Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Conosco. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Conosco. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μέγας Αλέξανδρος: Πλάθοντας το νέο μας μύθο

 Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος


Η ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήματος από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αναστάτωσε έντονα την ελληνική κοινωνία. Η χονδροειδής χάλκευση της ιστορίας από πλευράς Σκοπίων, ειδικά σε σχέση με την αρχαία Μακεδονία και την καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δημιούργησε αισθήματα αγανάκτησης. Την αγανάκτηση αυτή μετέβαλε σε πικρία η αδιάφορη στάση του ελληνικού πολιτικού συστήματος – με τη γνωστή κατάληξη.


Ως αντίδραση, λοιπόν, η ζωή και τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου πήραν πρώτη θέση στη δημόσια ιστορία. Αυτό αποτελεί συνέχεια του ήδη μεγάλου κύρους του Μακεδόνα κατακτητή. Ο Αλέξανδρος δεν χρειάζεται συστάσεις: τι να πρωτοαναφέρει κανείς, τη στρατιωτική του ιδιοφυία, την πολιτική του οξυδέρκεια, την ευγένειά του προς τους ηττημένους εχθρούς, το οικουμενικό του όραμα; Οι μάχες του Γρανικού, της Ισσού, των Γαυγαμήλων στέκουν πυρακτωμένες, αιμάτινες σφραγίδες πάνω στις σελίδες της ιστορίας, ορόσημα που άλλαξαν για πάντα τις τύχες του κόσμου. Από την αλεξανδρινή αυτοκρατορία ξεπήδησε «ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας», ελληνικά κράτη και πολιτισμοί που κυριάρχησαν σε αχανείς εκτάσεις. Δίχως καμία υπερβολή ο Κωνσταντίνος Καβάφης καυχιέται πως «την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς». Πάνω σε αυτό το πλούσιο υπόστρωμα εδραίωσε την κοσμοκρατορία της η Ρώμη και το Βυζάντιο, διαδόθηκε ο χριστιανισμός, επηρεάστηκε ο Ιουδαϊσμός, ο Βουδισμός, το Ισλάμ.


Όμως αυτή η εκτίμηση, λαϊκή και επιστημονική, μολονότι στρέφεται σε μία από τις πιο φημισμένες στιγμές του αρχαίου παρελθόντος, λειτουργεί και σαν ασυνέχεια στη διαχρονική ελληνική παράδοση. Εξηγούμαι: η μνήμη του Αλεξάνδρου δεν υπήρξε ποτέ αμιγώς ιστορική υπόθεση. Αναπόφευκτα, η ιστορία του έγινε θρύλος και παραμύθι, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα από τους αρκτικούς ωκεανούς μέχρι τη νοτιοανατολική Ασία. Κάθε λαός έκανε θεό, ήρωα και προστάτη, άλλαξε τις αφηγήσεις της ζωής του και προσέθεσε νέες. Κυριότερη πηγή του παγκόσμιου αλεξανδρινού θρύλου ήταν μυθιστόρημα του Ψευδοκαλλισθένη, με καταγωγή από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Αντλώντας από την λαϊκή αιγυπτιακή παράδοση, περιγράφει τον Αλέξανδρο ως γιο της Ολυμπιάδας και του Αιγυπτίου μάγου Νεκτανεβώ, ο οποίο ενώθηκε μαζί της με τη μορφή του θεού Άμμωνος. Το μυθιστόρημα γνώρισε εκπληκτική δημοφιλία στο Βυζάντιο, από όπου προέρχονται και ο περισσότερες παραλλαγές του. Ο Αλέξανδρος εκχριστιανίζεται, συνδέεται με προφητείες, κατακτά τη Ρώμη, προσκυνά στα Ιεροσόλυμα. Πολεμά τέρατα και θηρία πέρα από τα σύνορα της οικουμένης, λαμβάνει προφητείες από μαγικά δέντρα, συζητά με Ινδούς γιόγκι, αναζητά το αθάνατο νερό, σφραγίζει τα βαρβαρικά γένη πίσω από τις πύλες του βορρά. Εξερευνά τον βυθό της θάλασσας και πετά στους ουρανούς με ένα άρμα που το σέρνουν γρύπες. Είναι το πρότυπο των αυτοκρατόρων, πρόγονος της Βυζαντινής οικουμένης και τεκμήριο πολιτισμικής και πολεμικής ανωτερότητας έναντι ανατολής και δύσης.


Αυτός ο μυθολογικός Αλέξανδρος, που αγαπήθηκε στο Βυζάντιο από λογίους και λαό, είναι και η μόνη συντροφιά και παρηγοριά του Ελληνισμού τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μέσα σε διάστημα τριών αιώνων, και σε εποχές ένδειας και αγραμματοσύνης, η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου γνώρισε 61 εκδόσεις σε 60.000 αντίτυπα. Όσο στους τοίχους των εκκλησιών ο ασκητής Σισώης οδύρεται μπροστά στον σκελετό του Μακεδόνα βασιλιά, σκεπτόμενος το μάταιο της ζωής, οι Έλληνες βλέπουν στις νίκες του κατά των Περσών, τη μελλοντική τους απελευθέρωση από τους Τούρκους. Οι ναυτικοί βλέπουν την αδελφή του την γοργόνα στις τρικυμίες, να τους ρωτάει επιτακτικά: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Ο Έλληνας λόγιος Ιωάννης Πρίγκος, βλέποντας μία βασιλική πομπή στο Άμστερνταμ, ζηλεύει και προσεύχεται: «Διότι ούλοι να έχουν τα βασίλειά τους και οι Ρωμαίοι να είναι σκλάβοι του Τούρκου;… Μεγάλο κακό έπαθαν οι Ρωμαίοι ορθόδοξοι χριστιανοί!… Ασήκωσε, Θεέ μου, έναν άλλον Αλέξανδρον, ως πότε εκείνος τους Πέρσας έδιωξε από την Ελλάδα, έτζι και αυτόν τον τύραννο να τον διώξει, να λάμψει πάλε η χριστιανοσύνη στους τόπους της Ελλάδος καθώς και πρώτα». Ο Κανάρης κλαίει, διαβάζοντας ως νεαρός ναύτης την Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, ενώ με το ίδιο πνεύμα γαλουχημένος, ο Νικηταράς φωνάζει στους Τούρκους ενώ υποχωρούν: «Σταθείτε Περσιάνοι, να πολεμήσουμε!». Οι ίδιες αφηγήσεις, δεμένες με τον θρύλο του Μαρμαρωμένου βασιλιά και τη Μεγάλη Ιδέα, θα κυριαρχήσουν στην λαϊκή φαντασία ως τις αρχές του 20ού αιώνα.


Μοναδικό υπόλειμμά τους η παράσταση του Καραγκιόζη «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι». Αλλά η αποξένωση από την παράδοση είναι τόσο ισχυρή, που το κοινό παραξενεύεται: τι δουλειά έχει ο Μεγαλέξανδρος με σταυρό στο δόρυ του, να προσεύχεται στον Χριστό και την Παναγία; Κι όμως, αυτή η εικόνα δεν πρέπει να ξενίζει. Δεν υπάρχει μόνο ο Αλέξανδρος της κλασσικής φιλολογίας. Υπάρχει και ο Αλέξανδρος μίας αδιάσπαστης ελληνικής λαλιάς, ο οποίος εδώ και 2.300 χρόνια «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει».


Αυτός λοιπόν ο Αλέξανδρος, ο οποίος «ενσωματώνει την ουσία της Ρωμιοσύνης» (Richard Stoneman, The Book of Alexander the Great, σελ. viii), αποτελεί το ιδανικό σημείο αναφοράς για την άρση της ταυτοτικής μας σχιζοφρένειας. Αν η μονομερής αρχαιολατρεία αναγάγει τον Ελληνισμό σε μουσειακό είδος, η αλεξανδρινή παράδοση ενώνει την αρχαιότητα με το Βυζάντιο και το σήμερα. Σε μία εποχή γενικευμένης (και όχι μόνον ελληνικής) σύγχυσης και παρακμής, ο Αλέξανδρος του θρύλου μπορεί να γίνει σύμβολο μίας μυθοποιητικής διαδικασίας καθαρά νεοελληνικής. Ο μύθος δεν αντικαθιστά, βεβαίως, την έρευνα ούτε τον ιστορικό Αλέξανδρο, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ιστορίας. Ο ρόλος του είναι να συνάγει τα διάσπαρτα δεδομένα της πραγματικότητας σε ένα όλο που έχει και προσδίδει νόημα. Στο σημερινό αναστοχασμό λοιπόν, ο Έλληνας μπορεί να βρει στο πλευρό του τον Αλέξανδρο του παραμυθιού, παλιό συνοδοιπόρο σε συμφορές και περιπέτειες, να του θυμίζει το καθήκον όχι μόνο προς την ιστορία, αλλά και ως φύλακα της ίδιας της τάξης του κόσμου. Και έτσι, με αυτοπεποίθηση και ρεαλισμό, να πλάσει, όπως κήρυξε ο Λίνος Καρζής, το νέο του μύθο…


Πηγή

Βυζαντινά σχόλια στον Πλάτωνα

Βυζαντινά σχόλια στον Πλάτωνα


Στη βυζαντινή περίοδο (7ος-15ος αι.) τα πλατωνικά και νεοπλατωνικά κείμενα διαβάζονται αρκετά, επηρεάζουν σε πολλά σημεία τη φιλοσοφική και, λιγότερο, τη θεολογική σκέψη και σχολιάζονται, όχι συστηματικά ή εκτενώς.


