Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

«Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης»

 ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ

Στο 3/3, 5:34, σχολιαστής αναφέρει τον σημαντικό μελετητή του Πρόκλου, Tuomo Lankila 

 και το άρθρο του: The Corpus Areopagiticum as a Crypto-Pagan Project

όπου παρουσιάζεται η υπόθεση της σκόπιμης συγγραφής-δημιουργίας του έργου του λεγόμενου "Ψέυδο" Διονύσιου του Αρεοπαγίτη από την ίδια την χιλιόχρονη πλέον Πλατωνική Ακαδημία, την εποχή του τελευταίου διευθυντή της Δαμασκίου, έχοντας καταλάβει "τι έρχεται", υπό την συγγεκριμένη "υπογραφή" - χρήση του ονόματος μιας ιστορικά υπαρκτής πρώτο-χριστιανικής προσωπικότητας - με σκοπό την μεταγραφή του πενταποστάγματος της Νεοπλατωνικής Ελληνικής Φιλοσοφικής Θεολογίας σε μία απλοποιημένη εκδοχή προκειμένου να διασωθεί έστω και με χριστιανικό μανδύα...


ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης». 1/3

ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης». 2/3

ΠΑΝΟΣ ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης». 3/3



Π. ΝΟΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Πρόκλος και Διονύσιος Αρεοπαγίτης ΙΙ » 1/5




Ο Αιρετικός (Ο Γνωστικός, The Gnostic)

 

Alexander Dugin

https://eurasianist-archive.com/2019/03/09/the-gnostic/

Δημοσιεύτηκε αρχικά το 1995 στη Limonka, την επίσημη εφημερίδα του Εθνικού Μπολσεβίκικου Κόμματος.


Ήρθε η ώρα να αποκαλυφθεί η αλήθεια, να αποκαλυφθεί η πνευματική ουσία αυτού που οι απλοί άνθρωποι λένε «πολιτικός εξτρεμισμός». Τα έχουμε μπερδέψει αρκετά αλλάζοντας τις ετικέτες των πολιτικών συμπάθειών μας, το χρώμα των ηρώων μας και περνώντας από τη φωτιά στο κρύο, από τον «δεξιισμό» στον «αριστερισμό» και πάλι πίσω. Όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα διανοητικό μπαράζ πυροβολικού, ένα είδος ιδεολογικής προθέρμανσης.

Έχουμε τρομάξει και βάλει στον πειρασμό την ακροδεξιά και την ακροαριστερά, και τώρα και οι δύο, και άλλοι, έχουν χάσει το δρόμο τους, λοξοδρομώντας από τα πετατημένα μονοπάτια. Αυτό είναι καταπληκτικό. Όπως άρεσε να επαναλαμβάνει ο μεγάλος Ευγένιος Γκολοβίν: «Αυτός που πάει κόντρα στην ημέρα, δεν πρέπει να φοβάται τη νύχτα». Δεν υπάρχει τίποτα πιο ευχάριστο από το να γλιστράει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Αυτή είναι η πρώτη εμπειρία της πτήσης. Σκοτώνει τα παράσιτα. Φτιάχνει τους αγγέλους.


Ποιοι είμαστε, αλήθεια; Ποιανού το απειλητικό πρόσωπο είναι πιο ξεκάθαρο από το παράδοξο, ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα με το τρομακτικό όνομα «Εθνικός Μπολσεβικισμός;»

Σήμερα μπορούμε να απαντήσουμε χωρίς καμία ασάφεια και διφορούμενα. Αλλά αυτό απαιτεί μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του πνεύματος.


Η ανθρωπότητα είχε πάντα δύο τύπους πνευματικότητας, δύο μονοπάτια - το «Δεξί Μονοπάτι» και το «Αριστερό Μονοπάτι». Το πρώτο χαρακτηρίζεται από μια θετική στάση απέναντι στον περιβάλλοντα κόσμο, στον οποίο φαίνεται η αρμονία, η ισορροπία, η ευδαιμονία και η ειρήνη. Όλα τα κακά δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, μια τοπική απόκλιση από τον κανόνα, κάτι ασήμαντο, παροδικό, που δεν έχει βαθιές, υπερβατικές αιτίες. Το μονοπάτι του δεξιού χεριού ονομάζεται επίσης "Γαλαξίας" ("Δρόμος του Γάλακτος"). Δεν υποβάλλει τον άνθρωπο σε κάποια ιδιαίτερη ταλαιπωρία. τον προστατεύει από τις ριζοσπαστικές εμπειρίες, τον οδηγεί μακριά από τη βύθιση στα βάσανα και μακριά από τον εφιάλτη της ύπαρξης. Αυτό είναι ένα ψεύτικο μονοπάτι. Οδηγεί στον ύπνο. Δεν οδηγεί πουθενά.


Το δεύτερο μονοπάτι, το « Μονοπάτι της Αριστερής Χειρός», βλέπει τα πάντα αντίστροφα. Δεν υπάρχει γαλακτώδης ευδαιμονία, αλλά μαύρη ταλαιπωρία. καμία σιωπηλή ηρεμία, αλλά το φουσκωμένο, φλογερό δράμα της διάσπασης. Αυτό είναι το «μονοπάτι του κρασιού». Είναι καταστροφικό, τρομακτικό. Μένος και οργή βασιλεύουν εδώ. Σε αυτό το μονοπάτι, όλη η πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή ως κόλαση, ως οντολογική εξορία, ως βασανιστήριο, ως βύθιση στην καρδιά κάποιου είδους αδιανόητης καταστροφής που προέρχεται από τα ίδια τα ύψη του κόσμου.


Αν στο πρώτο μονοπάτι όλα φαίνονται καλά, τότε στο δεύτερο μονοπάτι όλα φαίνονται κακά. Αυτός ο δρόμος είναι τρομερά δύσκολος, αλλά είναι ο μόνος αληθινός. Σε αυτό το μονοπάτι είναι εύκολο να σκοντάψεις και ακόμη πιο εύκολα να εξαφανιστείς. Δεν εγγυάται τίποτα. Δεν δελεάζει κανέναν. Αλλά μόνο αυτός ο δρόμος είναι σωστός. Αυτός που ακολουθεί αυτόν τον δρόμο θα αποκτήσει φήμη και αθανασία. Αυτός που θα το επιβιώσει θα επικρατήσει και θα λάβει ένα βραβείο που είναι υψηλότερο από την απλή ύπαρξη.

Αυτός που κατεβαίνει στο αριστερό μονοπάτι ξέρει ότι θα τελειώσει. Το μπουντρούμι της ύλης θα καταρρεύσει και θα μετατραπεί σε μια παραδεισένια πόλη. Μια αλυσίδα μυημένων προετοιμάζει με πάθος την επιθυμητή στιγμή, τη στιγμή του Τέλους, τον θρίαμβο της ολικής απελευθέρωσης.


Αυτά τα δύο μονοπάτια δεν είναι δύο διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Και τα δύο είναι δυνατά σε όλες τις θρησκείες, σε όλες τις ομολογίες, σε όλες τις εκκλησίες. Δεν υπάρχουν εξωτερικές διαφορές μεταξύ τους. Αφορούν τα πιο οικεία μέρη του ανθρώπου, τη μυστική του ουσία. Δεν μπορούν να επιλεγούν. Αυτά τα ίδια (τα μονοπάτια) επιλέγουν έναν άντρα να είναι το θύμα τους, ο υπηρέτης τους, το όργανο τους, το όπλο τους.


Το αριστερό μονοπάτι ονομάζεται "gnosis", "γνώση". Είναι εξίσου πικρό με τη γνώση και γεννά θλίψη και ψυχρή τραγωδία. Κάποτε στην αρχαιότητα, όταν η ανθρωπότητα εξακολουθούσε να δίνει καθοριστική σημασία στα πνευματικά πράγματα, οι Γνωστικοί δημιούργησαν τις δικές τους θεωρίες σε επίπεδο φιλοσοφίας, δόγματος, κοσμολογικών μυστηρίων και σε επίπεδο λατρείας. Σταδιακά οι άνθρωποι εκφυλίστηκαν, σταμάτησαν να δίνουν προσοχή στη σφαίρα της σκέψης και βυθίστηκαν στη φυσιολογία αναζητώντας ατομική άνεση στην καθημερινή ζωή.


Αλλά οι Γνωστικοί δεν εξαφανίστηκαν. Μετέφεραν τη διαμάχη σε ένα επίπεδο πραγμάτων κατανοητό για τους σύγχρονους πολίτες.


Μερικοί από αυτούς διακήρυξαν συνθήματα «κοινωνικής δικαιοσύνης», ανέπτυξαν θεωρίες ταξικής πάλης και κομμουνισμού. Το Μυστήριο της Σοφίας έγινε «ταξική συνείδηση» και ο «αγώνας ενάντια στον κακό Δημιουργό, τον δημιουργό του καταραμένου κόσμου» πήρε τη μορφή κοινωνικών μαχών. Τα νήματα της αρχαίας γνώσης εκτείνονταν στους Μαρξ, Νετσάεφ, Λένιν, Στάλιν, Μάο και Τσε Γκεβάρα. Το κρασί της σοσιαλιστικής επανάστασης, η χαρά της εξέγερσης ενάντια στις δυνάμεις της μοίρας και το ιερό, φρικιαστικό πάθος για πλήρη καταστροφή όλων των μαύρων για χάρη της απόκτησης ενός νέου, απόκοσμου Φωτός.

Άλλοι αντιτάχθηκαν στην κανονικότητα της καθημερινότητας με τη μυστική ενέργεια της φυλής, τον θόρυβο του αίματος. Ενάντια στη μίξη και την παραμόρφωση έθεσαν νόμους καθαρότητας και μια νέα ιερότητα, μια επιστροφή στη Χρυσή Εποχή, τη Μεγάλη Επιστροφή. Ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ, ο Έβολα, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι περιτύλιξαν τη Γνωστική βούληση σε εθνικές, φυλετικές διδασκαλίες.

Είναι μάλλον σωστό ότι οι κομμουνιστές δεν νοιάστηκαν πολύ για τους εργάτες, ούτε ο Χίτλερ για τους Γερμανούς, αλλά όχι από κυνισμό. Και οι δύο είχαν εμμονή με μια βαθύτερη, πιο αρχαία, πιο απόλυτη φιλοδοξία, το κοινό Γνωστικό πνεύμα, το μυστικό και φοβερό φως του Αριστερού Χεριού. Τι εργαζόμενοι, τι «Άριοι» ... Το θέμα είναι τελείως διαφορετικό.


Άλλες δημιουργικές προσωπικότητες που κλήθηκαν στο Αριστερό Μονοπάτι, το μονοπάτι της γνώσης, επίσης έπεσαν μεταξύ «κόκκινων» και «μαύρων» και «λευκών» και «καφετί» στις πνευματικές τους αναζητήσεις. Εμπλεκόμενοι σε πολιτικά δόγματα, στα άκρα και όμως αδυνατώντας να εκφράσουν με σαφήνεια τα μεταφυσικά περιγράμματα της εμμονής τους, καλλιτέχνες από τον Σαίξπηρ έως τον Artaud   και από τον Μιχαήλ Άγγελο έως τον Eemans , από τους τροβαδούρους έως τον Μπρετόν, έχουν πιει το μυστικό κρασί του πόνου, λαίμαργα εμποτίζοντας την κοινωνία, τα πάθη, τις αιρέσεις και τις απόκρυφες αδελφότητες τα διαφορετικά κομμάτια μιας τρομερής διδασκαλίας που κάνει αδύνατο το χαμόγελο . Οι Ναίτες, ο Δάντης, ο Lautréamont. Δεν χαμογέλασαν ποτέ στη ζωή τους. Αυτό είναι ένα σημάδι μιας ιδιαίτερης επιλεκτικότητας, ένα ίχνος μιας τερατώδους εμπειρίας για κάτι που ήταν κοινό για όλους τους Ακόλουθους του Μονοπατιού της Αριστερής Χειρός.


