.

Τελικά, το πολιτικό είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα του υψηλότερου βαθμού. Υπό την προοπτική του θανάτου, κάποιος αναγκάζεται να διαλέξει πλευρά και έτσι να αναλάβει την ευθύνη για την ζωή του. Σε αυτήν την σύγκρουση ο εχθρός, κατά κανόνα, τονίζει την αληθινή σημασία της φιλίας. Την ίδια ώρα, ο εχθρός καθορίζει το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, διότι μόνον όταν είμαστε αντιμέτωποι με τον θάνατο, αντιμετωπίζουμε και την ζωή ως όλον. Το πολιτικό, λοιπόν, συνεπάγεται το Πεπρωμένο διότι διατηρεί τους ανθρώπους στην ιστορικότητα και τους μεταφέρει πέρα από τους ιδιαίτερους εαυτούς τους, στο πεδίο των μεγάλων γεγονότων. Στο οραματιζόμενο από τους φιλελεύθερους παγκόσμιο κράτος, σε μία κατάσταση όπου υπάρχει μόνον η «ανθρωπότητα» και καμία διάκριση φίλου/εχθρού (εκτός από την περίπτωση των εξωγήινων), δεν θα υπήρχε καθόλου το πολιτικό· μόνον ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων, των οποίων η σημαντικότερη έγνοια θα ήταν ο αυτό-πλουτισμός, η άνεση και η διασκέδαση. Χωρίς το πολιτικό και το κράτος πάνω στο οποίο αυτό βασίζεται (δηλαδή, χωρίς μία υπαρξιακή δέσμευση σε μία κοινή ταυτότητα), δεν θα υπήρχε, ως συνέπεια, καμία πολικότητα, καμία αντίθεση, καμία υπερβατική αναφορά και κανένας τρόπος να αντιτεθούμε στο ενδεχόμενο του να συλλογιστούμε υπό την επήρεια του σύγχρονου μηδενισμού. Για αυτόν τον λόγο, το πρώτο θύμα της φιλελεύθερης αποπολιτικοποίησης είναι πάντοτε το «νόημα». Συνεπώς, αν οι Ευρωπαίοι πρόκειται να ανακτήσουν ποτέ το Πεπρωμένο τους, αυτό θα γίνει μόνο διαμέσου μίας πολιτικής επιβεβαιώσεως της ταυτότητος, η οποία τους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους λαούς του κόσμου. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς «πολιτική».









Το άρθρο στην αρχική του μορφή (αγγλική):





Ο Michael O’ Meara, Ph.D., σπούδασε κοινωνική θεωρία στο Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales του Παρισιού και σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία στο University of California, Berkeley. Είναι ο συγγραφέας του Toward the White Republic (San Francisco: Counter-Currents, 2010) και του New Culture, New Right: Anti-Liberalism in Postmodern Europe(Bloomington, Ind.: 1stBooks, 2004).

