Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ΑΠΟΦΑΤΙΚΉ ΠΑΡΆΔΟΣΗ: Η ΘΕΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΊΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΊΤΗ

 

Дарья Дугина ~ Ντάρια Ντούγκινα

АПОФАТИЧЕСКАЯ ТРАДИЦИЯ: БОГОСЛОВИЕ ДИОНИСИЯ АРЕОПАГИТА

Το έργο του διάσημου χριστιανού θεολόγου και μυστικιστή, τα γραπτά του οποίου εισήλθαν στη χριστιανική παράδοση με το όνομα "Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης", αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της φιλοσοφικής και θρησκευτικής σκέψης. Είχε τεράστια επιρροή σε όλη τη χριστιανική φιλοσοφία, ανατολική και δυτική, και κατά συνέπεια στη φιλοσοφική σκέψη της Νέας Εποχής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μέχρι τον Μεσαίωνα, όπου τα Αρεοπαγιτικά έπαιξαν τόσο σημαντικό ρόλο.


Σχεδόν όλοι οι μελετητές του Αρεοπαγιτικού Corpus συμφωνούν ότι έχουμε να κάνουμε με τον πλατωνισμό σε χριστιανική μορφή. Κατά συνέπεια, πρέπει να τον εντάξουμε στο γενικότερο πλαίσιο της πλατωνικής φιλοσοφίας για να κατανοήσουμε τη θέση του και να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του.


Τα Αρεοπαγιτικά είναι αξιόπιστα γνωστά από τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. και μετά. Έτσι, τους χωρίζουν περίπου 10 αιώνες από τον ίδιο τον Πλάτωνα και την Ακαδημία του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Πλατωνισμός πέρασε από μια σειρά θεμελιωδών μεταμορφώσεων, θεσμοθετήσεων και ερμηνευτικών μετατοπίσεων, οι οποίες πρέπει να εντοπιστούν με τον πιο γενικό τρόπο για να κατανοήσουμε την ιστορικο-φιλοσοφική διαδικασία από τον Πλάτωνα (V - VI αι. π.Χ.) έως τα Αρεοπαγιτικά (V αι. π.Χ.).


Η περίοδος αυτή μπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις -


α) Μεταπλάτωνος Ακαδημία (Σπεύσιππος, Ξενοκράτης κ.λπ.), για την οποία είναι γνωστά ελάχιστα αξιόπιστα στοιχεία και της οποίας η φιλοσοφική εξειδίκευση είναι σήμερα προβληματική λόγω των εξαιρετικά σπάνιων στοιχείων,


β) Μέσος Πλατωνισμός (Ποσειδώνιος, Πλούταρχος Χαιρώνιος, Απολύσιος, Φίλων),


γ) ο Νεοπλατωνισμός, ο οποίος εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια και από την αρχή χωρίστηκε σε δύο σχολές: παγανιστική (Πλωτίνος, Πορφύριος κ.λπ.) και χριστιανική (Κλήμης Αλεξανδρείας, Ωριγένης κ.λπ.).


Τα Αρεοπαγιτικά γειτνιάζουν στενά με τον Νεοπλατωνισμό, και η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι βρίσκουμε σε αυτά ταυτόχρονα την επίδραση και των δύο νεοπλατωνικών τάσεων - της Ωριγενιστικής (η οποία έμμεσα προδιέγραψε ακόμη και τη δογματική βάση του Χριστιανισμού) και της παγανιστικής (που ενσωματώθηκε τον πέμπτο αιώνα στο μνημειώδες φιλοσοφικό και θεολογικό σύστημα του Πρόκλου Διαδόχου, ο οποίος κατέβαλε μια πρωτοφανή προσπάθεια να συστηματοποιήσει τον Πλατωνισμό στο σύνολό του).


Στο πιο γενικό επίπεδο, μπορούμε να θεωρήσουμε το πρώτο στάδιο ως μια συνέχεια της παιδείας του Πλάτωνα προς την κατεύθυνση που δίνει ο ίδιος ο Πλάτωνας: τελειοποίηση του φιλοσοφικού λόγου και των ερμηνευτικών πρακτικών στο γενικό κλειδί της πλατωνικής προσέγγισης - χωρίς να διακρίνονται κατευθύνσεις προτεραιότητας και πειστικές προσπάθειες συστηματοποίησης της ίδιας της πλατωνικής διδασκαλίας.


Στο δεύτερο στάδιο, αρχίζει αυτή η συστηματοποίηση, η οποία οδηγεί στον εντοπισμό κομβικών σημείων στη διδασκαλία του - συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού αντιφάσεων, προβληματικών τμημάτων και αντικρουόμενων ερμηνειών. Εδώ είναι εξαιρετικά σημαντικό για μας ότι η διδασκαλία του Πλάτωνα για πρώτη φορά συσχετίζεται με τη θεολογική γνώση, δηλαδή θεολογείται. Αυτό φαίνεται, πρώτα απ' όλα, στο έργο του Φίλωνος της Αλεξάνδρειας, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει τη φιλοσοφία και την κοσμολογία του Πλάτωνα στον "Τίμαιο" και στην "Πολιτεία" με τη θρησκεία της Παλαιάς Διαθήκης και τα δογματικά της αξιώματα - ιδίως για τον Θεό Δημιουργό, τον μονοθεϊσμό κ.λπ. Εδώ, για πρώτη φορά, τίθεται το πρόβλημα του πώς οι πλατωνικές ιδέες και οι πλατωνικοί ημίθεοι σχετίζονται μεταξύ τους και πώς μπορούν να συσχετιστούν με τον προσωπικό Θεό του εβραϊκού μονοθεϊσμού. Ο Φίλων άσκησε αργότερα τεράστια επιρροή στη διαμόρφωση της χριστιανικής δογματικής και, συνεπώς, η σχέση μεταξύ πλατωνισμού και θεολογίας στη φιλοσοφία του ήταν καίριας σημασίας για όλα όσα ακολούθησαν.


