Του Claudio Mutti
http://hypervoria.blogspot.com/2012/04/blog-post_28.html
«Η διδασκαλία της Ενότητος, δηλαδή η κατάφαση ότι η Αρχή κάθε υπάρξεως είναι ουσιαστικώς Μία, είναι ένα θεμελιώδες σημείο κοινό σε κάθε ορθόδοξη παράδοση»[1]. Αυτό γράφει ο Ρενέ Γκενόν, συμφώνως προς τον οποίον «κάθε αυθεντική παράδοση είναι ουσιαστικώς μονοθεϊστική· χρησιμοποιώντας μία πιο ακριβή γλώσσα, κάθε αυθεντική παράδοση δηλώνει πρώτα από όλα την ενότητα της Υπέρτατης Αρχής, από την οποία όλα απορρέουν και από την οποία όλα εξαρτώνται πλήρως. Αυτή η κατάφαση, ιδιαιτέρως στην έκφραση που προσλαμβάνει στις παραδόσεις που έχουν θρησκευτική μορφή, αποτελεί τον αληθή μονοθεϊσμό»[2].
Συμφώνως προς αυτήν την αντίληψη, μία αυθεντική παραδοσιακή ιδέα δεν μπορεί να είναι πολυθεϊστική, με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αποδέχεται μία πολλαπλότητα αρχών θεωρούμενων ως απολύτως ανεξαρτήτων. Στην πραγματικότητα ο Γκενόν γράφει ότι ο πολυθεϊσμός είναι «συνέπεια της μη κατανοήσεως κάποιων παραδοσιακών αληθειών, συγκεκριμένα αυτών που αφορούν τις θεϊκές όψεις ή χαρακτηριστικά»[3], λέει επίσης ότι «αυτή η μη κατανόηση είναι πάντοτε πιθανή στην περίπτωση απομονωμένων και περισσότερο ή λιγότερο αναρίθμητων ατόμων, αλλά η γενίκευσή της, αντιστοιχούσα σε μία κατάσταση ακραίου εκφυλισμού μίας εξαφανιζόμενης παραδοσιακής μορφής, υπήρξε βεβαίως σπανιότερη από ότι νομίζει κάποιος»[4].
Επομένως, αν η νομιμότητα μίας παραδοσιακής ιδέας καθορίζεται αυστηρώς από την συνέπειά της προς την διδασκαλία της Ενότητος, ποιος είναι ο βαθμός εγκυρότητος των αρχαίων Ευρωπαϊκών παραδοσιακών μορφών, που χαρακτηρίζονται γενικώς από μία πολλαπλότητα θεοτήτων;
Καθώς δεν μπορώ να εξετάσω το θέμα σε όλη του την έκταση, θα περιοριστώ να εξετάσω την Ελληνική κουλτούρα, η οποία είναι τυπική λόγω της πολλαπλότητος των θεϊκών μορφών, γενικώς εχουσών μία ανθρωπομορφική όψη.
Είναι αλήθεια πως η πολυθεϊστική οπτική ξεπερνιέται από την φιλοσοφική σκέψη, η οποία άρχισε να ψάχνει μία ενοποιητική αρχή και κορυφώθηκε με την εξατομίκευση μίας causa causarum, ονομαζόμενης Υπέρτατο Αγαθό από τον Πλάτωνα, Κινούν Ακίνητο από τον Αριστοτέλη, Λόγος από τους Στωικούς. Στην Λατινική κουλτούρα αυτή η causa prima προσδιορίστηκε από τον Κικέρωνα ως as princeps deus, qui omnem mundum regit[5]. Παρόλα αυτά στην αρχαία Ελλάδα η κατάφαση της θεϊκής Ενότητος μπορεί να βρεθεί όχι μόνο στην φιλοσοφία, αλλά και αλλού.
Για παράδειγμα στην Ιλιάδα του Ομήρου βλέπουμε τους Ολύμπιους θεούς να αγωνίζονται ο ένας εναντίον του άλλου, καθώς μερικοί από αυτούς ευνοούν τους Αχαιούς, κάποιοι τους Τρώες. Παρόλα αυτά, κάποια επεισόδια της Ιλιάδος υποδηλώνουν μία θέαση, που ανάγει την πολλαπλότητα των θεϊκών μορφών σε μία ανώτερη και υπερβατική ενοποιητική αρχή.
