Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρδην. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρδην. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Είμαστε έτοιμοι για το «δυτικό ζήτημα»;


Η Ελλάδα απειλείται από τυχόν αποσύνθεση της δυτικής ισχύος, αλλά η αποτροπή αυτού του ενδεχομένου δεν εγγυάται την ελληνική ασφάλεια.


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος

διεθνολόγος

http://mnovakopoulos.blogspot.com/2021/03/blog-post.html

Το ζήτημα της σχέσης του Ελληνισμού, ιστορικού και σύγχρονου, με τον δυτικό κόσμο και πολιτισμό, είναι παλαιότατο όσο και περιπλοκότατο. Περνάει μέσα από κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονότα σαν το Σχίσμα και τη Δ΄ Σταυροφορία, νεώτερες εξελίξεις όπως η Επανάσταση του 1821 και η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ, διαφορές στη φιλοσοφία, την τέχνη και τον τρόπο ζωής, μέχρι ερωτήματα για τον τρέχοντα γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας. Την αχανή έκταση και τις λεπτές διαφορές συμπληρώνει επί τα χείρω και η ασάφεια των όρων, καθώς, για κάθε Έλληνα, υπάρχουν ισάριθμες γνώμες περί του τι εστί «Δύση», «Ανατολή», «Ευρώπη», «Ελληνισμός», «πολιτισμός» κ.ο.κ. Μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων και του πνεύματος καταπιάστηκαν με το θέμα, από τους λογίους του ύστερου Βυζαντίου μέχρι τους Έλληνες διαφωτιστές, τους κολλυβάδες, τη γενιά του ’30 κ.λπ. Ειδικά μετά το 1990, οπότε η λήξη του Ψυχρού Πολέμου ξεπάγωσε τα απανταχού ταυτοτικά ζητήματα, έχουν γίνει συζητήσεις επί συζητήσεων για όλες τις σχετικές πτυχές, συχνά εξαιρετικά γόνιμες.

Ένας από τους παράγοντες του ζητήματος είναι η διπλή κριτική από πλευράς της ελληνικής παράδοσης τόσο της Δύσης ως γερμανολατινικού χριστιανικού Μεσαίωνα, όσο και ως νεωτερικότητας.


Τούτη η διάκριση έχει σημασία διότι το πρώτο σκέλος αποτελεί αντιπαράθεση πολιτισμών και κοινωνιών εντοπισμένων σε συγκεκριμένο χώρο και ιστορικό πλαίσιο, ενώ το δεύτερο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ίδιας της δυτικής σκέψης αναστοχαζόμενης. Με την αποικιοκρατία και την παγκοσμιοποίηση, η δυτική νεωτερικότητα κατέκλυσε όλον τον κόσμο, αλλάζοντας ριζικά τους άλλους πολιτισμούς, οι οποίοι αντιστάθηκαν ή/και προσαρμόστηκαν με διαφορετικούς τρόπους. Συνεπώς, η κριτική της δυτικής νεωτερικότητας (όπως την εξέφρασε ο Νίτσε, οι χριστιανοί συντηρητικοί, οι παραδοσιοκράτες του μεσοπολέμου, οι μεταμοντέρνοι κ.ο.κ.) έχει πανανθρώπινο ενδιαφέρον.


Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι Έλληνες, που υπερασπίστηκαν την «ιδιοπροσωπία» του ημετέρου πολιτισμού έναντι της Δύσης, και κάλεσαν σε αντίσταση στην αφομοίωση, είχαν πολύ βαθιά δυτική-ευρωπαϊκή παιδεία, σπουδές στο εξωτερικό κ.α. Αυτό ισχύει για τις γενιές του ’30 και του ‘60, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, ποιητές (Σεφέρης, Κόντογλου, Λορεντζάτος κ.ο.κ.). Η στροφή στην παράδοση δεν υπήρξε απόρροια φοβικής άμυνας μίας κοινωνίας αποκομμένης και απολιθωμένης. Αντίθετα, βαπτισμένοι στα ύδατα της δυτικής νεωτερικότητας, οι στοχαστές αυτοί είδαν κάποια σημαντικά αδιέξοδα και στράφηκαν, υστερόχρονα, στις απαντήσεις που προτείνει ο ελληνικός «τρόπος» και η ορθόδοξη πνευματικότητα. Από αντίστοιχα αδιέξοδα πολλοί Δυτικοί άνθρωποι σπεύδουν στη σοφία του Ντοστογιέφσκι ή στη θρησκευτικότητα του βουδισμού, ακόμη και του ισλάμ. Ορισμένοι, όπως ο Φίλιππος Σέρραρντ και ο Λαυρέντιος Γκεμερέυ, βρήκαν αυτό το καταφύγιο στον ορθόδοξο Ελληνισμό.


Η φθορά της Δύσης


Τούτες οι διανοητικές ζυμώσεις συνέβαιναν σε μία εποχή που η Δύση ναι μεν ταλανιζόταν από κρίσεις, παρέμενε όμως στην κορυφή των ιστορικών εξελίξεων. Σήμερα όμως η κατάσταση διαφέρει από το 1930 ή το 1990. Οι οικονομικές, δημογραφικές και πολιτικές εξελίξεις δείχνουν τον δρόμο για έναν πλανήτη πολυκεντρικό, στον οποίο η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική όχι απλώς δεν θα ηγεμονεύουν, αλλά σταδιακά θα υποχωρούν υπό τον ανταγωνισμό άλλων δυνάμεων και σχηματισμών.


Κάποτε η Ευρώπη εξήγαγε το πληθυσμιακό της πλεόνασμα αποικίζοντας ολόκληρες ηπείρους,  τώρα συμβαίνει το αντίθετο. Δεν υπάρχει πια το σαρωτικό τεχνολογικό πλεονέκτημα του 19ου και του 20ού αιώνα. Παρά τη συνεχιζόμενη τεχνοεπιστημονική συσσώρευση – η οποία όμως αποτελεί πλέον παγκόσμια υπόθεση – ο δυτικός κόσμος δείχνει έντονα σημάδια πνευματικής κόπωσης, παραπατώντας από κρίση σε κρίση.  Η υποχώρηση είναι αργή και σταδιακή, δεν γίνεται υπό την απειλή κάποιας μεγάλης τρίτης δύναμης, δεν έχει χαρακτηριστικά κατάρρευσης.  Είναι όμως σταθερή.  Στο εσωτερικό, ο κατακερματισμός των κοινωνιών, η αποξένωση, η αυξανόμενη ανισότητα, η υπογενητικότητα, η αξιακή σύγχυση και η αποτελμάτωση της διανόησης δεν φανερώνουν ζωντάνια ή έστω ελεγχόμενη διαχείριση. 


Η οικονομική κρίση και τώρα η πανδημία έδρασαν ως ισχυροί καταλύτες στα υπάρχοντα προβλήματα.  Πάνω και πέρα από αυτά, το οξυνόμενο περιβαλλοντικό πρόβλημα και οι παρενέργειες της τεχνολογικής υπερανάπτυξης στις ελευθερίες, την ψυχολογία και την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, γεννούν σε πολλούς ανθρώπους την εικόνα ενός δυστοπικού μέλλοντος. Δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση τους θεράποντες της μετανθρώπινης τεχνοθεολογίας, οι δυτικές κοινωνίες παράγουν σκέψεις, θεωρίες και έργα τέχνης γύρω από το τέλος του κόσμου ή άλλες καταστροφές, όταν πριν από κάποιες δεκαετίες ευελπιστούσαν στην κομμουνιστική ουτοπία, το «τέλος της ιστορίας», ή τα θαύματα της «διαστημικής εποχής».


Οι τάσεις αυτές έχουν και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε ένα από τα σημαντικότερα στρατηγικά σημεία του πλανήτη, ποτέ δεν μπορούσε να παρακολουθεί τον κόσμο από την ένοπλη ασφάλεια μίας Αγγλίας ή την εθελοντική απομόνωση μίας Ιαπωνίας. Το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, η αναδιαμόρφωση δηλαδή της τάξης της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης μετά την παρακμή των Οθωμανών, διαιωνίζεται στα πλαίσια του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, του ανταγωνισμού στον μετασοβιετικό χώρο, του τουρκικού επεκτατισμού, των ερευνών για υδρογονάνθρακες στη Μεσόγειο, της πάλης σουνιτών σιιτών κ.ο.κ.  Η Ελλάδα, σταθερά τοποθετημένη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ), βρίσκεται διαρκώς απέναντι στις νεοθωμανικές λόγχες δίχως την αξιόπιστη ασπίδα των συμμάχων της. Από την άλλη, δεν έχει σοβαρές προοπτικές αλλαγής προσανατολισμού, καθώς κανένας άλλος πλανητικός παίκτης (Ρωσία, Κίνα) δεν ενδιαφέρεται να ανατρέψει το καθεστώς της Γιάλτας, ακόμη και εάν η Αθήνα το ζητούσε. Τούτη είναι η ελληνική τραγωδία: η Ελλάδα απειλείται πολύ σοβαρά από τυχόν αποσύνθεση της δυτικής ισχύος, αλλά η αποτροπή αυτού του ενδεχομένου δεν εγγυάται αφ’ εαυτή την ελληνική ασφάλεια.


Οι κύριοι του κόσμου τούτου, βέβαια, δεν είναι τυφλοί μπροστά στις κρίσεις. Η πλήρης αποκοπή τους όμως από το κοινωνικό σώμα και την ιδέα της εθνικής κοινότητας τούς οδηγεί σε οράματα απαλοιφής των λαών, των κρατών και των πολιτισμών, όπως επιτάσσουν οι ανάγκες της ακώλυτης μεταφοράς αγαθών, υπηρεσιών και εργαζομένων, της διάλυσης των συλλογικοτήτων προ του απομονωμένου ατόμου-καταναλωτή-υπηκόου. Οι φωνές αντίδρασης, μέσα από τον εθνικισμό, λαϊκισμό κ.α. ορίζονται περισσότερο από την αντίθεσή τους σε κάτι και όχι από εσωτερική ωριμότητα για αλλαγή παραδείγματος (paradigm). 


Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, ανθρώπου του κατεστημένου, ο οποίος όμως διαβλέπει τους κινδύνους για τη διάρρηξη της εσωτερικής ενότητας από τον θρησκευτικό σεκταρισμό και εξτρεμισμό.  Ο αγώνας του κατά του φονταμενταλισμού με όπλο τη φιλελεύθερη γαλλική και ευρωπαϊκή παράδοση, τον Διαφωτισμό και την κοσμικότητα, περιορίζεται αναγκαστικά από την κόπωση και τα αδιέξοδα του νεωτερικού τρόπου. Ακόμη και εάν δεν υπήρχε, όμως, το μεταναστευτικό ζήτημα ή η τρομοκρατία, η δυτική παρακμή δεν θα εξαφανιζόταν. 


Ενώπιον του «Δυτικού Ζητήματος;»


Προσπαθώντας να αποσαφηνίσουμε την σχέση της Ελλάδας με τη Δύση, είναι πιθανό μεσοπρόθεσμα να βρεθούμε ενώπιον ενός Δυτικού Ζητήματος*, τμήματος μίας άνευ προηγουμένου παγκόσμιας αναδιάταξης και προκλήσεων όχι απλώς εθνικών, αλλά ανθρωπολογικών.  Η περίσκεψη για όλα τα συναφή θέματα γίνεται επείγουσα και επιβάλλεται να δώσει πρακτικές απαντήσεις καθημερινού τρόπου ζωής. Η αναθεώρηση των εν μέρει απαρχαιωμένων σχημάτων εκσυγχρονιστών-παραδοσιοκρατών της δεκαετίας του 1990 θα μπορούσε να είναι ένα καλό πρώτο βήμα.


