Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ίων Δραγούμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ίων Δραγούμης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο υποτελής σκέφτεται τα σύνορα/άκρα. Ο Κύρι(αρχ)ος στα σύνορα/άκρα

 

Ο υποτελής σκέφτεται τα σύνορα/άκρα. Ο Κύρι(αρχ)ος στα σύνορα/άκρα 

 Дарья Дугина ~ Ντάρια Ντούγκινα

"Έχουμε όλοι τον ίδιο Αρχηγό άλλοι τον λένε Οδυσσεα, άλλοι Κωνσταντίνο Παλαιολόγο... Εγώ, τον Αρχηγό αυτόν τής ράτσας μας τον λέω Ακρίτα. Ή λέξη αυτή μου αρέσει πιο πολύ, είναι πιο αυστηρή και πολεμόχαρη, γιατί ευτύς ώς την ακούσεις τινάζεται μέσασου πάνοπλος ο αιώνιος Έλληνας, που μάχεται ακατάπαυστα στις άκρες, στα σύνορα. Στα κάθε σύνορα - εθνικά, πνευματικά, ψυχικά. Κι αν πεις και Διγενής, ακόμα πιο βαθειά στωράς τη ράτσα μας, την εξαίσια σύνθεση Ανατολής και Δύσης." 

~ Ο Ίων Δραγούμης στον Ζορμπά του Καζαντζάκη





Η Μακεδονία είναι τόπος αληθινής ζωής

 «Η Μακεδονία είναι τόπος αληθινής ζωής, όχι ψεύτικης, όπως αι Αθήναι. Οι Έλληνες είτε αξιωματικοί, είτε άλλοι, που στην Αθήνα, κοπροσκυλιάζουν, -και κανένα κίνδυνο δεν έχουν από κανένα- πήγαν στη Μακεδονία να βοηθήσουν τους Μακεδόνες και βρέθηκαν ριχμένοι σε άλλον κόσμο, σε κόσμο επικίνδυνο, σε κόσμο αλύπητα, περιτριγυρισμένος από γκρεμούς, από βάραθρα από τριβόλους και παγίδες, από Βουλγάρους, από στοιχεια και από αίματα κόσμον ζωής αληθινής. Πρέπει ν' ακονίσουν το μυαλό τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, να ξεσκουριάσουν τα όπλα τους, να είναι αδιάκοπα ξυπνητοι και έτοιμοι για πολεμο. Ειδεμή χάνονται, ειδεμή πεθαίνουν, από αλύπητο χερι Βουλγάρων και Τούρκων. Ο θάνατος είναι αλήθεια δεν είναι λόγια, σαν τα γυμνάσια στα Παραπήγματα τα γραφεία του υπουργείου των Στρατιωτικών και η πλατεία του Συντάγματος, με τα τραπεζάκια του Ζαχαράτου, Ζαβορίτη κ.λπ. όπου κανείς δεν πεθαίνει παρά από συγκοπή. Οι αξιωματικοί αυτοί, οι ψεύτικοι άνθρωποι, έγιναν άνδρες αληθινοί, έγιναν αληθινοί άνθρωποι. "Όσοι πήγαν στη Μακεδονία ελευθερώθηκαν από την ψευτιά, που φέρνει την παραλυσία και την νάρκη».




ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ


"Ἡ Μεγάλη Ἰδέα, ἡ ἀνάκτηση ὅλων τῶν ἱστορικῶν ἐδαφῶν τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ συνένωσή τους σὲ ἕνα ἑνιαῖο ἑλληνικὸ κράτος, ἀποτελεῖ τὴν ἐθνικὴ ἰδεολογία τοῦ νεωτέρου καὶ συγχρόνου ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὶς παραμονὲς τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ὁ Ἴων Δραγούμης ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ μεγάλους σκαπανεῖς τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας. Ἡ ἀνάρτηση τοῦ κειμένου ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴν Μεγάλη Ἰδέα εἶναι μία μικρὴ ἀπότιση φόρου τιμῆς γιὰ τὰ 100 χρόνια ἀπὸ τὴν ἄνανδρη ἐκτέλεσή του ἀπὸ τὰ βενιζελικὰ Τάγματα Ἀσφαλείας τοῦ Παύλου Γύπαρη στὶς 31 Ἰουλίου 1920. Ὁ Δραγούμης ἀγωνίσθη γιὰ μία Ἑλλάδα ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἄκρο ἀντίθετο τοῦ σημερινοῦ νεοελληνικοῦ κοπρώνα, ποὺ δημιούργησε τὸ ἑλληνόφωνο μεταπολιτευτικὸ κατεστημένο μὲ τὴν ἐνεργὸ ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ. Ὁ ἐθνικὸς ζηλωτισμὸς τοῦ Δραγούμη ἀποτελεῖ πρότυπο γιὰ ὅσους ζωντανοὺς Ἕλληνες φλέγονται ἀπὸ τὸν πόθο τῆς κάθαρσης τοῦ τόπου ἀπὸ τὴν μαζοδημοκρατικὴ σαπίλα καὶ τὴν ἐπανάσταση γιὰ τὴν νέα ἐθνικὴ παλιγγενεσία."