Για παράδειγμα, ένα εδάφιο της ραψωδίας Θ’ της Ιλιάδος είναι η αρχαιότερη μαρτυρία σχετικώς προς το επιχείρημα που εξετάζουμε. Το επεισόδιο είναι το ακόλουθο. Ο Δίας συγκαλεί το συμβούλιο των θεών στην υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου και απαγορεύει σε όλους να λάβουν μέρος στην μάχη. Ο Δίας όχι μόνο απειλεί ότι θα πετάξει τους παραβάτες στα βάθη του Ταρτάρου, αλλά επιδεικνύει επίσης την συντριπτική του ανωτερότητα ως προς όλους τους θεούς:
εἰ δ᾽ ἄγε πειρήσασθε θεοὶ ἵνα εἴδετε πάντες·
σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες
πάντές τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·
ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐρύσαιτ᾽ ἐξ οὐρανόθεν πεδίον δὲ
Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρ᾽, οὐδ᾽ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ ἐγὼ πρόφρων ἐθέλοιμι ἐρύσσαι,
αὐτῇ κεν γαίῃ ἐρύσαιμ᾽ αὐτῇ τε θαλάσσῃ·
σειρὴν μέν κεν ἔπειτα περὶ ῥίον Οὐλύμποιο
δησαίμην, τὰ δέ κ᾽ αὖτε μετήορα πάντα γένοιτο.
τόσσον ἐγὼ περί τ᾽ εἰμὶ θεῶν περί τ᾽ εἴμ᾽ ἀνθρώπων.[6]
(Και δοκιμάσετε, ω θεοί, να το γνωρίσετ’ όλοι.
Χρυσή κρεμάσετ’ άλυσον απ’ τ’ ουρανού την άκρην,
και αθάνατοι και αθάνατες, όλοι απ’ αυτήν πιαστήτε,
Αλλά δεν θα’σθε δυνατοί μ’ όσον κι αν βάλτε κόπον
να σύρετ’ απ’ τον ουρανόν τον πάνσοφον Κρονίδην.
Αλλ’ αν εγώ το ήθελα θα εδύνομουν και μόνος
μ’ όλην την γην και θάλασσαν επάνω να σας σύρω.
Και θα’δενα την άλυσον στην κορυφήν του Ολύμπου
ώστε τα πάντα ανάερα να μείνουν εις τον κόσμον.
Τόσο ανώτερος εγώ θεών και ανθρώπων είμαι.)
Η ανωτερότητα της δύναμης του Διός προς την δύναμη όλων μαζί των θεών, συμβολίζει την ουσιαστική μηδαμινότητα της πολλαπλότητος των θεϊκών όντων εν’ όψει της ενότητος της αρχής.
Αλλά η δύναμη του ιδίου του Διός, που είναι υπέρτατη μπροστά σε αυτήν των άλλων θεών, περιορίζεται από την άκαμπτη θέληση της Μοίρας. Η υποταγή του προσωπικού θεού σε αυτήν την απρόσωπη Θέληση, αναδύεται ξεκάθαρα από εκείνα τα εδάφια της Ιλιάδος, οπού ο Πατέρας των θεών και των ανθρώπων ζυγίζει τα πεπρωμένα των ανταγωνιζομένων μέσω ενός κοσμικού ζυγού, ο οποίος του αποκαλύπτει την ετυμηγορία της Μοίρας. Τα πιο σαφή από αυτά τα εδάφια βρίσκονται στις ραψωδίες Θ’ (στίχοι 69-75) και Χ’ (στίχοι 209-213): στο πρώτο ο Ζευς ζυγίζει τα συλλογικά πεπρωμένα των Τρώων και Αχαιών αγωνιζομένων, στο δεύτερο τα ατομικά πεπρωμένα του Αχιλλέως και του ‘Εκτορος. Παραθέτω από το δεύτερο απόσπασμα:
καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα,
ἐν δ᾽ ἐτίθει δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο,
τὴν μὲν Ἀχιλλῆος, τὴν δ᾽ Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,
ἕλκε δὲ μέσσα λαβών· ῥέπε δ᾽ Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ,
ᾤχετο δ᾽ εἰς Ἀΐδαο, λίπεν δέ ἑ Φοῖβος Ἀπόλλων.[7]
(τότ’ έστησε τ’ ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας
και δυο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου,
μοίραν εδώ του ιπποδαμαστή Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως.
Το σήκωσε και έγυρε του Έκτορος η μοίρα
ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος.)