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger


 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Δ' ΜΕΡΟΣ


Είναι εύκολο να δούμε τι διαφοροποιεί τα δύο ζεύγη που σχηματίζονται από την μια μεριά υπό του Στρατιώτου του Μετώπου και του Εργάτου και από την άλλη υπό του Επαναστάτου και του Άναρχου. Θα ήταν, όμως, λάθος να συμπεράνει από αυτό κάποιος ότι ο «δεύτερος Jünger»,του έργου « Auf den Marmorklippen» αποτελεί αντίθεση του πρώτου. Αυτός ο «δεύτερος Jünger» εκφράζει περισσότερο πρόοδο, στην οποίαν δόθηκε μια ελεύθερη πορεία, μίας κλίσης εξ αρχής παρούσας, αλλά συσκοτισμένης από το έργο του συγγραφέως-στρατιώτου και του εθνικιστού μαχητού. Στα πρώτα βιβλία του Jünger, όπως και στα «Der Kampf als innere Erlebnis» [12] και «Sturm» [13], μπορεί κάποιος να διακρίνει πίσω από την αφήγηση μία αναντίρρητη τάση προς την vita contemplativa. Από την αρχή ο Jünger εκφράζει έναν πόθο για διαλογιστική αντανάκλαση , την οποίαν οι περιγραφές μαχών ή τα καλέσματα για δράση δεν μπορούν να αποκρύψουν. Ο πόθος αυτός είναι εμφανής στην πρώτη έκδοση στο έργο «Das Abenteuerliche Herz», στο οποίο μπορεί κάποιος να διαβάσει όχι μόνον ένα ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη κυριολεκτικά ποίηση, αλλά, επίσης, μία αντανάκλαση-αυτήν που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τόσο ως μεταλλική, όσο και ως κρυστάλλινη-για την αμεταβλητότητα των πραγμάτων και αυτού που στον απόλυτο πυρήνα του παρόντος εξυψούται σε κοσμικά σημάδια και σε μια αναγνώριση του απεριόριστου, θρέφοντας ούτως την «στερεοσκοπική όραση», στην οποίαν δύο επίπεδες εικόνες ενώνονται σε μία μοναδική εικόνα, για να αποκαλύψουν την διάσταση του βάθους.

Δεν υφίσταται ούτως καμία αντίθεση μεταξύ των τεσσάρων Μορφών, αλλά μόνον μία προοδευτική εμβάθυνση, ένα είδος αυξανόμενα εξαιρετικού σχεδίου , που οδήγησε τον Jünger, έναν αρχικά ηθοποιό της εποχής του, έπειτα δικαστή και κριτή των καιρών του, να θέσει τελικώς εαυτόν υπεράνω της εποχής του, προκειμένου να καταθέσει σχετικά με το τι προηγήθηκε του αιώνος του και τι θα ακολουθήσει αυτού.

Στο έργο του «Der Arbeiter» διαβάζουμε: «Όσο περισσότερο αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην αλλαγή, τόσο πρέπει να είμεθα ενδόμυχα πεπεισμένοι, ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ένα ήρεμο είναι». Ολόκληρη την ζωή του ο Jünger ποτέ δεν έπαυσε να προσεγγίζει τούτο το «ήρεμο είναι». Καθώς περνούσε από την εκδηλωμένη δράση στην φανερή μη-δράση - ενώ πορευόταν, θα έλεγε κανείς, από το υπάρχειν στο Είναι-κατόρθωσε μία υπαρξιακή πρόοδο, η οποία τελικώς του επέτρεψε να κατέχει την θέση του Άναρχου, το ακίνητο κέντρο, το «κεντρικό σημείο του περιστρεφόμενου τροχού», από το οποίο ξεκινά κάθε κίνηση.

https://erimihora.blogspot.com/2012/04/normal-0.html

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger

 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Γ' ΜΕΡΟΣ


Η τελευταία Μορφή, την οποίαν ο Jünger αποκαλεί ονομάζει Άναρχος, πρωτοεμφανίσθηκε το 1977 στο «Eumeswil» [8], μία «μεταμοντέρνα» νουβέλα προορισμένη να αποτελέσει την συνέχεια του έργου Heliopolis[9] και εκτυλισσόμενη στην τρίτη χιλιετία. Ο Venator, ο ήρωας, δεν χρειάζεται πλέον να διαβιοί στο δάσος, για να παραμένει ανεπηρέαστος από τον περιβάλλοντα μηδενισμό. Είναι αρκετό για αυτόν που έχει φθάσει μία ανύψωση, η οποία του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα από μία απόσταση, δίχως να απαιτείται να απομακρύνεται. Τυπική υπό αυτήν την άποψη είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού-το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμασθε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία. «Ο Άναρχος» γράφει ο Jünger «δεν είναι ο συνεργάτης του μονάρχη, αλλά ο αντίποδάς του, ο άνθρωπος που η εξουσία δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και είναι επικίνδυνος για αυτήν. Δεν είναι αντίπαλος του μονάρχη, αλλά το αντίθετό του.» Πραγματικός χαμαιλέων, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζεί σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελισθεί». Ούτως, μπορεί να επιβλέπει το «ξεκαθάρισμα», που εκπροσωπεί τον τόπο και την περίσταση για την επιστροφή των θεών. Από αυτό μπορεί να δεί κάποιος, όπως γράφει ο Claude Lavaud αναφορικά με τον Heidegger, ότι η λύτρωση έγκειται «στο να μένεις πίσω , παρά στο να περνάς απέναντι’ στην προσήλωση και όχι στο υπολογισμό’ στην αναμνηστική ευλάβεια που ανοίγει την σκέψη στην αποκάλυψη και την απόκρυψη, που συναποτελούν την ουσία της αληθείας .» [10]

Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τον Επαναστάτη από τον Άναρχο είναι η ποιότητα της εθελουσίας των περιθωριοποιήσεως: οριζόντια απόσυρση για τον πρώτον, κάθετος απόσυρση για τον δεύτερο. Ο Επαναστάτης έχει την ανάγκη να βρεί καταφύγιο στο δάσος, επειδή είναι άνθρωπος δίχως εξουσία ή κυριαρχία και επειδή μόνον εκεί διατηρεί τις συνθήκες της ελευθερίας του. Ο ίδιος ο Άναρχος είναι επίσης δίχως εξουσία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει εξουσία, είναι κυρίαρχος. Ο Επαναστάτης είναι ακόμα σε κατάσταση επαναστάσεως, ενώ ο Άναρχος βρίσκεται πέραν της επαναστάσεως. Ο Επαναστάτης συνεχίζει με μυστικότητα-κρύβεται στις σκιές-ενώ ο Άναρχος παραμένει σε πλήρη θέα. Εν τέλει, εκεί που ο Επαναστάτης είναι εξορισμένος από την κοινωνία, ο Άναρχος εξορίζει εαυτόν. Δεν είναι αποκλεισμένος, είναι απελευθερωμένος.

Η έλευση του Επαναστάτου και του Άναρχου, απώθησε την ανάμνηση του Στρατιώτου του Μετώπου στο παρασκήνιο, αλλά δεν τερμάτισε την κυριαρχία του Εργάτου. Ομολογουμένως, ο Jünger άλλαξε την γνώμη του για το τι πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του ότι αυτή η Μορφή πραγματικά επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Εργάτης προσδιορισμένος ως «ο αρχηγός Τιτάνας που διατρέχει την σκηνή της εποχής μας» είναι πραγματικά ο υιός της Γής, το τέκνο του Προμηθέως. Ενσαρκώνει την «τελλουρική» δύναμη , της οποίας το όργανο είναι η σύγχρονη τεχνολογία. Αποτελεί, επίσης, μία μεταφυσική Μορφή, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποιημένη ουσία της μεταφυσικής, που καθιστά τον άνθρωπο κύριο ενός κόσμου μεταμορφωμένου σε αντικείμενο. Και με τον άνθρωπο ο Εργάτης τηρεί μία διαλεκτική κυριότητος: ο Εργάτης είναι κύριος του ανθρώπου μέχρι του σημείου που ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι κύριος του κόσμου με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Εργάτη.