Ο Γνωστικός κοιτάζει τον κόσμο μας με το έντονο βλέμμα του - το ίδιο βλέμμα με αυτό των προκατόχων του, τους κρίκους στην αρχαία αλυσίδα των εκλεκτών της Φρίκης. Μια απωθητική εικόνα αντανακλάται στα μάτια του. Μια τρελή Δύση σε καταναλωτική ψύχωση. Μια Ανατολή της οποίας η θαμπή και η αξιοθρήνητη υποταγή αηδιάζει. Ένας βυθισμένος κόσμος, ένας πλανήτης που βρίσκεται στον πάτο.


«Στα υποβρύχια δάση, η βιασύνη είναι άχρηστη και η κίνηση σταματά…» (Γκολοβίν)


Αλλά ο Γνωστικός δεν εγκαταλείπει την υπόθεσή του. Ούτε τώρα, ούτε αύριο, ούτε ποτέ. Επιπλέον, έχει κάθε λόγο να γιορτάζει εσωτερικά. Δεν είπαμε στους αφελείς αισιόδοξους του «Δεξιού Μονοπατιού» πού θα οδηγήσει η υπερβολική οντολογική τους εμπιστοσύνη; Δεν προβλέψαμε τον εκφυλισμό του δημιουργικού τους ενστίκτου μέχρι τη γκροτέσκο παρωδία των σημερινών συντηρητικών, οι οποίοι συμφιλιώθηκαν με όλα όσα τρόμαξαν τους πιο συμπαθητικούς (αλλά όχι λιγότερο υποκριτικούς) προκατόχους τους μόλις πριν από μερικές χιλιετίες; Δεν μας άκουσαν. Τώρα αφήστε τους να κατηγορούν τον εαυτό τους και να διαβάζουν βιβλία New Age ή εγχειρίδια μάρκετινγκ.


Δεν έχουμε συγχωρήσει κανέναν. Δεν έχουμε ξεχάσει τίποτα.

Δεν έχουμε εξαπατηθεί από τις αλλαγές στην κοινωνική διακόσμηση και τους πολιτικούς (wanna-be, θά-θελαν) παράγοντες.

Έχουμε πολύ μεγάλη μνήμη. Έχουμε πολύ μακριά χέρια.

Έχουμε μια πολύ αυστηρή παράδοση.

Οι λαβύρινθοι της ύπαρξης, οι σπείρες των σκέψεων, οι δίνες του θυμού…





Βυζαντινά σχόλια στον Πλάτωνα

Βυζαντινά σχόλια στον Πλάτωνα


Στη βυζαντινή περίοδο (7ος-15ος αι.) τα πλατωνικά και νεοπλατωνικά κείμενα διαβάζονται αρκετά, επηρεάζουν σε πολλά σημεία τη φιλοσοφική και, λιγότερο, τη θεολογική σκέψη και σχολιάζονται, όχι συστηματικά ή εκτενώς.


Η γνώση και η χρήση του πλατωνικού έργου στο Βυζάντιο πιστοποιείται, από την πλούσια χειρόγραφη παράδοση των έργων του Πλάτωνα, (Αντιγραφές πλατωνικών έργων στο Βυζάντιο ), αισθητά μικρότερη ωστόσο της αριστοτελικής, από την έμμεση και σιωπηρή οικειοποίηση ή ρητή απόρριψη μερικών ιδεών του, καθώς και από τα έργα που έγραψαν οι Βυζαντινοί ως σχολιασμό πλατωνικών κειμένων ή απόψεων. Ως σχόλια εδώ πρέπει να εννοήσουμε, πολύ γενικά, τα κείμενα από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα (για τα προγενέστερα: Αρχαία υπομνήματα στους πλατωνικούς διαλόγους ), που επιχειρούν να εξηγήσουν φράσεις και έννοιες της πλατωνικής παράδοσης και παίρνουν διάφορες μορφές: σχόλια στα περιθώρια κωδίκων, συνόψεις, σύντομες αναλύσεις, αλλά σχεδόν ποτέ τις γνωστές από την ύστερη αρχαιότητα εκτενείς μορφές του φιλοσοφικού υπομνήματος, της χριστιανικής βιβλικής εξήγησης ή ακόμη του σχολιασμού των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων (π.χ. Ιωάννης Σκυθοπολίτης 6ος αι., Μάξιμος Ομολογητής αρχές 7ου αι.).


Παρότι η παρουσία της πλατωνικής παράδοσης εκτιμάται ότι είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση τόσο της πρώιμης χριστιανικής σκέψης όσο και της βυζαντινής φιλοσοφίας, ως προς το πλατωνικό έργο δεν διαθέτουμε τον αριθμό των βυζαντινών σχολίων (και εκτενών υπομνημάτων) στον Αριστοτέλη, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλος αριθμός των μαρτυρούμενων νεοπλατωνικών υπομνημάτων στους διαλόγους έχει χαθεί και πιθανώς ήταν άγνωστα και στους Βυζαντινούς. Είναι ίσως αναμενόμενο, εφόσον μετά τον Στέφανο Αλεξανδρέα που δίδαξε Πλάτωνα στην Κωνσταντινούπολη (μετά το 610) τα πλατωνικά κείμενα –με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως ο Ιωάννης Ιταλός και ο Πλήθων )– δεν αποτέλεσαν τα ίδια, ως κείμενα κάποιας αυθεντίας προς ερμηνεία, αντικείμενα συστηματικής μελέτης και διδασκαλίας.


Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο βυζαντινές ‘επιστροφές’ στον Πλάτωνα και στην πλατωνική παράδοση: η μία αρχίζει με τον λεγόμενο πρώτο βυζαντινό ανθρωπισμό από τον 9ο και κορυφώνεται στις ανολοκλήρωτες απόπειρες του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού τον 11ο αιώνα, και η δεύτερη καλύπτει τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κορυφώνεται στην παγανιστική επανοικείωση του Πλάτωνα από τον Πλήθωνα.


Ο πρώτος βυζαντινός λόγιος που ασχολήθηκε με το ίδιο το πλατωνικό έργο, μετά τον 7ο αιώνα, είναι ο Λέων ο Μαθηματικός ή Φιλόσοφος ή Σοφός (π.790-μετά το 869), ο οποίος προχώρησε σε διόρθωσιν του κειμένου των Νόμων ως το 5ο βιβλίο, στο πιο αρχαίο πλατωνικό χειρόγραφο (Parisinus graecus 1807, το χειρόγραφο Α των πλατωνικών εκδόσεων). Ο Πατριάρχης Φώτιος (π.810-μετά το 893) στάθηκε αμφίθυμος απέναντι στον Πλάτωνα: άσκησε κριτική στη θεωρία των ιδεών (Ἀμφιλόχια 77), ενώ ακολούθησε τον σχολιασμό του Πορφυρίου και του Αμμωνίου για τον Αριστοτέλη και μας μεταφέρει τις μοναδικές πληροφορίες για τον νεοπλατωνικό Ιεροκλή. Στον Αρέθα (π.850-932/944) οφείλουμε τον μεγάλο κώδικα με το πλατωνικό έργο (Clarkianus 39, το χειρόγραφο Β), ίσως τα σχόλια στον μεσοπλατωνικό Αλκίνοο, αλλά και τη διάσωση όλων των πλατωνικών Προλεγομένων.


Στον 11ο αιώνα ο Ψελλός (π.1018-1081) έφερε στο κέντρο της φιλοσοφικής παιδείας ολόκληρη την πλατωνική παράδοση, με έμφαση στα νεοπλατωνικά στοιχεία της. Γνώριζε και συχνά χρησιμοποίησε για τη διδασκαλία και την ερμηνεία πλατωνικών θεωριών και χωρίων νεοπλατωνικά κείμενα και υπομνήματα: τον Πλωτίνο , την Στοιχείωσιν Θεολογικήν και το υπόμνημα στον Τίμαιο του Πρόκλου , τα υπομνήματα του Σιμπλικίου και του Ολυμπιοδώρου στον Αριστοτέλη. Συντάσσει σχόλια στα Χαλδαϊκά Λόγια, δημοφιλές κείμενο της πλατωνικής παράδοσης, και πολλά σχετικά σύντομα σημειώματα όπου εξηγεί συγκεκριμένες φράσεις και ιδέες από το πλατωνικό έργο. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ίσως το Περὶ τῶν ἰδεῶν, ἃς ὁ Πλάτων λέγει, όπου εξηγείται η πλατωνική θεωρία με βάση πλωτινικά και άλλα χωρία. Παρότι στα σχόλιά του ο Ψελλός σημειώνει ενίοτε τη χριστιανική του αντίθεση και, σε επιστολή του, αρνείται ρητά ότι ο Πλάτων «είναι δικός [τ]ου», κατηγορήθηκε από αντιπάλους του ότι με την ενασχόλησή του αυτή και μέσω του Πλάτωνα θέλει να ανατρέψει την Εκκλησία και να επαναφέρει τον παγανισμό. Ανάλογες και βαρύτερες κατηγορίες, ότι προκάλεσε διαμάχες στην Κωνσταντινούπολη, ανακινώντας παλιές αιρέσεις με τη χρήση της φιλοσοφίας, απευθύνθηκαν στον μαθητή και διάδοχό του Ιωάννη Ιταλό (περ.1025-περ.1082) και οδήγησαν στην καταδίκη του• παρά τον πλατωνισμό του, στο έργο του δεν συναντάμε συστηματικά σχόλια στον φιλόσοφο αλλά αναφορές και αξιοποίηση των θέσεών του.


Αυτή η σύνδεση του Πλάτωνα με τον κίνδυνο των αιρέσεων (γνωστή από την πρώιμη χριστιανική αντιαιρετική γραμματεία) ίσως απέτρεψε την επικράτησή του στον κόσμο της βυζαντινής διανόησης, ωστόσο μαρτυρείται ότι το έργο του διαβαζόταν ακόμη και από την εχθρική προς τον Ιταλό Άννα Κομνηνή. Παράλληλα και κυρίως, όμως, το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στον Αριστοτέλη και συντάσσεται σειρά από εκτενή και σημαντικά υπομνήματα σε αρκετά αριστοτελικά έργα από τον Ευστράτιο Νικαίας και τον Μιχαήλ Εφέσιο. Αντίθετα, ο Νικόλαος Μεθώνης (†1160/66) συνέγραψε εκτενή αναιρετική πραγματεία-σχολιασμό της Στοιχειώσεως Θεολογικῆς του Πρόκλου και ο Νικηφόρος Χούμνος (1250-1327) πραγματεία κατά της θεωρίας των ιδεών.