Η γνώση και η χρήση του πλατωνικού έργου στο Βυζάντιο πιστοποιείται, από την πλούσια χειρόγραφη παράδοση των έργων του Πλάτωνα, (Αντιγραφές πλατωνικών έργων στο Βυζάντιο ), αισθητά μικρότερη ωστόσο της αριστοτελικής, από την έμμεση και σιωπηρή οικειοποίηση ή ρητή απόρριψη μερικών ιδεών του, καθώς και από τα έργα που έγραψαν οι Βυζαντινοί ως σχολιασμό πλατωνικών κειμένων ή απόψεων. Ως σχόλια εδώ πρέπει να εννοήσουμε, πολύ γενικά, τα κείμενα από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα (για τα προγενέστερα: Αρχαία υπομνήματα στους πλατωνικούς διαλόγους ), που επιχειρούν να εξηγήσουν φράσεις και έννοιες της πλατωνικής παράδοσης και παίρνουν διάφορες μορφές: σχόλια στα περιθώρια κωδίκων, συνόψεις, σύντομες αναλύσεις, αλλά σχεδόν ποτέ τις γνωστές από την ύστερη αρχαιότητα εκτενείς μορφές του φιλοσοφικού υπομνήματος, της χριστιανικής βιβλικής εξήγησης ή ακόμη του σχολιασμού των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων (π.χ. Ιωάννης Σκυθοπολίτης 6ος αι., Μάξιμος Ομολογητής αρχές 7ου αι.).


Παρότι η παρουσία της πλατωνικής παράδοσης εκτιμάται ότι είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση τόσο της πρώιμης χριστιανικής σκέψης όσο και της βυζαντινής φιλοσοφίας, ως προς το πλατωνικό έργο δεν διαθέτουμε τον αριθμό των βυζαντινών σχολίων (και εκτενών υπομνημάτων) στον Αριστοτέλη, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλος αριθμός των μαρτυρούμενων νεοπλατωνικών υπομνημάτων στους διαλόγους έχει χαθεί και πιθανώς ήταν άγνωστα και στους Βυζαντινούς. Είναι ίσως αναμενόμενο, εφόσον μετά τον Στέφανο Αλεξανδρέα που δίδαξε Πλάτωνα στην Κωνσταντινούπολη (μετά το 610) τα πλατωνικά κείμενα –με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως ο Ιωάννης Ιταλός και ο Πλήθων )– δεν αποτέλεσαν τα ίδια, ως κείμενα κάποιας αυθεντίας προς ερμηνεία, αντικείμενα συστηματικής μελέτης και διδασκαλίας.


Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο βυζαντινές ‘επιστροφές’ στον Πλάτωνα και στην πλατωνική παράδοση: η μία αρχίζει με τον λεγόμενο πρώτο βυζαντινό ανθρωπισμό από τον 9ο και κορυφώνεται στις ανολοκλήρωτες απόπειρες του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού τον 11ο αιώνα, και η δεύτερη καλύπτει τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κορυφώνεται στην παγανιστική επανοικείωση του Πλάτωνα από τον Πλήθωνα.


Ο πρώτος βυζαντινός λόγιος που ασχολήθηκε με το ίδιο το πλατωνικό έργο, μετά τον 7ο αιώνα, είναι ο Λέων ο Μαθηματικός ή Φιλόσοφος ή Σοφός (π.790-μετά το 869), ο οποίος προχώρησε σε διόρθωσιν του κειμένου των Νόμων ως το 5ο βιβλίο, στο πιο αρχαίο πλατωνικό χειρόγραφο (Parisinus graecus 1807, το χειρόγραφο Α των πλατωνικών εκδόσεων). Ο Πατριάρχης Φώτιος (π.810-μετά το 893) στάθηκε αμφίθυμος απέναντι στον Πλάτωνα: άσκησε κριτική στη θεωρία των ιδεών (Ἀμφιλόχια 77), ενώ ακολούθησε τον σχολιασμό του Πορφυρίου και του Αμμωνίου για τον Αριστοτέλη και μας μεταφέρει τις μοναδικές πληροφορίες για τον νεοπλατωνικό Ιεροκλή. Στον Αρέθα (π.850-932/944) οφείλουμε τον μεγάλο κώδικα με το πλατωνικό έργο (Clarkianus 39, το χειρόγραφο Β), ίσως τα σχόλια στον μεσοπλατωνικό Αλκίνοο, αλλά και τη διάσωση όλων των πλατωνικών Προλεγομένων.


Στον 11ο αιώνα ο Ψελλός (π.1018-1081) έφερε στο κέντρο της φιλοσοφικής παιδείας ολόκληρη την πλατωνική παράδοση, με έμφαση στα νεοπλατωνικά στοιχεία της. Γνώριζε και συχνά χρησιμοποίησε για τη διδασκαλία και την ερμηνεία πλατωνικών θεωριών και χωρίων νεοπλατωνικά κείμενα και υπομνήματα: τον Πλωτίνο , την Στοιχείωσιν Θεολογικήν και το υπόμνημα στον Τίμαιο του Πρόκλου , τα υπομνήματα του Σιμπλικίου και του Ολυμπιοδώρου στον Αριστοτέλη. Συντάσσει σχόλια στα Χαλδαϊκά Λόγια, δημοφιλές κείμενο της πλατωνικής παράδοσης, και πολλά σχετικά σύντομα σημειώματα όπου εξηγεί συγκεκριμένες φράσεις και ιδέες από το πλατωνικό έργο. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ίσως το Περὶ τῶν ἰδεῶν, ἃς ὁ Πλάτων λέγει, όπου εξηγείται η πλατωνική θεωρία με βάση πλωτινικά και άλλα χωρία. Παρότι στα σχόλιά του ο Ψελλός σημειώνει ενίοτε τη χριστιανική του αντίθεση και, σε επιστολή του, αρνείται ρητά ότι ο Πλάτων «είναι δικός [τ]ου», κατηγορήθηκε από αντιπάλους του ότι με την ενασχόλησή του αυτή και μέσω του Πλάτωνα θέλει να ανατρέψει την Εκκλησία και να επαναφέρει τον παγανισμό. Ανάλογες και βαρύτερες κατηγορίες, ότι προκάλεσε διαμάχες στην Κωνσταντινούπολη, ανακινώντας παλιές αιρέσεις με τη χρήση της φιλοσοφίας, απευθύνθηκαν στον μαθητή και διάδοχό του Ιωάννη Ιταλό (περ.1025-περ.1082) και οδήγησαν στην καταδίκη του• παρά τον πλατωνισμό του, στο έργο του δεν συναντάμε συστηματικά σχόλια στον φιλόσοφο αλλά αναφορές και αξιοποίηση των θέσεών του.


Αυτή η σύνδεση του Πλάτωνα με τον κίνδυνο των αιρέσεων (γνωστή από την πρώιμη χριστιανική αντιαιρετική γραμματεία) ίσως απέτρεψε την επικράτησή του στον κόσμο της βυζαντινής διανόησης, ωστόσο μαρτυρείται ότι το έργο του διαβαζόταν ακόμη και από την εχθρική προς τον Ιταλό Άννα Κομνηνή. Παράλληλα και κυρίως, όμως, το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στον Αριστοτέλη και συντάσσεται σειρά από εκτενή και σημαντικά υπομνήματα σε αρκετά αριστοτελικά έργα από τον Ευστράτιο Νικαίας και τον Μιχαήλ Εφέσιο. Αντίθετα, ο Νικόλαος Μεθώνης (†1160/66) συνέγραψε εκτενή αναιρετική πραγματεία-σχολιασμό της Στοιχειώσεως Θεολογικῆς του Πρόκλου και ο Νικηφόρος Χούμνος (1250-1327) πραγματεία κατά της θεωρίας των ιδεών.


Μετά τη Φραγκοκρατία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μοιάζει να στηρίζει την αναγέννηση σε πλατωνικούς φιλοσόφους-βασιλείς, ο πλατωνισμός χρησιμοποιήθηκε εναντίον του λατινικού αριστοτελισμού στις δογματικές διαμάχες για το filioque, ενώ τα πλατωνικά κείμενα διαβάζονταν και αντιγράφονταν σε μεγάλο αριθμό. Ο αντιαριστοτελιστής Θεόδωρος Μετοχίτης (1270-1332) σχολίασε ποικίλα αλλά ελάσσονα πλατωνικά θέματα στους Ὑπομνηματισμούς του. Ο ριζοσπαστικότερος Νικηφόρος Γρηγοράς (1293-1361) έγραψε διάλογο πλατωνικού (και λουκιανικού) τύπου, τον Φλωρέντιο, όπου επικρίνει τον λατινίζοντα θεολόγο Βαρλαάμ, ως σοφιστή ανίκανο για την αληθινή επιστήμη που μας έδειξε ο Πλάτων.