Μετά τον Φίλωνα, οι χριστιανοί Γνωστικοί (κυρίως ο Βασιλίδης) αποτέλεσαν σημαντικό κρίκο στην ανάπτυξη του Πλατωνισμού. Πολλοί από αυτούς επηρεάστηκαν αποφασιστικά από τον Πλάτωνα, όπως αναφέρει λεπτομερώς ο Πλωτίνος στην Εννεάδα ΙΙ.9. Αλλά οι Γνωστικοί διάβασαν τον Πλάτωνα ήδη μέσα από το πρίσμα του μεσοπλατωνισμού και ιδίως των γραπτών του Φίλωνος, καθώς και στο πλαίσιο του πρώιμου Χριστιανισμού με τον έντονο προβληματισμό του για το πώς η Καινή Διαθήκη και η εποχή της χάρης σχετίζεται με την Παλαιά Διαθήκη και την εποχή του νόμου. Με τους Γνωστικούς η σχέση αυτή πήρε μια ανταγωνιστική έκφραση που οδήγησε σε έναν δυισμό. Είναι σημαντικό για εμάς ότι αυτός ο δυϊσμός διαμορφώθηκε μέσω της πλατωνικής φιλοσοφίας. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι ο χριστιανικός γνωστικισμός είναι μια ιδιαίτερη εκδοχή του πλατωνισμού - μια δυαδική εκδοχή.


Οι σχολές του Πλωτίνου και του Ωριγένη, δηλαδή ο πραγματικός Νεοπλατωνισμός, ως η τρίτη φάση στη διαμόρφωση αυτού του κινήματος που οδηγεί απευθείας στον συγγραφέα των Αρεοπαγιτικών, ήταν το αποτέλεσμα της ανάπτυξης του μέσου Πλατωνισμού και σε μεγάλο βαθμό μια απάντηση στον δυϊστικό πλατωνισμό των Γνωστικών. Όχι μόνο ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας και ο Ωριγένης, αλλά και ο Πλωτίνος πολεμούσαν με τους Γνωστικούς. Και η απόρριψη του Γνωστικισμού τους ώθησε να αναπτύξουν έναν διαλεκτικό και συστηματοποιημένο Πλατωνισμό που δέχεται την πρόκληση της θεολογικοποίησης και της δυαδικότητας που είναι χαρακτηριστικές των μεσαίων Πλατωνιστών και των Γνωστικών, αλλά που δίνει μια αποφασιστικά μη δυαδική απάντηση σε αυτές. Για να δανειστούμε έναν όρο από την ινδουιστική φιλοσοφία, θα ήταν της μόδας να ονομάσουμε τον Νεοπλατωνισμό "Advaito-Platonism", δηλαδή μη-δυαδικό Πλατωνισμό.


Η μυστικιστική θεολογία των Αρεοπαγίτικων εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο ενός τέτοιου μη δυαδικού Πλατωνισμού και αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμά του, αν και λιγότερο συστηματοποιημένο και ανεπτυγμένο από τα συστήματα του Ωριγένη ή του Πρόκλου. Ταυτόχρονα, ο πέμπτος αιώνας αντιπροσώπευε μια εποχή εξασθένισης της δογματικής ώθησης που εμψύχωνε τους προηγούμενους αιώνες του ελληνορωμαϊκού πατερισμού, προδικάζοντας την εποχή του χριστιανικού Μεσαίωνα που ακολούθησε. Το ύφος και ο εννοιολογικός μηχανισμός των Αρεοπαγιτικών ήταν με τον καλύτερο τρόπο κατάλληλοι για μια τέτοια μεταβατική περίοδο: ολοκλήρωσαν την εποχή του Νεοπλατωνισμού, αφενός, και της ελληνορωμαϊκής πατερικής, αφετέρου, αλλά ταυτόχρονα διαμόρφωσαν έναν από τους σημαντικότερους φορείς της μελλοντικής χριστιανικής σκέψης - συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του διευρωπαϊκού σχολαστικισμού, στη διαμόρφωση του οποίου από τον Ιωάννη τον Σκώτο Εριγένη έως τον Θωμά Ακινάτη είχαν τόσο σημαντική επίδραση.


Η επιρροή του Νεοπλατωνισμού

 


ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ

WALLIS R.T.



ΌΠΩς ΘΑ ΔΕΙΞΟΥΜΕ σε αυτό το κεφάλαιο, μια επισκόπηση της επιρροής του Νεοπλατωνισμού απειλεί να γίνει κάτι σχεδόν ταυτόσημο με την πολιτιστική ιστορία της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής μέχρι την Αναγέννηση, και από ορισμένες πλευρές κάτι ακόμα περισσότερο. Ο λόγος που αυτό δεν έχει πάντοτε αναγνωριστεί είναι ότι η επιρροή του Νεοπλατωνισμού υπήρξε συχνά έμμεση. Το ότι ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση είδαν τον Πλάτωνα μέσα από το πρίσμα του Μεσοπλατωνισμού και του Νεοπλατωνισμού στην πραγματικότητα δεν έχει αναγνωριστεί σαφώς, εκείνο που έχει ακόμα λιγότερο εκτιμηθεί είναι η έκταση στην οποία οι νεοπλατωνικές ιδέες επηρέασαν τις μεσαιωνικές ερμηνείες του Αριστοτέλη. Αυτό είναι σημαντικό, αφού σημαίνει ότι το κυρίαρχο ρεύμα της χριστιανικής Θεολογίας, τόσο στην πλατωνική όσο και στην αριστοτελική του μορφή, υπήρξε πάντοτε νεοπλατωνική. Εδώ μπορούμε να επικεντρωθούμε μόνο σε λίγα από τα σημαντικότερα επεισόδια αυτής της ιστορίας, θα είμαστε, για παράδειγμα, σε θέση να πούμε λίγα για τη νεοπλατωνική επιρροή στην ανάπτυξη της επιστήμης ή στην Αναγέννηση και στον σύγχρονο αυτοκρυφισμό. Ούτε, πρέπει να τονιστεί, σκοπό έχουμε να δώσουμε μια εξαντλητική ή ολόπλευρη περιγραφή των φιλοσόφων που πρόκειται να συζητήσουμε ούτε βέβαια να ισχυριστούμε ότι όλοι αυτοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αδιακρίτως «Νεοπλατωνικοί», αλλά να δείξουμε, πρώτον, την έκταση της ύστερης επιρροής του Νεοπλατωνισμού και, δεύτερον, την ποικιλία των μορφών που αυτός μπόρεσε να πάρει. Πιο ειδικά θα δούμε πώς κάποιες μεταγενέστερες διαμάχες συχνά απηχούν εκείνες τις οποίες είχαμε ήδη δει στον παγανιστικό Νεοπλατωνισμό και πώς νεοπλατωνικών αντιλήψεων στοχαστές ασχολήθηκαν με το νέο πρόβλημα να συμβιβάσουν την παγανιστική φιλοσοφία με την εξ αποκαλύψεως θρησκεία. Σε αυτό το πρόβλημα ο βυζαντινός, ο ισλαμικός και ο δυτικός μεσαιωνικός κόσμος ανταποκρίθηκαν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, μέχρις ότου τα διάφορα ρεύματά τους να συγκλίνουν στην πολιτιστική ζωή της Αναγέννησης.