Μετά τη Φραγκοκρατία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μοιάζει να στηρίζει την αναγέννηση σε πλατωνικούς φιλοσόφους-βασιλείς, ο πλατωνισμός χρησιμοποιήθηκε εναντίον του λατινικού αριστοτελισμού στις δογματικές διαμάχες για το filioque, ενώ τα πλατωνικά κείμενα διαβάζονταν και αντιγράφονταν σε μεγάλο αριθμό. Ο αντιαριστοτελιστής Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332) σχολίασε ποικίλα αλλά ελάσσονα πλατωνικά θέματα στους Ὑπομνηματισμούς του. Ο ριζοσπαστικότερος Νικηφόρος Γρηγοράς (1293-1361) έγραψε διάλογο πλατωνικού (και λουκιανικού) τύπου, τον Φλωρέντιο, όπου επικρίνει τον λατινίζοντα θεολόγο Βαρλαάμ, ως σοφιστή ανίκανο για την αληθινή επιστήμη που μας έδειξε ο Πλάτων.


Εξέχουσα θέση στη σειρά αυτή των στοχαστών κατέχει Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1307), ο οποίος στο πλούσιο φιλοσοφικό έργο του –και πέρα από τις αξιόλογες παραφράσεις του στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη – ενέταξε το μοναδικό εκτενές βυζαντινό υπόμνημα, το Ὑπόμνημα εἰς τὸν Παρμενίδην Πλάτωνος. Σ’ αυτό φιλοδοξεί να συνεχίσει το ημιτελές υπόμνημα του Πρόκλου στον διάλογο, υιοθετώντας την ερμηνευτική προσέγγιση του εθνικού φιλοσόφου. Σε αυτόγραφο κώδικα του ίδιου σώζονται τα σχόλια του Πρόκλου στον Αλκιβιάδη (μείζονα) και του Ερμείου στον Φαίδρο .


O Πλήθων (1355/60-1454), καλός γνώστης του Πλάτωνα και του νεοπλατωνισμού, συνειδητά τοποθετούσε τον εαυτό του στην πλατωνική παράδοση και επιχείρησε την ολική επαναφορά της όχι μόνο στη φιλοσοφική αλλά και ευρύτερα στην πολιτικο-ιδεολογική σκηνή. Διάβασε προσεκτικά τα κείμενα και δημιουργικά τα ερμήνευσε για την οικοδόμηση του δικού του πολιτικο-φιλοσοφικού συστήματος πέρα από τον χριστιανισμό. Ωστόσο, ή ακριβώς για αυτό, ο κατεξοχήν πλατωνικός Βυζαντινός δεν ανέλαβε τον σχολιασμό του έργου του Πλάτωνα, ούτε με τον τρόπο των αγαπημένων του Νεοπλατωνικών ούτε με σύντομες εξηγήσεις. Βέβαια, διόρθωσε με το ίδιο του χέρι πλατωνικά κείμενα και μάλιστα τα λογόκρινε όπου δεν συμφωνούσε.


Στο πλαίσιο της διαμάχης πλατωνικών-αριστοτελικών, οι πλατωνικοί επιστρέφουν πιο προσεκτικά στα ίδια τα κείμενα και προβαίνουν στην ερμηνεία τους, προκειμένου να υποστηρίξουν την προτεραιότητα του Πλάτωνα σε σχέση με τον Αριστοτέλη . Ο πλέον μετριοπαθής Βησσαρίων (1403-1472) στο πολεμικό έργο του Ἔλεγχοι τῶν κατὰ Πλάτωνος βλασφημιῶν εκθέτει και σχολιάζει κεντρικές θέσεις της πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ σε άλλο εκτενές έργο του προχωρά σε κριτικές παρατηρήσεις και διόρθωση της λατινικής μετάφρασης των Νόμων από τον Γεώργιο Τραπεζούντιο.


Εκτός από τον σχολιασμό του Πλάτωνα, σχετικά είναι ίσως τα βυζαντινά σχόλια και υπομνήματα στον Πορφύριο , καθώς αναφέρονται στη νεοπλατωνική παράδοση: Αρέθας, Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι.), Ανώνυμος (πριν από τον 13ο αι.), Λέων Μαγεντινός (τ.12ου-αρχές 13ου), Ιωσήφ Φιλάγρης (τ.14ου αι.), Πλήθων, Γεώργιος Σχολάριος (1400-1472). Ωστόσο, έχοντας ως αντικείμενό τους την Εἰσαγωγή του Πορφυρίου, κατ’ ουσίαν εντάσσονται στην ιστορία του ‘αριστοτελισμού’ και της λογικής.


Γενικά, οι Βυζαντινοί διάβαζαν και διδάσκονταν πλατωνικά κείμενα, στα οποία έβρισκαν και σχολίαζαν θετικά (αν και όχι πάντα με ρητή αναφορά στον φιλόσοφο) τη θεολογική τάση και την ύπαρξη της υπερβατικής διάστασης, τη μέθεξη των αισθητών στα νοητά, την αθανασία της ψυχής και την απελευθέρωση από την ύλη, την ομοίωση στον Θεό-δημιουργό του κόσμου. Αντίθετα, ήταν επιφυλακτικοί και ρητά καταδικαστικοί σε πλατωνικές θέσεις αντίθετες και επικίνδυνες για το χριστιανικό δόγμα, όπως η αιωνιότητα του κόσμου και των ιδεών, η προΰπαρξη των ψυχών και η μετεμψύχωση κ.ά. Έτσι η ανάγνωσή τους ήταν σχεδόν πάντα επιλεκτική και αμφίθυμη, καθώς η στάση απέναντι στον Πλάτωνα, καθόλη τη διάρκεια του μεσαιωνικού ελληνισμού, αντανακλούσε –με τις διακυμάνσεις της– την ένταση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στον παγανιστικό ελληνισμό.


Συγγραφέας: Γεώργιος Ζωγραφίδης

Ο Πυθαγόρας ήταν σαμάνος και η καταγωγή μας είναι ευρασιατική

Angelo Tonelli


«Αν στην αρχαιότητα οι φιλόσοφοι αποκαλούνταν τρομακτικοί, σήμερα μοιάζουν με αρνιά» (Giorgio Colli).


Στο κείμενο που θα ακολουθήσει μεταφράζουμε κάποια αποσπάσματα από τη σκέψη του Angelo Tonelli, σύγχρονου ποιητή, μελετητή και μεταφραστή κειμένων της κλασσικής αρχαιότητας. Ο Tonelli δεν είναι ένας τυπικός επιμελητής των κειμένων που μεταφράζει, αλλά και ένας ιδιότυπος στοχαστής που εμπλέκεται στενά με το αντικείμενό του, με μια προσωπική ματιά που ξεφεύγει από την πεπατημένη και που διαφοροποιείται, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, από την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία του ακαδημαϊκού κατεστημένου. Ο Angelo Tonelli είναι ένας από τους λίγους, εκλεκτούς μαθητές του σπουδαίου Ιταλού φιλόσοφου, φιλόλογου και ελληνιστή Giorgio Colli[1], η επιρροή του οποίου υπήρξε καθοριστική στην διαμόρφωση της ιδιαίτερης στάσης του απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Όπως κι ο μαθητής του, έτσι κι ο Colli βιοπορίστηκε και απέκτησε φήμη κυρίως ως επιμελητής και υπεύθυνος εκδόσεων και όχι ως δημιουργός μιας αυτόνομης και πρωτότυπης σκέψης. Αν αυτή η σκέψη έμεινε στη σκιά της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αυτό οφείλεται σε μια άλλη ομοιότητα με τον Tonelli: ο Colli κινήθηκε και αυτός εκτός του ακαδημαϊκού κατεστημένου της εποχής του και ενάντια στις πνευματικές μόδες της μεταπολεμικής Ιταλίας που επέβαλαν μια άνευ όρων, μονόδρομη πολιτική στράτευση. Αντιθέτως, όπως αναφέρει η βιογράφος του, Federica Montevecchi, ο Colli αφιερώθηκε στην αδιάκοπη, εσωτερική άσκηση μιας προσωπικής παιδείας, την οποία, όπως οι αρχαίοι σοφοί, μοιράζονταν με ένα στενό κύκλο μαθητών που δεν ικανοποιούνταν από την επίσημη, κρατική εκπαίδευση. «Η λειτουργία της εκπαίδευσης πρέπει να αφαιρεθεί από το πανεπιστήμιο», συνήθιζε να λέει ο Colli. «Το σχολείο δεν μεταρρυθμίζεται, αλλά πρέπει να καταπολεμηθεί». Για τον Ιταλό ελληνιστή η κρατική, ομοιόμορφα διαμορφωμένη, εκπαίδευση, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί ούτε με την αναζήτηση της γνώσης ούτε με το επίδικό της, την κατάκτηση της σοφίας. «Σοφός είναι αυτός που ρίχνει φως στα σκοτάδια, αυτός που λύνει τους δεσμούς, αυτός που φωτίζει το άγνωστο. Για τον σοφό το αίνιγμα είναι μια θανάσιμη πρόκληση». Η τελευταία αυτή φράση συμπυκνώνει με τρόπο επιγραμματικό την πνευματική πορεία του Colli: εκκινώντας από τον Νίτσε, τη μεγαλύτερη φιλοσοφική του επιρροή, ο Colli στρέφει το ενδιαφέρον του στην προσωκρατική περίοδο της ελληνικής φιλοσοφίας, εκεί που θεωρεί ότι πρέπει να αναζητηθούν οι πηγές της ελληνικής σοφίας. Ο Colli μάλιστα θεωρούσε ότι ο όρος σοφία (sapienza) ήταν προτιμότερος της λέξης φιλοσοφία, η οποία συμβόλιζε για τον Ιταλό την αρχή της παρακμής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. «Ακόμα και ο ίδιος ο Πλάτωνας αποκαλούσε τους προσωκρατικούς, σοφούς», γράφει ο Colli στην εισαγωγή του έργου του “La Sapienza Greca”. «Ό,τι ακολούθησε μετά στον τομέα της σκέψης εξαρτάται από εκείνους τους σοφούς. Θα ήταν όμως λάθος να προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε αυτή τη σοφία διά μέσω της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Πολλές από τις κατοπινές ερμηνείες, που ισχύουν ακόμα και σήμερα, αλλά που είναι εντελώς παραπλανητικές, βασίζονται στην αριστοτελική παραχάραξη αυτής της σκέψης, την οποία επεξεργάστηκε κατόπιν η εγελιανή ιστοριογραφία». Σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των νιτσεϊκών επιγόνων, ο Colli δεν επιδόθηκε σε μια γενεαλογικού τύπου ερμηνεία της φιλοσοφίας (οι οποίες γενεαλογίες θα κατέληγαν όλες στο άδειασμα της φιλοσοφίας από το νόημά της), αλλά προσπάθησε να βρεθεί «στις πλάτες της φιλοσοφίας», προκειμένου να ανακαλύψει τι θα μπορούσε να βρίσκεται πριν τη σοφία, τι θα μπορούσε να αποτελεί το σκοτεινό φόντο της. Στο τέλος αυτής της πορείας ο Colli θα σταθεί μπροστά στο αίνιγμα, το οποίο μαζί με τον αγώνα, θα τοποθετήσει στο κέντρο της ελληνικότητας. Είναι το αίνιγμα που επιβάλλει στον άνθρωπο την πρόκληση της σύγκρουσης, τον αγώνα να εκφράσει το θεϊκό σημείο όρασης του κόσμου, το παν, το οποίο όμως είναι από τη φύση του άρρητο και απλησίαστο. Η αριστοτελική λογική, όπως και ο μετέπειτα δυτικός ορθολογισμός, στέρησαν από τη φιλοσοφία τον αινιγματικό της χαρακτήρα για να την μετατρέψουν σε σύστημα ικανό να χειραγωγήσει τα πάντα. Έτσι όμως θυσίασαν για χάρη της αποτελεσματικότητας τον δρόμο που οδηγούσε στην πραγματική γνώση. Είναι στον ίδιο αυτό δρόμο που βαδίζει και η σκέψη του Angelo Tonelli, σκέψη απαραίτητη σε όποιον επιθυμεί να διατηρήσει μια ζωντανή σχέση με την αρχαία κληρονομιά, αλλά και μια σκέψη επίκαιρη και ουσιαστικά πολιτική: «Δίχως ένα πολιτισμό βασισμένο στη σοφία, την ισορροπία και τη φώτιση, η δημοκρατία καταρρέει διότι δεν υπάρχει πλέον ο δήμος (δηλαδή λαός με συνειδητή ταυτότητα), αλλά μόνο ένα είδος πλήθους, συνονθύλευμα μιμ<ητικών ατόμων, τα οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνειδητά ή υποσυνείδητα, υποταγμένα στον θεό του χρήματος, προσπαθούν να χειραγωγήσουν». 
—— ○ ——