Εξέχουσα θέση στη σειρά αυτή των στοχαστών κατέχει Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1307), ο οποίος στο πλούσιο φιλοσοφικό έργο του –και πέρα από τις αξιόλογες παραφράσεις του στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη – ενέταξε το μοναδικό εκτενές βυζαντινό υπόμνημα, το Ὑπόμνημα εἰς τὸν Παρμενίδην Πλάτωνος. Σ’ αυτό φιλοδοξεί να συνεχίσει το ημιτελές υπόμνημα του Πρόκλου στον διάλογο, υιοθετώντας την ερμηνευτική προσέγγιση του εθνικού φιλοσόφου. Σε αυτόγραφο κώδικα του ίδιου σώζονται τα σχόλια του Πρόκλου στον Αλκιβιάδη (μείζονα) και του Ερμείου στον Φαίδρο .


O Πλήθων (1355/60-1454), καλός γνώστης του Πλάτωνα και του νεοπλατωνισμού, συνειδητά τοποθετούσε τον εαυτό του στην πλατωνική παράδοση και επιχείρησε την ολική επαναφορά της όχι μόνο στη φιλοσοφική αλλά και ευρύτερα στην πολιτικο-ιδεολογική σκηνή. Διάβασε προσεκτικά τα κείμενα και δημιουργικά τα ερμήνευσε για την οικοδόμηση του δικού του πολιτικο-φιλοσοφικού συστήματος πέρα από τον χριστιανισμό. Ωστόσο, ή ακριβώς για αυτό, ο κατεξοχήν πλατωνικός Βυζαντινός δεν ανέλαβε τον σχολιασμό του έργου του Πλάτωνα, ούτε με τον τρόπο των αγαπημένων του Νεοπλατωνικών ούτε με σύντομες εξηγήσεις. Βέβαια, διόρθωσε με το ίδιο του χέρι πλατωνικά κείμενα και μάλιστα τα λογόκρινε όπου δεν συμφωνούσε.


Στο πλαίσιο της διαμάχης πλατωνικών-αριστοτελικών, οι πλατωνικοί επιστρέφουν πιο προσεκτικά στα ίδια τα κείμενα και προβαίνουν στην ερμηνεία τους, προκειμένου να υποστηρίξουν την προτεραιότητα του Πλάτωνα σε σχέση με τον Αριστοτέλη . Ο πλέον μετριοπαθής Βησσαρίων (1403-1472) στο πολεμικό έργο του Ἔλεγχοι τῶν κατὰ Πλάτωνος βλασφημιῶν εκθέτει και σχολιάζει κεντρικές θέσεις της πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ σε άλλο εκτενές έργο του προχωρά σε κριτικές παρατηρήσεις και διόρθωση της λατινικής μετάφρασης των Νόμων από τον Γεώργιο Τραπεζούντιο.


Εκτός από τον σχολιασμό του Πλάτωνα, σχετικά είναι ίσως τα βυζαντινά σχόλια και υπομνήματα στον Πορφύριο , καθώς αναφέρονται στη νεοπλατωνική παράδοση: Αρέθας, Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι.), Ανώνυμος (πριν από τον 13ο αι.), Λέων Μαγεντινός (τ.12ου-αρχές 13ου), Ιωσήφ Φιλάγρης (τ.14ου αι.), Πλήθων, Γεώργιος Σχολάριος (1400-1472). Ωστόσο, έχοντας ως αντικείμενό τους την Εἰσαγωγή του Πορφυρίου, κατ’ ουσίαν εντάσσονται στην ιστορία του ‘αριστοτελισμού’ και της λογικής.


Γενικά, οι Βυζαντινοί διάβαζαν και διδάσκονταν πλατωνικά κείμενα, στα οποία έβρισκαν και σχολίαζαν θετικά (αν και όχι πάντα με ρητή αναφορά στον φιλόσοφο) τη θεολογική τάση και την ύπαρξη της υπερβατικής διάστασης, τη μέθεξη των αισθητών στα νοητά, την αθανασία της ψυχής και την απελευθέρωση από την ύλη, την ομοίωση στον Θεό-δημιουργό του κόσμου. Αντίθετα, ήταν επιφυλακτικοί και ρητά καταδικαστικοί σε πλατωνικές θέσεις αντίθετες και επικίνδυνες για το χριστιανικό δόγμα, όπως η αιωνιότητα του κόσμου και των ιδεών, η προΰπαρξη των ψυχών και η μετεμψύχωση κ.ά. Έτσι η ανάγνωσή τους ήταν σχεδόν πάντα επιλεκτική και αμφίθυμη, καθώς η στάση απέναντι στον Πλάτωνα, καθόλη τη διάρκεια του μεσαιωνικού ελληνισμού, αντανακλούσε –με τις διακυμάνσεις της– την ένταση ανάμεσα στον χριστιανισμό και στον παγανιστικό ελληνισμό.


Συγγραφέας: Γεώργιος Ζωγραφίδης

Το ξεχασμένο, για πολλούς από εμάς, Μοναστήρι (Βιτώλια)

 ξεχασμένο, για πολλούς από εμάς, Μοναστήρι (Βιτώλια)

Του Ρότζιου Γεωργίου, Αποφοίτου του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Σε μικρή απόσταση από την πόλη της Φλώρινας και λίγα μόλις χιλιόμετρα πέρα από το τελωνείο της Νίκης στα βόρεια σύνορα της πατρίδος μας με την Π.Γ.Δ.Μ., βρίσκεται μια πολιτεία άγνωστη σε πολλούς. Το Μοναστήρι ή τα Βιτώλια (σήμερα Bitola) είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του γειτονικού μας κρατιδίου μετά τα Σκόπια.

Μια μικρή μόνο επαφή με την ιστορία, εύκολα μπορεί να μας φανερώσει, το ένδοξο παρελθόν της πάλαι ποτέ πάλλουσας από Ελληνισμό περιφέρειας του Μοναστηρίου. Με άλλα λόγια, ένα μικρό ιστορικό ταξίδι μπορεί να μας αποδείξει, όχι απλά πως το Μοναστήρι ήταν ελληνικό, αλλά το πόσο ελληνικό ήταν το Μοναστήρι στην πραγματικότητα.

Με την φαντασία μας και με «μεταφορικό μας μέσο» τις ιστορικές πηγές, θα επιχειρήσουμε μαζί, ένα γρήγορο ταξίδι και μια επιδερμική ψηλάφηση της ιστορίας ενός, ξεχασμένου σήμερα, ελληνικού κέντρου.

Ίων Δραγούμης




Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 – 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό αγώνα. Υποστήριξε τη δημιουργία ενός πολυεθνικού ελληνικού κράτους, εκφραζόμενος από το 1908 εναντίον της Μεγάλης Ιδέας. Πρωταγωνίστησε στο γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού, ενώ με το συγγραφικό του έργο άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Μέσα στο ασταθές πολιτικό κλίμα που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι, συνελήφθη και τελικά δολοφονήθηκε στην περιοχή Αμπελοκήπων της Αθήνας, από βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας, μπροστά σε περαστικούς.

Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια -με λίγες αλλαγές στην ορθογραφία- είναι από ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Ελληνικός πολιτισμός» που κυκλοφόρησε στα 1913 από το περιοδικό «Γράμματα». Ο Δραγούμης υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ίδας».
Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 - 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης.
Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 – 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης.

Κείμενο: Ίων Δραγούμης

Το κράτος δεν έγινε για το κράτος, ειδεμή τι ενδιαφέρο θα είχε; Είναι παιδί του έθνους, καρπός του, γέννημα του, και γι’ αυτό του έχει κάποια σημαντική υποχρέωση -να το φυλάγει. Και επειδή όλα τα μέρη του έθνους συνεργάστηκαν και αγωνίστηκαν για να πλάσουν αυτό το κράτος που έχουμε, το κράτος έχει από μέρος του χρέος να φυλάγει ολόκληρο το έθνος που το έπλασε. Είναι στενότερο το κράτος από το έθνος, μικρότερο το παιδί από το γονιό του, μα δεν έπαψε με τούτο να ζει και το έθνος ο μεγάλος γονιός που θέλει να τον φυλάγουν.

Αν ήταν να κάνουμε κράτος σαν τους πολιτειακούς οργανισμούς της νότιας Αμερικής ή της Αυστραλίας δεν ήταν ανάγκη να το κουνήσουμε από κει που ήμαστε πρωτύτερα. Δεν έγινε για τα μαύρα της τα μάτια η Ελλάδα, και δεν έχουν μυαλό οι πολιτικοί της αν δε νοιώθουν τίποτε άλλο από το κράτος που τους έφτιασε μιά μέρα το έθνος και τους τόδωσε στα χέρια τους. Κοντά στ’ άλ­λα δε νοιώθουν ούτε το συμφέρο τους, του κράτους το συμφέρο, αν παραγνωρίζουν τη δύναμη που τους δίνει η ύπαρξη του έθνους γύρω. Πολλά σημάδια δείχνουν πως ίσαμε τώρα ακόμα έχουν για χαμένο ό,τι δε χωρεί στο καλούπι του κράτους και δεν εννοούν να χάνουν τον καιρό τους γι’ αυτό. Έτσι όποιο κομμάτι του έθνους δεν μπορεί να κολλήσει στο κράτος το θεωρούν περιττό. «Η σπονδυλική στήλη του κράτους δεν βαστά τη Θράκη», εδογμάτισε τις προάλλες ένας πρωθυπουργός, λοιπόν η Θράκη είναι για πέταμα και ας γίνει Βουλγάρικη η ό,τι άλλο θέλει. Όμοια και η Τραπεζούντα πρέπει να γίνει Ρούσικη γιατί βρίσκεται μακριά από το Ελλαδικό βασίλειο. Άλλη λύση δεν υπάρχει, άλλη τύχη δεν κάνει να λάβει η Ελληνική αυτή χώρα. Λογιών λογιών αυτονομίες και αυτοδιοίκησες δεν υπάρ­χουν. Η εθνική αυθυπαρξία όποιων Ελλήνων, με οποιοδήποτε τύπο ή πολιτειακή μορφή, δεν κάνει να φυλαχτεί, δε χρησιμεύει σε τίποτε αφού δεν ταιριάζεται με την κρατική αντίληψη. Η Κρήτη δεν ήταν χρόνια αυτόνομη, ούτε η Σάμο. Το έθνος δεν έζησε αιώνες και στον Τούρκο ακόμα σκλαβωμένο. Η Κύπρος δεν είναι Ελληνική με τον Άγγλο κυρίαρχο.