Επειδή μέσα από ένα άρθρο πολλά μπορούν να προταθούν, είναι καλό να υπομνησθεί, ως υστερόγραφο, η σχετικότητα των ημετέρων δυνατοτήτων. Ακόμη και εάν οι Έλληνες ιθύνοντες αντιλαμβάνονταν την κρισιμότητα των συνθηκών, θα μεριμνούσαν για την ελληνική άμυνα, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την αναγέννηση της παιδείας. Πολλές διαδικασίες όμως είναι έξω από τις δυνάμεις της μικρής Ελλάδας – κάποιες είναι πολύ μεγάλες και απρόβλεπτες ακόμα και για τους ποικιλόμορφους πλανητάρχες. Οπότε ένα μέρος της προετοιμασίας ανθρώπων, οικογενειών, κοινοτήτων και του κράτους στο τέλος, είναι η προετοιμασία για όσα επίκεινται και δεν μπορούν να αποφευχθούν.


Εφημερίδα Ρήξη φ. 166, Μάρτιος 2021




Η Τουρκία, το Ισλάμ, η αποικιοκρατία

του Γιώργου Ρακκά

Πολύ συχνά ο Ταγίπ Ερντογάν βάζει στο στόχαστρο συλλήβδην την Δύση, κατηγορώντας την για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, τις σταυροφορίες κ.ο.κ. Ακόμα και η προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, στο πλαίσιο του υβριδικού πολέμου που έχει εξαπολύσει σε Έβρο και Ανατολικό Αιγαίο, δεν απευθύνεται στην κοινή γνώμη της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ούτως ή άλλως εκεί, είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής εδώ και μερικά χρόνια, τα όσα έχει διαπράξει στη Συρία, εναντίον των Κούρδων, ο αυταρχισμός του στο εσωτερικό, έχουν παίξει τον ρόλο τους.

Απευθύνεται κυρίως, στην κοινή γνώμη του μουσουλμανικού κόσμου, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, και της Αφρικής, ακόμα, στους μουσουλμάνους που βρίσκονται στην Ευρώπη. Με τις επιθέσεις που εξαπολύει για την βάρβαρη, βάναυση και ‘ναζιστική’ Ελλάδα, είναι σαν να τους λέει: «κοιτάξτε πως σας συμπεριφέρεται η Ευρώπη, η Ελλάδα, η λευκή και πολιτισμένη Δύση». Η οριοθέτηση του εχθρού, η ηθική και πολιτιστική του απαξίωση, βοηθάει τον Ερντογάν να παρουσιαστεί ως προστάτης ολοκλήρου του μουσουλμανικού κόσμου.

Σε αυτή του την προσπάθεια υπεισέρχεται και η εργαλειοποίηση ρητορικών, θεωρητικών και ερμηνευτικών σχημάτων, που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κυρίαρχου αποδομισμού. Η αντιαποικιοκρατία ως ριζική απόρριψη της ευρωπαϊκής ταυτότητας [κάτι που ήταν αδιανόητο για τον «κλασικό» αντι-ιμπεριαλισμό, κομμουνιστικό και μη, του 20ού αιώνα], τα «ανοιχτά σύνορα», η ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων, ο ανθρωπισμός.

Για την ακρίβεια, όλα αυτά τα συνδέει μεταξύ τους στο αφήγημά του. Σύμφωνα με αυτό, η Ευρώπη έχει ιστορική υποχρέωση να μεταβληθεί σε χώρο ελεύθερης μετακίνησης για τον μουσουλμανικό κόσμο, για να αποκαταστήσει τα εγκλήματα που έχει διαπράξει η αποικιοκρατία εναντίον του. Το επιχείρημα δεν συγκινεί μόνο όσους έχουν στρατευτεί στον «πόλεμο των πολιτισμών» από την απέναντι πλευρά, αλλά μπλοκάρει και τους Ευρωπαίους οπαδούς των ιδεολογημάτων που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν. Ιδίως στο άκουσμα της αποικιοκρατίας, όπου οι ενοχικοί μηχανισμοί δουλεύουν στο κόκκινο.

Κι όμως, μια συνεπής αντιαποικιοκρατική οπτική δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει από την σκοπιά της τον ισλαμικό επεκτατισμό, των Αράβων, αρχικά, και έπειτα των Οθωμανών. Για τους Έλληνες, που έζησαν κάτω από την μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία αυτό (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητο. Ωστόσο, σήμερα στην Ευρώπη ελάχιστοι αναρωτιούνται για το πως ακριβώς έφτασαν οι Άραβες μέχρι το Πουατιέ, ή το γιατί βρέθηκαν οι Οθωμανοί έξω από τις Πύλες της Βιέννης. Και γιατί η δουλοκτησία τείνει τα τελευταία χρόνια να ταυτίζεται μόνο με το εμπόριο μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού, μολονότι το ισλαμικό δουλεμπόριο διήρκησε περισσότερους αιώνες, και κατά πάσα πιθανότητα πήρε μεγαλύτερη έκταση σωρευτικά (αν θέλουμε να πιστέψουμε ιστορικούς εγνωσμένου κύρους, όπως ο Paul Bairoch, ή ο Οlivier Pétré-Grenouilleau). Ωστόσο, όπως λέει και ο Μαρκ Φερό, ιστορικός υπεράνω πάσης υποψίας ευρωκεντρισμού, «ενώ τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Ευρωπαίοι καταλαμβάνουν ολόκληρες σελίδες των σχολικών βιβλίων, τα χέρια των συγγραφέων τρέμουν να γράψουν ακόμα και την παραμικρή νύξη για τα εγκλήματα των Αράβων». Αναφέρεται βέβαια στην τελευταία μόδα των σχολικών βιβλίων ιστορίας, να ακολουθούν μια διόλου αμερόληπτη πολιτική ορθότητα.

Μπορεί όλα αυτά να φαίνονται δευτερεύουσες θεωρητικολογίες, αλλά δεν είναι. Έχουν αντίκτυπο, για παράδειγμα, ακόμα και στον τρόπο που διαχειρίζονται οι ευρωπαίοι ηγέτες τις ευρωτουρκικές σχέσεις, τον φόβο και την υποχωρητικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τον Ερντογάν, και η οποία οφείλεται σ’ ένα κλίμα που διαμορφώνεται μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες εδώ και δεκαετίες πια από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς: Το πανεπιστήμιο, τα ΜΜΕ, το σχολείο. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν με αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγωγηθεί, ώστε να προσέχουν σε κάθε τους λέξη μήπως και κατηγορηθούν για «ισλαμοφοβία». Εξ άλλου, δεν είναι μόνο ιδεολογικοί οι λόγοι, καθώς, όσο ριζοσπαστικό είναι το Ισλάμ γεωπολιτικά, και θρησκευτικά, άλλο τόσο κομφορμιστικό είναι σε ό,τι αφορά στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, για να μην μιλήσουμε για τα εκλογικά του ακροατήρια στην Ευρώπη που είναι συμπαγή, ψηφίζουν μονολιθικά, και ενίοτε παζαρεύουν αυτή την ψήφο με τα κόμματα εξουσίας των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.

Καμιά φορά, η αντιπολίτευση που εκφράζεται κόντρα σε αυτό το καθεστώς μέσα στην Ευρώπη, έρχεται να πάρει το σχήμα ενός αποικιοκρατικού ρεβανσισμού. Εμείς, εδώ στην Ελλάδα (θα έπρεπε να) γελάμε και με την ισλαμολαγνεία του ευρωπαϊκού μεταμοντερνισμού, και με τις ισχνές, στην πραγματικότητα μειοψηφικότατες απόπειρες να ξαναβρεί το ευρωπαϊκό πνεύμα την αυτοπεποίθηση του μέσα από την νοσταλγία των μεγάλων ευρωπαϊκών αποικιών.

Εμείς έχουμε ζήσει στο πετσί μας τόσο την αποικιοκρατία της Δύσης – αξίζει να θυμηθεί κανείς εδώ το «1204» του Γιώργου Καραμπελιά, όπου ο συγγραφέας ανέδειξε μέσα από την ιστορική έρευνα πως πρακτικές που μετέπειτα θα συνδεθούν κατ’ εξοχήν με την αποικιοκρατία στον Νέο Κόσμο, οι φυτείες και η αγροτική υπερεκμετάλλευση, η εταιρειοκρατία και οι εμπορικές της κτήσεις, εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στη Χίο ή τη Κύπρο, κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας.

Αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά και τι θα πει οθωμανικός ιμπεριαλισμός, με τις γενοκτονίες του, τις εκτοπίσεις, τα παιδομαζώματά του, τους βίαιους εξισλαμισμούς, την υπερφορολόγηση, το θρησκευτικό του απαρτχάιντ· τη μετανάστευση, ακόμα, «ως μέσο κατάκτησης», όπως θα χαρακτηρίσει ο Τούρκος ιστορικός Χαλίλ Ιναλτσίκ την ενθάρρυνση μετακίνησης πληθυσμών από την Κεντρική Ασία προς τα Βαλκάνια κατά τους πρώτες αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Όχι μόνον ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να μετέχουν σε αυτό το παιχνίδι των ενοχών, που κινητοποιεί ο Ερντογάν στο πλαίσιο του υβριδικού του πολέμου. Αλλά και, ακριβώς επειδή η Ελλάδα δεν φορτίζεται ιστορικά από το ‘φορτίο του λευκού ανθρώπου’, μπορεί να αποκαλύψει στα μάτια όλης της Ευρώπης την πραγματική πρόθεση της ρητορικής που εξαπολύει ο Ερντογάν. Και αυτή δεν είναι άλλη από την χρήση των ιστορικών εγκλημάτων της Δύσης, προς αιτιολόγηση και συγκάλυψη του δικού του, τωρινού μας και όχι παλιού, ισλαμοφασιστικού επεκτατισμού.


http://ardin-rixi.gr/archives/215989

Η κληρονομιά του Αλέξανδρου


Η Κληρονομιά του Αλεξάνδρου

Έξι αιώνες μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ένας Έλληνας από την Αίγυπτο, παίρνοντας το όνομα του Καλλισθένη, του συντρόφου του μεγάλου Μακεδόνα, συγκέντρωσε σε μια ενιαία αφήγηση όλους τους θρύλους που το όνομα του Αλεξάνδρου είχε απελευθερώσει στην ελληνιστική Ανατολή, μεταμορφώνοντας τον κατακτητή της Ασίας σε ένα είδος μάγου που έβγαινε από τις Χίλιες και μια νύχτες.