από εδώ:

ΕΛΛΗΝΙΚΩΣ ΔΙΕΞΕΡΧΟΜΑΙ


{Εἰς τὴν Ἱστορίαν ἐξ ὅλων τῶν Ἐθνῶν τὸ Ἑλληνικὸν ἔχει ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν ὅτι ἀναγεννᾶται καὶ ἀναζῇ.

Ὅταν ἐξηντλημένη καὶ διεφθαρμένη ἐκ τῶν ἐμφυλίων πολέμων ἡ ἀρχαῖα Ἑλλὰς ἀπέθνησκεν ἀδόξως, τὸ Ἑλληνικὸν πνεῦμα μὲ ἰδεῶδες τότε τὸν ἐκπολιτισμὸν τῆς βαρβάρου Ἀσίας, ὕψωσε τὸν Μεγάλον Ἀλέξανδρον εἰς τὸν θρόνον τοῦ παμμεγίστου Ἑλληνικοῦ Ἀλεξανδρινοῦ κράτους.

Ὅταν πάλιν ὁ Ἑλληνισμὸς ἐφάνη θνήσκων ὑπὸ τὴν ῥωμαϊκὴν δεσποτείαν, ὅταν βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἐλυμαίνοντο καὶ τότε τὰς Ἑλληνικὰς χώρας, τὸ Ἑλληνικὸν Πνεῦμα ἐνεκολπώθη καὶ ἐχειραγώγησε τὴν θρησκείαν, ἥτις θὰ ἐλύτρωνε τὴν ἀνθρωπότητα. Μὲ Ἰδανικὸν τότε τὸν Χριστιανισμόν, μετὰ πολὺ δυσκολωτέρους ἀπὸ τοὺς τώρα ἀγῶνας τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος ἀνέζησεν εἰς τὸ μέγα βυζαντινὸν κράτος.

Τώρα ἔχει Ἰδανικόν του τὴν ἀνάστασιν τοῦ Ἔθνους. Τὰ πράγματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα μόνον ἠμπορεῖ νὰ σχηματίσῃ κανεὶς κάποιαν πιθανότητα, λέγουν ὅτι μέ ὅλους τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ προσκόμματα ὁλόκληρον τὸ Ἔθνος θ’ ἀποτελέσῃ πάλιν ἑνωμένο, εὔμορφο κράτος καὶ δυνατό.}




«Ἕνα Ἔθνος δὲν δύναται νὰ ζήσῃ ἐπὶ πολύ, ὅταν δὲν ἔχῃ Ἰδανικόν, σκοπὸν πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ τείνῃ. Ἕνα ξεχωριστόν, ἰδικόν του σκοπόν. Ὅταν τὸ Ἔθνος δὲν ἔχῃ Ἰδανικόν, ὅταν δὲν πιστεύῃ εἰς αὐτό, δὲν ἔχει πρόγραμμα, δὲν ἔχει γνώμονα νὰ κρίνῃ τί τὸ συμφέρει καὶ τί ὄχι, ποῖος τὸ ὠφελεῖ καὶ ποῖος τὸ βλάπτει, παραπαίει, στέκεται, λιμνάζει σὲ τέλμα συναλλαγῆς καὶ ἀλληλοφαγώματος, εἰς τὸ ὁποῖον οἱ ἀσυνείδητοι μόνον ἐπιτήδειοι ἐπιτυγχάνουν, ὡς ὅτου ἄλλο Ἔθνος ποὺ ἀκολουθεῖ μὲ πίστιν τὸ ἰδικόν του πρόγραμμα τοὺς σαρώσῃ ὅλους».