Βέβαια ένα έθνος άξιο θα πασκίζει πάντα να περιμαζωχτεί σ’ ένα κράτος δικό του για να ζήσει και να κυριαρχήσει όπως κάθε ζωντανός οργανισμός το θέλει, μα όταν δεν το μπορεί ή δεν το κα­ταφέρνει ολοκληρωτικά, θα κοιτάζει να φυλάγεται τουλάχιστο όπως όπως από το χαμό του ίδιου εαυτού του. Και τότε δε θα τρέμει ούτε τις ξένες κυριαρχίες, παρά όποιο μέρος του έθνους δεν κατορθώσει να ελευτερωθεί πολιτικά θα παλεύει με τον κυρίαρχο ως που να γλυ­τώσει με κάποιο συμβιβασμό το κεφάλι του και την ψυχή του, ίσαμε που νάρθει ο καιρός να καλυτερέψει και αυτό την τύχη του, να φτιάσει την πολιτική μορφή που να του ταιριάζει όσο γίνεται αρμο­νικότερα. Μπορεί μάλιστα ένα έθνος, αν δεν καταφέρνει να κάμει το ταιριαζούμενο κράτος αμέσως, να δημιουργήσει προσώρας κράτη περισσότερα, παράδειγμα η Ιταλία και η Γερμανία. Θα έρθει μια μέρα που τα εθνικά τούτα κράτη θα χυθούν σ’ ένα καλούπι μεγά­λου εθνικού κράτους. Τα εθνικά κράτη πηγαίνουν πάντα κατά την ένωση τους.

Μα αυτά δεν τα φαντάστηκαν, φαίνεται, οι ανιστόρητοι Ελλαδικοί πολιτικοί. Το να λεν πως κάποιο τμήμα του έθνους είναι ά­χρηστο και επιτρέπεται να ξεχαστεί και να χαθεί γιατί δεν καταφέρ­νει εύκολα ή σύντομα να κολλήσει στο γνωστό τους κράτος το δικό τους, που περιλαβαίνει άλλο τμήμα του έθνους, είναι το ίδιο σα να λέει ένας άνθρωπος: «Κόβω το πόδι μου γιατί δεν έχω ρούχο να φορέσω αρκετά μακρύ για να το σκεπάσει και αυτό και να το προφυ­λάξει από το κρύο.» Το κράτος είναι το πουκάμισο που μπορεί να φορέσει ένα έθνος άξιο για πολιτική αυθυπαρξία και που κάποτε δεν το σκεπάζει ολάκερο. Περισσεύουν συχνά από το πουκάμισο μέ­ρη ασκέπαστα. Μήπως οι πολιτικοί του κράτους θέλουν να τα κό­ψουν; Μπορεί όμως και να μη φορεί το πουκάμισο αυτό και πάλι να ζει το έθνος και να πορεύεται όπως όπως. Και γίνεται ακόμη τα έθνη να αλλάζουν πολλά πουκάμισα δικά τους ή ξένα στη χιλιό­χρονη ζωή τους.

Γιατί το κράτος δεν είναι η ζωή. Το κράτος -κέντρο πολιτικό του έθνους- γίνηκε όχι για να ζήσει αυτό το ίδιο, παρά για να φυ­λάξει του έθνους τη ζωή. Όσο για το έθνος, αυτό πρέπει, είναι α­νάγκη να ζήσει με οποιαδήποτε πολιτική μορφή ή με πολλές μορφές και ξένες ίσως, και κομματιαστά ακόμη αν δε γίνεται αλλιώς, για να δημιουργήσει κάτι. Γιατί το έθνος είναι η ζωή και θέλει να δημιουργήσει. Μονάχα το έθνος μπορεί και δημιουργεί, αυτό έχει τη χάρη τούτη, απόδειξη πως δημιουργεί και τους πολιτικούς οργανισμούς που λέγονται κράτη. Μα θέλει και άλλα να δημιουργήσει. Η πολιτική απο­κατάσταση του έθνους, δηλαδή το κράτος, είναι ο ενδιάμεσος σκοπός του για να καταφέρει έπειτα τον τελικό του σκοπό. Και είναι το κράτος τίποτα, στείρος, ξερός ρυθμιστής της πολιτικής του έθνους, ρολόγι της κοινωνικής ζωής, φύλακας των πολιτών που ευκολύνει κιόλα τις συναλλαγές τους, και κατεργάζεται στρατούς και στόλους για την αυθυ­παρξία, την κυριαρχία και το μεγαλείο του έθνους, και όχι βέβαια για την υπεράσπιση του ξερού εαυτού του. Τα κράτη χάνονται, τα έθνη πολύ σπάνια. Κάποτε τα κράτη είναι αδύνατα ό,τι και να τους κάμεις, ενώ τα έθνη τα σχετικά είναι ζουμερά, γερά και δυ­νατά.

Ώς τόσο τι είναι εκείνο, εξόν από το κράτος του, που έχει να δημιουργήσει το έθνος, ο μόνος δημιουργός; Ποιος είναι των εθνών ο σκοπός ο τελικός, πες τον προορισμό, πες τον αποστολή, πες τον ανάγκη; Ο πολιτισμός!

Να έργο άξιο για τα έθνη, έργο ανθρωπιστικό, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να η δικαιολογία των εθνών. Να πως τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα. Να πως ξεπερνούν τα σύνορα τους, ξε­χειλίζουν, πλουταίνουν, υψώνονται, γεμίζουν και καταχτούν τον κόσμο. Να πως είναι όμορφα τα έθνη, και να που έσφαλε ο Χριστός και ο Κάρολος Μαρξ πολεμώντας τα έθνη. Του έθνους το άνθισμα και ο καρπός ο ωραίος, είναι ο πολιτισμός. Δεν είναι σωστά σωστά σκο­πός του το άνθισμα, παρά ανάγκη. Έτσι και η γυναίκα γεννάει και το φυτό ανθοβολεί και καρποφορεί. Λες και να πόθησαν τα κρόδια την ίδια τη γέννηση τους, λες και να ανάγκασαν με τον καημό τους τα δέντρα να υψωθούν ως στην άνθιση τους και την καρποφορία.

Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Και αυτή εαυτή είναι η αξιοσύνη τους η μεγάλη. Όσα δείχνονται άξια να γεννούν πολι­τισμούς είναι σημαντικά στον κόσμο, αξίζουν να ζουν και να προκό­βουν. Τα άλλα χρησιμεύουν μονάχα για δούλοι, για όργανα, για πάτημα, είναι οι σκλάβοι των πολιτισμένων, το υποπόδιο των ποδιών τους για να ανέβουν αυτά.

Δε φτάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει κιόλα να είναι πολιτισμένο από δικό του πολιτισμό. Βέβαια κάθε πολιτι­σμός, όσο πρωτότυπος και να φαίνεται, βρίσκεται στ’ αλήθεια επη­ρεασμένος είτε από ξένους πολιτισμούς είτε από παλιότερους γεννη­μένους και αυτοίς από το ίδιο έθνος, ή και από τα δυο μαζί. Άλλο όμως επηρεασμένος από ξένους κι άλλο ξένος πολιτισμός μεταφυτεμένος σ’ ένα έθνος. Είναι έθνη που δεν μπορούν να δημιουργήσουν πολιτισμούς παρά μόνο δέχονται ξενοφερμένους και τους διαστρέφουν κατά το φυσικό τους. Είναι και άλλα που μήτε αυτό δύνονται να καταφέρουν, δε χωνεύουν καν τους πολιτισμούς. Μα βρίσκονται και τέτοια έθνη που όλοι οι ξένοι και παλιότεροι πολιτισμοί αφομοιώνονται μέσα τους και γίνονται αφορμή για να προχωρέσουν πάρα πέρα, στυλοβάτης για να υψωθούν, σπορά για να καρπίσουν αυτά και να γεννοβολήσουν το δικό τους, το γνήσιο πολιτισμό τους. Γι’ αυτά τα έθνη ο πολιτισμός δεν πάρθηκε απ’ άλλου παρά είναι καρπός εντόπιος, δεν είναι πολιτισμός απ’ έξω αλλά από μέσα, όχι μπασμένος από ξένους τόπους και έθνη παρά από τα τρίσβαθα των σωθικών τους βγαλμένος.