Η χωρίς προηγούμενο διάδοση του μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη δείχνει καθαρά την τεράστια εντύπωση που προκάλεσε σε όλο τον κόσμο η μορφή του Αλεξάνδρου. Μέσω της λατινικής μετάφρασης του Ιούλιου Βαλέριου (4ος αι.) και εκείνης του αρχιερέα Λέοντα (Νάπολη, 10ος αι.), το Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, συμπληρωμένο με τις μυθοπλασίες της Historia de Proeliis και της Επιστολής του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη, έγινε γνωστό σε όλους τους λαούς της Ευρώπης και αναπαράχθηκε σε πολλές γλώσσες, φτάνοντας μέχρι την Ισλανδία. Παρομοίως, και οι ανατολικοί λαοί μετέγραψαν στις γλώσσες τους την αφήγηση του ψευδο-Καλλισθένη, εμπλουτίζοντάς την με παραλλαγές που ο αλεξανδρινός μύθος είχε γεννήσει στην Ανατολή. Έτσι, για τους Αιγυπτίους, ο Αλέξανδρος υπήρξε ο γιος του τελευταίου Φαραώ, Νεκτανεβώ Β΄, ενώ οι Πέρσες Φιρντουζί (10ος αι.) και Νιζαμί (12ος αι.) τον είχαν μεταβάλει σε απόγονο του οίκου των Αχαιμενιδών, δηλαδή σε εθνικό ήρωα του Ιράν. Υιοθετημένος από την εσχατολογική ιουδαϊκή φιλολογία, ο Αλέξανδρος είναι επίσης παρών στο Κοράνι, όπου αναφέρεται ως Ισκαντέρ Δουλ-Καρνεΐν («Αλέξανδρος Δικέρατος»), σε ανάμνηση του γιου του θεού Άμμωνα, που ήταν στολισμένος με τα δύο κέρατα του πατέρα του. Ανάλογα χαρακτηριστικά βρίσκουμε στις αναρίθμητες μεταφράσεις του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, στη συριακή, αρμενική, κοπτική, αιθιοπική, τουρκική, μαλαϊκή, σιαμέζικη και λοιπές γλώσσες. Ακόμα και σήμερα, οι οικογένειες των ευγενών του Μπαντακσάν, στις υπώρειες του Ιντοκούς, ισχυρίζονται πως κατάγονται από τον Αλέξανδρο, ενώ οι Καφίρ των ορέων του Νουριστάν θεωρούν πως είναι πρόγονοι των στρατηγών και των στρατιωτών του. Παρομοίως, ο πρόεδρος Σοεκάρνο –αλλά και οι παλαιοί Ολλανδοί κυβερνήτες– είχαν μεταμορφωθεί από τους κατοίκους της Ιάβας σε απογόνους του μεγάλου Ισκαντέρ Αγκούνγκ…

Άγαλμα του Βούδα, ελληνο-βουδιστικής τεχνοτροπίας, από το Βασίλειο της Ghandara, στο σημερινό Πακιστάν (1ος-2ος αι. μ.Χ.).
Έτσι, για πολλούς αιώνες, οι σαλτιμπάγκοι, οι ερμηνευτές του Αλβέριχου ντε Μπεζανσόν, του Αλεξάντρ ντε Μπερναί ή του πατέρα Λαμπρέχτ, οι αφηγητές του Σαχ-Ναμέχ, του Φιρντουζί και του Ισκαντέρ-Ναμέχ, του Νιζαμί, οι λαϊκοί βάρδοι και οι παραμυθάδες του χωριού αφηγούνταν στα ανάκτορα και στις δημοσιές της Ανατολής και της Δύσης πώς ο Αλέξανδρος είχε ανακαλύψει την Πηγή της Αιώνιας Νεότητας, πώς είχε εισχωρήσει στο μαγεμένο δάσος όπου, κάτω από κάθε δέντρο, κοιμάται μια νεαρή κοπέλα αιθέριας ομορφιάς, πώς είχε εξερευνήσει τον βυθό του Ωκεανού και πώς προσπάθησε να ανεβεί μέχρι τον έβδομο ουρανό. Ο Αλέξανδρος, διηγούνταν οι ποιητές, είχε αιχμαλωτίσει δυο φτερωτούς γρύπες τους οποίους άφησε νηστικούς για τρεις ημέρες. Την τρίτη μέρα, τους έζεψε σε έναν ζυγό από τον οποίο αιωρούνταν ένας θρόνος ο βασιλέας κάθισε επάνω του και ύψωσε ένα μακρύ κοντάρι στην άκρη του οποίου κρέμασε το συκώτι ενός ζώου. Οι πεινασμένοι γρύπες πέταξαν ψηλά για ν’ αρπάξουν την τροφή, και ανέβασαν έτσι τον βασιλιά στον ουρανό δεν ακούμπησαν ποτέ τη λεία τους και έτσι ο Αλέξανδρος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά και θα έφτανε στον έβδομο ουρανό αν δεν συναντούσε ένα πνεύμα που τον διέταξε να κατέβει και πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους: «Γιατί, του είπε, θέλεις να γνωρίσεις τα πράγματα του ουρανού όταν αγνοείς τα πράγματα της γης;»…
Αυτή την εικόνα της αναλήψεως του Αλεξάνδρου την συναντάμε λίγο-πολύ παντού στη Δύση: ας αναφέρουμε, ανάμεσα σε άλλα, το θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο του καθεδρικού ναού του Οτράντο, τα κιονόκρανα της Μονής του Μουασάκ, τα ανάγλυφα που κοσμούν την πρόσοψη του καθεδρικού ναού του Μπόργκο Σαν Ντονίνο ή εκείνη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου, στη Βενετία. Την ξαναβρίσκουμε, σχεδόν πανομοιότυπη, σε περσικές, αιθιοπικές, τουρκικές, ινδικές μινιατούρες. Η ωραιότερη αναπαράσταση αυτού του θέματος είναι, ίσως, αυτή που βρίσκουμε επάνω σε ένα θαυμάσιο μουσουλμανικό σμάλτο, στο Μουσείο Φερντιναντέουμ του Ίνσμπρουκ, που ανήκε άλλοτε σε έναν ακόμα λάτρη του Αλεξάνδρου: τον πρίγκιπα Σουλεϊμάν ιμπν-Νταούντ της Μοσούλης (1114-1144)…

Στο βάθος αυτής της οικουμενικής ονειροφαντασίας βρίσκεται ένα μοναδικό ιστορικό γεγονός: αν ο Αλέξανδρος κατέστη ο μοναδικός, κοινός σε Ανατολή και Δύση, ήρωας, αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος που δημιούργησε εκπροσωπεί τη μεγαλύτερη διεθνή κοινότητα που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης.