Ένας τρόπος -και, όπως αποδείχτηκε, εκπληκτικά αποτελεσματικός- να διατηρηθεί η νεοπλατωνική επιρροή σε πείσμα της επίσημης εχθρότητας στο βυζαντινό κόσμο εμφανίζεται στα κείμενα του συγγραφέα κατά τα τέλη του πέμπτου και τις αρχές του έκτου αιώνα τα οποία σώζονται ως εμάς με το όνομα του πρώτου Αθηναίου οπαδού του Απόστολου Παύλου, του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, στα οποία τα δόγματα του αθηναϊκού Νεοπλατωνισμού παρουσιάζονται με χριστιανικό ένδυμα. Πέρα από κάποιες επιστολές, το φιλολογικό σώμα του Διονυσίου περιλαμβάνει τέσσερα έργα: τη σύντομη αλλά εξαιρετικά σημαντική Μυστική Θεολογία, η οποία πραγματεύεται την «αποφατική» ή αρνητική θεολογία και την πρακτική άσκηση του μυστικού το Περί Θείων Ονομάτων, που πραγματεύεται τη θετική ή «καταφατική» θεολογία: και τα Περί Ουρανίου Ιεραρχίας και Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, τα οποία εξετάζουν τη μεσολάβηση της θεότητας στα γήινα όντα μέσω των ουράνιων τάξεων των αγγέλων και των γήινων τάξεων της Εκκλησίας. Η ταυτότητα και η εποχή του συγγραφέα, η σχέση του με τα γνωστά μέλη της Αθηναϊκής Σχολής και η σχετική καθαρότητα του Χριστιανισμού του παραμένουν αντικείμενα έντονής διαμάχης. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως η προσπάθεια του να ενώσει το Νεοπλατωνισμό με την Ορθόδοξη θεολογία δεν ήταν σε καμία περίπτωση η πρώτη. Η αποφατική δεολογία είχε πλήρως εδραιωθεί στην ανατολική παράδοση το δεύτερο αιώνα από τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, ενώ η σκέψη και ο μυστικισμός των Καππαδοκών Πατέρων του πέμπτου αιώνα, του Γρηγόριου Ναζιανζηνού (περ. 330-περ. 390), του Βασιλείου Καισαρείας (περ. 330-379) και ιδιαίτερα του Γρηγόριου Νύσσης (πέθανε το 394) βρίσκονταν υπό έντονη πλωτινική επιρροή. Το πρόβλημα που τέθηκε από τα κείμενα του Διονυσίου, παρά το υποτιθέμενο αποστολικό τους κύρος, ήταν ότι ο Νεοπλατωνισμός του άνηκε στην πιο απερίφραστη παγανιστική Αθηναϊκή Σχολή ειδικότερα, η αγγελολογία του Διονυσίου θύμιζε σε μεγάλο βαθμό τις τάξεις των θεών της Αθηναϊκής Σχολής. Ως εκ τούτου ο Θεός του έτεινε να γίνει απλώς ο ανώτατος όρος της μεταφυσικής ιεραρχίας και ως τέτοιος να συλληφθεί σαν να επενεργούσε στον υλικό κόσμο μόνο μέσω μεσολαβητικών δυνάμεων. Σε αυτό ο Διονύσιος απηχούσε τις αμφιλεγόμενες τάσεις του παγανιστικού Νεοπλατωνισμού και, ίσως ακόμα σημαντικότερο, παρουσιαζόταν εξίσου διφορούμενος στα θεμελιώδη σημεία που διέκριναν το νεοπλατωνικό από το χριστιανικό κοσμοείδωλο, όπως το αν η δημιουργία είναι απόρροια της θεϊκής φύσης ή οφείλεται σε μια δωρεά χάριτος. Γι' αυτό και ο τελετουργισμός του έτεινε να χάσει το υπερφυσικό του στοιχείο και γινόταν δύσκολο να διακριθεί από την παγανιστική θεουργία. Τέλος, ο Διονύσιος φαινόταν να δίνει ελάχιστη σημασία στην ενανθρώπιση. Δεν θα κρίνουμε εδώ το δίκιο αυτών των κατηγοριών πρέπει απλώς να σημειώσουμε ότι έγιναν και ήταν μόνο αφότου η Ορθοδοξία του υποστηρίχτηκε από τα σχόλια του Ιωάννη Σκυθουπόλεως (περ. 530) και του Μαξίμου του Ομολογητή (580-622) που τα κείμενα του Διονυσίου μπόρεσαν να γίνουν πλήρως αποδεκτά. Η επίδρασή τους στη δυτική μεταθυσική θεολογία και το μυστικισμό, που χρονολογείται από τη λατινική μετάφραση του 858 από τον Ιρλανδό φιλόσοφο Ιωάννη Σκώτο Εριγένη (περ. 810-περ. 877), η οποία βρήκε σύντομα μιμητές, σταθηκε εξίσου σημαντική. Μεγαλύτερες διαμάχες προκάλεσε η ίδια  η σκέψη του Εριγένη, μια εξέλιξη των βυζαντινών νεοπλατωνικών ιδεών την οποία αξίζει να εξετάσουμε εν συντομία.