Το να μιλάς για «ελληνικό σαμανισμό*» είναι ήδη από μόνο του κάτι το επαναστατικό: πέρα από έργο του E. R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, το οποίο ποτέ δεν εκτιμήθηκε επαρκώς- που ήδη είχε ανοίξει τον δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση και τις μελέτες των Colli, Eliade, Couliano, Burckert και Kingsley, η κοινή γνώμη, ακαδημαϊκή και μη, αγνοεί αυτό το εντυπωσιακό φαινόμενο που προέρχεται από τον πνευματικό μας πολιτισμό. Οι Έλληνες Σοφοί δεν ήταν γραφιάδες, όπως ίσως θα ήθελε να τους απεικονίσει κατ’ εικόνα και ομοίωσή της η σύγχρονη νερόβραστη ερμηνευτική, αντιθέτως ήταν άτομα που ξεκινούσαν μια πορεία συνεχούς αναζήτησης του εαυτού τους και από αυτή την πνευματική αναζήτηση μεταμορφωνόντουσαν μέχρι το μεδούλι. Ο Εμπεδοκλής ήταν δεδηλωμένα σαμάνος, και το κήρυττε:

«Πόσα φάρμακα χρησιμοποιούνται κατά των ασθενειών και κατά της γήρανσης
θα το μάθετε, γιατί για εσάς μόνο επιθυμώ να περατώσω τούτες τις διδασκαλίες.
Και θα κατευνάσετε την οργή των ανέμων που ακούραστοι ανεβαίνουν στη γη,
καταστρέφοντας τα χωράφια με τις ριπές τους, και, αν το επιθυμείτε,
με τη σειρά σας θα καλέσετε τα οφέλη του ανέμου, και απ’τη σκοτεινή βροχή
θα δημιουργήσετε τις κατάλληλες ξηρασίες για τον άνθρωπο και από τη θερινή θερμότητα
θα δημιουργήσετε χειμάρρους που θα θρέψουν τα δέντρα και θα αναβλύζουν στον αιθέρα
και θα ανασύρετε από τον Άδη το σθένος ενός εξαφανισμένου ανθρώπου». (fr. 110 DK)

Το ταξίδι που ξεκινά με το προοίμιο του Παρμενίδη στο Πέρι Φύσεως είναι επίσης εντυπωσιακά σαμανικό:

«Ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ΄ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι,
πέμπον, ἐπεί μ΄ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονες, ἣ κατὰ πάντ΄ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ΄ὁδὸν ἡγεμόνευον.


Ἄξων δ΄ἐν χνοίῃσιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
αἰθόμενος – δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν -, ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτός,
εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας».

Εκτός από τις Μαινάδες, τις σαμάνους που ακολουθούν τον θεό της έκστασης, τον Διόνυσο, και τις εκστατικές εμπειρίες των ελευσίνιων μυστηρίων, οι οποίες παρεμπιπτόντως διευθύνονται θεσμικά από οικογένειες ιερέων των Ευμολπίδων και Κηρύκων και παρουσιάζουν εντυπωσιακά κοινά χαρακτηριστικά με τις εμπειρίες των σαμάνων, υπάρχουν χαρακτήρες που μπορούν να οριστούν ως «σαμάνοι» με τη στενή έννοια του όρου: ο μυθικός υπερβόρειος Άβαρις, που δεν έτρωγε ποτέ, προέβλεπε το μέλλον και θεράπευε από τις ασθένειες. Η Αριστέα ήταν ικανή να βυθιστεί σε μακρύ ύπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου εγκατέλειπε το φυσικό της σώμα και μπορούσε να υλοποιηθεί κάπου αλλού, ή ακόμη ο Επιμενίδης, ο οποίος στην Κρήτη, στο σπήλαιο του Όρους Ίδη (Ιδαίο Άντρο ή Αρσένιο), στο οποίο γεννήθηκε ο ίδιος ο Δίας, επώασε σε έκσταση μια «ενθουσιώδη» σοφία (δηλαδή «διαμέσου του θεού») αλλά και οι Ερμότιμος, Ζάλμοξις, Πυθαγόρας, Ανάχαρσις μπορούν να συμπεριληφθούν, για ορισμένα χαρακτηριστικά τους, σε αυτήν την ομάδα. Σαμανικά στοιχεία βρίσκουμε και στην κάθαρση των Κορυβάντων, στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, στους σιβυλλικούς χρησμούς. Υπάρχει ένας ελληνικός σαμανισμός και είναι χρήσιμο να το σημειώσουμε, διότι όλα αυτά έχουν βαθιές επιπτώσεις στην πολιτιστική και πνευματική μας διαμόρφωση.

۞

Υπέρ της ανάστασης των «νεκρών» (Μέρος Α΄)


Το μόνο για το οποίο ψάχνουμε είναι ο Άνθρωπος. Δεν χρειαζόμαστε άλλους κόσμους.
Καθρέφτες χρειαζόμαστε.
Stanislaw Lem (Σολάρις)
Πυργῖται
Για Μια Αναρχική Απελευθερωτική Προοπτική
Υπέρ της ανάστασης των «νεκρών» (Μέρος Α΄)
Υπέρ της ανάστασης των «νεκρών» (Μέρος Α΄)
24 Απριλίου 2019 Πυργίτης
Όπως έχουν τα πράγματα, ο νους είναι αποτέλεσμα πολλών χιλιάδων χρόνων επιρροής -βιολογικής, κοινωνιολογικής, περιβαλλοντικής, κλιματικής, διατροφικής και λοιπά. […] Αν ο νους δεν έχει ελευθερία, δεν μπορεί να ανακαλύψει τί είναι αλήθεια και τί όχι· και το να έχει ελευθερία σημαίνει να είναι απαλλαγμένος από κάθε επιρροή.(Τζίντου Κρισναμούρτι)

Οι θνήσκοντες και ανασταινόμενοι θεοί

Στον αρχαίο κόσμο, αιώνες πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη θρησκευτική μυθολογική αφήγηση σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και στον Ελλαδικό χώρο. Ο μύθος, σε κάθε περίπτωση, αναφερόταν σε έναν θεό, ο οποίος πέθαινε μαρτυρικά και στη συνέχεια ανασταινόταν.

Ο κάθε τόπος διέθετε τη δική του εκδοχή του μύθου και απέδιδε στον θεό αυτόν διαφορετικές ονομασίες. Στην φαραωνική Αίγυπτο λεγόταν Όσιρις, στον μείζονα Ελλαδικό χώρο Διόνυσος, στη Μικρά Ασία Άττις, στη λεγόμενη Συροπαλαιστίνη Άδωνις, στην Περσία Μίθρας και στην Ιταλική χερσόνησο Βάκχος. Η μυθική αφήγηση, ωστόσο, εμπεριείχε στον πυρήνα της παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο θεός γεννιόταν από μια παρθένο σε μια σπηλιά ή σε έναν στάβλο στις 25 Δεκεμβρίου. Αργότερα, εισερχόταν θριαμβευτικά σε μια πόλη επί όνου και γινόταν δεκτός από τον λαό, ο οποίος κράδαινε κλάδους φοινικιάς. Στη συνέχεια πέθαινε, θυσιαζόμενος για την αποκατάσταση του κόσμου, κατέβαινε στον Άδη (ή σε άλλη αντίστοιχη θεότητα του λεγόμενου Κάτω Κόσμου) και την τρίτη ημέρα ανασταινόταν εκ νεκρών, ανερχόμενος στον ουρανό. Η θυσία αποκαθιστούσε την ιερότητα του κόσμου, καθαρίζοντας τον καθημερινό χρόνο και τόπο και αναγεννώντας τον. Η αναγέννηση αυτή νοούνταν ως μεταμόρφωση, που ξαναδημιουργούσε τον χρόνο και τον τόπο, αλλά και κάθε ον εντός τους, σε ένα ιερό εδώ και τώρα.

Φαίνεται, πως στοιχεία τουλάχιστον του συγκεκριμένου μύθου είναι πανάρχαια. Η Margaret Murray, αρχαιολόγος και αιγυπτιολόγος των αρχών του περασμένου αιώνα, με ανασκαφές στις πυραμίδες της Αιγύπτου στο ενεργητικό της μαζί με τον περισσότερο γνωστό Flinders Petrie (ο οποίος ανακάλυψε τις πυραμίδες της Γκίζας και τη στήλη του Μερνεφθά) αναφέρει ότι «το ιερό δράμα της αφοσίωσης και της θυσίας του ενσαρκωμένου θεού μπορούμε να το παρακολουθήσουμε στα κείμενα των Πυραμίδων», δηλαδή το 2.700 π.Χ,, περίπου.

Ο Ηρόδοτος στις «Ιστορίες» του αναφέρει ότι «στην ίδια λίμνη οι Αιγύπτιοι τελούν κατά τη διάρκεια της νύχτας τα Μυστήρια, το Πάθος αυτής της ύπαρξης το όνομα της οποίας δεν μπορώ να εκστομίσω». Και στη συνέχεια: «Όλες οι λεπτομέρειες αυτών των τελετών ήταν γνωστές σε εμένα αλλά δεν θα πω τίποτε περισσότερο». Ο Ηρόδοτος ουσιαστικά παρέχει την απόδειξη της ομοιότητας των Αιγυπτιακών και των Ελληνικών Μυστηρίων στα οποία φαίνεται πως ήταν μυημένος εφ’ όσον τα γνώριζε. Είναι γνωστό πως οι μυημένοι στις τελετουργίες των Μυστηρίων έπαιρναν όρκο σιωπής για τα τεκταινόμενα σ’ αυτές· ως εκ τούτου ο Ηρόδοτος δεν μας παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες.

Στον Ελλαδικό χώρο, η μυστηριακή λατρεία εισήχθη σταδιακά τον 6ο αι. π.Χ.[i] και διόλου τυχαία συνέπεσε χρονικά με τη ραγδαία ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης. Τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. οι πιο διεισδυτικοί Έλληνες στοχαστές προχώρησαν σε μια κριτική της ίδιας της παράδοσής τους, όπως αυτή διασωζόταν στα Ομηρικά έπη, χωρίς φυσικά να την απορρίψουν, θεωρώντας τη μυστηριακή λατρεία ως εκφραστή ενός βαθύτερου και ανώτερου οντολογικού νοήματος. Στηλίτευαν δε την δεισιδαιμονία, η οποία εκφραζόταν συχνά στη λαϊκή θρησκεία της εποχής. Τα λεγόμενα «Μυστήρια» διαμορφώθηκαν από τη θρησκευτική κίνηση του Ορφισμού και του Πυθαγορισμού και είναι γνωστό πως ο Πυθαγόρας μαθήτευσε τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στη Βαβυλώνα. Οι Πυθαγόρειοι θεωρούνται αυτοί οι οποίοι ανέδειξαν τον Διόνυσο –ο οποίος μέχρι τότε ήταν μια κατώτερη θεότητα– ώστε να αποτελέσει το αντίστοιχο του Όσιρι των Αιγυπτίων. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, ήταν ο Ορφικός ποιητής Ονομάκριτος ο οποίος τον 6ο αιώνα π.Χ. έκανε την καινοτομία της εισαγωγής του θανάτου-ανάστασης του Διονύσου στα Μυστήρια.