Ωστόσο, μέχρι του ακριβούς σημείου που είναι οι εκπρόσωποι των στοιχειακών και των τελλουρικών δυνάμεων, οι Τιτάνες εξακολουθούν να είναι φορείς ενός μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου εντέλλεται την ύπαρξή μας. Ο Jünger δεν τους θεωρεί πλέον συμμάχους, αλλά ούτε εχθρούς. Κατά την συνήθειά του, ο Jünger είναι ένας σεισμογράφος: έχει ένα προαίσθημα ότι η κυριαρχία των Τιτάνων αναγγέλλει την επιστροφή των θεών και ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι του μονοπατιού προς την αναγέννηση του κόσμου. Για να τελειώσουμε με τον μηδενισμό, πρέπει να τον ζήσουμε μέχρι το τέλος του-«περνώντας την γραμμή» που αντιστοιχεί στο «μεσημβρινό μηδέν»-διότι, όπως λέει ο Heidegger , το τεχνολογικό πλαίσιο [11] (Ge-stell) παραμένει ένας τρόπος του Είναι , όχι απλώς η λήθη του. Για τον λόγον αυτόν, εάν ο Jünger αντιμετωπίζει τον Εργάτη ως κίνδυνο, θεωρεί, επίσης, ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να γίνει η σωτηρία μας, διότι υπό αυτού και μέσω αυτού θα είναι πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος.

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger


Β' ΜΕΡΟΣ

 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin


Η στροφή αυτή αντανακλάται στην νουβέλα Auf den Marmorκlippen (Πάνω στους μαρμάρινους λόφους)[5], εκδοθείσα το 1939. Οι ήρωές της, δύο αδέλφια, βοτανολόγοι από την Μεγάλη Μαρίνα, που απαρνούνται με τρόμο το ανηλεές αποτέλεσμα της επιχειρήσεως του Μεγάλου Δασονόμου, ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν όπλα ισχυρότερα αυτών που διαπερνούν και που σκοτώνουν. Εκείνη την εποχή ο Jünger όχι μόνον ήταν πληροφορημένος από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά είχε επηρεασθεί και από τον αδελφό του Friedrich Georg Jünger, ο οποίος σε ένα διάσημο βιβλίο [6] υπήρξε από τους πρώτους που ήσκησαν μία ριζοσπαστική κριτική επί του τεχνολογικού πλαισίου. [7]. Ως τέκνα της τεχνολογίας, ο Στρατιώτης και ειδικότερα ο Εργάτης ευρίσκοντο στην πλευρά των Τιτάνων. Ο Jünger, ωστόσο, κατέληξε ότι η τιτανική κυριαρχία των στοιχειακών οδηγεί κατευθείαν στον μηδενισμό. Κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν έπρεπε ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αλλάξει, αλλά να ιδωθεί ως η ξεχωριστή πηγή της αποκαλύψεως της αλήθειας. Αντελήφθη ότι η τεχνολογία δεν είναι απαραιτήτως ανταγωνιστική προς τις αστικές αξίες και ότι μεταμορφώνει τον κόσμο μόνον παγκοσμιοποιώντας την έρημο. Κατάλαβε ότι πίσω από την ιστορία το άχρονο επιστρέφει σε πιο ουσιώδεις κατηγορίες και ότι ο ανθρώπινος χρόνος, με όρια καθορισμένα από τον μηχανισμό του ρολογιού, είναι ένας «φανταστικός χρόνος» γεννηθείς από μία συσκευή, η οποία έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν το γεγονός ότι ανήκουν στον κόσμο, ένας χρόνος που καθορίζει την φύση των ασχολιών τους αντί να καθορίζεται από αυτές, σε αντίθεση με την κλεψύδρα , το «στοιχειώδες-πρωταρχικό ρολόι», της οποίας η ροή υπακούει σε φυσικούς νόμους-ένας κυκλικός και όχι ένας γραμμικός χρόνος. Ο Jünger με άλλα λόγια συνειδητοποίησε ότι το ξέσπασμα των Τιτάνων αποτελεί πρωτίστως και κυρίως εξέγερση εναντίον των Θεών. Για τον λόγον αυτόν απέρριψε τον Προμηθέα.

Εναντίον του ολοκληρωτικού δεσποτισμού οι ήρωες του Auf den Marmorκlippen επιλέγουν την απόσυρση, δημιουργώντας μίαν απόσταση. Με αυτήν έχουν ήδη ανακοινώσει την νοοτροπία του Επαναστάτη, για τον οποίον ο Jünger θα έγραφε: «Ο Επαναστάτης είναι…οποιοσδήποτε, του οποίου ο νόμος της φύσεως του τον τοποθετεί σε μία σχέση με την ελευθερία, μία σχέση η οποία με τον καιρό τον οδηγεί σε μία εξέγερση ενάντια στον αυτοματισμό και σε μία άρνηση να αποδεχθεί την ηθική του συνέπεια, την μοιρολατρεία».

Μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από αυτό ότι η Μορφή του Επαναστάτου συνδέεται αμέσως με έναν διαλογισμό επάνω στην ελευθερία-και επίσης στον αποκλεισμό, από την στιγμή που ο Επαναστάτης είναι εξίσου ένας παράνομος. Ο Επαναστάτης παραμένει ένας μαχητής, όπως ο Στρατιώτης του Μετώπου, αλλά είναι ένας μαχητής που την ενεργό απουσία προσωπικότητος, επειδή προτίθεται να διατηρήσει την ελευθερία του σε συνάρτηση με τον σκοπό που υπερασπίζεται. Υπό αυτήν την έννοια ο Επαναστάτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο σύστημα, ακόμα και με αυτό, υπέρ του οποίου μάχεται. Δεν αναπαύεται σε καμία περίπτωση. Εάν ο Επαναστάτης επιλέξει την περιθωριοποίηση, υπεράνω όλων τίθεται να περιφρουρεί ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής, να σπάει την περικύκλωση, θα μπορούσε να πεί κάποιος, χρησιμοποιώντας μία στρατιωτική μεταφορά, την οποίαν ο ίδιος ο Jünger χρησιμοποιεί όταν γράφει: «Η θαυμαστή περικύκλωση του ανθρώπου είχε προετοιμασθεί από πολύ παλαιά από θεωρίες που στοχεύουν στην αψεγάδιαστη λογική ερμηνεία του κόσμου και παρελαύνουν σε κλειστό σχηματισμό μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας».

«Ο δρόμος του μυστηρίου πηγαίνει κατευθείαν προς το εσώτερο» είπε ο Novalis. Ο Επαναστάτης είναι ένας μετανάστης στο εσώτερο, που επιζητά να διατηρήσει την ελευθερία του στην καρδιά των δασών, όπου τέμνονται «τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά».  Το καταφύγιο αυτό, ωστόσο, είναι διφορούμενο, διότι αυτό το άσυλο της οργανικής ζωής, το οποίο δεν έχει ακόμα απορροφηθεί από την μηχανοποίηση του κόσμου, εκπροσωπεί-στο ακριβές σημείο που συνιστά ένα σύμπαν ξένο προς τα ανθρώπινα πρότυπα-τον «μεγάλο οίκο του θανάτου, την μόνη έδρα του καταστρεπτικού κινδύνου». Όθεν η θέση του Επαναστάτου μπορεί να είναι μόνον προσωρινή.

Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος-Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger


 Του Alain de Benoist

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Α' ΜΕΡΟΣ



Τέσσερις μορφές εμφανίζονται διαδοχικά στα γραπτά του Jünger, κάθε μία από αυτές ανταποκρινόμενη σε μία ξεχωριστή περίοδο της ζωής του συγγραφέως. Αυτές είναι χρονολογικά ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης, ο Άναρχος. Μέσω των μορφών αυτών μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το παθιασμένο ενδιαφέρον που είχε ο Jünger για τον κόσμο των μορφών. Για αυτόν οι μορφές δεν μπορούν να προέλθουν από την αλλαγή που συμβαίνει στον αισθητό κόσμο. Οι μορφές υποδεικνύουν σε ποικίλα επίπεδα, τον τρόπο με τον οποίον τα αισθητά όντα εκφράζονται: η «ιστορία» του κόσμου ίσταται υπεράνω κάθε μορφογενέσεως. Ως εντομολόγος, επιπλέον, ο Jünger ήταν φυσικά επιρρεπής σε κατηγοριοποιήσεις. Πέραν του ατόμου, αναγνωρίζει το γένος και το είδος .