Ὅταν ἡ Κωνσταντινούπολις ἔπεσε, τὸ Ἔθνος εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἀπέμεινε πλέον καμμία δύναμις καὶ καμμία εὐτυχία, ἐφάνη καταδικασμένον ν’ ἀποθάνῃ ὑπὸ τὴν ἐσχάτην δουλείαν. Ἀλλὰ τὸ ἔθνος δὲν ἀπέθανε. Ὅταν ὅλα τὰ ἔχασε, μόνον, χάρις εἰς τὴν θρησκείαν του, ποὺ ὑποβάλλει τὴν ἰδέαν τῆς ἀναστάσεως, ἐδημιούργησε δι’ ἑαυτὸ μίαν δύναμιν, ἕνα Ἰδανικόν, τὴν Μεγάλην του Ἰδέαν. Ἐπίστευσε ὅτι θὰ ἔλθῃ πάλιν ἡμέρα ποῦ θ’ ἀναστηθῇ ἀπὸ τὸν τάφον τῆς δουλείας καὶ ἑνωμένο πάλιν θ’ ἀποτελέσῃ κράτος εὔμορφος καὶ δυνατό.

Ὁ εὐγενὴς Λαός, ποὺ καὶ τώρα ἀκόμη μετὰ τόσους αἰῶνας ἔχει κακὴν ἡμέραν τὴν Τρίτην, τὴν ἡμέραν ποὺ ἡ βασιλεύουσα ἔπεσε, ᾐσθάνθη μέχρι θανάτου, ᾐσθάνθη σὰν προφήτης τότε καὶ σὰν προφήτης εἶπε σὲ ἔνδοξη εἰκόνα εἰς τὴν ἀνάκτησιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν Μεγάλην Ἰδέαν.

Αρχείο Ίωνος Δραγούμη: Η συνέντευξη με τον κομιτατζή Νικόλαο Κάρεφ

 


"Εκείνη την περίοδο ο Ίων Δραγούμης συντάσσει τηλεγράφημα προς το Υπουργείο, προειδοποιώντας πολύ εύστοχα πως ο απότομος χωρισμός του ελληνικού σλαβόφωνου στοιχείου από το λεγόμενο «βουλγαρικό» εκείνη τη χρονική στιγμή είναι αδύνατος και επιβλαβής για την ελληνική επιρροή στους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Υπογραμμίζει επίσης το εξής πρόβλημα: πολλοί βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι διάκεινται εξίσου ευμενώς προς το πανσλαβιστικό κομιτατζίδικο κίνημα επειδή το θεωρούν απελευθερωτικό. Αντιλαμβάνεται το ίδιο εύστοχα ότι όσοι ορθόδοξοι Έλληνες ακολουθούν το βουλγαρικό κίνημα, το κάνουν διότι σε αυτούς ανήκει η πρωτοβουλία για υποκίνηση επανάστασης και όχι επειδή ασπάζονται τους ιδιοτελείς βουλγαρικούς σκοπούς. Θεωρεί φανερά πως οι ημέτεροι πληθυσμοί υποκύπτουν στα επαναστατικά κηρύγματα των Βουλγάρων εξαιτίας της προδοτικής αβελτηρίας των ελληνικών αρχών σε Αθήνα και προξενεία, τις οποίες επικρίνει δριμύτατα. Τον εξοργίζει και τον λυπεί απίστευτα το γεγονός πως η Ελλάδα, ενώ έχει τεράστιες δυνάμεις στην περιοχή, δεν τις εργαλειοποιεί με τον κατάλληλο τρόπο, περιορίζοντας τον εαυτό της σε ρόλο σπιούνου και αστυνομίας των τούρκων, δίνοντας έτσι άλλοθι στον ανθελληνισμό των εξεγερμένων. Σταθερή πεποίθηση του Έλληνα διπλωμάτη είναι πως στα επαναστατημένα διαμερίσματα πρέπει να μετακινηθούν άμεσα περισσότεροι Έλληνες αντάρτες ή ακόμα καλύτερα να εξοπλιστούν οι ντόπιοι Έλληνες σλαβόφωνοι, ώστε να γίνει αντιληπτό πως και οι Έλληνες έχουν ζωή εντός της «ζώνης του Αγίου Στεφάνου»."