Μια κύρια πηγή έντασης στο Νεοπλατωνισμό, όπως έχουμε δει, ήταν η διφορούμενη στάση τους απέναντι στον υλικό κόσμο. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το ότι και οι δύο πλευρές της εικονομαχικής διαμάχης του όγδοου αιώνα, γύρω από τη λατρεία των θείων εικόνων, και της ησυχαστικής διαμάχης του δέκατου τέταρτου αιώνα, στην οποία ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1357) υπερασπίστηκε το μυστικισμό του θείου φωτός ενάντια στην καθαρά αποφατική θεολογία του μοναχού Βαρλαάμ, εκφράστηκαν με νεοπλατωνικούς όρους. Ηταν όμως χαρακτηριστικό για τη στάση της Ανατολικής Εκκλησίας απέναντι στον υλικό κόσμο το ότι και στις δύο περιπτώσεις θριάμβευσε η θετική αποτίμηση του κόσμου αυτού. Ο λόγος ήταν η αντίληψη του βυζαντινού Νεοπλατωνισμού για τη δημιουργια ως «θεοφάνεια» η εκδήλωση του θείου, μια εξέλιξη της πλατωνικής άποψης του αισθητού κόσμου ως εικόνας του Νοητού η οποία έδινε στον πρώτο μια θετικότερη αξία, η θεωρία των εικόνων ήταν απλώς μια συγκεκριμένη εφαρμογή αυτού. Εκεί όπου ο Εριγένης έσφαλε στα μάτια της Εκκλησίας, όταν προσπάθησε να εισαγάγει αυτό το δόγμα στη Δύση, ήταν η εκ μέρους του πραγμάτευση της δημιουργίας ως φυσικής εκδίπλωσης της θείας ενότητας και η συνακόλουθη παραδοχή ότι στη διάρκεια της δημιουργίας των άλλων πραγμάτων ο Θεός δημιουργεί ταυτόχρονα και τον εαυτό του. Εξού και η καταδίκη για πανθεϊσμό που επέσυρε η πραγματεία του De Divisione Naturae.


.....


Και (πέρα ακόμη και από τις πολυθεϊστικές περιπλοκές που τίθενται από τις Ενάδες) η διάκριση ανάμεσα στην Πρώτη και τις κατώτερες Υποστάσεις των Νεοπλατωνικών είναι προφανώς λιγότερο αυστηρή από εκείνη ανάμεσα στο Θεό και τα δημιουργήματά του στις σημιτικές θρησκείες, Παρ' όλα αυτά, η ιδέα της «θεϊκότητας κατά μέθεξιν» έχει φανερές συγγένειες με τη διδασκαλία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να θεοποιηθεί μέσα από τη θεία χάρη και ο Βοήδιος δεν ήταν με κανένα τρόπο ανορθόδοξος λοιπόν όταν εισήγαγε αυτήν την ιδέα στη Δύση.


Το θεολογικό σύστημα του ψευδο-Διονυσίου

 "Το θεολογικό σύστημα του ψευδο-Διονυσίου είναι νεοπλατωνικής σύλληψης: στο κέντρο βρίσκεται η θεϊκή μονάδα, το απόλυτο Ἕν, η «ἑνοποιὸς δύναμις», η ύπαρξη του οποίου εξηγεί τα πάντα. Από το Ἕν ο κόσμος διατάσσεται γύρω του με ομόκεντρους κύκλους, καθένας των οποίων αποτελείται από τρία στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του τριαδικού Θεού. Ακολουθούν οι τρεις κύκλοι των εννέα αγγέλων. Η ουράνια τριαδική κατάταξη έχει τον αντικατοπτρισμό της στην γη, και δη στην εκκλησιαστική ιεραρχία, στην οποία, παρόλα αυτά, στην κορυφή των τριάδων τοποθετούνται τα μυστήρια και όχι άνθρωποι, οι οποίοι ακολουθούν επίσης στη συνέχεια κατά τριάδες: επίσκοποι, πρεσβύτεροι και διάκονοι, μοναχοί, λαϊκοί και κατηχούμενοι. Το σύστημα του ψευδο-Διονυσίου αφορά διάχυση από το κέντρο προς τους ομόκεντρους κύκλους, ιδιοτήτων και αρετών, όπως η καλοσύνη, για την οποία μεσολαβούν τα ανώτερα όντα προς τα κατώτερα. Ο ψευδο-Διονύσιος εισήγαγε τον αρχαίο όρο «ἱεράρχης» στη χριστιανική ορολογία και επινόησε τον όρο «ἱεραρχία» για την διάταξη του κόσμου. Ωστόσο, το σύστημά του είναι απόλυτα φιλοσοφικό και θεολογικό, και δεν αφορά τόσο την κοινωνική ιεραρχία, όσο την θέση και την ταυτότητα του καθενός μέσα στον κόσμο (τη λεγόμενη «μονή»). Ο Θεός είναι πάντα μακριά αλλά και κοντά σε κάθε δημιούργημα, το οποίο όμως έχει καθήκον, από τη θέση όπου βρίσκεται, να μεταδώσει τις αρετές και ιδιότητες στα όντα της χαμηλότερης βαθμίδας («πρόοδος» ή «φιλάνθρωπος πρόοδος»). Έτσι είναι σαφές ότι το κάθε ον ή δημιούργημα του Θεού έχει τη θέση του, από την οποία δύσκολα μπορεί να μετακινηθεί αλλά μετακινείται κυρίως προς τα χαμηλότερα επίπεδα, προκειμένου να επιτελέσει το έργο που είναι συνυφασμένο με την θέση του. Από την άλλη, το «θεοκεντρικό» αυτό σύστημα, όπως και κάθε νεοπλατωνική θεώρηση, προβλέπει την δυνατότητα ανόδου των ανθρώπων προς τον Θεό, αλλά δεν περιγράφεται η διαδικασία αυτής της ανόδου."


