Δημήτρης Κιτσίκης
μεταξύ Τρίτης Θέσης και Τέταρτης Πολιτικής Θεωρίας;
(long before it was cool)
από το βιβλίο του Χρήστου Κυπραίου,
Η Ιδεολογία του Ελληνοτουρκισμού: Από τον Γεώργιο Τραπεζούντιο στον Δημήτρη Κιτσίκη.
Ο Κιτσίκης είχε ερμηνεύσει τον ρόλο των ιστορικών ώς ψυχαναλυτών των εθνών
στην εργασία του με τίτλο Le Nationalisme [Kitsikis (1971), σ. 352-353].
Το 1990, το 2001 και το 2010 αντιστοίχως δημοσιεύθηκαν τα βιβλία του Κιτσίκη «Η τρίτη ιδεολογία και η Ορθοδοξία», «Το Βυζαντινό πρότυπο διακυβερνήσεως και το τέλος του κοινοβουλευτισμού» και «Εθνικο-μπολσεβικισμός: Πέραν του φασισμού και του κομμουνισμού». Εκεί ο συγγραφέας εκθέτει λεπτομερώς τα πολιτικά και θρησκευτικά του «πιστεύω». Όπως και η μεγάλη πλειονότητα των ελληνοτουρκιστών-μελών της Ανατολικής Παράταξης πριν από εκείνον, ο Κιτσίκης είναι βαθύτατα χριστιανός ορθόδοξος και η γενικότερη του κοσμοθεώρηση είναι έντονα επηρεασμένη από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Ως προς τις πολιτικές του αποστρέφεται το δυτικόμορφο κοινοβουλευτικό σύστημα (το οποίο θεωρεί ξένο προς την ελληνική παράδοση), και εκφράζει τον θαυμασμό του προς τα βυζαντινά πρότυπα της λαοκρατίας και της «συναλληλίας» σε επίπεδο ηγεσίας (δηλ. την στενή συνεργασία μεταξύ της ανωτάτης πολιτικής και θρησκευτικής αρχής ως προς την άσκηση της εξουσίας, η οποία εν πολλοίς εφαρμόστηκε και από τους Οθωμανούς). Επιπλέον, είναι φίλα προσκείμενος προς το πολιτικό κίνημα του εθνικομπολσεβικισμού, το οποίο συνδυάζει στοιχεία ριζοσπαστικού εθνικισμού (ειδικά ρωσικού) και μπολσεβικισμού.
Παρά τις μαρξιστικές και αντιεθνικιστικές τοποθετήσεις του ο Κιτσίκης αισθάνεται έλξη προς ένα συγκεκριμένο τύπο της εθνικιστικής ιδεολογίας, στην έρευνα επί της οποίας ειδικεύεται. Στην μελέτη που δημοσίευσε το 1971 υπό τον τίτλο Le Nationalisme («Ο εθνικισμός») διακρίνει δύο μορφές εθνικισμού: τον «σωβινιστικό εθνικισμό», ο οποίος πρεσβεύει ότι το έθνος στο οποίο αναφέρεται είναι πολιτιστικά ή/και βιολογικά ανώτερο από τα υπόλοιπα έθνη και εμφορείται από μισαλλοδοξία, ξενοφοβία και ρατσισμό, και τον «ισότιμο εθνικισμό», ο οποίος διακηρύσσει την αδελφική συγγένεια μεταξύ πλήρως ολοκληρωμένων, χειραφετημένων και ίσων κυρίαρχων εθνών. Ενώ απορρίπτει τον πρώτο, ο Κιτσίκης αναγνωρίζει μία ειδική χρησιμότητα στον δεύτερο.
Συγκεκριμένα, γράφει: «Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι διανοούμενοι εκείνοι που καταδικάζουν τον εθνικισμό είναι ότι, για να περάσουμε από την απόκλιση στην σύγκλιση [τών εθνών], πρέπει προηγουμένως, για το ίδιο το καλό της ανθρωπότητος, όλα τα έθνη επάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη, να έχουν ενηλικιωθή. Οι ίδικοί μας [οπαδοί της υπερεθνικότητας που καυχώνται ότι τίθενται υπεράνω του εθνικισμού είναι πλάσματα με καρδιά και νού μετρίας αξίας. Ένας γνήσιος υποστηρικτής της θέσεως ότι ο εθνικισμός είναι ξεπερασμένος πρέπει αναγκαστικώς να έχη περάσει πρώτα από τον εθνικισμό ... ένας λαός ήδύνατο, βεβαίως, να προχωρήση [εξ' αρχής πέραν του εθνικισμού, αλλά ... για την «διανοητική του υγεία» άρα και για την επιβίωσή του, πρέπει αναγκαστικά να περάση [προηγουμένως) από τον εθνικισμό, δηλαδή από την συνειδητή επιβεβαίωση του εαυτού του». Αντιστοίχως, ο Κιτσίκης βασίζει το έφικτό της δικής του υπερεθνικής πρότασης σχετικά με την Ελλάδα και την Τουρκία στην ταυτόχρονη επικράτηση ενός εθνικισμού κεμαλικού τύπου στις δύο χώρες.