Μπορεί κάποιος να διακρίνει εδώ ένα είδος λεπτής προκλήσεως προς τον ατομικισμό: «Το μοναδικό και το τυπικό αλληλοαποκλείονται»,γράφει. Όπως το βλέπει ο Jünger, το σύμπαν είναι έτσι εκείνο, όπου οι Μορφές δίδουν στις εποχές την μεταφυσική σημασία τους. Με αυτή την σύντομη, θα ήθελα να συγκρίνω κα να αντιπαραβάλω τις υπό του Jünger αναγνωρισμένες Μορφές.

Ο Στρατιώτης του Μετώπου (Der Frontsoldat) είναι πρωτίστως μάρτυρας του τέλους του πολέμου με την κλασική έννοια: οι πόλεμοι που έδιδαν προτεραιότητα στον ιπποτισμό, που ήσαν οργανωμένοι γύρω από τις έννοιες της δόξης και της τιμής, που γενικώς σεβόταν τους αμάχους και που διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ του Μετώπου και των Μετόπισθεν. «Μολονότι ζαρώναμε από φόβο μέσα στους κρατήρες των οβίδων, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατότερος από την ύλη. Αυτό απεδείχθη λάθος.», έγραφε ο Jünger. Όντως, από τότε και έπειτα η «ύλη» μετρούσε περισσότερο από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο υλικός αυτός παράγοντας σηματοδοτεί την εισόρμηση και την κυριαρχία της τεχνολογίας. Η τεχνολογία επιβάλλει τον δικό της νόμο, τον νόμο της απουσίας προσωπικότητας και του ολοκληρωτικού πολέμου-ενός πολέμου ταυτοχρόνως μαζικού και αφηρημένου στην ωμότητά του. Την ίδια στιγμή ο Στρατιώτης καθίσταται ένας απρόσωπος ηθοποιός. Ακόμα και ο ηρωισμός του είναι απρόσωπος, διότι αυτό που μετράει περισσότερο για εκείνον δεν είναι πλέον ο σκοπός ή το αποτέλεσμα της μάχης. Δεν πρόκειται για το εάν θα κερδίσει ή θα χάσει, εάν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Αυτό που μετράει είναι η πνευματική προδιάθεση που τον οδηγεί να αποδεχθεί την ανώνυμη θυσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ο Στρατιώτης του Μετώπου είναι εξ ορισμού ένας Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος σχηματίζει ένα σώμα, στην πλήρη κυριολεξία του όρου, με την μονάδα, στην οποίαν ανήκει, σαν ένα δένδρο, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μέρος, αλλά μία υποδειγματική ενσάρκωση του δάσους.

Το ίδιο ισχύει για τον Εργάτη, ο οποίος εμφανίζεται το 1932, στο διάσημο βιβλίο με το όνομα αυτό, του οποίου ο παράτιτλος είναι «Κυριαρχία και Μορφή» [1] Το κοινό στοιχείο του Στρατιώτου και του Εργάτου είναι η ενεργός απουσία προσωπικότητας. Αμφότεροι είναι τέκνα της τεχνολογίας. Επειδή η ίδια τεχνολογία που μεταμόρφωσε τον πόλεμο σε μία μονότονη «εργασία», πνίγοντας το ιπποτικό πνεύμα στην λάσπη των χαρακωμάτων, μεταμόρφωσε, επίσης, τον κόσμο σε ένα απέραντο εργαστήριο, όπου ο άνθρωπος είναι στο εξής εντελώς σκλαβωμένος [2] από τις προσταγές της παραγωγικότητας. Ο Στρατιώτης και ο Εργάτης έχουν, εν τέλει, τον ίδιον εχθρό: τον αξιοπεριφρόνητο φιλελεύθερο αστό, τον αναγγελμένο από τον Νίτσε «τελευταίο άνθρωπο», ο οποίος σέβεται την ηθική τάξη, την ωφέλεια και το κέρδος. Ο Εργάτης και ο Στρατιώτης, που έχει επιστρέψει από το Μέτωπο, επίσης, θέλουν να καταστρέψουν, προκειμένου να δημιουργήσουν, να απομακρύνουν τα τελευταία κουρέλια του ατομικισμού, προκειμένου να ιδρύσουν έναν καινούργιο κόσμο πάνω στα συντρίμμια της παλαιάς «απολιθωμένης μορφής ζωής»