Το σχετικό κράτος, αν υπάρχει, ένα χρέος έχει, το να εξασφαλίζει όσο καλύτερα μπορεί το άνθισμα του έθνους, γι’ αυτό και το κράτος δεν έχει δικαίωμα να περιορίζεται στα στενά του σύνορα τα πολιτικά ούτε να λησμονεί μέρη του έθνους οσοδήποτε μακριά από το πολι­τικό του κέντρο και αν βρίσκονται, παρά χρεωστεί και αυτά τα μέρη τα έξω από τα σύνορα να τα προφυλάγει από το χαμό τους, γιατί όλα τα μέρη του έθνους μαζί, σ’ όποιο πολιτικόν οργανισμό και αν τύχουν σφηνωμένα, δημιουργούν τον πολιτισμό του, συνεργάζονται όλα για το μεγάλο άνθισμα. Δεν έχει δικαίωμα να πει το κράτος: «Δε με μέλει τι γίνεται έξω από τα σύνορα μου» γιατί τούτο σημαί­νει πως ξεχνά τον προορισμό του και το δημιουργό του. Δημιουργός του κράτους πάλι το έθνος είναι, το έθνος ολάκερο, και το έθνος πλάθει το κράτος για τους σκοπούς του έθνους, για να μπορέσει ανενόχλητα και σίγουρα να βγάλει σύσωμο τον πολιτισμό του, να πε­τάξει το λουλούδι του.
Διονύσιος Βέγιας (Κεφαλονιά 1810 – Κέρκυρα 1884) «Χορός στην Κέρκυρα».
Διονύσιος Βέγιας (Κεφαλονιά 1810 – Κέρκυρα 1884) «Χορός στην Κέρκυρα».

Και είναι απαραίτητα όλα τα έθνη, όχι μόνο το ένα, όσο ση­μαντικό και να είναι, ούτε εκείνα μοναχά που ανθοβολούν πολιτισμούς. Και τα βάρβαρα έθνη δικαιολογιούνται, και τα άγρια, και τα αδύνατα, γιατί γίνονται όργανα των σκοπών των πολιτισμένων και γιατί δίχως αυτά πως θα δοκίμαζαν την αξία τους τα ήμερα και τα πολιτισμένα; Και πως θα γνώριζαν τον εαυτο τους και θα εχτιμούσαν την ώριοσύνη του πολιτισμού τους;

Ούτε να νομίσει κανείς πως υπάρχει ένας πολιτισμός μονάχα. Ο πολιτισμός δεν είναι ένας, ούτε γράφεται με κεφαλαίο – π – ενας Πολιτισμός δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει ούτε μια Επιστημη, ούτε μια Τέχνη, ούτε μια Φιλοσοφία, ούτε μια Αλήθεια, ούτε και ενα Ψέμα. Στον τρόπο και στο χρόνο καταποδιαστά και μπλεγμένα βρίσκονται, και κληρονομιούνται κάποτε, και τα τσουγκρίζουν και τα ταιριάζουν άλλοτε, και γεννιούνται, αξαίνουν, ανθίζουν, μαραί­νονται και πεθαίνουν ολοένα, και χορεύουν σατανικά μυριόχρωμους χορούς μέσα στη φωτεινήν αιωνιότητα οι άπειρες Επιστήμες και Τέχνες και Φιλοσοφίες και Αλήθειες και Ψευτιές και Πολιτισμοί. Γιατί να σ’ αρέσει πάντα ο μονισμός, ω ανθρώπινο μυαλό; Άραγε να απλοποιείς από κούραση ή από ανάγκη για διαύγεια;

Σ’ αυτό λοιπόν χρησιμεύουν τα έθνη. Και όπως έτσι είναι φτειασμένη η Γη ώστε δεν υπάρχει ένα μονάχα έθνος, έτσι ούτε ένας μόνο πολιτισμός υπάρχει. Ο τόπος και ο χρόνος δεν καταλύονται στόν ανθρώπινο κόσμο.

Δεν ενδιαφέρει αν λέγεται «μεγάλη ιδέα», παράδοση ή αλλιώς εκείνο που συντηρεί, συνταράζει και ενθουσιάζει τα έθνη και τους δίνει τον πόθο να γεννήσουν και να μεγαλουργήσουν, ούτε αν πρω­τεύουσα του κράτους ή του έθνους θα είναι πάντα η Πόλη ή άλλη καμιά πολιτεία. Μπορεί η «μεγάλη ιδέα» όπως τη φαντάστηκαν και την έπλασαν οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, δηλαδή ο ξαναγεννημός ή το συνέχισμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, να μη συνεπαίρ­νει πιά αρκετά δυνατά όλες τις ψυχές, ώστε να σηκωθεί συμφωνά της το έθνος σύσωμο. Μπορεί αγκαλά η «μεγάλη ιδέα» να μην είναι και τίποτε άλλο παρά η έκφραση της πολύτιμης συναίσθησης του εθνισμού φυτρωμένη στις λαϊκές μάζες. Μα δεν μπορεί να είναι σημαντικό ένα έθνος χωρίς κάποια μεγάλη ιδέα που σύμφωνα μ’ αυτήν να ενεργεί, που να έχει πλαστεί από τα σπλάχνα του και νά το τράβα έπειτα αυτό το ίδιο προς την εκπλήρωσή της. Τα έθνη για να μεγαλουργήσουν και να κυριαρχήσουν ανάμεσα στα άλλα έθνη σε τόπους και σε χρόνους, κάτι μεγάλο πρέπει να βάλουν μέ το νου τους και να το αποζητούν, αλλιώς είναι ανάξια για μεγάλα έργα και θα απομείνουν δούλοι άλλων εθνών, δούλοι πολιτικά ή πνευμα­τικά και ψυχικά. Όχι να μεγαλοπιάνονται, γιατί έτσι κάνουν οι μικροί, μα σύμφωνα με μιά παράδοση δικη τους να βλέπουν και να θέλουν μεγάλα.

Αν το έθνος το Ελληνικό είναι τώρα πια ανάξιο για μεγάλα έργα -για να διπλοθεμελιώσει γερό και μεγάλο κράτος με σύνορα του τα σύνορα της φυλής, και για να πλάσει άλλη μια φορά πολιτι­σμό- καλύτερα να μην υπάρχει. Ας ξεφτίσει, ας χαθεί σαν έθνος, και τα άτομα του ας γίνουν ό,τι θέλουν, ας σκορπιστούν στον κόσμον σαν τους Εβραίους, ή και χειρότερα, χωρίς συνείδηση ή θύμη­ση εθνική καμία, υποπόδιο των ποδιών σ’ έθνη άλλα πιο άξια. Κά­ποια στερνά άνθη θα τα βγάζει και τότε, μερικούς εξαιρετικούς αν­θρώπους παραστρατισμένους, ξεριζωμένους, Θεοτοκόπουλους ή Παπαδιαμαντόπουλους που μόνο το όνομα τους θα είναι το τελευταίο ση­μάδι της καταγωγής τους. Οι άλλοι όλοι θα είναι έμποροι, μπακάληδες και ναυτικοι στα τέσσερα πέρατα της γης.

Αλλά είναι βέβαιο πως άμα στους καλύτερους της φυλής γίνει ολότελα συνειδητό το έθνος και σιγά σιγά το νοιώσουν έντονα και ολοκληρωτικά, τότε και κράτος φυσιολογικά αληθινό θα φτιάσουν οι Έλληνες και πολιτισμός θα αναβρύσει πάλι από τα Ελληνικά τα χώματα. Λαός που δείχνεται άξιος να πολεμά και να νικά ενώ ποτέ του δεν ήταν καταχτητικός, θα είναι ικανός και να λάβει ακέρια συνείδηση της φυλής του και να δημιουργήσει έναν πολιτισμό και κρά­τος όργανο του πολιτισμού αυτού. Πάστα πρόστυχη δεν είναι ο Έλ­ληνας και ξέρει να βαστά μέσα του αναμένη τη σπίθα που κληρονό­μησε από τους προγόνους του και έχει κοντά σ’ αυτό στα σωθικά του τη λαχτάρα της δημιουργίας.

https://cognoscoteam.gr/%ce%af%cf%89%ce%bd-%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%8d%ce%bc%ce%b7%cf%82-%cf%84%ce%bf-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%ce%ad%ce%b8%ce%bd%ce%bf%cf%82/


Σκουτάτοι: Το Βυζαντινό βαρύ πεζικό, διάδοχος της φάλαγγας

Άλλη μια μακεδονική κληρονομιά του Βυζαντίου

Σκουτάτοι: Το Βυζαντινό βαρύ πεζικό, διάδοχος της φάλαγγας

Γράφει ο Παντελής Καρύκας

"Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επέζησε πάνω από 1000 χρόνια έχοντας ως στήριγμά της τον ισχυρό της στρατό. Σημαντικός πολλαπλασιαστής ισχύος των Αυτοκρατορικών στρατιών αποτελούσε το καλά εκπαιδευμένο βαρύ πεζικό, οι περίφημοι Σκουτάτοι (ασπιδοφόροι, από τη λατινική λέξη scutum = ασπίδα) πεζοί.