Dead Can Dance ~ The Host Of Seraphim [Trisagion Version]




Ψευδο~Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

«Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης»

 ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Στο 3/3, 5:34, σχολιαστής αναφέρει τον σημαντικό μελετητή του Πρόκλου, Tuomo Lankila 

 και το άρθρο του: The Corpus Areopagiticum as a Crypto-Pagan Project

όπου παρουσιάζεται η υπόθεση της σκόπιμης συγγραφής-δημιουργίας του έργου του λεγόμενου "Ψέυδο" Διονύσιου του Αρεοπαγίτη από την ίδια την χιλιόχρονη πλέον Πλατωνική Ακαδημία, την εποχή του τελευταίου διευθυντή της Δαμασκίου, έχοντας καταλάβει "τι έρχεται", υπό την συγγεκριμένη "υπογραφή" - χρήση του ονόματος μιας ιστορικά υπαρκτής πρώτο-χριστιανικής προσωπικότητας - με σκοπό την μεταγραφή του πενταποστάγματος της Νεοπλατωνικής Ελληνικής Φιλοσοφικής Θεολογίας σε μία απλοποιημένη εκδοχή προκειμένου να διασωθεί έστω και με χριστιανικό μανδύα...


ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης». 1/3

ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης». 2/3

ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης». 3/3



Π. ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης ΙΙ » 1/5




The traditionalist foundations of the Left Hand Path in Odinism

Askr Svarte


The traditionalist foundations of the Left Hand Path in Odinism

The term “The Left Hand Path” is used today so often, and sometimes without any excuse and regarding to disputable exoteric doctrines, that its meaning and core are clouded from view and understanding. It is even more difficult to talk about the Left Hand Path in Odinism, because this manifestation of the German-Scandinavian Tradition is extremely young and therefore it is under all kinds of influences and infiltrations of the many extravagant ideas. A detailed analysis of the phenomenon of the Left Hand Path was conducted in the second volume of our fundamental work “Polemos”[1], below we will try briefly to summarize the main points in the light of the pagan traditionalism.

It is known that in antiquity the Germanic-Scandinavian Culture and Tradition did not know the division into the Right Path and the Left Path, as there were no special cults and practices of veneration of the Fury and Dark hypostases of the Gods, akin to Vedanta and Tantrism in Hindu traditions. The focus of Sacredness, which only later became possible to “divide” into the solar-martial (the Right) and twilight-ecstatic (the Left), is the figure of ás Odin and the Odinic cult. The cult of Odin embodies the holism of the World of Tradition. The axis of tension lies between the Gods (Aesir) and the Titans (Thurses and Jotuns), which is perfectly described by F. G. Jünger on the example of Greek mythology.

Paganesimo Cristianesimo Europa





Paganesimo cristianesimo Europa
Autore: Alfonso Piscitelli | Categorie: Cristianesimo e monoteismi, Italiano, Religione | 0

Il passaggio dal politeismo a una forma enoteista matura all’interno delle grandi civiltà tradizionali. In Persia si afferma il culto di Ahura Mazda, il Supremo Signore attorniato dai sui arcangeli; in Egitto Akenaton promuove il culto di Aton, simboleggiato nella sua purezza metafisica dal disco del Sole. Peraltro l’affermazione di un Dio Supremo non cancella le altre forze che tuttavia vengono subordinate in una gerarchia (spesso identificata alla scala planetaria).

In Grecia un enoteismo filosofico si sviluppa con l’Arké dei Fisici della Ionia, con l’En della scuola platonica, con il Dio Causa Prima di Aristotele; in India si affermano le scuole che di volta in volta colgono l’Assoluto in Brahma, in Vishnu o in Shiva, concependo gli altri dei come emanazioni di questo Principio Primo.

Συνέσιος της Κυρήνης, ο Έλληνας - Χριστιανός


Συνέσιος της Κυρήνης, ο Έλληνας - Χριστιανός
“Το βύθισμα εντός του «αιωνίου» είναι το τέλος της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς το τέλος της θρησκείας είναι το βύθισμα εντός των μυστηρίων”.
Πλούταρχος


Ο Συνέσιος, υπήρξε νεοπλατωνικός Φιλόσοφος, συγγραφέας, αλλά και επίσκοπος Πτολεμαΐδας. Γεννήθηκε το 370 μ.Χ. στην Πεντάπολη της Κυρηναϊκής. Ήταν γόνος "Εθνικής" οικογένειας αναγόμενος από το γένος των Ηρακλειδών. Αφού έλαβε βασική μόρφωση μετέβη με τον αδελφό του, Ευοπτίο, στην Αλεξάνδρεια όπου μαθήτευσε στην νεοπλατωνική φιλόσοφο Υπατία, την οποία σε όλο τον βίο του τιμούσε.

Τον 4ο αι. ο Χριστιανισμός κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος απέναντι στην «παλαιά θρησκεία». Η νέα θρησκεία έχει σταδιακά ενσωματώσει τον πολιτισμό και τα ιδανικά του ρωμαϊκού κόσμου και έχει ήδη βρει έναν τρόπο συνύπαρξης με τον προϋπάρχοντα πολιτισμό. Στην σχολή της Αλεξάνδρειας στα τέλη του 4ου αι. εκπροσωπείται από τον Θέωνα και την κόρη του Υπατία. Παρά τον βίαιο θάνατο της Υπατίας και τις συχνές συγκρούσεις μεταξύ ειδωλολατρών και χριστιανών, η στάση της σχολής απέναντι στο χριστιανισμό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εχθρική και ανάμεσα στους μαθητές της Υπατίας συνυπάρχουν και διαλέγονται χριστιανοί και ειδωλολάτρες.

Μέσα σε αυτό το πνευματικό κλίμα ανατρέφεται και μορφώνεται ο Συνέσιος και ενώ άλλοι στρέφονται στη θεουργία, ο ίδιος εκχωρεί στον χριστιανισμό τον ρόλο της σωτηρίας που οι ύστεροι νεοπλατωνικοί εκχώρησαν στη θεουργία. Ο Συνέσιος σε μία τέτοια μεταβατική και συγκεχυμένη περίοδο, μάλλον προσπάθησε να συνενώσει τη νεοπλατωνική φιλοσοφία με τη χριστιανική διδασκαλία επικεντρώνοντας τη σκέψη του περισσότερο στα κοινά και λιγότερο στις διαφορές.