Ο Απόλλων εγκαταλείπει τον Έκτορα στην μοίρα του, η Αθηνά αναγγέλλει στον Αχιλλέα ότι η νίκη θα είναι δική του, ο Δίας απορρίπτει την πρόταση να σώσει την ζωή του Έκτορος. Όλοι οι θεοί υποτάσσουν τους εαυτούς τους στην θέληση μίας θεϊκής δυνάμεως που τους υπερβαίνει όλους.
Μία ανάλογη κατάφαση της υπέρτατης δυνάμεως του Διός είναι παρούσα στην πάροδο του Αγαμέμνονος του Αισχύλου, όπου ο χορός, αποτελούμενος από δώδεκα πρεσβυτέρους, αφού έχει μνημονεύσει την αρχή της εκστρατείας ενάντια στην πόλη του Πριάμου, απαγγέλει έναν ιεροπρεπή ύμνο:
Ζεύς, ὅστις ποτ' ἐστίν, εἰ τόδ' αὐ
τῷ φίλον κεκλημένῳ,
τοῦτό νιν προσεννέπω.
οὐκ ἔχω προσεικάσαι
πάντ' ἐπισταθμώμενος
πλὴν Διός, εἰ τὸ μάταν ἀπὸ φροντίδος ἄχθος
χρὴ βαλεῖν ἐτητύμως.[8]
(Ο Δίας – όποιος και αν είναι – αν μ’ αυτό
τόνομα αρέση να καλήται,
μ’ αυτό κ’ εγώ τον ονομάζω,
όλα στη στάθμη ταπεικάζω
κι όξω από το Δία δε βρίσκω άλλο
για να μπορέσω, αν πρέπει αλήθεια,
μες απ τα στήθια
το βάρος της αμφιβολίας να βγάλω)
Εφόσον ο Κάλχας έχει προβλέψει ότι το μίσος της Αρτέμιδος ενάντια στους Ατρείδες θα είναι τρομερό, ο χορός λέει πως για να εκμηδενίσεις το άγχος που προκαλείται από αυτήν την πρόβλεψη, είναι αναγκαίο να προσφύγεις στον Δία, μόνο στον Δία, διότι δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να είναι ίσα του.
Δίας είναι επίσης το όνομα που χρησιμοποιείται από τους Στωικούς, για να εκφράσει τον Λόγο που πλάθει το κάθε ον, δίνοντάς του ζωή και ψυχή. Μία έκφραση της Στωικής θρησκευτικότητος είναι ο Υμνός εις Δία, γραμμένος από τον Κλεάνθη από την Άξο (300-220 π.Χ.), ο οποίος αρχίζει εξυμνώντας τον Δία ως αρχή και κυρίαρχο όλων όσων υπάρχουν.
κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεὶ
Ζεῦ φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,
χαῖρε·[9]
(Ενδοξότερε των αθανάτων, καλούμενε με πολλά ονόματα, παντοτινά παντοδύναμε
Ζευ αρχηγέ της φύσεως, που κυβερνάς τα πάντα με τον νόμο,
Χαίρε)
Ο Μαξ Πόλενζ γράφει ότι όταν ο φιλόσοφος-ποιητής «εξυμνεί τον Δία, που καλείται με πολλά ονόματα, οι πιστοί καταλαβαίνουν ότι ο Δίας, ο Λόγος, η Φύσις, η Πρόνοια, η Ειμαρμένη είναι μόνο διαφορετικά ονόματα της μοναδικής παγκοσμίου Θεϊκής Κεφαλής».[10]
Επίσης ο Άρατος από τους Σόλους (320-250) στην κατανυκτική αρχή των Φαινομένων του, δίνει το όνομα Δίας στην αρχή της κοσμικής εκδηλώσεως, νοούμενης ως πανταχού παρόντος πνεύματος:
Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα, τὸν οὐδέποτ' ἄνδρες ἐῶμεν
ἄρρητον. Μεσταὶ δὲ Διὸς πᾶσαι μὲν ἀγυιαί,
πᾶσαι δ' ἀνθρώπων ἀγοραί, μεστὴ δὲ θάλασσα
καὶ λιμένες· πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες.[11]
(Ας αρχίσουμε από τον Δία, τον οποίο ποτέ δεν αφήνουμε αμνημόνευτο.
Γεμάτοι από τον Δία είναι όλοι οι δρόμοι,
όλες οι αγορές των ανθρώπων, γεμάτη η θάλασσα
και οι λιμένες· παντού είμαστε οι πάντες υπόχρεοι στον Δία.)