Οι Σκουτάτοι, στην εν λόγω περίοδο, ήταν οργανωμένοι σε τάγματα ή βάνδα, δυνάμεως 200-400 ανδρών. Από αυτούς οι 256 ήταν μάχιμοι. Το οργανωτικό υπόδειγμα του Βυζαντινού βαρέως πεζικού ακολουθούσε τα μακεδονικά πρότυπα. Έτσι το κάθε τάγμα αριθμούσε 256 μάχιμους άνδρες, όσους ακριβώς και τα συντάγματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ταγμένους σε 16 στίχους, με βάθος τεσσάρων έως οκτώ ζυγών.

Ωστόσο τα τάγματα των Σκουτάτων δεν περιελάμβαναν στις τάξεις τους αποκλειστικά βαριά οπλισμένους πεζούς. Σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον το ¼ των ανδρών του τάγματος βαρέως πεζικού, ήταν οπλισμένο με τόξο. Οι τοξότες προσέδιδαν στους Βυζαντινούς Σκουτάτους την ισχύ πυρός που στερούνταν οι αρχαίοι Έλληνες οπλίτες. Η παράταξη αυτή αποτελούσε εξέλιξη της πειραματικής φάλαγγας του Μ. Αλεξάνδρου, εντός της οποίας παρατάσσονταν σαρισσοφόροι και τοξότες.

...
Εντάχθηκαν επίσης στα βαριά τάγματα και κεστροσφενδονήτες. Η κεστροσφενδόνη δεν ήταν παρά μια απλή σφενδόνη προσαρμοσμένη σε ξύλινο στειλεό, ώστε να περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα προσδίδοντας έτσι στο βλήμα μεγαλύτερη αρχική ταχύτητα, άρα και καταστροφική ισχύ. Οι κεστροσφενδονήτες έβαλλαν ένα βελόσχημο βλήμα , όπως το «μαρζιβάβουλον», το οποίο είχε μεγάλη διατρητική ικανότητα και ικανοποιητικό βεληνεκές.

Και το όπλο αυτό ήταν αρχαιοελληνικό και είχε χρησιμοποιηθεί από τον ύστερο Μακεδονικό Στρατό της δυναστείας των Αντιγονιδών. Με τον τρόπο αυτό οργανωμένοι και εξοπλισμένοι οι Βυζαντινοί Σκουτάτοι πολέμησαν και νίκησαν πλήθος αντιπάλων, διατηρώντας το κύρος της Αυτοκρατορίας στο απόγειό του. Τα τάγματα των Σκουτάτων συνέχισαν να μάχονται, με τον τρόπο που αναφέρθηκε, μέχρι τον 10ο αιώνα. Νέα μεταβολή σημειώθηκε τον 14ο αιώνα."

https://cognoscoteam.gr/%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%84%ce%ac%cf%84%ce%bf%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%ce%b2%cf%85%ce%b6%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%bd%cf%8c-%ce%b2%ce%b1%cf%81%cf%8d-%cf%80%ce%b5%ce%b6%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%ce%b4%ce%b9/

Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος


(Το κείμενο κάνει το κλασικό λάθος να μπερδεύει την αριστοκρατία με την φεουδαρχία και την πλουτοκρατία. Αριστοκρατία ήταν οι αξιωματικοί του Λαϊκού Στρατού των Ακριτών του Βασιλείου Β ', όχι οι μεγαλογαιοκτήμονες.)


Ο μακροβιότερος βυζαντινός αυτοκράτορας, βασίλεψε σχεδόν μισό αιώνα (976 – 1025), ο Βασίλειος Β΄, αυτός που ονομάστηκε αργότερα Βουλγαροκτόνος, προσωποποιεί το σημείο της ύψιστης πολιτικής και στρατιωτικής ακμής της αυτοκρατορίας. Όμως, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η πιο δύσκολη μάχη που έδωσε ήταν η προσπάθεια της εδραίωσης της εξουσίας του πάνω στον αυτοκρατορικό θρόνο και στη συνέχεια το ανελέητο κυνήγι που εξαπέλυσε εναντίον των πλούσιων γαιοκτημόνων αριστοκρατών. Μπορεί να επικεντρωνόμαστε πάνω στις επικές νικηφόρες μάχες του με τους Βούλγαρους, αλλά θα έπρεπε να αποδίδονται τα εύσημα και στην οικονομική πολιτική του που ευνόησε τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Τα χρόνια πριν την άλωση της Πόλης, ο βυζαντινός λαός θεωρούσε πως οι μεγαλύτεροι αυτοκράτορες ήταν ο Ηράκλειος και ο Βασίλειος Β΄ και δεν έχουμε κανέναν λόγο να τον αμφισβητήσουμε.

Μετά από απεγνωσμένη πάλη και εξοντωτικούς εμφύλιους ο Βασίλειος είχε κατατροπώσει όλους τους εσωτερικούς εχθρούς. Ήταν ένα διάστημα δεκατριών ετών με δοκιμασίες και πίκρες που μετέβαλαν οριστικά τον Βασίλειο Β΄. Χάνοντας κάθε διάθεση για τις απολαύσεις της ζωής, μέσα στα γαλάζια του μάτια αντικατοπτρίζονταν η καχυποψία. Δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν, δεν ένιωσε αγάπη, δεν έκανε φίλους. Έμεινε ανύπαντρος, ζώντας κλεισμένος στον εαυτό του και κυβέρνησε ολομόναχος την αυτοκρατορία, αποφεύγοντας κάθε συμβουλή. Ο τρόπος ζωής του ήταν του ασκητή ή του πολεμιστή. Η αυλική μεγαλοπρέπεια δεν τον συγκινούσε και δεν ασχολήθηκε με την τέχνη και την επιστήμη, αν και ήταν εγγονός του περίφημου λόγιου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου. Είχε έκφραση απλή και κοφτή, θα λέγαμε ωμή. Ορκισμένος εχθρός της αριστοκρατίας, ωστόσο δεν επιδίωξε την αγάπη του λαού. Απαιτούσε υπακοή, όχι αγάπη. Το βλέμμα του στράφηκε στον αγώνα εναντίον εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών.

Ο Βασίλειος εκτίμησε σωστά πως η επεκτατική μανία των μεγαλογαιοκτημόνων αριστοκρατών της επαρχίας απειλούσε την οικονομική και κοινωνική δομή της αυτοκρατορίας. Έτσι, υιοθέτησε μια αντιαριστοκρατική αγροτική πολιτική, σε συνάρτηση και με το γεγονός πως οι οικογένειες των δυνατών προσπάθησαν να του αμφισβητήσουν τα δικαιώματα του θρόνου. Μια Νεαρά του 992 αφορά την άρση της προθεσμίας σαράντα ετών για τη διαγραφή, μετά τη παρέλευση της οποίας, χανόταν και το δικαίωμα επανάκτησης της αγροκτησίας που αποκτήθηκε παράνομα. Μέχρι τότε η δυνατοί μπορούσαν να καταστρατηγήσουν την περίοδο της διαγραφής και να εξασφαλίσουν τη μόνιμη κατοχή της παράνομης ιδιοκτησίας. Έτσι, ο Βασίλειος καθόρισε ότι όλες οι περιουσίες των δυνατών που αγοράστηκαν παράνομα από τους φτωχούς οφείλουν να επιστραφούν, ανεξάρτητα από την προθεσμία της διαγραφής και χωρίς καμιά αποζημίωση! Με την ίδια Νεαρά περιορίζει την αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε βάρος των φτωχών αγροτών. Τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα δεν επιτρέπεται να αποκτούν νέες εκτάσεις γης.

Με το πέρασμα των ετών, τα μέτρα εναντίον των δυνατών έγιναν αυστηρότερα. Τους επέβαλε την υποχρέωση να καταβάλλουν το αλληλέγγυον για τους φτωχούς, δηλαδή να είναι υπεύθυνοι για τις υπολειπόμενες απλήρωτες φορολογικές υποχρεώσεις των χωρικών. Το βάρος λοιπόν μεταφέρεται από την αγροτική κοινότητα στους ώμους του μεγαλοκτηματία. Με αυτό το μέτρο έφερε ένα τρομερό χτύπημα στους δυνατούς και επιπλέον εξασφάλισε με ασφαλέστερο τρόπο την καταβολή των εσόδων του αλληλέγγυου στο δημόσιο ταμείο. Οι διαμαρτυρίες των δυνατών, που είχαν και την αρωγή του Πατριάρχη Σεργίου, δεν κλόνισαν τον Βασίλειο που έμεινε σταθερός στην αμετάκλητη απόφασή του να συντρίψει την αριστοκρατία.

Ενώ όμως στο πεδίο της μάχης ο Βασίλειος ήταν ωμός και αμείλικτος, στην πολιτική του φέρθηκε με επιείκεια στην κατακτημένη χώρα. Αναγνώρισε τις συνήθειες της χώρας και επέτρεψε στους νέους υπηκόους να πληρώνουν τον φόρο σε είδος. Εννοείται πως κατάργησε το Πατριαρχείο της Αχρίδας, αλλά την αναγνώρισε ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία και εξαρτιόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα που είχε το δικαίωμα να διορίζει ο ίδιος τον αρχιεπίσκοπο. Με αυτό τον τρόπο απέφυγε να δυναμώσει περισσότερο το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης.Διοικητικά τα νέα εδάφη οργανώθηκαν σε Θέματα, όπως και η υπόλοιπη αυτοκρατορία.