Γιατί η συνηγορία υπέρ του Μαζάουερ





Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 91

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Ταχόπουλου (Η Θεσσαλονίκη, ο Μαζάουερ και τα φαντάσματα του οθωμανισμού), ξαναδιάβασα το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, και ένιωσα πολύ μεγαλύτερη απορία απ’ ό,τι στην πρώτη, πριν από χρόνια, ανάγνωσή του. Και όχι μόνο γιατί το διάβασα προσεκτικότερα, αλλά κυρίως διότι, στα αρκετά χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά, το 2006, δεν παρουσιάστηκε ποτέ μια σοβαρή κριτική αποτίμηση του συγκεκριμένου έργου, ενώ συνεχίζονταν οι διθύραμβοι, και κατέστη πλέον, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, σχεδόν κλασικό, τουλάχιστον για τους ιστορικούς, και ως το βιβλίο «αναφοράς» σχετικά με τη νεώτερη Θεσσαλονίκη.
Και η απορία μου –η οποία κάποιες στιγμές μετατρέπεται σε οργή– εδράζεται στο γεγονός ότι το βιβλίο του Μαζάουερ εντάσσεται τόσο εμφανώς στο είδος του ιστορικού αφηγήματος και όχι της ιστορίας, και μάλιστα με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ώστε είναι εντελώς απαράδεκτη η αποδοχή του ως ενός βιβλίου ιστορίας, που συνιστά μάλιστα τομή στην ιστοριογραφία. Και μόνο ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Ιωάννης Τουλουμάκος, θα επιχειρήσει μια συνοπτική, αλλά ευθύβολη βιβλιοκριτική στο έργο του συνολικά, επισημαίνοντας τα τεράστια και προφανή κενά του, ενώ και ο επίσης Θεσσαλονικιός, Ευάγγελος Χεκίμογλου, θα επιμείνει στις αποσιωπήσεις του βιβλίου του Μαζάουερ γύρω από το θέμα των εξισλαμισμών .
Γράφει σχετικά ο Ι. Τουλουμάκος:
Σε παλαιότερες εποχές, οι πρωτοετείς φοιτητές της Ιστορίας μάθαιναν πως επιστημονικό αλλά και ηθικό χρέος του ιστορικού είναι να «βρει τι πραγματικά συνέβη», δηλ. την αλήθεια, μακριά από κάθε πάθος και οργή και ότι, αν δεν μπορέσει να βρει την αλήθεια, επειδή οι γνωστικές δυνατότητες είναι περιορισμένες, πρέπει πάντως η αναζήτησή της να αποτελεί σε κάθε περίπτωση τον μόνο σκοπό του, ακριβέστερα: να είναι στάση ζωής. Εκτός από την αντίληψη αυτή, υπήρξαν όμως, ήδη από την αρχαιότητα, και άλλες – όπως ότι η Ιστορία μπορεί να αποβλέπει στην τέρψη ή τον εντυπωσιασμό, ή ακόμη να είναι θεραπαινίδα προκαταλήψεων ή ιδεοληψίας. Υπήρξαν και υπάρχουν και σήμερα και, όπως γνωρίζω, τείνουν να παραμερίσουν την πρώτη.
Το βιβλίο του M. Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων, μπορεί να ανήκει στη δεύτερη ή τρίτη κατηγορία, σίγουρα όμως δεν ανήκει στην πρώτη, ή, σε άλλη διατύπωση, δεν θέλει να βρει «τι πραγματικά συνέβη», δηλ. την αλήθεια. Έχει ένα σαφή «προγραμματικό χαρακτήρα», όπως δείχνουν οι επιλογές των μαρτυριών (όπου και όπως γίνονται στο βιβλίο), οι σχετικές κρίσεις του, αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου.
Θα έλεγα πως το βιβλίο του Μαζάουερ αποτέλεσε το πιο επιτυχημένο εγχείρημα της αποδομητικής «νέας ιστορίας» των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όχι μόνο γιατί γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα και κυκλοφορία, αλλά κυρίως διότι προσανατόλισε τη μελέτη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά τον ίδιο τρόπο ίσως που, στις περασμένες δεκαετίες, αυτή η ιστορία ήταν επίσης μονόπλευρα προσανατολισμένη προς την αντίστροφη κατεύθυνση.
Το βιβλίο του Μ., όπως και ανάλογες σχετικές μελέτες , χρησιμοποιώντας το κενό της ελληνικής ιστοριογραφίας για τα θέματα που αφορούν τους Εβραίους ή τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, εμφανίζεται ως ένα βιβλίο που θεραπεύει αυτή την έλλειψη. Ωστόσο, το γιατρικό είναι τόσο δυνατό, ώστε κινδυνεύει να εξοντώσει τον ασθενή, διότι ο Μαζάουερ και οι συν αυτώ τείνουν να υποκαταστήσουν την ιστορία της Θεσσαλονίκης, στο σύνολό της, από την ιστορία των κοινοτήτων που προαναφέρθηκαν.
Επιπλέον, ο Μ. χρησιμοποιεί ένα ακόμα τέχνασμα. Γράφει και δεν γράφει «ιστορία», όπως επεσήμανε και ο καθηγητής Τουλουμάκος, και έτσι, μπορεί εύκολα να αποκρούσει τα βέλη για τις ιστορικές ανακρίβειες και αποσιωπήσεις του βιβλίου. Για όσους τον επικρίνουν, γράφει μια ιστορική αφήγηση. Για όσους τον αποδέχονται και τον εκθειάζουν, γράφει «Το βιβλίο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης». Έτσι μόνο μπορεί να συγχωρηθεί –πιστεύει– η έλλειψη βιβλιογραφίας, η χρησιμοποίηση αποκλειστικά δευτερευουσών βιβλιογραφικών πηγών και οι αφηρημένες αναφορές και διαβεβαιώσεις χωρίς παραπομπές. Για παράδειγμα, δεν έχει διαβάσει ούτε καν το βιβλίο του Εβλιά Τσελεμπί, της μόνης δηλαδή οθωμανικής πηγής, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για τη Θεσσαλονίκη, και μία παραπομπή που γίνεται σ’ αυτόν (βλ. σ. 117 ) αφορά απόσπασμα του βιβλίου που παρατίθεται από άλλον συγγραφέα. Και όμως, το βιβλίο του Τσελεμπί έχει εκδοθεί σε πάμπολλες γλώσσες και στα ελληνικά, ήδη από το 1991. Σε βιβλίο ιστορίας για τη Θεσσαλονίκη αγνοεί, σκανδαλωδώς, ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφεί γι’ αυτήν, το βιβλίο του Κωστή Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη: τομή της μεταπρατικής πόλης. Κάπου αναφέρεται, en passant, στον «κατακτητή ορθόδοξο Βαλκάνιο έμπορα», χωρίς να αναφέρει ότι πρόκειται για την περιβόητη έκφραση του σημαντικότερου συγγραφέα για την οικονομική ιστορία των Βαλκανίων, του Στόγιαν Στογιάνοβιτς. Και θα μπορούσα να αναφέρω πάμπολλα ανάλογα παραδείγματα της προφανούς και απαράδεκτης προχειρότητας στον βιβλιογραφικό εξοπλισμό του βιβλίου.
Γράφει για τη Θεσσαλονίκη χωρίς την παραμικρή νύξη στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της ή τη σημαντική ποιητική και λογοτεχνική παράδοση της πόλης. Μήπως γιατί ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνική; Σε αντίθεση με τις πάμπολλες αναφορές του στα πορνεία, και τα καφέ σαντάν. Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η δημιουργία του οποίου, το 1926, αποτέλεσε τομή για την ιστορία της πόλης, δεν αξιώνεται ούτε καν μια αναφορά. Το ίδιο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της πόλης με την αγροτική ενδοχώρα, σχέσεις οι οποίες θα φώτιζαν διαφορετικά και τον ρόλο και τον χαρακτήρα της προφανώς, δε, εξωραΐζει συστηματικά την κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της πόλης κάτω από την οθωμανική κυριαρχία.
Η προκατάληψή του είναι τόσο μεγάλη, ώστε χαρακτηρίζει επανειλημμένα το ’21 ως εξέγερση μάλλον περιορισμένης σημασίας και ποτέ ως επανάσταση με τεράστιο ρόλο για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Ακόμα και για το εργατικό κίνημα και την Φεντερασιόν αφιερώνει πολύ λιγότερες σελίδες, απ’ ό,τι για τα ροζ φανάρια της πόλης.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που εντάσσεται στην παράδοση του Πιέρ Λοτί και του οριενταλισμού, υποτιμώντας εντελώς μια αληθινά ολιστική, όπως θέλει ο ίδιος να είναι, περιγραφή της Θεσσαλονίκης.
Και, όπως ο Πιέρ Λοτί, στον 19ο αιώνα, υπήρξε ο πρώτος συνήγορος του οθωμανισμού, έτσι και ο Μαζάουερ επανέρχεται σε μια καθαρά απολογητική για τους Οθωμανούς αντίληψη της κατεχόμενης Θεσσαλονίκης.
Δεν θα αναφέρω τα πάμπολλα παραδείγματα που παραθέτει ο Ταχόπουλος στο βιβλίο του για τη μεροληπτικότητα του Μ. έναντι της τουρκικής καταπίεσης. Σημασία έχει να δούμε το πώς και το γιατί αυτού του ιστορικού αφηγήματος.
Η Θεσσαλονίκη, μέσα σε ένα αιώνα, γνώρισε ανατροπές και συγκρούσεις χωρίς προηγούμενο. Το 1912, όταν απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, ήταν μια πόλη με πολλές εθνοτικές ομάδες, μεγαλύτερη των οποίων ήταν η εβραϊκή, και ακολουθούσαν η μουσουλμανική και η ελληνική, εκτός από μικρότερες Βουλγάρων, Σλαβομακεδόνων, Αρμενίων, Ευρωπαίων κ.λπ. Από τότε, ήδη μέσα σε δώδεκα χρόνια, το πρόσωπο της πόλης αναμορφώθηκε ριζικά. Οι μουσουλμάνοι, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, θα αντικατασταθούν από ένα μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από τη Μ. Ασία, τον Πόντο και την Αν. Θράκη. Τέλος, το 1940-44, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα εβραϊκή κοινότητα θα εξοντωθεί από τους Γερμανούς. Έτσι, το 1945, μέσα δηλαδή σε τριάντα τρία χρόνια, το πρόσωπο της πόλης είχε ριζικά μεταβληθεί. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες και κατά το 99% Έλληνες.
Η συγκέντρωση πληθυσμού στην πόλη λόγω του εμφυλίου και η αστυφιλία των αμέσως επόμενων δεκαετιών, με τη συγκέντρωση επήλυδων από τον όλο χώρο της Μακεδονίας, ακόμα και της Θράκης, θα μεταβάλει τη Θεσσαλονίκη σε μια κυριολεκτικά νέα πόλη, που πληθυσμιακά και πολιτισμικά είχε ελάχιστη σχέση με εκείνη του 1912. Αυτή η ριζική ανατροπή της σύνθεσης και των μεγεθών του πληθυσμού της πόλης είχε σαν συνέπεια, τουλάχιστον τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, και δεδομένης της σύγκρουσης με τον βουλγαρικό και σλαβομακεδονικό εθνικισμό –ακόμα και στη διάρκεια του εμφυλίου–, να δημιουργηθεί μια εύλογη παράδοση εμμονής στην ελληνική ταυτότητα και ενίοτε στην υποβάθμιση του ρόλου των παλαιότερων παραδόσεων και πληθυσμών που είχαν ζήσει στην πόλη.
Είναι απολύτως φυσικό, για τους Ποντίους, τους Μικρασιάτες, τους αγρότες από τη Χαλκιδική και τη Δ. Μακεδονία, που ήρθαν να κατοικήσουν στη μεγαλούπολη, η αποκλειστική αναφορά τους να είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Άγιος Δημήτριος και η απελευθέρωση της πόλης το 1912!
Ο Μαζάουερ και οι συν αυτώ προσάπτουν, στο ελληνικό κράτος και τους Έλληνες, ότι αποσιώπησαν ή «ξέχασαν» –πραγματοποιώντας έτσι μια «γενοκτονία της μνήμης»– την παρουσία των μουσουλμάνων και των εβραίων στην πόλη. Ακόμα και αν δεχτούμε εν μέρει κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η προσφυγιά, που κατέκλυσε τη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, προερχόταν από κάποια άλλη πραγματική γενοκτονία, στην οποία είχαν χάσει τους πατεράδες, τα αδέλφια και τα παιδιά τους.
Οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, είχαν ως μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο την ελληνική τους ταυτότητα και δεν ένιωθαν καθόλου δεμένοι με την ιστορία των παλαιότερων εθνοτικών κοινοτήτων της πόλης, την οποία εν πολλοίς αγνοούσαν. Εάν μάλιστα προστεθεί σε αυτό και η επιβίωση του Μακεδονικού Ζητήματος μέχρι τις μέρες μας, που ενισχύει τις τάσεις για εθνική συνοχή των Ελλήνων, τότε μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί η αναφορά στις «χαμένες κοινότητες», της ιστορίας της πόλης, ήταν μέχρι πρόσφατα ιδιαίτερα ισχνή.
Και όποιος δεν κατανοεί αυτή την πραγματικότητα, ενός λαού, του οποίου οι πόλεις ανασκάφτηκαν αναρίθμητες φορές στη μακρά ιστορία του και έπρεπε διαρκώς να αναγεννιούνται εκ του μηδενός –σε αντίθεση με τη ιστορική συνέχεια και τη διάρκεια των πόλεων στη Δύση, οι οποίες δεν αντιμετώπισαν ανάλογες καταστροφές– «δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει» και εν τέλει δεν είναι καν ιστορικός.
Είναι στρατευμένος προπαγανδιστής μιας αντίληψης που δεν θέλει να δει τη συνολική εικόνα, μια ελληνική πόλη 2.300 χρόνων, συνδεδεμένη πάντα με την ευρύτερη μοίρα του ελληνισμού, αλλά απομονώνει μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε αιώνων, κατά την οποία κατοικούνταν –μετά τη βίαιη κατάληψη και εξανδραποδισμό των κατοίκων της– και από άλλες εθνότητες, ως το αποκλειστικό και αποφασιστικό κέντρο της ιστορίας της. Και γιατί άραγε ο συγγραφέας μας δεν εκκινεί, όπως είναι και πολύ φυσικό για κάθε ιστορικό βιβλίο, με ένα κεφάλαιο σχετικό με την προ-οθωμανική Θεσσαλονίκη, τη Συμβασιλεύουσα του πολιτισμού και των κοινωνικών αγώνων; Διότι, σε αυτή την περίπτωση, θα αναδεικνυόταν η συνέχεια της πόλης και προφανώς τα μεγάλα της φαντάσματα, με τους Ζηλωτές και την επανάστασή τους, τον Ευστάθιο και την ελληνομάθειά του, τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Νικόλαο Καβάσιλα! Όμως, σε άλλα φαντάσματα στόχευε ο συγγραφέας, εκείνα του οθωμανισμού αποκλειστικά!
Εξάλλου, είναι απολύτως χαρακτηριστική η προσπάθεια να περιγραφεί η Θεσσαλονίκη έξω και πέρα από τους γειτονικούς αγροτικούς και ημιαστικούς πληθυσμούς, που προφανώς μετέβαλαν τα δεδομένα υπέρ του ελληνικού πληθυσμού και εις βάρος των άλλων κοινοτήτων, οι οποίες έτσι θα μετατρέπονταν σε μειονοτικές ομάδες.