Στον θρυλικό δρόμο της Θεότητας: Σημειώσεις για τον Παρμενίδη




23 Φεβρουαρίου 2019 Πυργίτης



Το παρόν κείμενο αποτελεί μια περίληψη, σε μορφή επιμελημένων σημειώσεων, ενός μέρους του εξαιρετικού βιβλίου του Peter Kingsley «Αρχαιοελληνική σκέψη και Δυτικός πολιτισμός». Δημοσιεύτηκε αρχικά στην αναρχική εφημερίδα «Διαδρομή Ελευθερίας», φύλλο 162, αλλά έκτοτε εμπλουτίστηκε με κάποια επιπλέον στοιχεία και επεξηγήσεις. Το κείμενο πολλές φορές χρησιμοποιεί σχεδόν αυτούσια τα λόγια του συγγραφέα καθώς η γλαφυρότητα και αμεσότητα της πραγματικά αποκαλυπτικής παρουσίασής του δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεραστεί.

Τη θεωρούμε σημαντική ανάλυση γιατί αποκαλύπτει το πόσο διαστρεβλωμένη εικόνα έχουμε αναφορικά με τη φιλοσοφία και τις απαρχές της. Τη φιλοσοφία που δεν ενδιαφέρεται να προσεγγίσει τα θεμέλια της Πραγματικότητας από την οπτική του ακαδημαϊσμού ή ως διανοητική άσκηση κάποιων θεωρητικολογούντων αλλά ως οδηγό της Πράξης για μια πλήρη και άξια θνητή ζωή.

Πως μπορούμε σήμερα να μιλάμε για την ελευθερία ή να αντιδικούμε για τον δρόμο προς την επίτευξή της εάν επιμένουμε να αγνοούμε βασικά συστατικά της πραγματικότητας; Ειδικά όταν τα συστατικά αυτά επανέρχονται στο προσκήνιο υπό την οπτική της σημερινής επιστήμης; Γιατί, έχει γίνει αντιληπτό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 πως πλέον η σημερινή Φυσική είναι συντριπτικά περισσότερο Προσωκρατική παρά Αριστοτελική.

Η ανάλυση επιβεβαιώνει την υποψία μας πως το θεμέλιο αυτής της φιλοσοφίας είναι άμεσα συναρτώμενο με το θρησκεύεσθαι. Γϊνεται φανερό λοιπόν πως η θρησκεία είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα για να αφήνεται στα χέρια είτε του κάθε ιερατείου, των «μεσιτών του Θεού», είτε της εξουσίας είτε των επιφανειακών προσεγγίσεων και των συστηματικών παρανοήσεών τους. Θα επανέλθουμε…

Η Διδασκαλία της Ενότητος στην Ελληνική Παράδοση


Του Claudio Mutti


http://hypervoria.blogspot.com/2012/04/blog-post_28.html

«Η διδασκαλία της Ενότητος, δηλαδή η κατάφαση ότι η Αρχή κάθε υπάρξεως είναι ουσιαστικώς Μία, είναι ένα θεμελιώδες σημείο κοινό σε κάθε ορθόδοξη παράδοση»[1]. Αυτό γράφει ο Ρενέ Γκενόν, συμφώνως προς τον οποίον «κάθε αυθεντική παράδοση είναι ουσιαστικώς μονοθεϊστική· χρησιμοποιώντας μία πιο ακριβή γλώσσα, κάθε αυθεντική παράδοση δηλώνει πρώτα από όλα την ενότητα της Υπέρτατης Αρχής, από την οποία όλα απορρέουν και από την οποία όλα εξαρτώνται πλήρως. Αυτή η κατάφαση, ιδιαιτέρως στην έκφραση που προσλαμβάνει στις παραδόσεις που έχουν θρησκευτική μορφή, αποτελεί τον αληθή μονοθεϊσμό»[2].


Συμφώνως προς αυτήν την αντίληψη, μία αυθεντική παραδοσιακή ιδέα δεν μπορεί να είναι πολυθεϊστική, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποδέχεται μία πολλαπλότητα αρχών θεωρούμενων ως απολύτως ανεξαρτήτων. Στην πραγματικότητα ο Γκενόν γράφει ότι ο πολυθεϊσμός είναι «συνέπεια της μη κατανοήσεως κάποιων παραδοσιακών αληθειών, συγκεκριμένα αυτών που αφορούν τις θεϊκές όψεις ή χαρακτηριστικά»[3], λέει επίσης ότι «αυτή η μη κατανόηση είναι πάντοτε πιθανή στην περίπτωση απομονωμένων και περισσότερο ή λιγότερο αναρίθμητων ατόμων, αλλά η γενίκευσή της, αντιστοιχούσα σε μία κατάσταση ακραίου εκφυλισμού μίας εξαφανιζόμενης παραδοσιακής μορφής, υπήρξε βεβαίως σπανιότερη από ότι νομίζει κάποιος»[4].


Επομένως, αν η νομιμότητα μίας παραδοσιακής ιδέας καθορίζεται αυστηρώς από την συνέπειά της προς την διδασκαλία της Ενότητος, ποιος είναι ο βαθμός εγκυρότητος των αρχαίων Ευρωπαϊκών παραδοσιακών μορφών, που χαρακτηρίζονται γενικώς από μία πολλαπλότητα θεοτήτων;


Καθώς δεν μπορώ να εξετάσω το θέμα σε όλη του την έκταση, θα περιοριστώ να εξετάσω την Ελληνική κουλτούρα, η οποία είναι  τυπική λόγω της πολλαπλότητος των θεϊκών μορφών, γενικώς εχουσών μία ανθρωπομορφική όψη.


Είναι αλήθεια πως η πολυθεϊστική οπτική ξεπερνιέται από την φιλοσοφική σκέψη, η οποία άρχισε να ψάχνει μία ενοποιητική αρχή και κορυφώθηκε με την εξατομίκευση μίας causa causarum, ονομαζόμενης Υπέρτατο Αγαθό από τον Πλάτωνα, Κινούν Ακίνητο από τον Αριστοτέλη, Λόγος από τους Στωικούς. Στην Λατινική κουλτούρα αυτή η causa prima προσδιορίστηκε από τον Κικέρωνα ως as princeps deus, qui omnem mundum regit[5]. Παρόλα αυτά στην αρχαία Ελλάδα η κατάφαση της θεϊκής Ενότητος μπορεί να βρεθεί όχι μόνο στην φιλοσοφία, αλλά και αλλού.


Για παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου βλέπουμε τους Ολύμπιους θεούς να αγωνίζονται ο ένας εναντίον του άλλου, καθώς μερικοί από αυτούς ευνοούν τους Αχαιούς, κάποιοι τους Τρώες. Παρόλα αυτά, κάποια επεισόδια της Ιλιάδος υποδηλώνουν μία θέαση, που ανάγει την πολλαπλότητα των θεϊκών μορφών σε μία ανώτερη και υπερβατική ενοποιητική αρχή.


Για παράδειγμα, ένα εδάφιο της ραψωδίας Θ’ της Ιλιάδος είναι η αρχαιότερη μαρτυρία σχετικώς προς το επιχείρημα που εξετάζουμε. Το επεισόδιο είναι το ακόλουθο. Ο Δίας συγκαλεί το συμβούλιο των θεών στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και απαγορεύει σε όλους να λάβουν μέρος στην μάχη. Ο Δίας όχι μόνο απειλεί ότι θα πετάξει τους παραβάτες στα βάθη του Ταρτάρου, αλλά επιδεικνύει επίσης την συντριπτική του ανωτερότητα ως προς όλους τους θεούς:


εἰ δ᾽ ἄγε πειρήσασθε θεοὶ ἵνα εἴδετε πάντες·

σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες

πάντές τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·

ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐρύσαιτ᾽ ἐξ οὐρανόθεν πεδίον δὲ

Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε.

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼ πρόφρων ἐθέλοιμι ἐρύσσαι,

αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαιμ᾽ αὐτῇ τε θαλάσσῃ·

σειρὴν μέν κεν ἔπειτα περὶ ῥίον Οὐλύμποιο

δησαίμην, τὰ δέ κ᾽ αὖτε μετήορα πάντα γένοιτο.

τόσσον ἐγὼ περί τ᾽ εἰμὶ θεῶν περί τ᾽ εἴμ᾽ ἀνθρώπων.[6]


(Και δοκιμάσετε, ω θεοί, να το γνωρίσετ’ όλοι.

Χρυσή κρεμάσετ’ άλυσον απ’ τ’ ουρανού την άκρην,

και αθάνατοι και αθάνατες, όλοι απ’ αυτήν πιαστήτε,

Αλλά δεν θα’σθε δυνατοί μ’ όσον κι αν βάλτε κόπον

να σύρετ’ απ’ τον ουρανόν τον πάνσοφον Κρονίδην.

Αλλ’ αν εγώ το ήθελα θα εδύνομουν και μόνος

μ’ όλην την γην και θάλασσαν επάνω να σας σύρω.

Και θα’δενα την άλυσον στην κορυφήν του Ολύμπου

ώστε τα πάντα ανάερα να μείνουν εις τον κόσμον.

Τόσο ανώτερος εγώ θεών και ανθρώπων είμαι.)


Η ανωτερότητα της δύναμης του Διός προς την δύναμη όλων μαζί των θεών, συμβολίζει την ουσιαστική μηδαμινότητα της πολλαπλότητος των θεϊκών όντων εν’ όψει της ενότητος της αρχής.


Αλλά η δύναμη του ιδίου του Διός, που είναι υπέρτατη μπροστά σε  αυτήν των άλλων θεών, περιορίζεται από την άκαμπτη θέληση της Μοίρας. Η υποταγή του προσωπικού θεού σε αυτήν την απρόσωπη Θέληση, αναδύεται ξεκάθαρα από εκείνα τα εδάφια της Ιλιάδος, οπού ο Πατέρας των θεών και των ανθρώπων ζυγίζει τα πεπρωμένα των ανταγωνιζομένων μέσω ενός κοσμικού ζυγού, ο οποίος του αποκαλύπτει την ετυμηγορία της Μοίρας. Τα πιο σαφή από αυτά τα εδάφια βρίσκονται στις ραψωδίες Θ’ (στίχοι 69-75) και Χ’ (στίχοι 209-213): στο πρώτο ο Ζευς ζυγίζει τα συλλογικά πεπρωμένα των Τρώων και Αχαιών αγωνιζομένων, στο δεύτερο τα ατομικά πεπρωμένα του Αχιλλέως και του ‘Εκτορος. Παραθέτω από το δεύτερο απόσπασμα:


καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα,

ἐν δ᾽ ἐτίθει δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο,

τὴν μὲν Ἀχιλλῆος, τὴν δ᾽ Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,


ἕλκε δὲ μέσσα λαβών· ῥέπε δ᾽ Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ,

ᾤχετο δ᾽ εἰς Ἀΐδαο, λίπεν δέ ἑ Φοῖβος Ἀπόλλων.[7]


(τότ’ έστησε τ’ ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας

και δυο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου,

μοίραν εδώ του ιπποδαμαστή  Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως.