Η Διδασκαλία της Ενότητος στην Ελληνική Παράδοση


Του Claudio Mutti


http://hypervoria.blogspot.com/2012/04/blog-post_28.html

«Η διδασκαλία της Ενότητος, δηλαδή η κατάφαση ότι η Αρχή κάθε υπάρξεως είναι ουσιαστικώς Μία, είναι ένα θεμελιώδες σημείο κοινό σε κάθε ορθόδοξη παράδοση»[1]. Αυτό γράφει ο Ρενέ Γκενόν, συμφώνως προς τον οποίον «κάθε αυθεντική παράδοση είναι ουσιαστικώς μονοθεϊστική· χρησιμοποιώντας μία πιο ακριβή γλώσσα, κάθε αυθεντική παράδοση δηλώνει πρώτα από όλα την ενότητα της Υπέρτατης Αρχής, από την οποία όλα απορρέουν και από την οποία όλα εξαρτώνται πλήρως. Αυτή η κατάφαση, ιδιαιτέρως στην έκφραση που προσλαμβάνει στις παραδόσεις που έχουν θρησκευτική μορφή, αποτελεί τον αληθή μονοθεϊσμό»[2].


Συμφώνως προς αυτήν την αντίληψη, μία αυθεντική παραδοσιακή ιδέα δεν μπορεί να είναι πολυθεϊστική, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποδέχεται μία πολλαπλότητα αρχών θεωρούμενων ως απολύτως ανεξαρτήτων. Στην πραγματικότητα ο Γκενόν γράφει ότι ο πολυθεϊσμός είναι «συνέπεια της μη κατανοήσεως κάποιων παραδοσιακών αληθειών, συγκεκριμένα αυτών που αφορούν τις θεϊκές όψεις ή χαρακτηριστικά»[3], λέει επίσης ότι «αυτή η μη κατανόηση είναι πάντοτε πιθανή στην περίπτωση απομονωμένων και περισσότερο ή λιγότερο αναρίθμητων ατόμων, αλλά η γενίκευσή της, αντιστοιχούσα σε μία κατάσταση ακραίου εκφυλισμού μίας εξαφανιζόμενης παραδοσιακής μορφής, υπήρξε βεβαίως σπανιότερη από ότι νομίζει κάποιος»[4].


Επομένως, αν η νομιμότητα μίας παραδοσιακής ιδέας καθορίζεται αυστηρώς από την συνέπειά της προς την διδασκαλία της Ενότητος, ποιος είναι ο βαθμός εγκυρότητος των αρχαίων Ευρωπαϊκών παραδοσιακών μορφών, που χαρακτηρίζονται γενικώς από μία πολλαπλότητα θεοτήτων;


Καθώς δεν μπορώ να εξετάσω το θέμα σε όλη του την έκταση, θα περιοριστώ να εξετάσω την Ελληνική κουλτούρα, η οποία είναι  τυπική λόγω της πολλαπλότητος των θεϊκών μορφών, γενικώς εχουσών μία ανθρωπομορφική όψη.


Είναι αλήθεια πως η πολυθεϊστική οπτική ξεπερνιέται από την φιλοσοφική σκέψη, η οποία άρχισε να ψάχνει μία ενοποιητική αρχή και κορυφώθηκε με την εξατομίκευση μίας causa causarum, ονομαζόμενης Υπέρτατο Αγαθό από τον Πλάτωνα, Κινούν Ακίνητο από τον Αριστοτέλη, Λόγος από τους Στωικούς. Στην Λατινική κουλτούρα αυτή η causa prima προσδιορίστηκε από τον Κικέρωνα ως as princeps deus, qui omnem mundum regit[5]. Παρόλα αυτά στην αρχαία Ελλάδα η κατάφαση της θεϊκής Ενότητος μπορεί να βρεθεί όχι μόνο στην φιλοσοφία, αλλά και αλλού.


Για παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου βλέπουμε τους Ολύμπιους θεούς να αγωνίζονται ο ένας εναντίον του άλλου, καθώς μερικοί από αυτούς ευνοούν τους Αχαιούς, κάποιοι τους Τρώες. Παρόλα αυτά, κάποια επεισόδια της Ιλιάδος υποδηλώνουν μία θέαση, που ανάγει την πολλαπλότητα των θεϊκών μορφών σε μία ανώτερη και υπερβατική ενοποιητική αρχή.


Για παράδειγμα, ένα εδάφιο της ραψωδίας Θ’ της Ιλιάδος είναι η αρχαιότερη μαρτυρία σχετικώς προς το επιχείρημα που εξετάζουμε. Το επεισόδιο είναι το ακόλουθο. Ο Δίας συγκαλεί το συμβούλιο των θεών στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και απαγορεύει σε όλους να λάβουν μέρος στην μάχη. Ο Δίας όχι μόνο απειλεί ότι θα πετάξει τους παραβάτες στα βάθη του Ταρτάρου, αλλά επιδεικνύει επίσης την συντριπτική του ανωτερότητα ως προς όλους τους θεούς:


εἰ δ᾽ ἄγε πειρήσασθε θεοὶ ἵνα εἴδετε πάντες·

σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες

πάντές τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·

ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐρύσαιτ᾽ ἐξ οὐρανόθεν πεδίον δὲ

Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε.

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼ πρόφρων ἐθέλοιμι ἐρύσσαι,

αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαιμ᾽ αὐτῇ τε θαλάσσῃ·

σειρὴν μέν κεν ἔπειτα περὶ ῥίον Οὐλύμποιο

δησαίμην, τὰ δέ κ᾽ αὖτε μετήορα πάντα γένοιτο.

τόσσον ἐγὼ περί τ᾽ εἰμὶ θεῶν περί τ᾽ εἴμ᾽ ἀνθρώπων.[6]


(Και δοκιμάσετε, ω θεοί, να το γνωρίσετ’ όλοι.