Ο Μαζάουερ και η «ελίτ» της Θεσσαλονίκης
Η επιτυχία όμως αυτού του βιβλίου θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Διότι, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας, η οποία, εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια, επιχειρεί να προσαρμόσει την Ελλάδα στα νέα μεγέθη της, τα μεγέθη μιας μικρής επαρχίας της Ευρώπης, πράγμα που προϋποθέτει την κατεδάφιση ή τουλάχιστον την αποσύνδεση των σημερινών ελληνικών πληθυσμών από ένα ιστορικό παρελθόν, που κάνει τους Έλληνες να νιώθουν ακόμα ένα «μεγάλο έθνος». Και, όπως λέει πράγματι ο Μ. στο βιβλίο του: «Καθώς τα μικρά κράτη ενσωματώνονται σ’ έναν ευρύτερο κόσμο… ένα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται ένα άλλο παρελθόν».
Διότι, αν πράγματι η Θεσσαλονίκη, το 1430, παύει να είναι ελληνική, όπως ισχυρίζεται έντεχνα ο Μαζάουερ, και ξαναγίνεται ελληνική το 1912, και μάλιστα η διαδικασία ελληνοποίησης συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία του ’50, τότε οι Έλληνες και οι σύγχρονοι ελληνικοί πληθυσμοί –στην περίπτωσή μας, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης– είναι ένα νεοπαγές ιστορικό δημιούργημα που δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορία των 2.300, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ή των 4.000 χρόνων, για τον ελληνισμό και τα ελληνικά φύλα στο σύνολό τους. Γι’ αυτό ακριβώς και το βιβλίο του Μ., παρά τις ανακρίβειες, τις ατέλειες και την «ελαφρότητά» του, προεβλήθη σε τέτοιο βαθμό από την εθνομηδενιστική ιστοριογραφία και την πνευματική ελίτ της χώρας. Διότι βρισκόταν σε αρμονία ή, μάλλον, συνιστούσε οργανικό στοιχείο της συνολικής απόπειρας να αποκοπεί ο νεώτερος ελληνισμός από την ιστορική διάρκεια και το ιστορικό του παρελθόν.
Έτσι λοιπόν και σήμερα μένει να γραφεί μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία θα συμπεριλάβει, ως δευτερεύουσα αλλά υπαρκτή πλευρά της, και την παρουσία των Οθωμανών, παρότι κατακτητών, και ακόμα περισσότερο των Εβραίων, παρότι εισαχθέντων, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τους κατακτητές. Και το ευσύνοπτο βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου, μέσα από τη συστηματική καταγραφή των σφαλμάτων και των παρασιωπήσεων του βιβλίου του Μαζάουερ, αρθρώνει, ταυτόχρονα, και έναν λόγο για την ίδια την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Πώς και γιατί, όμως, μια ανάλογη σιγή, αλλά και πληθώρα ενθουσιωδών αναφορών, παρατηρήθηκε στην ίδια τη Θεσσαλονίκη; Αν ψάξουμε τις ρίζες του φαινομένου, θα χρειαστεί μάλλον να πάμε πολύ μακριά, σε έναν βαθύτατο πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό της πόλης.
Εξ αιτίας της προσφυγικής καταγωγής μεγάλου μέρους των Θεσσαλονικέων, ή της αγροτικής προέλευσής τους, σε έναν τόπο όπου η ανάμνηση της τουρκικής παρουσίας είναι πολύ πρόσφατη και ακόμα πιο πρόσφατες οι συγκρούσεις γύρω από το Μακεδονικό, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης εμφορείται από μια έντονα πατριωτική ιδεολογία, ενίοτε και με ισχυρά συντηρητικά και ορθόδοξα στοιχεία. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των βυζαντινών ναών, της γειτνίασης με το Άγιο Όρος και με… τα Σκόπια.
Σε αυτά τα πλαίσια και δεδομένης της προϊστορίας της ισχυρής εβραϊκής παρουσίας στο εργατικό κίνημα και των συγκρούσεων του Εμφυλίου, με αποκορύφωμα το Μακεδονικό στα 1948-49, η Αριστερά της πόλης, μειοψηφική, ανέπτυξε μια έντονα εθνομηδενιστική αντίληψη. Σε αυτή συνέβαλε, στη μεταπολιτευτική περίοδο ιδιαίτερα, και η παρουσία του Πανεπιστημίου, ειδικά οι σχολές των Επιστημών του Ανθρώπου, όπου οι αποδομητικές αντιλήψεις στην ιστορία, την παιδαγωγική, τη γλωσσολογία, ήταν πολύ ισχυρότερες από τις αντίστοιχες στην Αθήνα.
Αντίθετα, ο πλειοψηφικός «πατριωτικός» χώρος θα εκφραστεί πολύ περισσότερο από τη Δεξιά, το Κέντρο και, τις περασμένες δεκαετίες, από το ΠΑΣΟΚ, που θα ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος και της «πατριωτικής αριστεράς» που δεν μπορούσε να αποδεχτεί τις ισχυρά εθνομηδενιστικές αντιλήψεις των κυρίαρχων αριστερών κομμάτων.
Ωστόσο, αυτός ο πολιτικο-πολιτισμικός διαχωρισμός υπέκρυπτε και έναν άλλον, κοινωνικό ή οιονεί κοινωνικό, ανάμεσα σε μια σχετικά μικρή, αλλά ισχυρή, ομάδα Θεσσαλονικέων «ευπατρίδων» και μια πλειοψηφία επήλυδων –προσφυγικής ή αγροτικής προέλευσης– που κατά καιρούς έχει λάβει πολλές μορφές.
Η ομάδα κάποιων «παλιών Θεσσαλονικέων», που για χρόνια ένιωθε να «πνίγεται» από την παρουσία των «άξεστων» επήλυδων κάθε είδους, σε συμμαχία με την πανεπιστημιακή και πολιτισμική αριστερά, αναπολεί αίφνης την «πολυεθνική» Θεσσαλονίκη, «τη Θεσσαλονίκη των φαντασμάτων», για να αντιπαρατεθεί στην «ελληνικούρα» που την περιστοιχίζει. Διότι η παλιά Θεσσαλονίκη, η πριν το 1912, εξιδανικεύεται, έτσι, σε μια «πολυπολιτισμική μητρόπολη», την οποία κατέστρεψε η ενσωμάτωση της πόλης στο στενό και «επαρχιώτικο» ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωσή της.
Αυτή η αντίθεση θα εκφραστεί πολύ έντονα και στις πολιτικές διαμάχες που διαπερνούν την πόλη, ιδιαίτερα στο δημοτικό επίπεδο.
Αυτή η θεσσαλονικιώτικη ελίτ, συσπειρωμένη γύρω από το πανεπιστήμιο και το κέντρο της πόλης, είδε στο βιβλίο του Μ. κάτι σαν το «λίμπρο ντ’ όρο» μιας καταγωγής πατρικίων, έστω κι αν αυτό το βιβλίο υποβαθμίζει την ελληνική παρουσία στη Θεσσαλονίκη. Φαντασιακά, νιώθουν περισσότερο ταυτισμένοι με τα φαντάσματα μιας «κοσμοπολίτικης» πόλης, παρά με τη συμπρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Και αυτή η αντίθεση, η οποία εκφράζεται με όλους τους πιθανούς τρόπους, εγκολπώθηκε το βιβλίο του Μαζάουερ ως ένα εργαλείο για την κατάκτηση της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας από τις εκσυγχρονιστικές ελίτ στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα.

http://ardin-rixi.gr/archives/14970

Αρκαδικό Ιδεώδες

Μια αρχαιοελληνική παράδοση στον αντίποδα της… “κλιματικής αλλαγής”

“Οι ποιμένες της Αρκαδίας”, του Νικολά Πουσέν (1594-1665)


του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη*


«Δεν έχω ανάγκη από χρήματα…
Έχω ανάγκη από αισθήματα…
από όνειρα που στολίζουν τα δέντρα…
Έχω ανάγκη από ποίηση…»


(Στίχοι της Άλντα Μερίνι)


Πολύ συζήτηση έγινε το καλοκαίρι με αφορμή το θέμα έκθεσης, ένα ποίημα της Ιταλίδας ποιήτριας Άλντα Μερίνι, που δόθηκε στις πανελλαδικές εξετάσεις των ΕΠΑΛ για την νεοελληνική γλώσσα, στις 6 Ιουνίου. Η Άλντα Μερίνι (1931-2009), αγαπημένη του Παζολίνι, σφράγισε την μεταπολεμική ιταλική λογοτεχνία με την διθυραμβική ποίησή της που χαρακτηρίζεται από την διαπλοκή ερωτικών και μυστικιστικών θεμάτων.


Η επίθεση που δέχτηκε το θέμα-ποίημα της Άλντα Μερίνι από δημοσιογράφους και διανοούμενους, δεξιούς και αριστερούς εκφραστές του πνεύματος του τρέχοντος οικονομισμού, είναι χαρακτηριστική του τραγικού αδιεξόδου, το οποίο βιώνει η γηρασμένη Ευρώπη που αργοπεθαίνει. Και η Ελλάδα μαζί της.


Σε μια εποχή που το χρήμα έχει γίνει αυτοσκοπός, η ποίηση της Μερίνι φαντάζει ανατρεπτική, θυμίζει «διακηρύξεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών», κατά τους επικριτές της, και δυναμιτίζει το modus vivendi της υποταγής των πάντων στην σφαίρα της οικονομίας.


Επαναφέρει το πρότυπο του αναγεννησιακού ανθρώπου, της πολυδιάστατης προσωπικότητας με τα μεγάλα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, του πολυμαθούς αμφισβητία με τις κατ’ εξοχήν αντιχρηματικές αξίες και την διαρκή δίψα της γνώσης.


Ξεγυμνώνει τις αιτίες τής ηθικής, πολιτικής και αισθητικής κατάρρευσης του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού όπου το χρήμα αντί για μέσον έχει γίνει σκοπός, η πολιτική και ο πολιτισμός έχουν περάσει στα χέρια των πολυεθνικών, εταιρικών, συμφερόντων με συνέπεια την διάλυση της Κοινωνίας και την καταστροφή της Φύσης. Μιλώντας για το τελευταίο ζήτημα, αυτό της «κλιματικής αλλαγής», ο Πάπας Φραγκίσκος σε πρόσφατη συνάντησή του με τους CEO των πετρελαϊκών εταιρειών (14/6/2019) τόνισε ότι αυτή «μπορεί να καταστρέψει την ανθρωπότητα».


Πρόκειται για «το χαστούκι του ανθρώπου προς την Φύση» συνηθίζει να λέει ο Πάπας, ο οποίος επιμένει να μιλάει μόνο σε ένα γκλομπαλιστικό επίπεδο για «το κοινό μας σπίτι» και αποφεύγει να μπει στα βαθιά νερά για τις αιτίες της σημερινής τερατώδους συγχύσεως και παρακμής στην Ευρώπη. Σε αντίθεση, όμως, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει επανειλημμένα τονίσει ότι «μια συγκεκριμένη εκδοχή της Χριστιανικής Θεολογίας» είναι υπεύθυνη για την στρεβλή ανάπτυξη του σύγχρονου κόσμου.

Κι αυτό είναι πολύ πιο κοντά στο πνεύμα της ιστορικής αλήθειας.

Ο θρίαμβος της ανθρώπινης τεχνολογίας παρήγαγε περισσότερη ψυχική ασθένεια από ό,τι μπορούσαμε να φαντασθούμε, κατανάλωσε αναντικατάστατους φυσικούς πόρους και έχει μολύνει ανεπανόρθωτα την βιόσφαιρα. Αυτή η αυτοκαταστροφική διαδικασία ήταν ο καρπός μιας δυτικής, Προστεσταντικής, κυρίως, αντίληψης που εξορίζει το θείον από την Φύση και παραχωρεί στον άνθρωπο το δικαίωμα να την εκμεταλλεύεται άπληστα.

Εάν δεχθούμε την θεωρία των ιστορικών κύκλων, τότε η εποχή μας μπορεί να συγκριθεί με τις παλιότερες περιόδους πολιτιστικού αδιεξόδου που η ύπαρξή τους διαφαίνεται πίσω από τους αρχαίους μύθους και θρύλους.