Τα τελευταία χρόνια ο αυτοκράτορας έδρασε στην Ασία όπου ενσωμάτωσε νέες περιοχές στον Καύκασομε το Βυζάντιο να δημιουργεί ένα τόξο από τη Μέση Ανατολή, τη Μεσοποταμία και τις Καυκάσιες χώρες. Λίγο πριν το θάνατό του στράφηκε στη Δύση, όπου εδραίωσε τη βυζαντινή κυριαρχία στη Νότια Ιταλία και ξεκίνησε προετοιμασίες για την κατάκτηση της Σικελίας, την οποία κρατούσαν οι Άραβες. Αλλά στις 15 Δεκεμβρίου του 1025 τον βρήκε ο θάνατος. Κληροδότησε μια αυτοκρατορία που επεκτεινόταν από τις οροσειρές της Αρμενίαςως την Αδριατική και από τον Ευφράτη ως τον Δούναβη. Είχε ενσωματώσει ένα μεγάλο σλαβικό βασίλειο, ενώ ένα άλλο, ακόμα μεγαλύτερο (Ρωσία) βρισκόταν κάτω από την πνευματική του επιρροή.

Θάφτηκε όπως ο ίδιος είχε ζητήσει από τον αδελφό του και διάδοχο Κωνσταντίνο Η’ χωρίς πομπές και επισημότητες στο Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην περιοχή Έβδομον, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μπορεί να έμεινε περισσότερος γνωστός για την υποταγή της Βουλγαρίας, αλλά θεωρώ πως σπουδαιότερα έργα του ήταν, παρά τους πολλούς πολέμους, ότι άφησε τα ταμεία του κράτους γεμάτα, που οι ανίκανοι διάδοχοί του τα επόμενα πενήντα χρόνια τα κατασπατάλησαν. Ότι φορολόγησε βαριά τους πλούσιους και την εκκλησία, και ότι ήταν δημοφιλέστατος στους φτωχούς αγρότες και στον στρατό αφήνοντας ένα κράτος που ήταν το ισχυρότερο, οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά στην Ευρώπη.

https://cognoscoteam.gr/%ce%bf-%cf%80%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82-%ce%b2%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%bb%ce%b5%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%84-%ce%bf-%ce%b2%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%b3%ce%b1%cf%81%ce%bf/

μετά την κατάχωση των αρχαίων της Θεσσαλονίκης


"Οι ίδιοι αύριο, μετά την κατάχωση των αρχαίων της Θεσσαλονίκης, θα φωτογραφίζονται σε καμπάνιες για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Κάποιοι από αυτούς έσκιζαν τα ρούχα τους και για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ε, φυσικά: Ελληνική η Μακεδονία αλλά όχι και να σώσουμε τα αρχαία της. Και η ζωή συνεχίζεται."

https://cognoscoteam.gr/%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%cf%87%cf%8e%cf%81%ce%b1-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b6%ce%b7%cf%84%ce%ac-%ce%b5%ce%bb%ce%b3%ce%af%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b8%ce%ac%ce%b2%ce%b5%ce%b9-%cf%84%ce%b1/

Χριστός ήλιος – Βασιλεύς ήλιος

 Ηλιολατρικές παραδόσεις στις βυζαντινές αυτοκρατορικές θεσμικές εικόνες 


Οι ηλιολατρικές-ειδωλολατρικές παραδόσεις ήταν οργανικά ενταγμένες στον κοινωνικό και λατρευτικό βίο των Βυζαντινών. Η εικόνα του Χριστού ως Ήλιου της Δικαιοσύνης υπήρξε θεμελιωδώς συνδεδεμένη με την εορτή των Χριστουγέννων, που βεβαίως στο ρωμαϊκό λατρευτικό ημερολόγιο διόλου τυχαία συνέπιπτε με τον εορτασμό της Dies Natalis Invicti Solis (25 Δεκεμβρίου). Όπως φαίνεται στην ποιητική Ρωμανού του Μελωδού η γέννηση του Χριστού ήταν συνδεδεμένη ουσιαστικά με την κοσμική άνοιξη[9]. Ωστόσο, η ηλιακή εικόνα του Χριστού συνδέεται με την εορτή των Επιφανίων, καθώς σχετίζεται με την μυστηριακή αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο, μέσα από το κήρυγμα και το βάπτισμα: «Τῇ Γαλιλαίᾳ τῶν Ἐθνῶν, τῇ τοῦ Ζαβουλὼν χώρᾳ, καὶ τοῦ Νεφθαλεὶμ γαίᾳ, ὡς εἶπεν ὁ Προφήτης, φῶς μέγα ἔλαμψε Χριστός· τοῖς ἐσκοτισμένοις φαεινὴ ὤφθη αὐγή, ἐκ Βηθλεὲμ ἀστράπτουσα˙ μᾶλλον δὲ ἐκ Μαρίας ὁ Κύριος πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ ἀνατέλλει τάς ἀκτῖνας, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Διὸ οἱ ἐξ Ἀδὰμ γυμνοί, δεῦτε πάντες ὑποδύωμεν αὐτόν, ἵνα θαλφθῶμεν· σκέπη γὰρ γυμνῶν, καὶ αἴγλη ἐσκοτισμένων, ἦλθες ἐφάνης τὸ Φῶς τὸ ἀπρόσιτον »[10].

Αναλόγως, η αυτοκρατορική εικόνα και οι σχετικές εθιμοτυπικές λειτουργίες συνδέονται με την εορτή των Επιφανίων, καθώς καλλιεργούν την εικόνα ενός μυστηριακά αποκαλυπτόμενου Αυτοκράτορα με την ίδια την ιστορική ευημερία της Ρωμαϊκής Οικουμένης. Όπως και το φως των Επιφανίων του Χριστού, έτσι και οι αυτοκρατορικές μαρμαρυγές είναι αποκαλυπτικού χαρακτήρα. Αυτές οι μακρές παραδόσεις αποδίδουν την αδιάκοπη σχέση με τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα και την μυστηριακή θέση του Βασιλέως στον κοσμικό κύκλο, όπως προβαλλόταν στα αρχαία ανατολικά θεολογικά συστήματα. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε αυτό το σημείο χωρίς να υπογραμμίσουμε, πως η ηλιοκεντρική αυτοκρατορική εικόνα επαναλαμβάνει την πλατωνική θέση της συσχετίσεως Ηλίου και Αγαθού. Τα δύο σημεία αφορούν τόσο στην «θεολογία» όσο και στην πολιτική επιστήμη. Όταν η ελληνορωμαϊκή πολιτειακή παράδοση αναφέρεται στον Βασιλέα-Ήλιο, πέρα από την εγκωμιαστική διάσταση, προσδοκά να τον ατενίζει ως το Αγαθό της Πολιτείας[11]. Αυτός ο προσανατολισμός είχε « αριστοκρατικά » χαρακτηριστικά και εξέφραζε διαχρονικά την ελίτ των παλατιανών αξιωματούχων ειδικά κατά την ύστερη αρχαιότητα όπου το όραμα ήταν συνώνυμο των πολιτικών ζωτικών δυνάμεων.

Ένας από τους σπάνιους νομισματικούς τύπους ήταν τα κομνήνεια Ηλιοσεληνάτα. Ο τύπος αυτός απεικονίζει την εικόνα του ιστάμενου Χριστού πλαισιωμένη αριστερά και δεξιά από δύο αστρικά σύμβολα. Τα σύμβολα αυτά φαίνεται να ομοιάζουν. Σε μία, ωστόσο, προσεχτικότερη εξέταση των καλύτερα σωζόμενων δειγμάτων του είδους, διαπιστώνεται, πως παρά την εμφανή τους ομοιότητα, παρουσιάζουν αναλόγως διαφορές κατά την απόδοσή τους. Τα δύο αυτά σύμβολα αποδίδουν δύο διαφορετικούς αστρικούς τύπους, μη συνιστώντας απλή αναπαραγωγή της εικόνας του Christus Stelatus. Τα αστρικά αυτά σύμβολα είναι οκτάκτινα και παραπέμπουν στο σημείο του Σταυρού, τον οκτάκτινο νομισματικό τύπο του οποίου συχνά συναντάμε στην νομισματική της εποχής του Μανουήλ Α’. Ωστόσο, το οκτάκτινο σταυρικό σημείο σαφώς παραπέμπει στο οκτάκτινο άστρο, που ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα, αποτελούσε στον Ποντιακό ελληνιστικό χώρο σύμβολο της ηλιακής θεότητας. Θεωρούμε, πως ο μιθριδατικός οκτάκτινος ήλιος-Σταυρός, καθόλου τυχαία, συνδέεται με την ποντιακή καταγωγή της Κομνήνειας δυναστείας, παραπέμποντας στους βαθύτατους μύθους και στις πολιτειακές παραδόσεις ενός κοινού καταγωγικού χώρου. Αναλόγως, το ηλιακό σύμβολο, που όπως ήδη σημειώσαμε, δυναμικά επικαιροποιείται στο εικονολογικό πολιτικό πρόγραμμα του Μανουήλ Α’, συνδέεται με τις επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις του Βυζαντινού στρατού στο ανατολικό μέτωπο.