Χρυσή κρεμάσετ’ άλυσον απ’ τ’ ουρανού την άκρην,

και αθάνατοι και αθάνατες, όλοι απ’ αυτήν πιαστήτε,

Αλλά δεν θα’σθε δυνατοί μ’ όσον κι αν βάλτε κόπον

να σύρετ’ απ’ τον ουρανόν τον πάνσοφον Κρονίδην.

Αλλ’ αν εγώ το ήθελα θα εδύνομουν και μόνος

μ’ όλην την γην και θάλασσαν επάνω να σας σύρω.

Και θα’δενα την άλυσον στην κορυφήν του Ολύμπου

ώστε τα πάντα ανάερα να μείνουν εις τον κόσμον.

Τόσο ανώτερος εγώ θεών και ανθρώπων είμαι.)


Η ανωτερότητα της δύναμης του Διός προς την δύναμη όλων μαζί των θεών, συμβολίζει την ουσιαστική μηδαμινότητα της πολλαπλότητος των θεϊκών όντων εν’ όψει της ενότητος της αρχής.


Αλλά η δύναμη του ιδίου του Διός, που είναι υπέρτατη μπροστά σε  αυτήν των άλλων θεών, περιορίζεται από την άκαμπτη θέληση της Μοίρας. Η υποταγή του προσωπικού θεού σε αυτήν την απρόσωπη Θέληση, αναδύεται ξεκάθαρα από εκείνα τα εδάφια της Ιλιάδος, οπού ο Πατέρας των θεών και των ανθρώπων ζυγίζει τα πεπρωμένα των ανταγωνιζομένων μέσω ενός κοσμικού ζυγού, ο οποίος του αποκαλύπτει την ετυμηγορία της Μοίρας. Τα πιο σαφή από αυτά τα εδάφια βρίσκονται στις ραψωδίες Θ’ (στίχοι 69-75) και Χ’ (στίχοι 209-213): στο πρώτο ο Ζευς ζυγίζει τα συλλογικά πεπρωμένα των Τρώων και Αχαιών αγωνιζομένων, στο δεύτερο τα ατομικά πεπρωμένα του Αχιλλέως και του ‘Εκτορος. Παραθέτω από το δεύτερο απόσπασμα:


καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα,

ἐν δ᾽ ἐτίθει δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο,

τὴν μὲν Ἀχιλλῆος, τὴν δ᾽ Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,


ἕλκε δὲ μέσσα λαβών· ῥέπε δ᾽ Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ,

ᾤχετο δ᾽ εἰς Ἀΐδαο, λίπεν δέ ἑ Φοῖβος Ἀπόλλων.[7]


(τότ’ έστησε τ’ ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας

και δυο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου,

μοίραν εδώ του ιπποδαμαστή  Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως.



Το σήκωσε και έγυρε του Έκτορος η μοίρα

ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος.)


Ο Απόλλων εγκαταλείπει τον Έκτορα στην μοίρα του, η Αθηνά αναγγέλλει στον Αχιλλέα ότι η νίκη θα είναι δική του, ο Δίας απορρίπτει την πρόταση να σώσει την ζωή του Έκτορος. Όλοι οι θεοί υποτάσσουν τους εαυτούς τους στην θέληση μίας θεϊκής δυνάμεως που τους υπερβαίνει όλους.





Μία ανάλογη κατάφαση της υπέρτατης δυνάμεως του Διός είναι παρούσα στην πάροδο του Αγαμέμνονος του Αισχύλου, όπου ο χορός, αποτελούμενος από δώδεκα πρεσβυτέρους, αφού έχει μνημονεύσει την αρχή της εκστρατείας ενάντια στην πόλη του Πριάμου, απαγγέλει έναν ιεροπρεπή ύμνο:


Ζεύς, ὅστις ποτ' ἐστίν, εἰ τόδ' αὐ

          τῷ φίλον κεκλημένῳ,

          τοῦτό νιν προσεννέπω.

          οὐκ ἔχω προσεικάσαι

          πάντ' ἐπισταθμώμενος

      πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος

          χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.[8]


(Ο Δίας – όποιος και αν είναι – αν μ’ αυτό

τόνομα αρέση να καλήται,

μ’ αυτό κ’ εγώ τον ονομάζω,

όλα στη στάθμη ταπεικάζω

κι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλο

για να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια,

μες απ τα στήθια

το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω)


Εφόσον ο Κάλχας έχει προβλέψει ότι το μίσος της Αρτέμιδος ενάντια στους Ατρείδες θα είναι τρομερό, ο χορός λέει πως για να εκμηδενίσεις το άγχος που προκαλείται από αυτήν την πρόβλεψη, είναι αναγκαίο να προσφύγεις στον Δία, μόνο στον Δία, διότι δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να είναι ίσα του.


Δίας είναι επίσης το όνομα που χρησιμοποιείται από τους Στωικούς, για να εκφράσει τον Λόγο που πλάθει το κάθε ον, δίνοντάς του ζωή και ψυχή. Μία έκφραση της Στωικής θρησκευτικότητος είναι ο Υμνός εις Δία, γραμμένος από τον Κλεάνθη από την Άξο (300-220 π.Χ.), ο οποίος αρχίζει εξυμνώντας τον Δία ως αρχή και κυρίαρχο όλων όσων υπάρχουν.


κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεὶ

Ζεῦ φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,

χαῖρε·[9]


(Ενδοξότερε των αθανάτων, καλούμενε με πολλά ονόματα, παντοτινά παντοδύναμε

Ζευ αρχηγέ της φύσεως, που κυβερνάς τα πάντα με τον νόμο,

Χαίρε)


Ο Μαξ Πόλενζ γράφει ότι  όταν ο φιλόσοφος-ποιητής «εξυμνεί τον Δία, που καλείται με πολλά ονόματα, οι πιστοί καταλαβαίνουν ότι ο Δίας, ο Λόγος, η Φύσις, η Πρόνοια, η Ειμαρμένη είναι μόνο διαφορετικά ονόματα της μοναδικής παγκοσμίου Θεϊκής Κεφαλής».[10] 


Επίσης ο Άρατος από τους Σόλους (320-250) στην κατανυκτική αρχή των Φαινομένων του, δίνει το όνομα Δίας στην αρχή της κοσμικής εκδηλώσεως, νοούμενης ως πανταχού παρόντος πνεύματος:


Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα, τὸν οὐδέποτ' ἄνδρες ἐῶμεν

ἄρρητον. Μεσταὶ δὲ Διὸς πᾶσαι μὲν ἀγυιαί,

πᾶσαι δ' ἀνθρώπων ἀγοραί, μεστὴ δὲ θάλασσα

καὶ λιμένες· πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες.[11]


(Ας αρχίσουμε από τον Δία, τον οποίο ποτέ δεν αφήνουμε αμνημόνευτο.

Γεμάτοι από τον Δία είναι όλοι οι δρόμοι,

όλες οι αγορές των ανθρώπων, γεμάτη η θάλασσα

και οι λιμένες· παντού είμαστε οι πάντες υπόχρεοι στον Δία.)


Διαφορετικά, στον Πλούταρχο η θεϊκή ενότητα και μοναδικότητα δεν συμβολίζεται από την μορφή του Διός, αλλά από τον Απόλλωνα. Στον διάλογο Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, οπού προτείνονται μερικές ερμηνείες του αλφαβητικού γράμματος Ε, το οποίο αναπαριστάται στην είσοδο του Δελφικού ναού του Απόλλωνος, η τελική εξήγηση δίνεται από τον δάσκαλο του Πλουτάρχου, Αμμόνιο: Το Ε αναγιγνωσκόμενο ως ει, συμπίπτει με το δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα του ρήματος ειμί· τότε σημαίνει «είσαι». Ειπωμένο προς τον θεό που προτρέπει τον άνθρωπο να γνωρίζει τον εαυτό του (η φράση γνῶθι σαὐτόν ήταν σκαλισμένη στην πρόσοψη του ιερού), «είσαι» είναι μία αναγνώριση του Απόλλωνος ως Όντος.


οὕτως οὖν αὐτὸ δεῖ σεβομένους ἀσπάζεσθαι [καὶ] προσεθίζειν, 'εἶ', καὶ

νὴ Δία, ὡς ἔνιοι τῶν παλαιῶν, 'εἶ ἕν'. οὐ γὰρ πολλὰ τὸ

θεῖόν ἐστιν, ὡς ἡμῶν ἕκαστος ἐκ μυρίων διαφορῶν ἐν

πάθεσι γινομένων ἄθροισμα παντοδαπὸν καὶ πανηγυρι-

κῶς μεμιγμένον. ἀλλ' ἓν εἶναι δεῖ τὸ ὄν, ὥσπερ ὂν τὸ ἕν

(…) ὅθεν εὖ καὶ τὸ πρῶτον ἔχει τῷ θεῷ τῶν ὀνο-

μάτων καὶ τὸ δεύτερον καὶ τὸ τρίτον. Ἀπόλλων μὲν γὰρ

οἷον ἀρνούμενος τὰ πολλὰ καὶ τὸ πλῆθος ἀποφάσκων

ἐστίν, Ἰήιος δ' ὡς εἷς καὶ μόνος. Φοῖβον δὲ δήπου τὸ

καθαρὸν καὶ ἁγνὸν οἱ παλαιοὶ πᾶν ὠνόμαζον[12]


(Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε τον θεό: είσαι. Και μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: είσαι ένα. Γιατί το θείο δεν είναι πολλά , όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα πανηγυρικό ανακάτεμα. Αλλά το ον πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα ον (…) Επομένως ταιριάζει καλά στο θεό και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο από τα ονόματά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά και αποποιείται το πλήθος, Ιήιος ως ένας και μόνος. Φοίβος, τέλος, ήταν δίχως αμφιβολία το όνομα που έδιναν οι παλαιοί σε κάθε τι καθαρό και αγνό)


Ακολουθώντας την ερμηνευτική μέθοδο που βασίζεται στο συμβολικό νόημα των στοιχείων που συναποτελούν μία λέξη, ο Πλούταρχος βρίσκει πως το όνομα Απόλλων μπορεί να γίνει κατανοητό ως συντιθέμενο από ένα στερητικό –α και το θέμα πολύς, πολύ, επομένως «χωρίς πολλαπλότητα». Παρομοίως το όνομα του Απόλλωνος Ιήιος , συσχετίζεται προς την λέξη είς, «ένας», ενώ  η προσφώνηση Φοίβος συνδεόμενη ετυμολογικώς με το φάος, «φως», σημαίνει «φωτεινός, αγνός» και συνεπώς «δίχως προσμείξεις». Για αυτό το θεϊκό πρόσωπο του Απόλλωνος είναι η μία και μοναδική αρχή της παγκοσμίου εκδηλώσεως, είναι ο Υπέρτατος Εαυτός όλων όσων υπάρχουν.



O Δίας, ο μέγας ηγεμών του ουρανού


"O Δίας, ο μέγας ηγεμών του ουρανού, πρώτος πορεύεται με πτερωτό άρμα θέτοντας εν αρμονία και φροντίζοντας τα πάντα. Τον ακολουθεί μια στρατιά θεών και δαιμόνων που είναι διαρθρωμένη σε έντεκα μέρη , διότι μόνο η Εστία παραμένει στον οίκο των θεών" 
 ~Σωκράτης, [Πλάτωνος 'Φαίδρος', 246e] 

 Γιατί νομίζουμε ότι λένε κάτι διαφορετικό; Η αληθινή σύγκρουση είναι η Τιτανομαχία! Μεταξύ Ζηνός και τιτάνα Κρόνου (Sat-urno) Χριστού και εκπεσόντος αγγέλου (τιτάνα) Σατ-ανά! Όχι μεταξύ Χριστού και Διός. Ο χριστιανισμός είναι εκλαϊκευμένος Νεοπλατωνισμός που υπέστη σφετερισμό από τον "θεό" του Σαββάτου...