Ωστόσο, ενώ ο Στρατιώτης ήταν μόνον το παθητικό αντικείμενο της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ο Εργάτης στοχεύει ενεργά στο να ταυτοποιήσει τον εαυτό του με αυτήν. Μακράν του να είναι το αντικείμενό της ή να υποτάσσεται στις εκδηλώσεις της, ο Εργάτης, αντιθέτως, αναζητά εν πλήρει συνειδήσει να επιδοκιμάσει της δύναμη της τεχνολογίας, η οποία θεωρεί ότι θα εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τάξεων, όπως και ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, σε πολίτη και σε στρατιωτικό. Ο Εργάτης δεν είναι πλέον αυτός που «θυσιάζεται, για να επωμίζεται τα φορτία στις μεγάλες ερήμους της φωτιάς», όπως ο Jünger ακόμα το έθετε στο έργο του «Der Waldgang» (Το μονοπάτι στο δάσος) [3], αλλά ένα όν εντελώς αφοσιωμένο στην «totale Mobilmachung» (ολοκληρωτική επιστράτευση ή κινητοποίηση) [4] Ούτως, η Μορφή του Εργάτου προχωρά πολύ μακρύτερα του Τύπου του Στρατιώτου του Μετώπου. Διότι για τον Εργάτη-που ονειρεύεται όλη την ώρα την ζωή του Σπαρτιάτου, του Πρώσσου, ή του Μπολσεβίκου, όπου το άτομο οπωσδήποτε θα μπορούσε να ξεπερασθεί από τον Τύπο- ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε μόνον το αμόνι , πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε ένας άλλος τρόπος του είναι στον κόσμο. Ο Στρατιώτης του Μετώπου περιόρισε τον εαυτό του, για να ενσαρκώσει νέα πρότυπα συλλογικής υπάρξεως. Ο Εργάτης, από την πλευρά του, αποσκοπεί στο να τις μετεμφυτεύσει στην αστική ζωή, να τις καταστήσει νόμο ολόκληρης της κοινωνίας.

Ο Εργάτης με τον τρόπον αυτόν δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που εργάζεται (η πλέον κοινή σημασία) περισσότερο απ’ ό,τι ο άνθρωπος μίας κοινωνικής τάξεως, π.χ. μίας δεδομένης οικονομικής κατηγορίας (η ιστορική σημασία). Είναι ο Εργάτης με μία μεταφυσική έννοια: αυτό που αποκαλύπτει την Εργασία ως τον γενικό κανόνα ενός κόσμου, ο οποίος αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, ακόμα και στην πολυτέλεια και την ανάπαυση.

Τα στοιχεία της κοσμοθεάσεως του Jünger-η αισθητική και βουλησιαρχική αντίληψη της τεχνολογίας, η αποφασιοκρατία κάθε στιγμής, η αντίθεση του Εργάτου προς τον Αστό, η νιτσεϊκή θέληση «προς επαναξιολόγηση όλων των αξιών», που ήδη υποδαυλίζει τον γιουνγκεριανό «στρατιωτικό εθνικισμό» της δεκαετίας του είκοσι-συνοψίζονται ενίοτε με την φράση «ηρωικός ρεαλισμός». Υπό την επιρροή των γεγονότων, ωστόσο, ο διαλογισμός του Jünger θα υποστεί συντόμως μία αποφασιστική καμπή, η οποία τον οδήγησε σε διαφορετική κατεύθυνση.