O Μινώταυρος της Αθήνας και ο Θησέας της Θεσσαλονίκης;

Του Δημήτρη Μάρτου 

Τι θα γινόταν αν μεταφερόταν η πρωτεύουσα του κράτους κάπου αλλού; Αυτό βέβαια είναι ρητορικό ερώτημα, αλλά και λίγο προβοκατόρικο. Στην πλέον συγκεντρωτική χώρα του κόσμου, όπως είναι η Ελλάδα, όπου το αστικό μέγεθος είναι κατά πολύ μεγαλύτερο αναλογικά με άλλες χώρες (είναι η τέταρτη σε μέγεθος πρωτεύουσα της Ευρώπης), αλλά είναι μακράν πρώτη σε σχέση με το μέγεθος και τον πληθυσμό της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι, για είναι αξιόπιστη μια πολιτική στην Ελλάδα, περιφερειακή και αναπτυξιακή, πρέπει το ζήτημα της κεντρικότητας του κράτους να μπαίνει σε αμφισβήτηση. Γιατί αυτή η οικιστική δομή είναι ένας από τους παράγοντες που δημιουργεί αυτή την κρίση. Η κρίση στην Ελλάδα δεν είναι απλά κρίση χρέους, είναι κρίση εθνικής αειφορίας και βιωσιμότητας. Και αυτό συνδέεται με το πώς οικοδομήθηκε αυτό το κράτος, και ιδιαίτερα πώς οικοδομήθηκε χωροταξικά.

Η κατασκευή της πρωτεύουσας και η αποδόμηση της ενδογενούς ανάπτυξης

Η Αθήνα δεν είναι του δικού μας εθνολογικού υλικού, των δικών μας ανθρώπων, επαναστατών… Ακόμα και στο επίπεδο του ελληνικού κράτους πηγαίνανε στον Ισθμό. Μια ορθολογική άποψη, μια μοντέρνα άποψη τότε θα έλεγε να πάει η πρωτεύουσα στον Ισθμό. Εκεί υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να υπάρχει διεύθυνση της οργάνωσης ενός κράτους. Αλλά για λόγους που έχουν να κάνουν με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία τότε, η οποία οικοδομήθηκε με ένα δικό μας προιόν.
Οι αποικιοκράτες πάντα έψαχναν να βρουν προϊόντα. Αλλά τα σημαντικότερα προϊόντα ήταν οι ιδέες. Αυτές έπαιρναν από τους λαούς. Δεν έπαιρναν ούτε καφέ, ούτε καπνούς, ούτε αποικιακά προϊόντα. Πρώτα απ’ όλα έπαιρναν τις ιδέες. Τα μακαρόνια που τρώμε και πώς θα τα μαγειρέψουμε τα πήραμε από τους Κινέζους. Τα υφαντά με τα οποία οικοδομήθηκε όλος αυτός ο καπιταλισμός, τα πήραν από τους Ινδούς. Στους Ινδούς δεν πήγαν να πάρουν το βαμβάκι, το αλάτι, πήραν τις ιδέες πώς να φτιάξουν τα αραχνοΰφαντα υφάσματα. Από την Ελλάδα τι πήραν; Από την Ελλάδα πήραν τις αρχαιότητες, πήραν ιδέες, γιατί πραγματικά αυτές περιέχουν σημασίες και έφτιαξαν με αυτά το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ευρώπη. Γιατί η ελληνική αρχαιότητα ήταν δημιούργημα του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Έφτιαξαν ένα εθνολογικό υλικό, διαφορετικό από εκείνο που αναπτυσσόταν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, με την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως κεντρικότητα. Ο Βαλκάνιος έμπορος, το εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, (που έλεγε και ο Σβορώνος). Αυτοί λοιπόν, παράλληλα, ανακάλυψαν ένα άλλο εθνολογικό προϊόν, και τα έφεραν όλα εδώ και έφτιαξαν ένα κράτος-έθνος, με μια δική του κεντρικότητα. Γιατί επέλεξαν την Αθήνα; Γιατί ήταν το έδαφος της Αθήνας που είχε όλες εκείνες τις σημασίες, τα νοήματα, που μπορούσε να κάνει την δυτική ελληνικότητα ηγεμονική, σ’ ένα χώρο που είχε μια διαφορετική ελληνικότητα, που είχε άλλο εθνολογικό υλικό και να υπερκαλύψει τις σημασίες που έδιναν εδώ οι ντόπιοι, σ’ αυτό όλο το υλικό που υπήρχε και σε σχέση με την αρχαιότητα. Γιατί σε μας η αρχαιότητα υπήρχε ως βίωμα, σ’ αυτούς υπήρχε σαν επίκτητο. Αυτοί ήταν φιλέλληνες, εμείς ήμασταν Έλληνες. Κατάφεραν όμως να μας κάνουν και μας φιλέλληνες.
Εμείς δεν ζούμε σαν Έλληνες, αλλά προσπαθούμε να γίνουμε φιλέλληνες. Τη δική μας εθνική παράδοση προσπαθούμε να την αποκτήσουμε μέσω των δυτικών. Η Αθήνα ήταν το κομμάτι που μπορούσαν να σπάσουν, όλο αυτό το δυναμικό που υπήρχε και λέγεται ελληνισμός, ρωμιοσύνη, που είχε προηγμένες αστικές δομές, ο Γιώργος Καραμπελιάς έγραψε ένα βιβλίο για την «χαμένη άνοιξη» – αυτό ακριβώς λέει. Στη Μακεδονία με κέντρο τη Θεσσαλονίκη είχε αναπτυχθεί μία ζώνη βιοτεχνίας, που ήταν η Ρηνανία της εποχής εκείνης. Γινόταν αστική επανάσταση, μικρής διάρκειας, αλλά γινόταν. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε εγχώριο διαφωτισμό, τον «βαλκανικό διαφωτισμό», τον Καταρτζή τον Μοισιόδακα κ.λπ. Όλα αυτά απωθήθηκαν με τον αθηναϊσμό. Σήμερα, για να μιλήσουμε για βιώσιμη εθνική ανάπτυξη, θα πρέπει να βάλουμε στην κριτική μας όλη αυτή την ιστορική διαδικασία της αλλοίωσης, της κατασπάραξης του εθνικού μας χώρου, από τον αθηναϊκό Μινώταυρο. Είναι μια σημαντική προβληματική και αποκρύβεται. Θα το πω αλληγορικά. Ο Θησέας που θα τιθασεύσει τον αθηναϊκό Μινώταυρο, είναι η Θεσσαλονίκη. Αυτή έχει το ιστορικό δικαίωμα. Αυτή έχει τα ιστορικά προϊόντα και τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα και μπορεί να το κάνει. Ίσως τα παιδιά του συνδυασμού «Μένουμε Θεσσαλονίκη», να αποτελούν την πρώτη θεσμοποίηση, τον πρώτο πυρήνα συγκρότησης της Θεσσαλονίκης, ακριβώς σαν τον Θησέα που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία, να τιθασεύσει τον αθηναϊκό Μινώταυρο.
Θα σας πάω σε μια εποχή πολύ σημαντική που αποδεικνύει ότι η Θεσσαλονίκη είναι αυτό το έδαφος που αμφισβητεί, κονιορτοποιεί αυτά που λένε πλεονεκτήματα του εδάφους της Αττικής. Όλοι οι κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι κ.λπ. λένε ότι το έδαφος, για να βγει η Ελλάδα από την κρίση, είναι το έδαφος της Αττικής. Είναι αυτό που λένε να διεθνοποιήσουμε το έδαφος της Αττικής (προτεραιότητα στην Αττική) και έκαναν και αυτό το ρυμοτομικό σχέδιο, που είναι ένας αχαλίνωτος αθηνοκεντρισμός. Έκαναν και για την Θεσσαλονίκη. Αυτά που κάνουν τώρα, δηλαδή το ρυμοτομικό σχέδιο της Αθήνας και το ρυμοτομικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης, είναι αντιγραφές από τα σχέδια και τις προτάσεις που υπήρχαν από την δεκαετία του ’60. Στη μελέτη του Τριανταφυλλίδη για το ρυμοτομικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης, και για την Αθήνα παίρνουν τη μελέτη του Βασιλειάδη και του Δοξιάδη.
Ο Δοξιάδης οπαδός του Λε Κορμπυζιέ, ο οποίος είχε ανακαλύψει μια μπουλντόζα και ήθελε να το ισοπεδώσει όλα. Γιατί αυτοί στηρίζονταν στην ανάλυση ότι η παιδεία, η ευημερία είναι να συγκεντρωθεί ο κόσμος σε μία πόλη, να κάνουμε σύντομες τις αποστάσεις, δηλαδή τον χρόνο (αυτοί πάλευαν με τον χρόνο –πόσο σύντομα θα πάει ο εργάτης στο εργοστάσιο–). Γι’ αυτό έβγαινε ο Δοξιάδης και ελεεινολογούσε τη μορφολογία της Αττικής. Τον ενοχλούσαν τα βουνά που έχει το λεκανοπέδιο γιατί δεν άφηναν να επεκταθεί το λεκανοπέδιο. Αυτός είχε προβλέψει τέσσερα εκατομμύρια για το 2000, και το πέτυχαν αυτό. Εδώ στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ο Τριανταφυλλίδης. Προσπαθούν να επαναφέρουν αυτό το σχέδιο αλλά δεν θα πετύχει. Φοβούνται. Ξέρουν ότι η Θεσσαλονίκη είναι η απειλή της Αθήνας.