Σε μία άλλη παρόμοια απόδοση, το αστρικό σύμβολο ομοιάζει με φυλλοφόρο Σταυρό, ο οποίος όμως μάλλον παραπέμπει περισσότερο στο άνθος του κρίνου. Δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε την αντιστοίχιση: Τόσο οι Βυζαντινοί μικρογράφοι της εποχής, όσο και οι αγιογράφοι, απέδιδαν με συνέπεια τον παππού του Μανουήλ Α’, Αλέξιο Α’, ενδεδυμένο αυτοκρατορικό σάκο, που έφερε τέτοιου είδους κεντητά άνθη. Τρόπον τινά, το συγκεκριμένο σύμβολο παρέπεμπε στην ίδια την αυτοκρατορική εξουσία, αλλά και συγκεκριμένα στην Κομνήνεια δυναστεία.

Η εκτίμησή μας είναι, δεδομένης της εκφραστικής ποικιλίας, πως τα δύο αστρικά σύμβολα αποδίδουν τις εικόνες του ήλιου και της σελήνης, συνεπώς i. τα Οικουμενικά χαρακτηριστικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ii. Την θεία προέλευση της ορατής και αοράτου κτίσεως, της οποίας φύλαξ έχει οριστεί εκ Θεού ο Αυτοκράτορας. Η εκτίμησή μας ενισχύεται από τον ύπαρξη του ιδιαιτέρως παράξενου τύπου, των κομνήνειων ηλιοσεληνάτων της εποχής του Μανουήλ Α’. Τα νομίσματα αυτά δεν έφεραν εγγεγραμμένο κανένα σύμβολο, αλλά την επιγραφή +ΗΛΙΟCΕΛΗΝΑΤΟΝ ή σε άλλη περίπτωση +ΗΛΙΩ/CΕΛΗΝ[Η]/ΑΓΙΟΝ/ΤΟΔΕ. Οι επιγραφές αυτού του είδους, όπως η άλλη όψη των νομισμάτων μαρτυρά, παραπέμπουν καταρχήν σε ένα νόμισμα μίας συγκεκριμένης αξίας, υλικού και βάρους. Από την άλλη όμως πλευρά σαφώς περιγράφουν τα σύμβολα του ήλιου και της σελήνης.


Γιατί το Βυζάντιο λάτρευε τον Μέγα Αλέξανδρο



Τατουάζ ενάντια στο παιδομάζωμα: Ένα τέχνασμα των χριστιανών της Τουρκοκρατίας


Ο χαρακτήρας των τατουάζ στην ιστορία δεν ήταν πάντα καλλωπιστικός. Κατά την τουρκοκρατία, η δερματοστιξία αποτελούσε μέσο επιβίωσης για χιλιάδες Ελληνίδες και Βαλκάνιες που ζούσαν υπό το ζυγό των οθωμανών κατακτητών.

Φυσικά, η «στίξη», όπως ονομαζόταν παραδοσιακά, υπήρχε σε όλες σχεδόν τις κουλτούρες από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τη μέθοδο αυτή για να σημαδεύουν τους δούλους, στην Ασία ήταν δείγμα του ότι ανήκαν στην εκάστοτε φυλή ή θρησκεία, οι Αιγύπτιες έκαναν τατουάζ καθαρά για θέματα καλλωπισμού, ενώ για τους Ρωμαίους λεγεωνάριους αποτελούσε ένδειξη ανδρείας και αφοσίωσης.

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα από τον 17ο αιώνα και μετά, η δερματοστιξία πήρε μία ακόμη διάσταση στην περιοχή των Βαλκανίων. Οι χριστιανικοί λαοί υπέφεραν στα χέρια των Οθωμανών, που ήταν ιδιαίτερα σκληροί με τους αλλόθρησκους. Τα παιδομαζώματα και τα γυναικομαζώματα ήταν κοινές πρακτικές και κρατούσαν τους υποταγμένους σε ένα διαρκές καθεστώς τρομοκρατίας. Τα παιδιά αρπάζονταν με τη βία για να εξισλαμιστούν και οι γυναίκες οδηγούνταν μαζικά στα χαρέμια.


Οι Βόσνιοι και οι Κροάτες είχαν κληρονομήσει το έθιμο των τατουάζ από τους Κέλτες και τους Ιλλυριούς δεκάδες αιώνες πριν. Με το πέρασμα του χρόνου και τις πολιτισμικές μεταβολές, είχε εξελιχθεί σε ένα κράμα παγανιστικών και χριστιανικών συμβόλων που γίνονταν εν μέρει ως μέσο καλλωπισμού και εν μέρει ως κομμάτι της ταυτότητας των λαών αυτών. Ωστόσο, η εκτεταμένη και στοχευμένη χρήση τους ξεκίνησε μετά τον 17ο αιώνα. Τότε άρχισαν να σημαδεύουν ως επί το πλείστον τα νεαρά κορίτσια με χριστιανικά σύμβολα. Μάλιστα τα τατουάζ γίνονταν σε εμφανή σημεία. Περιμετρικά των χεριών σε σχήμα βραχιολιού, στο στέρνο, ακόμα και στο κούτελο. Μοναδικός σκοπός ήταν να είναι φανερά και αναγνωρίσιμα ανά πάσα στιγμή. Κι αυτό διότι οι Οθωμανοί απεχθάνονταν τις σημαδεμένες χριστιανές και αρνούνταν να τις πάρουν στα χαρέμια τους. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχαν σκαρφιστεί οι κοπέλες για να γλιτώνουν από τα χέρια των Τούρκων.


Στον ελλαδικό χώρο, ένα παρόμοιο φαινόμενο παρατηρήθηκε ανάμεσα στους Βλάχους της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Όπως και στην περίπτωση των Βοσνίων και των Κροατών, η «στίξη» αποτελούσε κομμάτι μιας μακράς παράδοσης που είχε τις ρίζες της στα βάθη της αρχαιότητας. Η σημασία και ο συμβολισμός του τατουάζ στη βλάχικη παράδοση ήταν πολλαπλός. Σε παλαιότερες εποχές χρησιμοποιούταν ως τιμητική διάκριση, ενώ αργότερα εξαπλώθηκε και εξελίχθηκε σε μέσο καλλωπισμού. Βέβαια, με το πέρασμα των αιώνων, η «στίξη» καθιερώθηκε ως σύμβολο του φυλετικού διαχωρισμού και ένδειξη της θρησκευτικής ταυτότητας. Το πιο διαδεδομένο σχέδιο ήταν ένας μικρός σταυρός ανάμεσα στα φρύδια των νεαρών κοριτσιών. Το καίριο αυτό σημείο του κεφαλιού δεν είχε επιλεγεί τυχαία. Θεωρούταν ανέκαθεν το «κέντρο της ζωής» και ήταν ένα από τα εμφανέστερα μέρη του σώματος. «Αν δεν είχαν σταυρό οι γυναίκες δεν ήταν Βλάχες» Το μικρό σύμβολο στο κούτελο είχε μετατραπεί στο σήμα κατατεθέν τους, το οποίο, όπως και για τις βόρειες γειτόνισσές τους λειτουργούσε ως μέθοδος προστασίας από τους Οθωμανούς.

Οι «τατουατζήδες» της εποχής

Φυσικά, οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν για να σημαδέψουν το σώμα τους τα χρόνια εκείνα δεν έχουν καμία σχέση με τα σύγχρονα «χτυπήματα». Τα τατουάζ ήταν ερασιτεχνικά και γίνονταν συνήθως από τις γηραιότερες στα κορίτσια ηλικίας 5 με 12 ετών. Σε μεγαλύτερες ηλικίες, συνήθιζαν επίσης να το κάνουν οι φίλες μεταξύ τους. Βασικές ύλες ήταν το κάρβουνο, το κεραμίδι και διάφορες χρωστικές ουσίες αναμεμειγμένες με λάδι, ούζο, τσίπουρο, μαύρο πιπέρι ή και μπαρούτι. Αρχικά έπαιρναν τα κάρβουνα και χτυπώντας τα με πέτρες τα έκαναν σκόνη σαν αλεύρι. Ύστερα, τα ανακάτευαν με τσίπουρο μέχρι να γίνουν λάσπη. Όταν το μείγμα ήταν έτοιμο, σχεδίαζαν με ένα ξυλάκι το σημάδι που ήθελαν κι έπειτα με δυο βελόνες τρυπούσαν τις γραμμές που χάρασσαν. Το αίμα έρεε άφθονο και ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Αφού το σημείο άρχιζε να πρήζεται, το τύλιγαν με ένα πανί και το άφηναν έτσι για τουλάχιστον δέκα ημέρες. Όταν το ξετύλιγαν, το κάρβουνο είχε πια μπει στο μέρος όπου είχαν τρυπήσει. Το τατουάζ ήταν έτοιμο. Η διαδικασία και οι πρώτες ύλες διέφεραν ελαφρώς από περιοχή σε περιοχή. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, ο πόνος ήταν ο ίδιος και το αποτέλεσμα παρόμοιο.

Με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών, το έθιμο δεν εξαλείφθηκε. Οι Βόσνιες και οι Κροάτισσες διατήρησαν την παράδοση μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, ακόμη και σήμερα οι γυναίκες που φέρουν τα χαρακτηριστικά σημάδια είναι πολλές. Παρομοίως, στην ελληνική επαρχία ζουν αρκετές ηλικιωμένες με βλάχικες ρίζες που είναι ζωντανοί φορείς της ιστορικής παράδοσης.