Διαφορετικά, στον Πλούταρχο η θεϊκή ενότητα και μοναδικότητα δεν συμβολίζεται από την μορφή του Διός, αλλά από τον Απόλλωνα. Στον διάλογο Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς, οπού προτείνονται μερικές ερμηνείες του αλφαβητικού γράμματος Ε, το οποίο αναπαριστάται στην είσοδο του Δελφικού ναού του Απόλλωνος, η τελική εξήγηση δίνεται από τον δάσκαλο του Πλουτάρχου, Αμμόνιο: Το Ε αναγιγνωσκόμενο ως ει, συμπίπτει με το δεύτερο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα του ρήματος ειμί· τότε σημαίνει «είσαι». Ειπωμένο προς τον θεό που προτρέπει τον άνθρωπο να γνωρίζει τον εαυτό του (η φράση γνῶθι σαὐτόν ήταν σκαλισμένη στην πρόσοψη του ιερού), «είσαι» είναι μία αναγνώριση του Απόλλωνος ως Όντος.
οὕτως οὖν αὐτὸ δεῖ σεβομένους ἀσπάζεσθαι [καὶ] προσεθίζειν, 'εἶ', καὶ
νὴ Δία, ὡς ἔνιοι τῶν παλαιῶν, 'εἶ ἕν'. οὐ γὰρ πολλὰ τὸ
θεῖόν ἐστιν, ὡς ἡμῶν ἕκαστος ἐκ μυρίων διαφορῶν ἐν
πάθεσι γινομένων ἄθροισμα παντοδαπὸν καὶ πανηγυρι-
κῶς μεμιγμένον. ἀλλ' ἓν εἶναι δεῖ τὸ ὄν, ὥσπερ ὂν τὸ ἕν
(…) ὅθεν εὖ καὶ τὸ πρῶτον ἔχει τῷ θεῷ τῶν ὀνο-
μάτων καὶ τὸ δεύτερον καὶ τὸ τρίτον. Ἀπόλλων μὲν γὰρ
οἷον ἀρνούμενος τὰ πολλὰ καὶ τὸ πλῆθος ἀποφάσκων
ἐστίν, Ἰήιος δ' ὡς εἷς καὶ μόνος. Φοῖβον δὲ δήπου τὸ
καθαρὸν καὶ ἁγνὸν οἱ παλαιοὶ πᾶν ὠνόμαζον[12]
(Ως εξής, λοιπόν, πρέπει με σεβασμό να χαιρετίζουμε και να προσαγορεύουμε τον θεό: είσαι. Και μα τον Δία, όπως ορισμένοι από τους παλαιούς: είσαι ένα. Γιατί το θείο δεν είναι πολλά , όπως ο καθένας από μας είναι ετερόκλιτο άθροισμα μυρίων διαφοροποιήσεων που οφείλονται στις μεταβολές μας, ένα πανηγυρικό ανακάτεμα. Αλλά το ον πρέπει να είναι ένα, όπως και το ένα ον (…) Επομένως ταιριάζει καλά στο θεό και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο από τα ονόματά του. Γιατί είναι Απόλλωνας, καθόσον αρνείται τα πολλά και αποποιείται το πλήθος, Ιήιος ως ένας και μόνος. Φοίβος, τέλος, ήταν δίχως αμφιβολία το όνομα που έδιναν οι παλαιοί σε κάθε τι καθαρό και αγνό)
Ακολουθώντας την ερμηνευτική μέθοδο που βασίζεται στο συμβολικό νόημα των στοιχείων που συναποτελούν μία λέξη, ο Πλούταρχος βρίσκει πως το όνομα Απόλλων μπορεί να γίνει κατανοητό ως συντιθέμενο από ένα στερητικό –α και το θέμα πολύς, πολύ, επομένως «χωρίς πολλαπλότητα». Παρομοίως το όνομα του Απόλλωνος Ιήιος , συσχετίζεται προς την λέξη είς, «ένας», ενώ η προσφώνηση Φοίβος συνδεόμενη ετυμολογικώς με το φάος, «φως», σημαίνει «φωτεινός, αγνός» και συνεπώς «δίχως προσμείξεις». Για αυτό το θεϊκό πρόσωπο του Απόλλωνος είναι η μία και μοναδική αρχή της παγκοσμίου εκδηλώσεως, είναι ο Υπέρτατος Εαυτός όλων όσων υπάρχουν.