Η Θεσσαλονίκη και ο διπολισμός

Σας αναφέρω κάποια παραδείγματα, για να δείξω πώς λειτουργεί αυτό το χωροταξικό και αναπτυξιακό, πώς λειτουργούν στο επίπεδο της εξουσίας. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη θύμα του διπολισμού. Είναι το θύμα του Κριμαϊκού πολέμου. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη που συνέδεε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες των Βαλκανίων και τις επέκτεινε, ήταν μια φυσική πρωτεύουσα. Ήταν το επίνειο όλων των δικτύων (Βέροιας, Νάουσας) γιατί εδώ μπορούσαν να ορθολογικοποιήσουν το εμπόριό τους. Όμως όταν ήρθε η ήττα της Ρωσίας, στον Κριμαϊκό πόλεμο, και ουσιαστικά διέσπασε, περιχαράκωσε τους κόσμους των Βαλκανίων, (αυτό που κάνουν στην Ουκρανία τώρα), τους πόλωσε. Η αντίθεση Αγγλίας και Ρωσίας, εμφύτευσε την εχθρότητα, τη μισαλλοδοξία. Εκεί που ήταν φίλοι, έγιναν εχθροί. Θύμα αυτής της μισαλλοδοξίας ήταν η Θεσσαλονίκη. Έγινε μία πόλη συνόρων μετά το ’22, κατά τη μεγάλη καταστροφή του ελληνισμού. Αυτό συνεχίστηκε με τον διπολισμό και με τον ψυχρό πόλεμο. Όταν όμως, μετά το 1985, με την περεστρόικα άρχισε η πτώση του διπολισμού, τότε φάνηκε τι σημαίνει γεωπολιτική, γεωοικονομία, κεντρικότητα της βαλκανικής. Τότε απειλήθηκαν τα πάντα από τη Θεσσαλονίκη. Σας αναφέρω κάποια στατιστικά στοιχεία: το 1991, το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας τρομοκρατήθηκε. Γιατί παρατηρήθηκε αύξηση των πωλήσεων στη Μακεδονία κατά 17,7% σε σχέση με το σύνολο της χώρας που ήταν 13,5%. Τα κέρδη των εξαγωγών από τη Μακεδονία, ανέβηκαν 38,2% ενώ στην υπόλοιπη χώρα μειωνόταν κατά 37,1%. Το σύνολο των κερδών από τη βιομηχανία της Θεσσαλονίκης ανέβηκε 86%, όταν ο συνολικός όγκος των βιομηχανιών βρίσκεται στην Αθήνα. Το ’ 91 το 50% των συνολικών εξαγωγών γινόταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και για πρώτη φορά στην ιστορία αυτής της χώρας υπήρχε τάση δημογραφικής συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη μεγαλύτερη από την Αθήνα.
Τι επινόησε τότε το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας; Γιατί η εξουσία στην Ελλάδα είναι συγκροτημένη, φτιάχτηκε μέσα από τον γιγαντισμό της Αθήνας. Εφηύρε τα περίφημα προγράμματα σωτηρίας της Αθήνας, τα οποία ξεκίνησαν από το 1990. «Αττική SOS», «Ένα όραμα για την Αθήνα», μετά ήταν η Χρυσή Ολυμπιάδα 1996, που μετατράπηκε σε Oλυμπιάδα 2004. Όλες αυτές ήταν πολιτικές μεροληπτικής διαχείρισης, των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων, για να επανέλθουν οι δείκτες υπέρ της Αθήνας. Τα προγράμματα σωτηρίας της Αθήνας ανέκοπταν τις ευκαιρίες παγκοσμιοποίησης της Θεσσαλονίκης, που είναι το μόνο έδαφος φυσικής παγκοσμιούπολης. Τότε άρχισαν να καταλύονται όλα τα περιφερειακά προγράμματα ακόμα και οι νόμοι που ήταν ενισχυτικοί για την ενίσχυση της περιφέρειας της προηγούμενης δεκαετίας (του ’80). Θυμάστε τον νόμο 1262 που είχε γίνει μια μεγάλη δουλειά τότε, παρ’ όλο που είχε ατυχίες, θυμάστε τα επτά χιλιάδες έργα που λοιδορήθηκαν, που δεν πιάνουν τόπο, αλλά αυτά τα έργα συγκράτησαν τον πληθυσμό στην περιφέρεια. Και άρχισαν την τροποποίηση όλων αυτών των νόμων, με νέους νόμους από το ’ 94, ’ 98 κ.λπ. Τότε ανακαλύψαμε ως αντιστάθμισμα τα δέκα μεγάλα έργα από τα οποία τα επτά ήταν στην Αθήνα και τα τρία στην περιφέρεια. Εγνατία, εκτροπή Αχελώου και Ρίο Αντίρριο. Βέβαια, το Ρίο Αντίρριο, δεν έγινε σαν περιφερειακό έργο, ήταν πονηρό έργο, για να παρακάμψει την Θεσσαλονίκη. Να ενώσει το λιμάνι της Ηγουμενίτσας σε εκείνη την κρίσιμη φάση που παίζονταν οι περιφερειακές ισορροπίες στα Βαλκάνια, να ενώσει την Αθήνα με την Ηγουμενίτσα. Τα άλλα ήταν Αττική οδός, Μετρό, Σπάτα, Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων, Ολυμπιακό χωριό, κ.λπ.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, τη δεκαετία του ’90, η Θεσσαλονίκη αποδομούσε όλη αυτή τη θεωρία των πλεονεκτημάτων του εδάφους της Αττικής. Αν άφηνες τα πράγματα να λειτουργήσουν φυσιολογικά με τους νόμους της αγοράς, και να μην κάνεις παρέμβαση, γιατί η Αθήνα είναι δημιούργημα πολιτικού παρεμβατισμού. Δεν έχει πλεονεκτήματα το έδαφός της, ούτε η θέση της. Τέτοιο πλεονέκτημα έχει μόνο η Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό τη φοβούνται. Είναι η μόνη πόλη που όλα τα προγράμματα θέλουν να την περιορίσουν. Και όλη η πολιτική τάξη που αναδεικνύεται σ’ αυτήν είναι κατώτερη των περιστάσεων. Το πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης είναι ότι βρίσκεται σε μια γεωγραφική θέση, που είναι κοντά σε αγορές, είναι στην αγορά των Βαλκανίων, είναι στην αγορά του Ευξείνου Πόντου, της Κωνσταντινούπολης, της Ευρώπης, κ.λπ. Και μιας και ανέφερα τη λέξη Κωνσταντινούπολη… Ένας δήμαρχος στη Θεσσαλονίκη, όταν κάνει υπολογισμούς, πρέπει να δει τη σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Ο Μπουτάρης το κατάλαβε γιατί είναι πονηρός, αλλά το κατάλαβε λάθος. Η Κωνσταντινούπολη είναι αντίπαλος αλλά παίζει σε πολλά παιχνίδια. Η πολιτική του Μπουτάρη, έτσι όπως το κάνει με πάγιο και αφελή τρόπο, –δηλαδή λέει, εγώ θα φέρω τουρίστες, για να φέρω τους τουρίστες πρέπει να αναδείξω τον οθωμανικό χαρακτήρα της πόλης. Αυτό δημιουργεί παραρτηματοποίηση στην Κωνσταντινούπολη. Να φέρουμε τουρίστες και δεν πρέπει να υπάρχει πολιτική σε σχέση με αυτό τον χώρο. Να υπάρχει όμως με την άλλη παράδοση. Όχι τουρίστες μέσω του κεμαλισμού και του οθωμανισμού. Αλλά σε σχέση με την παράδοση της Θεσσαλονίκη ς. Της αντίστασης και της ανυπακοής στις κοινωνίες του φόβου και του ρατσισμού. Δηλαδή η Θεσσαλονίκη να αποτελέσει σημείο αναφοράς της χαμένης συμπλασιακής συνείδησης που υπάρχει στα Βαλκάνια. Και βέβαια όχι μόνο τους Βαλκάνιους αλλά και ένα κομμάτι των Τούρκων. Αυτοί που η συνείδησή τους η εθνική καταπιέζεται. Σ’ αυτούς πρέπει να αναφερθεί η Θεσσαλονίκη. Και αυτοί είναι πολλοί και δεν μιλάω μόνο για Κούρδους, μιλάω για πολλές καταστάσεις εκεί μέσα. Δηλαδή οι δράσεις, οι εκδηλώσεις που θα γίνουν, η ανάδειξη μνημείων, πρέπει να αποβλέπουν ακριβώς στις συνειδήσεις που υπάρχουν μέσα στην Τουρκία και να τις απελευθερώσουν.

Επιχειρούν να ολοκληρώσουν την καταστροφή

Υπάρχει το ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας. Αυτή τη στιγμή προωθούν έννοιες συγκλονιστικές και πρωτόφαντες. Σχεδιάζουν να κάνουν μια νέα Αθήνα, ανάμεσα στα Μεσόγεια και στη Λαυρεωτική. Εντάσσουν αστικά την ίδια την Μακρόνησο. Επτά λιμάνια. Θα πυκνώσουν όλα τα αστικά κενά που υπάρχουν. Θα ενισχύσουν τις νέες βιομηχανίες, οι οποίες θα πάνε πάλι στην Αθήνα. Θα κάνουν ουρανοξύστες στο Ελληνικό. Ευτυχώς υπάρχει το Σύνταγμα ακόμα που τους εμποδίζει να προωθήσει το ΤΑΙΠΕΔ, γιατί προστατεύει τη δημόσια περιουσία. Γι’ αυτό ο Βενιζέλος θέλει να το αλλάξει. Για τη Θεσσαλονίκη δεν θα κάνουν τίποτα. Εδώ δεν θα κάνουν το μετρό το οποίο είναι προγραμματισμένο από τη δεκαετία του ’60.
Υπάρχει ένα σημείο μέσα στο ρυμοτομικό της Αθήνας, το οποίο μετά από πολλές προσπάθειες έχει αλλάξει: το ρυμοτομικό του Τρίτση. Ο Τρίτσης είχε πιάσει λίγο το νόημα και ήταν το πρώτο ρυμοτομικό που ανέκοψε την επέκταση της Αθήνας. Αντί για μητροπολιτικούς συντελεστές δόμησης, έβαλε κοινοτικούς, 0,2, 0,4 κ.λπ. Τώρα καταργείται αυτός ο νόμος, και έφτασαν στο να προτείνουν ότι η έξοδος από την κρίση θα στηριχθεί στη χρηματιστηριοποίηση, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο διαφορετικό, προσπαθούν να δώσουν μεγάλη χρηματιστηριακή αξία στο έδαφος της Αττικής. Δηλαδή δημιουργούν ένα κλίμα, ότι αν επενδύσεις στην Αττική τα λεφτά σου θα πάρουν αξία. Αυτό ακριβώς που έκαναν και κατά την δεκαετία του ’60. Έρχονταν οι επαρχιώτες και έπαιρναν σπιτάκια γιατί ακριβώς έπαιρναν αξία. Και το πρόγραμμά τους είναι ακόμα μία συγκέντρωση στην Αθήνα. Διότι λένε ότι τα λεφτά και οι επενδύσεις στην Αθήνα είναι πιο αποτελεσματικές. Αυτή η γνωστή θεωρία της οικονομικής μεγέθυνσης.
Και κλείνω μ’ αυτό. Παλιά είχαν περιθώρια να μεταφέρουν κάποιους πληθυσμούς με την αστυφιλία, από τις ορεινές κοινότητες. Θυμάστε τις προτροπές του Κατοχιανού (πολεοδόμου της δικτατορίας, ο οποίος περιφερόταν τότε και έκανε κάποια σεμινάρια και έλεγε ότι πρέπει να φύγετε από τα ορεινά χωριά και να πάτε στο S (το σίγμα) στα παράλια, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Πάτρα, διότι δεν συμφέρει να μένετε στα χωριά). Αυτό ήταν τότε το σχέδιο και το κατάφεραν. Στο καινούργιο σχέδιο, μία παράγραφος λέει τα εξής: η μισή Ελλάδα, το 50% της χώρας, είναι άχρηστη. Γιατί είναι βράχια, βοσκότοποι, ξερολίβαδα κ.λπ. Είναι η θεωρία των βραχονησίδων. Αυτοί ξεχνάνε ότι η βόρειος Αττική παλιά ήταν βράχια και βοσκότοποι. Σήμερα, αν πάρεις έναν βράχο, τον κάνεις να έχει αξία. Αν ισχύσει ο νόμος, αν ισχύσουν οι διατάξεις του ρυμοτομικού, ο εθνικός χώρος αποδυναμώνεται και μπορεί η Αθήνα, να πάει στο μέλλον, απωθώντας ή/και εγκαταλείποντας ακόμα και την ενδοχώρα της. Τώρα όλα αυτά τα λέω σε μια στιγμή που ίσως δεν είναι κατανοητά, ούτε η κατάλληλη στιγμή. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι απλά μια αυτοδιοίκηση. Η Θεσσαλονίκη έχει ακριβώς τον ρόλο να ηγηθεί ενός περιφερειακού τμήματος. Αυτός είναι ο ρόλος της. Ή να το πούμε διαφορετικά. Να διασώσει το έθνος.

Θεσσαλονίκη-Αθήνα: Φυσικές και καιροσκοπικές πόλεις-πρωτεύουσες



του Δημήτρη Μάρτου

Σ την πλέον συγκεντρωτική χώρα του κόσμου, δεν μπορεί να πηγαίνεις σε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και να μη συζητάς το θεμελιακό της πρόβλημα, αυτό της χωροταξικής της ανωμαλίας. Δεν μπορεί να συζητάς για το «δημόσιο χρέος», χωρίς να το συναρθρώνεις με τις ιστορικές διαδικασίες του γιγαντισμού της Αθήνας.