Το σήκωσε και έγυρε του Έκτορος η μοίρα

ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος.)


Ο Απόλλων εγκαταλείπει τον Έκτορα στην μοίρα του, η Αθηνά αναγγέλλει στον Αχιλλέα ότι η νίκη θα είναι δική του, ο Δίας απορρίπτει την πρόταση να σώσει την ζωή του Έκτορος. Όλοι οι θεοί υποτάσσουν τους εαυτούς τους στην θέληση μίας θεϊκής δυνάμεως που τους υπερβαίνει όλους.





Μία ανάλογη κατάφαση της υπέρτατης δυνάμεως του Διός είναι παρούσα στην πάροδο του Αγαμέμνονος του Αισχύλου, όπου ο χορός, αποτελούμενος από δώδεκα πρεσβυτέρους, αφού έχει μνημονεύσει την αρχή της εκστρατείας ενάντια στην πόλη του Πριάμου, απαγγέλει έναν ιεροπρεπή ύμνο:


Ζεύς, ὅστις ποτ' ἐστίν, εἰ τόδ' αὐ

          τῷ φίλον κεκλημένῳ,

          τοῦτό νιν προσεννέπω.

          οὐκ ἔχω προσεικάσαι

          πάντ' ἐπισταθμώμενος

      πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος

          χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.[8]


(Ο Δίας – όποιος και αν είναι – αν μ’ αυτό

τόνομα αρέση να καλήται,

μ’ αυτό κ’ εγώ τον ονομάζω,

όλα στη στάθμη ταπεικάζω

κι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλο

για να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια,

μες απ τα στήθια

το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω)


Εφόσον ο Κάλχας έχει προβλέψει ότι το μίσος της Αρτέμιδος ενάντια στους Ατρείδες θα είναι τρομερό, ο χορός λέει πως για να εκμηδενίσεις το άγχος που προκαλείται από αυτήν την πρόβλεψη, είναι αναγκαίο να προσφύγεις στον Δία, μόνο στον Δία, διότι δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να είναι ίσα του.


Δίας είναι επίσης το όνομα που χρησιμοποιείται από τους Στωικούς, για να εκφράσει τον Λόγο που πλάθει το κάθε ον, δίνοντάς του ζωή και ψυχή. Μία έκφραση της Στωικής θρησκευτικότητος είναι ο Υμνός εις Δία, γραμμένος από τον Κλεάνθη από την Άξο (300-220 π.Χ.), ο οποίος αρχίζει εξυμνώντας τον Δία ως αρχή και κυρίαρχο όλων όσων υπάρχουν.


κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεὶ

Ζεῦ φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,

χαῖρε·[9]


(Ενδοξότερε των αθανάτων, καλούμενε με πολλά ονόματα, παντοτινά παντοδύναμε

Ζευ αρχηγέ της φύσεως, που κυβερνάς τα πάντα με τον νόμο,

Χαίρε)


Ο Μαξ Πόλενζ γράφει ότι  όταν ο φιλόσοφος-ποιητής «εξυμνεί τον Δία, που καλείται με πολλά ονόματα, οι πιστοί καταλαβαίνουν ότι ο Δίας, ο Λόγος, η Φύσις, η Πρόνοια, η Ειμαρμένη είναι μόνο διαφορετικά ονόματα της μοναδικής παγκοσμίου Θεϊκής Κεφαλής».[10] 


Επίσης ο Άρατος από τους Σόλους (320-250) στην κατανυκτική αρχή των Φαινομένων του, δίνει το όνομα Δίας στην αρχή της κοσμικής εκδηλώσεως, νοούμενης ως πανταχού παρόντος πνεύματος:


Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα, τὸν οὐδέποτ' ἄνδρες ἐῶμεν

ἄρρητον. Μεσταὶ δὲ Διὸς πᾶσαι μὲν ἀγυιαί,

πᾶσαι δ' ἀνθρώπων ἀγοραί, μεστὴ δὲ θάλασσα

καὶ λιμένες· πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες.[11]


(Ας αρχίσουμε από τον Δία, τον οποίο ποτέ δεν αφήνουμε αμνημόνευτο.

Γεμάτοι από τον Δία είναι όλοι οι δρόμοι,

όλες οι αγορές των ανθρώπων, γεμάτη η θάλασσα

και οι λιμένες· παντού είμαστε οι πάντες υπόχρεοι στον Δία.)


Διαφορετικά, στον Πλούταρχο η θεϊκή ενότητα και μοναδικότητα δεν συμβολίζεται από την μορφή του Διός, αλλά από τον Απόλλωνα. Στον διάλογο Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, οπού προτείνονται μερικές ερμηνείες του αλφαβητικού γράμματος Ε, το οποίο αναπαριστάται στην είσοδο του Δελφικού ναού του Απόλλωνος, η τελική εξήγηση δίνεται από τον δάσκαλο του Πλουτάρχου, Αμμόνιο: Το Ε αναγιγνωσκόμενο ως ει, συμπίπτει με το δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα του ρήματος ειμί· τότε σημαίνει «είσαι». Ειπωμένο προς τον θεό που προτρέπει τον άνθρωπο να γνωρίζει τον εαυτό του (η φράση γνῶθι σαὐτόν ήταν σκαλισμένη στην πρόσοψη του ιερού), «είσαι» είναι μία αναγνώριση του Απόλλωνος ως Όντος.


οὕτως οὖν αὐτὸ δεῖ σεβομένους ἀσπάζεσθαι [καὶ] προσεθίζειν, 'εἶ', καὶ

νὴ Δία, ὡς ἔνιοι τῶν παλαιῶν, 'εἶ ἕν'. οὐ γὰρ πολλὰ τὸ

θεῖόν ἐστιν, ὡς ἡμῶν ἕκαστος ἐκ μυρίων διαφορῶν ἐν

πάθεσι γινομένων ἄθροισμα παντοδαπὸν καὶ πανηγυρι-

κῶς μεμιγμένον. ἀλλ' ἓν εἶναι δεῖ τὸ ὄν, ὥσπερ ὂν τὸ ἕν

(…) ὅθεν εὖ καὶ τὸ πρῶτον ἔχει τῷ θεῷ τῶν ὀνο-

μάτων καὶ τὸ δεύτερον καὶ τὸ τρίτον. Ἀπόλλων μὲν γὰρ

οἷον ἀρνούμενος τὰ πολλὰ καὶ τὸ πλῆθος ἀποφάσκων

ἐστίν, Ἰήιος δ' ὡς εἷς καὶ μόνος. Φοῖβον δὲ δήπου τὸ

καθαρὸν καὶ ἁγνὸν οἱ παλαιοὶ πᾶν ὠνόμαζον[12]


(Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε τον θεό: είσαι. Και μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: είσαι ένα. Γιατί το θείο δεν είναι πολλά , όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα πανηγυρικό ανακάτεμα. Αλλά το ον πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα ον (…) Επομένως ταιριάζει καλά στο θεό και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο από τα ονόματά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά και αποποιείται το πλήθος, Ιήιος ως ένας και μόνος. Φοίβος, τέλος, ήταν δίχως αμφιβολία το όνομα που έδιναν οι παλαιοί σε κάθε τι καθαρό και αγνό)


Ακολουθώντας την ερμηνευτική μέθοδο που βασίζεται στο συμβολικό νόημα των στοιχείων που συναποτελούν μία λέξη, ο Πλούταρχος βρίσκει πως το όνομα Απόλλων μπορεί να γίνει κατανοητό ως συντιθέμενο από ένα στερητικό –α και το θέμα πολύς, πολύ, επομένως «χωρίς πολλαπλότητα». Παρομοίως το όνομα του Απόλλωνος Ιήιος , συσχετίζεται προς την λέξη είς, «ένας», ενώ  η προσφώνηση Φοίβος συνδεόμενη ετυμολογικώς με το φάος, «φως», σημαίνει «φωτεινός, αγνός» και συνεπώς «δίχως προσμείξεις». Για αυτό το θεϊκό πρόσωπο του Απόλλωνος είναι η μία και μοναδική αρχή της παγκοσμίου εκδηλώσεως, είναι ο Υπέρτατος Εαυτός όλων όσων υπάρχουν.



Αλαίν ντε Μπενουά: Είκοσι πέντε αρχές «ηθικής»


Δεν έχω μεγάλη συμπάθεια στον όρο «ηθική». Γνωρίζω πολύ καλά την «γενεαλογία» της, την οποία θεωρώ ότι διαφώτισε αρκετά καλά ο Νίτσε. Τείνω άλλωστε να πιστέψω ότι υπάρχουν τόσες πολλές «ηθικές» όσα και τα επίπεδα της ανθρωπότητος, πράγμα που βεβαίως παραπέμπει σε έναν σχετικό αριθμό. Αντιθέτως, πιστεύω πολύ στις αρχές που μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και κανόνες ζωής (καθώς η κάθε ιστορική πορεία πραγματοποιείται από τον μύθο στις αρχές δια μέσου κάποιας ιδέας). Καταθέτω λοιπόν εδώ τις δικές μου αρχές, στις οποίες θέλω να πιστεύω ότι μένω κατά κανόνα συνεπής.



Αlain-de-Βenoist




1. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΑΙΚΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, δεμένος με αυτούς, τόσο για το καλύτερό όσο και για το χειρότερο. Και οι δύο πλευρές δημιουργούν από κοινού. Οι Θεοί δεν είναι υπεράνω, ούτε έξω από εμάς. Δεν είναι ούτε και πέρα από τις αισθήσεις μας. Σημαντικό άλλωστε δεν είναι το να πιστεύει κανείς στο Θείο, αλλά να συμπεριφέρεται με τέτοιον τρόπο ώστε Αυτό να μπορεί να δείξει σε αυτόν εμπιστοσύνη. Σημαντικό είναι να μπορεί να βρίσκει κανείς και να αναγνωρίζει το Θείο μέσα του και να αποκαλύπτει τον εαυτό του, όπως αποκαλύπτεται Αυτό. Το σώμα και η ψυχή είναι ένα και το αυτό πράγμα. Το να φέρνει κανείς το ένα απέναντι στο άλλο, το να αντιπαραθέτει αυτές τις έννοιες, αποτελεί ασθένεια του πνεύματος. Όποιος Θεός δεν συμπεριφέρεται όπως έχει κανείς το δικαίωμα να περιμένει από αυτόν, αξίζει να υποστεί την απάρνηση, υπό τον όρο όμως ότι εκείνος που την τολμά έχει προηγουμένως δώσει το καλύτερο του εαυτού του.

2. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΚΑΝΕΊΣ, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ». Η δημιουργία έπεται της γεννήσεως και δεν μπορεί κανείς να δημιουργηθεί παρά μόνον από τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δώσει στον εαυτό του μία ψυχή, γι’ αυτό και ο Έκχαρτ κάνει λόγο για «αυτό-δημιουργία»: «υπήρξα η αιτία του εαυτού μου, εκεί που θέλησα τον εαυτό μου και δεν υπήρξα τίποτε άλλο. Υπήρξα αυτό που θέλησα και αυτό που θέλησα υπήρξε εγώ». Στην Edda «Havamal» (5), ο Θεός Odin παρουσιάζεται θυσιασμένος στον ίδιο του τον εαυτό. Ένα έθνος θεμελιώνει έναν Πολιτισμό όταν γίνεται η αιτία του εαυτού του, η αιτία της υπάρξεώς του, όταν την πηγή μίας αιώνιας ανανεώσεως την βρίσκει μόνο μέσα στην δική του Παράδοση. Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους, όπου κάποιος οφείλει να βρίσκει μέσα του τις αιτίες του εαυτού του, καθώς και τα μέσα της όποιας αυτο-υπερβάσεώς του (αντίθετα λ.χ. από τον ηγέτη ενός παρακμιακού Κράτους που κρατεί την εξουσία από εξωτερικά του εαυτού του πράγματα αντί από την υπεροχή των προσωπικών αρχών του).

3. Η ΑΡΕΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΕΝΑ ΜΕΣΟΝ που αναφέρεται σε κάποια νομοτέλεια. Αντιθέτως, είναι η νομοτέλεια του εαυτού της, η ίδια η αμοιβή της, η εσωτερική ανάκτηση ή η ανάκτηση του εαυτού, η αφετηρία της κάθε αναζητήσεως και της κάθε κατακτήσεως, και πρώτα από όλα η αμοιβαία αναγνώριση και ανακάλυψη του ψυχισμού και της ψυχής. Είναι η θεσμοποίηση του εαυτού μίας απόλυτης ισορροπίας, το να είναι κανείς ο ηγέτης του εαυτού του, να υπακούει στον εσωτερικό αφέντη του και την ίδια στιγμή να διατάσσει τον εσωτερικό του δούλο. Κυρίως είναι η αναζήτηση του Μέτρου.

4. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ, αλλά πρέπει επίσης να γίνει τελικά αυτό που μπορεί να γίνει. Να κτισθεί σύμφωνα με την άποψη που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, αλλά και να μην αρκεστεί ποτέ από το αποτέλεσμα. Πρέπει να θέλει να αλλάξει πρώτα ο ίδιος πριν στραφεί να αλλάξει τον κόσμο, και είναι προτιμότερο να παραδεχθεί τον κόσμο όπως είναι παρά να παραδεχθεί τον εαυτό του όπως είναι. Πρέπει να αναπτύξουμε μέσα μας εκείνες από τις δυνατότητές που καθιστούν ανθρώπους εμάς τους ίδιους. Μία ισχυρή θέληση μάς επιτρέπει να γίνουμε αυτό που θέλουμε ανεξάρτητα από εκείνο που ήμασταν, γιατί η θέληση προηγείται όλων των προκαθορισμών, ακόμη και εκείνου της γεννήσεως, υπό τον όρο βεβαίως να έχουμε την ικανότητα να θέλουμε. Πρώτα από όλα χρειάζεται να καλλιεργήσουμε την εσωτερική ενέργεια, την ενέργεια εκείνη «της οποίας την απόδειξη υπάρξεως μπορεί να δώσει εξίσου ένα μυρμήγκι και ένας ελέφαντας» (Σταντάλ) και που επιτρέπει να παραμένει κανείς μέσα στον χειμώνα αυτό δια μέσου του οποίου επιστρέφει η άνοιξη.

5. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ. Να ορίζουμε νόμους για τον εαυτό μας υπό τον όρο όμως να μην τους αλλάζουμε (πράγμα που ωστόσο δεν μας εμποδίζει από το να δίνουμε νέες διαστάσεις στις προοπτικές που επιλέξαμε). Να μην υποχωρούμε, να μην τσακίζουμε. Να συνεχίζουμε ακόμα και αν δεν υπάρχουν πια οι λόγοι για να συνεχίσουμε. Να μένουμε πιστοί στις προδομένες ιδέες, πιστοί ακόμα και για λογαριασμό εκείνων που δεν έμειναν πιστοί. Να μένουμε πιστοί επίσης και σε όλους εκείνους που δεν υπάρχουν πια. Να υπερασπιζόμαστε εναντίον όλων, ακόμα και εναντίον του ίδιου μας του εαυτού, την ιδέα που έχουμε για τα πράγματα και την ιδέα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας.

6. ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΡΙΝ ΓΙΝΟΥΜΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ. Ο αυτοεξαναγκασμός είναι πρωταρχική προϋπόθεση του δικαιώματος εξαναγκασμού των άλλων. Οφείλουμε επίσης να ανεχόμαστε τους συγχρόνους μας, αφού πρώτα μάθουμε να ανεχόμαστε τον εαυτό μας: «ο ποιοτικός άνθρωπος έχει πρώτα απαιτήσεις από τον εαυτό του, ο κοινός άνθρωπος έχει απαιτήσεις μόνο από τους άλλους» (Κομφούκιος). Η ισχύς πρέπει να βασίζεται επάνω στην υπεροχή και όχι η υπεροχή επάνω στην ισχύ. Εκείνοι που ηγούνται έχουν το δικαίωμα να κατέχουν, όμως εκείνοι που κατέχουν δεν έχουν υποχρεωτικά και το δικαίωμα να ηγούνται. Ο ποιοτικός άνθρωπος στέκεται πέρα από δεσποτισμούς, καθώς δεσπόζει όλων των δεσποτών με μέσα που ειδικά του ανήκουν: «μία νέα ευγένεια είναι αναγκαστικώς αντίθετη σε ό,τι ανήκει στον όχλο ή στον δεσποτισμό» (Νίτσε). Όσο ψηλότερα ανεβαίνει κάποιος, τόσο πιο μόνος πορεύεται, τόσο πιο πολύ πρέπει να υπολογίζει στον εαυτό του. Αυτοί που είναι ψηλά είναι υπεύθυνοι για εκείνους που είναι χαμηλότερα, καθώς πρέπει να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Δεν έχουν κανένα πραγματικό προνόμιο πέραν των βαρών που οι άλλοι μπορούν να τους φορτώσουν στους ώμους, στην αντίθετη περίπτωση όλες οι επαναστάσεις γίνονται δίκαιες. Να ακολουθούμε ελεύθερα εκείνους που είναι ανώτεροί μας, να γινόμαστε υπερήφανοι κάθε φορά που πετυχαίνουμε να βρούμε έναν μπροστάρη (Στέφαν Ζωρζ), αφού το αντάλλαγμα του να ακολουθήσουμε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν ανιχνεύεται στην σφαίρα της κυριαρχίας αλλά της αμοιβαίας προστασίας. Το να υπακούμε είναι δικαίωμα, το να κυριαρχούμαστε ή να κυριαρχούμε είναι καθήκον, όχι το αντίθετο. Διακηρύσσουμε το ωραίο καθήκον μας να έχουμε δικαιώματα και το ωραίο δικαίωμά μας να έχουμε καθήκοντα.

7. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΜΕΤΡΗΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Κάθε ύπαρξη έχει την τραγικότητά της, το ίδιο και κάθε διακήρυξη. Ο Κόσμος δείχνει χαοτικός, ωστόσο μπορούμε εύκολα να του δώσουμε μία μορφή. Κάθε τι που κάνουμε δεν έχει άλλη έννοια από εκείνη που του δίνουμε εμείς. Το μόνο αντάλλαγμα είναι ότι όλα απηχούν σε όλα. Οι μικρές χειρονομίες μας έχουν μία συνέπεια στα πιο απομακρυσμένα σημεία του σύμπαντος. Η ύπαρξη του Κακού δεν μπορεί να ορισθεί θετικά, παρά μόνον ως περιορισμός αυτού που πρέπει να επέλθει, περιορισμός της μορφής που τα όντα δίνουν στον Κόσμο. Ίσως δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρή και αιώνια αρνητικότητα.

8. ΑΞΙΖΟΥΜΕ Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. Από ένα σημείο και ύστερα δεν υπάρχει ούτε τύχη, ούτε σύμπτωση. Οι αντίπαλοί μας δεν έχουν σε τελευταία ανάλυση καμμία άλλη δύναμη πέραν εκείνης που τους παρέχουν οι δικές μας αδυναμίες. Συνεπώς όχι μόνο πρέπει να αποδεχόμαστε, αλλά και να επιθυμούμε εν τέλει αυτό που συμβαίνει. Πρέπει να επιθυμούμε αυτό που συμβαίνει από την στιγμή που θα αποδειχθούμε ανήμποροι να το εμποδίσουμε να συμβεί. Αυτό δεν είναι παραίτηση, αλλά διατήρηση της ελευθερίας μας, είναι το μόνο μέσον ορθής αντιδράσεως όταν καμμία δράση δεν απομένει να αναπτυχθεί. Ο Στωϊκισμός προσφέρει την μόνη δυνατή συμπεριφορά, όταν οι άλλοι δεν αντέχουν πλέον να παραμείνουν στωϊκοί. Πρέπει να πράττουμε έτσι, ώστε εκείνο επάνω στο οποίο δεν μπορούμε να επιδράσουμε να μην μπορεί και αυτό να επιδράσει επάνω σε εμάς (Τζούλιους Έβολα).   

9. Η ΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΡΑΣΗ. Δεν υπάρχουν λόγοι υπάρξεως στα μεγάλα και δυνατά πράγματα, αφού αυτά ούτως ή άλλως πρέπει να υπάρχουν ή να γίνονται (δεν είναι ωστόσο μεγάλο και δυνατό κάθε τι που δεν έχει λόγο υπάρξεως). Σπουδαιότητα έχει η δράση και όχι εκείνος που την αναλαμβάνει. Το ίδιο και η αποστολή και όχι εκείνος που την φέρει εις πέρας. Να σταθούμε ενάντιοι στον ατομισμό, διεκδικώντας μία ενεργητική από-προσώπηση. Εκείνο που πραγματικά πρέπει να πράξει κάποιος δεν εξηγείται με κίνητρα. Η αριστοκρατία σιωπά.

10. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΙΜΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΈΧΟΥΜΕ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ. Η εικόνα που δημιουργούμε για τον εαυτό μας, γίνεται αληθινή από την στιγμή που συμμορφωνόμαστε με αυτήν. Από εκεί και ύστερα, το αν πρόκειται για μία «εικόνα» ή για μία «πραγματικότητα» έχει πολύ μικρή σημασία. Οι δύο όροι συμπίπτουν. Η ιδέα που λαμβάνει σάρκα, αποτελεί ούτως ή άλλως την πραγματική ενσάρκωση του Λόγου. Κάθε υποχρέωση υποχρεώνει, καμμία περίσταση δεν αποδεσμεύει. Ο καλύτερος τρόπος για να μην ντρεπόμαστε για τους άλλους, είναι να μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τον εαυτό μας.

11. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η ωραία πράξη είναι πάντοτε πιο σημαντική από το δόγμα. Το ωραίο δεν είναι ποτέ κακό. Καλύτερα να πράξουμε πολύ καλά πράγματα που είναι μέτρια, παρά να πράξουμε με άσχημο τρόπο πράγματα υπέροχα. Ο Τρόπος με τον οποίο πράττουμε τα πράγματα αξίζει περισσότερο από τα ίδια τα πράγματα. Ο Τρόπος επίσης που ζούμε τις ιδέες μας, αξίζει περισσότερο από αυτές τις ίδιες. Ο Τρόπος που ζούμε την ζωή μας, αξίζει περισσότερο από εμάς που ζούμε, και πολλές φορές περισσότερο και από αυτή την ίδια την ζωή. «Όταν κάποιος έχει περισσότερο απλότητα παρά τρόπο είναι αγροίκος. Όταν έχει περισσότερο τρόπο παρά απλότητα είναι γελοίος. Ο ποιοτικός άνθρωπος έχει εξίσου απλότητα και τρόπο» (Κομφούκιος).      

12. ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ;». Την απάντηση που έδωσε ο ίδιος, ότι «είναι εκείνος που αναζητεί τις καταστάσεις που επιβάλλουν σαφείς συμπεριφορές. Εκείνος που εγκαταλείπει την «ευτυχία» στις μάζες, μία «ευτυχία» που περιορίζεται σε ψυχική ηρεμία, βολή, άνεση και αγγλοσαξονική εμπορευματοκρατία. Είναι εκείνος που αναζητεί ενστικτωδώς τις βαρύτερες ευθύνες, εκείνος που ξέρει να κάνει παντού εχθρούς, εν ανάγκη να κάνει εχθρό ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό».

13. ΝΑ ΤΟΠΟΘΕΤΟΎΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΜΑΣ. Το να κάνουμε υποτίθεται «καλές πράξεις» για να κερδίσουμε την ατομική «σωτηρία» μας, να πάμε στον παράδεισο, κ.ο.κ., δεν είναι παρά χυδαία εξυπηρέτηση ενός προσωπικού συμφέροντός μας. Πρέπει να πράττουμε εκείνο που είναι ανάγκη να πραχθεί, όχι εκείνο που μας αρέσει. Το τελευταίο απαιτεί ωστόσο μία εκγύμναση, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κανονισμούς για να «κτισθεί», καθώς από την φύση του είναι άμετρα εύπλαστος. Να βλέπουμε την δράση ως εξυπηρέτηση και το καθήκον ως προορισμό.

14. ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ. Να πράττουμε πάντοτε σύμφωνα με τα λόγια μας. Όταν τα λόγια μας υπερβαίνουν τις πράξεις μας δεν είμαστε περισσότερο κυρίαρχοι του εαυτού μας από όταν οι πράξεις μας υπερβαίνουν τα λόγια μας. Το να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι το να λέμε την αλήθεια, αλλά το να προσχωρούμε ολοκληρωτικά και χωρίς υστεροβουλίες σε ό,τι επιχειρούμε.

15. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΤΑΝΟΟΎΜΕ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΕΞΑΓΟΥΜΕ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ. Να εξαντλούμε κάθε δυνατότητά μας για να αποφύγουμε να πράξουμε το κακό, εάν όμως το πράξουμε να μην επιζητούμε δικαιολογίες. Οι δικαιολογίες που δίνουμε στον εαυτό μας δεν είναι παρά υπεκφυγές. Η μετάνοια δεν αποβλέπει στην απόσβεση του λάθους, αλλά στην ανάπαυση μιας ένοχης συνειδήσεως. Πρέπει να ανταποδίδουμε το καλό στο καλό και την δικαιοσύνη στο κακό (εάν ανταποδίδαμε το καλό στο κακό, τότε τι θα άρμοζε να αποδώσουμε στο καλό, και, τέλος, τι αξία θα είχε κάτι τέτοιο;).   

16. ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΕ, ΑΛΛΆ ΝΑ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΛΗΘΗ ΑΡΚΕΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ, ΑΛΛΆ ΝΑ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΜΕ ΑΡΚΕΤΑ ΣΥΧΝΑ. Τα συναισθήματα των χυδαίων είναι μίσος, μνησικακία, ευερεθιστικότητα, ματαιοδοξία, τσιγκουνιά. Το μίσος είναι το ακριβώς αντίθετο της περιφρονήσεως, η μνησικακία της λησμοσύνης, η ευερεθιστικότητα της αυτοπεποιθήσεως, η ματαιοδοξία της αξιοπρέπειας, η τσιγκουνιά της χαριστικότητος. Από όλα αυτά τα χυδαία συναισθήματα, το πιο αξιοπεριφρόνητο είναι η μνησικακία. Ο Νίτσε έχει πει: «βρισκόμαστε στο κατώφλι των καιρών του αξιοπεριφρόνητου ανθρώπου, εκείνου που δεν είναι ικανός ούτε τον εαυτό του να περιφρονήσει».

17. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΟΦΕΛΕΙΑΣ ΌΛΩΝ. Στον  άνθρωπο ισχύει ό,τι και με τους στρατούς που είναι ήδη αποτυχημένοι άπαξ και για να πολεμήσουν έχουν ανάγκη να γνωρίζουν γιατί ακριβώς πολεμούν. Υπάρχει βεβαίως και ένα χαμηλότερο επίπεδο, όταν ένας στρατός πρέπει να πεισθεί ότι η αιτία που πολεμάει είναι σωστή. Ένα ακόμη χαμηλότερο είναι το να πολεμάει μόνο όταν είναι σίγουρος πως θα νικήσει. Όταν πρέπει να επιχειρήσουμε κάτι, δεν χρειάζεται να νοιαζόμαστε, παρά μόνον δευτερευόντως, για το εάν αυτό που επιχειρούμε μπορεί ή όχι να πετύχει. Όμως δεν αρκεί να επιχειρούμε ακόμα και όταν δεν είμαστε βέβαιοι για την επιτυχία, χρειάζεται να επιχειρούμε ακόμα και όταν είμαστε βέβαιοι για την αποτυχία. Γιατί η ανώτατη τιμή είναι να μένουμε πιστοί στους κανόνες που θέσαμε στον εαυτό μας, ακόμα και αν είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι μας περιμένει η αποτυχία. Το να επιθυμήσουμε να μιμηθούμε τον αντίπαλο με την δικαιολογία ότι αυτός έχει τον τρόπο να επιτυγχάνει ισοδυναμεί με το να καταντούμε εμείς οι ίδιοι εχθροί του εαυτού μας, μην διαφέροντας σε τίποτε από τον κανονικό εχθρό. Η χαμέρπεια αναδύεται από την στιγμή που πριν από μία πράξη θ’ αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε περί «χρησιμοτήτων», περί «ωφελειών» και περί «των λόγων που μας υποχρεώνουν» σε αυτή την πράξη. Ένας από τους μεγαλύτερους παραλογισμούς είναι το να προσπαθούμε να διατηρήσουμε κάτι που θα χάσουμε οπωσδήποτε, το να καταλήξουμε απολογητές των ζωντανών σκύλων και των νεκρών λεόντων.

18. Η ΑΡΕΤΗ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΠΑΡΑ ΝΑ ΕΊΝΑΙ Η ΠΡΟΙΚΑ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΗΣ ΟΜΑΔΟΣ. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η ίδια ποσότητα αυτοκυριαρχίας και κινητήρια δύναμη είναι η καθαρή θέληση, όχι μία κάποια α ή β «ηθική». Η ελευθερία της πράξεως συμβαδίζει πάντοτε με την ελευθερία απέναντι σε κάτι. Πρέπει να επιθυμούμε πράγματα για τα οποία αισθανόμαστε τους εαυτούς μας ικανούς και να τα αποποιηθούν: «Μας επιτρέπεται να πράξουμε κάτι στο μέτρο που μπορούμε επίσης να μην το πράξουμε… μας επιτρέπεται να επιθυμούμε κάτι  – και να το αποκτήσουμε- στο μέτρο που είμαστε ικανοί να τα αποχωρισθούμε» (Έβολα).

19. ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΝΑ ΑΦΥΠΝΙΣΟΥΜΕ. Η ζωή βρίσκει νόημα σε πράγματα που είναι μεγαλύτερα από αυτήν αλλά όχι πέρα από αυτήν. Αυτά που είναι μεγαλύτερα από την ζωή δεν εκφράζονται με λέξεις, ωστόσο γίνονται μερικές φορές αισθητά. Πρέπει να δίνουμε προβάδισμα στην ψυχή απέναντι στο πνεύμα, στην ζωή απέναντι στην σκέψη, στην εικόνα απέναντι στην αντίληψη.

20. ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΛΥΡΙΣΜΟ. Ο λυρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ηθικός «κανόνας», υπό τον όρο να έχει τεθεί ως βασική σχέση της υπάρξεως, όχι ως η σχέση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, αλλά ως η σχέση του ανθρώπου προς το Σύμπαν (αφού ο μόνος τρόπος για να φθάσει κανείς στους ανώτερους Κόσμους είναι να κτίζεται σε αναλογία προς αυτούς). Οι μεγάλοι ηγέτες είναι εκείνοι που χάρη σε αυτούς οι άνθρωποι μπορούν να σκέπτονται λυρικά για τους εαυτούς τους.

21. ΝΑ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΑ. Το να δεχόμαστε το παρόν με την ενθουσιώδη ανάταση της στιγμής είναι το να μπορούμε να απολαμβάνουμε συγχρόνως όλες τις στιγμές του. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι 3 προοπτικές τι ίδιο επίκαιρες, είναι τα παντοτινά δεδομένα της ιστορικής πορείας. Είναι όλα όσα παρουσιάζουν τα όσα ήδη έχουν συμβεί, κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνα που πρόκειται να ξανασυμβούν. 

22. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Και αυτό ακόμα και αν η εποχή ή η εκάστοτε κοινωνία προσπαθούν να μας εμποδίσουν. Συνήθως μία κοινωνία παραφρονεί μέσα από δύο τρόπους: είτε με το να απαιτεί πάρα πολλά, είτε με το να μην προτείνει τίποτε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους ανθρώπους.

23. ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ. Να αντέχουμε να ανήκουμε στην παράταξη του πολικού αστέρος, του άστρου που μένει στην θέση του στον ουράνιο θόλο ενώ όλα τα υπόλοιπα διαρκώς περιστρέφονται. Στο κέντρο κάθε κινήσεως υπάρχει ηρεμία (Γιούνκερ), όπως στον άξονα του τροχού. Να καλλιεργούμε μέσα μας εκείνο που οι ποιοτικοί άνθρωποι ξέρουν να διατηρούν αμετακίνητο μέσα σε όλες τις καταστάσεις: το «παιγνίδι» του Κομφούκιου, το «πουρούσα» των Ινδών, την «humanitas» των Ρωμαίων, δηλαδή τον εσωτερικό πυρήνα του ανθρωπίνου όντος.

24. Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ ΑΠΟΓΟΝΟΥ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΗΚΕΙ. Ο Ιησούς, ισχυριζόμενος ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν πραγματικός πατέρας του, αλλά ότι ο ίδιος ήταν υιός τού ενός μοναδικού Θεού, ένας αδελφός των πάντων, εγκαινιάζει την διαδικασία απαρνήσεως των πατρίων. Για εμάς όμως, οι εξαφανισμένοι πρόγονοί μας δεν είναι ούτε πνευματικά νεκροί, ούτε περασμένοι οριστικά σε έναν άλλο κόσμο. Στέκουν δίπλα μας, ως ένα αόρατο αλλά θροϊζον πλήθος. Μας περιτριγυρίζουν όσο εμείς οι απόγονοί τους είμαστε άξιοι να τιμούμε την μνήμη τους. Αυτή είναι η αντίληψη που γέννησε στα αρχαία χρόνια την λατρεία των προγόνων, αλλά και το αυτονόητο καθήκον να τιμάται το όνομά τους.

25. ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΛΦΙΑ. Αδέλφια ανεξαρτήτως φυλής, χώρου και χρόνου.

Κείμενο που γράφτηκε τον Ιούλιο του 1977 από τον Γάλλο Φιλόσοφο της Νέας Δεξιάς και εθνικιστή Αλαίν ντε Μπενουά Alain de Benoist (1943)