Πόσο δημοκρατία, ανάπτυξη και μέλλον μπορεί να έχει μια χώρα, που το μισό του πληθυσμού της βρίσκεται στο 3% της έκτασής της; Και, μάλιστα, όταν αυτό  συμβαίνει σε μία χώρα που η φύση και η ιστορία την προίκισαν με το πλεονέκτημα της ισόρροπης κατανομής των ανθρώπινων, φυσικών και ιστορικών πόρων;  όταν  το κεφάλαιο, η εξουσία και ο κόσμος δεν συγκεντρώθηκαν στην Αττική εξαιτίας κάποιων φυσικών ή γεωγραφικών πλεονεκτημάτων της, αλλά λόγω απαγόρευσής τους να πάνε αλλού, λόγω μιας ανορθολογικής οργάνωσης των οικονομικών σχέσεων και εξαιτίας των πολιτικών πιέσεων που μεταφράζονταν σε διαχειριστικές μεροληψίες.

Η εισαγωγή στο εθνικό και κοινωνικό μας ζήτημα πρέπει να ξεκινάει από το ερώτημα: Γιατί ο πλούτος, η εξουσία και ο κόσμος  μαζεύτηκαν στην Αθήνα; Εδώ θα συγκρίνω δύο εθνοποιητικά συστήματα, τα οποία προσδιόρισαν δύο διαφορετικές αστικοποιητικές διαδικασίες και αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εθνικές γεωγραφίες και κεντρικότητες. Το ένα αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και το άλλο στην Αθήνα.

Θα πάμε στα 1800: Tότε διαμορφώνονταν οι δυνάμεις του σχηματισμού του έθνους-κράτους ή των κράτους–έθνους των Ελλήνων. Θα αναφερθώ σε ιστορικά ζητήματα γιατί αυτά, όταν δεν λύνονται σωστά, επιστρέφουν με την πρώτη ευκαιρία. Η ιστορία είναι εφέσιμη. Όσοι κατακτητές και αποικιοκράτες και αν περάσουν, δεν καταφέρνουν τελικά να ξεριζώσουν την ψυχή ενός λαού, να μπούνε στο μεδούλι του, πάντοτε μένει ένα υπόλειμμα, το οποίο συντηρεί τημνήμη, που αυτή πάλι ενεργοποιείται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους και επαναφέρει άλυτα ιστορικά ζητήματα, απαιτώντας την αποκατάσταση των αδικιών.

Τότε, στην εποχή της «άνοιξης των εθνών» συγκροτούνταν δύο εθνοποιητικά  συστήματα –οραματισμοί για τους Έλληνες.

Το «πάλι δικά σας θα’ ναι»

Είναι η κωδικοποίηση του δικαίου και των προσδοκιών ενός  ιστορικού λαού στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Αντιπροσωπεύει μια εμπειρία αντίστασης, ανυπακοής, κλεφταρματολισμού, αυτόχθονου βαλκανικού διαφωτισμού, αλλά και ένα πρόγραμμα πολιτειακής οργάνωσης των κόσμων του ελληνισμού. Θα χαρακτήριζα την ταυτότητα, που παρήγαγε αυτό το εθνολογικό υλικό, γηγενή και  αυτοπροσδιοριστική. Αποδόθηκε με τους όρους ελληνισμός και ρωμιοσύνη. Η στρατηγική και η συμβολική πρωτεύουσα ήταν η Κωνσταντινούπολη. Οι παγκόσμιες όμως τάσεις της «προόδου» αναδείκνυαν νέες εθνικές γεωγραφίες και κεντρικότητες.

Στα 1800 δημιουργούνται στην Ευρώπη οι ζώνες υφαντουργίας και βιοτεχνίας, οι οποίες αποτέλεσαν το οικονομικό υπόστρωμα όχι μόνον της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και  του σχηματισμού των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και των πρωτευουσών τους. Μια  τέτοια ζώνη αναδείχθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο για μια ευρεία ζώνη που περικλειόταν από το Μοναστήρι, Φιλιππούπολη, Σέρρες, Αμπελάκια, Τσαρίτσανη, Μέτσοβο, Καστοριά. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για συμπληρωματικά δίκτυα πόλεων, με διεθνικές εμπορικές σχέσεις και με αλληλοτροφοδότηση κυρίως με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Αυτές οι πόλεις-δίκτυα συνέκλιναν σταδιακά στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συγκεντρώνονταν οι προϋποθέσεις ενός συντονισμού και εξορθολογισμού του εμπορίου τους. Επρόκειτο για τη ζώνη του Ορθόδοξου Βαλκάνιου Εμπόρου που περιγράφεται από Έλληνες και άλλους Βαλκάνιους μελετητές (Σβορώνο, Στογιάνοβιτς, Τοντόροφ κ.λπ.) ως το «εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης». Τέτοιες ζώνες, με μικρότερη δυναμική, αναπτύσσονται γύρω από την Κωνσταντινούπολη, την Ιωνία και τον Πόντο.
Η γεωγραφική  και η πολιτική έκφραση αυτού του εμπορίου ήταν η Χάρτα και η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα, αντίστοιχα. Αν συγκρίνουμε τον χάρτη του εσωτερικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης με τη Χάρτα του Ρήγα,  θα διαπιστώσουμε ότι ταυτίζονται. Δηλαδή, ο Ρήγας φαντάζεται τον εθνικό χώρο με βάση τη δράση των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων, χωρίς βέβαια να υποβαθμίζει τις ιστορικονοηματικές. Μια χωροταξική εκλογίκευση της «ελληνικής δημοκρατίας» θα αναδείκνυε ως πιθανή πόλη της συνεδρίασης των νομοδοτικών σωμάτων και της άσκησης ορισμένων κεντρικών διοικητικών λειτουργιών, τη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή, θα κατέληγε με κάποια λογική κλιμάκωση στο κέντρο του προαναφερόμενου δικτύου. Αν φέρουμε τις διαγώνιους, θα διαπιστώσουμε ότι το κέντρο της Χάρτας ταυτίζεται με την Πέλλα της Μακεδονίας. Η Πέλλα σημειώνεται ως  η «πατρίς του Αλεξάνδρου». Ο Αλέξανδρος είναι το πρότυπο του Ρήγα, από τον οποίο αντλεί τις πολιτικές του ιδέες. Αυτή η νοηματική επίκληση καλύπτει τις ανάγκες μιας ιστορικής τεκμηρίωσης και νομιμοποίησης της νέας κεντρικότητας, την οποία προκαλούν οι κοινωνικοοικονομικές διεργασίες. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε όμως  ότι στον Ρήγα δεν αναπτύσσεται κάποια κατηγορία πόλης-πρωτεύουσας, με συγκεντρωτικό και αυταρχικό περιεχόμενο.

Πολιτιστικά, η δυναμική αυτού του εμπορίου καθοριζόταν από τη γλωσσική ελληνοποίησή του (Βαλκανικός Διαφωτισμός). Η ελληνική γλώσσα, πριν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, δεν χρησιμοποιούνταν ως στοιχείο εθνικής διάκρισης, αλλά ενότητας και εκσυγχρονισμού. Εξάλλου και ο εθνικός οραματισμός των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής δεν εμπνεόταν από τις εθνολογικές δυτικοευρωπαϊκές (χερντεριανές) θεωρίες, αλλά από εγχώριες εθνοποιητικές εμπειρίες, που συντηρούσαν τη βυζαντινή-πατριαρχική γεωγραφία, με δημοκρατική πολιτικά και ομοσπονδιακή πολιτειακά συγκρότηση των αυτοδιοικούμενων εθνοτικών ομάδων (βλ. την πολιτειακή πρόταση του Ρήγα). Η ελληνική γλώσσα γινόταν η γλώσσα της εγγράμματης βαλκανικής τάξης και της πολιτικής ενοποίησης των λαών της Βαλκανικής.

Οι «αρχαίοι Έλληνες»

Εκείνη την περίοδο, που οι οικονομικές και πνευματικές διαδικασίες στα Βαλκάνια αναδείκνυαν τη Θεσσαλονίκη ως τη νέα κεντρικότητά της, στη Βορειοδυτική Ευρώπη αναδεικνυόταν ένα νέο  εθνολογικό υπόστρωμα γύρω από την κατηγορία «αρχαίοι Έλληνες». Ως εθνολογικό υλικό προέκυψε από τις επεξεργασίες της ελληνικής αρχαιότητας στις Ακαδημίες της Δύσης (νεοκλασικισμός/φιλελληνισμός) και για τις ανάγκες των δυτικών κοινωνιών. Εισήχθη στην Ελλάδα και μετάλλαξε ή απώθησε το αυτόχθονο εθνολογικό υλικό. Καθόρισε, δε, μια εθνική ταυτότητα, την οποία θα χαρακτηρίσω εξωγενή και ετεροπροσδιοριστική, αποδίδοντάς τη με τον όρο «αθηναϊσμός».

Ο φιλελληνισμός/νεοκλασικισμός  ενέταξε την ελληνική αρχαιότητα στον πυρήνα της παράδοσης των δυτικών κοινωνιών ως «ιδεώδες», καθιστώντάς την πλαίσιο ορθού προσανατολισμού της εθνικοποιητικής τους διαδικασίας. Η δήλωση του Σέλεϊ ότι «είμαστε όλοι Έλληνες» εισήγαγε την άποψη  ότι οι «αρχαίοι Έλληνες» ήταν ένα αρχέτυπο, μια εξειδικευμένη συνθήκη ελέγχου της εθνικής ταυτότητας, της γεωγραφικής και ψυχολογικής διεύρυνσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Η ιδεατοποίηση της ελληνικής αρχαιότητας δεν συμπεριλάμβανε αρχικά τους  σύγχρονους Έλληνες. Οι οπτικές εμπειρίες και οι αφηγήσεις των περιηγητών παρήγαγαν κυρίως μια περιθωριοποίηση ή και παρασιτισμό τους. Η Επανάσταση του 1821 επανακαθόρισε το περιεχόμενο του φιλελληνισμού. τον ανάγκασε να εξετάσει και το ανθρώπινο «υπόλειμμα» αυτού του ιδεώδους κόσμου, τους σύγχρονους Έλληνες, τους οποίους όμως ανάγκαζε να προσεγγίσουν τον προγονικό τους πολιτισμό εξ αντανακλάσεως, μέσω των αναγκών και των τρόπων των Δυτικών, μέσω αυτού που ονομάζω αθηναϊσμό.

Ο αθηναϊσμός είναι πλέγμα θεσμών, αισθητικής, γεωγραφίας, κεντρικότητας, που κάνει ευκρινή την ηγεμονία της Δύσης επί του ιστορικού χώρου του ελληνισμού. Η βιωματική σχέση σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους, αν και υπήρχε έντονα λόγω  των αστικών, λαογραφικών και γλωσσικών συνδέσμων, απωθείται στο όνομα μιας εξιδανίκευσης της αρχαιότητας κατά το πρότυπο της Δύσης. Ο αθηναϊσμός γινόταν ένας  εξαναγκασμός να προσεγγίσουν τη δική τους παράδοση έμμεσα, μέσω των δυτικών επεξεργασιών/εμπειριών,  όχι σαν Έλληνες, αλλά σαν φιλέλληνες. Η διαδικασία εσωτερίκευσης της δυτικής ελληνικότητας στην εθνική ταυτότητα των Ελλήνων θα γίνει μια διαδικασία  συνεχούς ιδεολογικής και  υλικής διόγκωσης της Αθήνας στο σώμα του ελληνισμού.