ΠΕΤΡΟΣ ΩΡΟΛΟΓΑΣ: (Ο ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΚΑΙ) ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ



https://storiacontroversa.blogspot.com/2018/11/blog-post_20.html

Ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να επιτύχη ο Δραγούμης τη γενική πολιτικοκοινωνική θεώρηση, να φτάση σε συμπεράσματα σαφή και να καθορίση τη μορφή της Ελληνικής Πολιτείας. Ατελής η πείρα του κι' ο πνευματικός του εφοδιασμός δεν παρουσίαζε πληρότητα. Παράλληλα τον πίεζεν η ανάγκη για σύντονη δράση και δεν έχανε ποτέ την παρουσία του συγκεκριμένου και αμέσου σκοπού του αγώνος, ώστε να απασχολήται ειδικώτερα με θεω­ρητικές αναζητήσεις.
Αλλ' ακριβώς η ανάγκη για τη σύντονη δράση προσέκρουε στην ανάγκη για τη διευκόλυνση της δράσεως, για την οργάνωση και την ανάπτυξη της. Κι' επήγασεν η πεποίθηση ότι με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, το κοινο­βούλιο και τη δουλική προσήλωση στους τύπους, οι γεν­ναίες επιδιώξεις, οι μεγάλες πραγματοποιήσεις, είναι ανέφικτες.
Αντικρύζοντας τα εμπόδια και την αδράνεια ο Δραγούμης, αισθάνθηκεν ότι πρέπει να επιβληθή νέο σύστημα που να εξυπηρετή δίχως χρονοτριβή τις σκοπιμότητες, τις απαιτήσεις της τρέχουσας ώρας, και να μην αναχαιτίζον­ται οι ενέργειες, από καμμιά παρέμβαση αναρμόδιων και από κανένα γράμμα νεκρό.
— «Δεν συγχωρώ στον πατέρα μου το ότι προσκολ­λήθηκε στους συνταγματικούς τύπους».
Η Βουλή, η συνταγματική ορθοδοξία, η θεοποίηση των τύπων περιορίζουν την εθνική δραστηριότητα. Η όλη κοι­νοβουλευτική λειτουργία παρεμποδίζει την ανάπτυξη των πρωτοβουλιών. Έχει δημιουργηθεί ένας πολιτικός δασκα­λισμός, που δεν επιτρέπει την άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η κοινοβουλευτική σχολαστικότητα απασχολείται με ζητήματα ακατανόητης ευθιξίας, με ζύγισμα δυνάμεων κομματικών και μέτρημα ψήφων. Αναφαίνεται, κάθε τόσο, η τυφλή θέληση των πολλών, για να εκμηδενίση μίαν απόφαση. Σπάνουν οι γενικές γραμμές της πολι­τικής, με το εναλλασσόμενο της κομματικής προσπάθειας.
Ο Δραγούμης έγινεν αντικοινοβουλευτικός στη Μακεδονία.
Αυτό που ζητεί να καταστρέψη, δεν ξέρει με τι μόνιμο και σταθερό να το αντικαταστήση, χαρακτηριστικό δε είναι το πως ταλαντεύεται απάνω στην εναγώνιά του έρευνα. Έχει πεισθεί ότι πρέπει να πέσουν οι φραγμοί, ότι δεν χρειάζεται να ζητήται. η γνώμη του πλήθους, σε προβλήματα που ξεπερνούν τη μάθηση του και την πείρα του, θέλει να ιδρυθή μια εταιρία στην Αθήνα με σκοπό «να βγάζη βουλευτές που να σκέφτονται αλλιώς από τους κοινούς (που να σκέφτονται για τη Μακεδονία)».

—«"Ας βγαίνουν βουλευτές, για να μην τύχη και θυμώση ο λαός αν του αφαιρέσουμε την ψήφο. Μα οι βουλευτές ας μην κοιτάζουν τα εθνικά ζητήματα. Ας κοιτάζουν τα επαρχιακά. Τα εθνικά τα κοιτάζουν εκεί­νοι που δεν έχουν να συλλογισθούν ούτε κοινοτικά, ούτε επαρχιακά".

Έτσι, από το 1903, ο Δραγούμης προσπαθεί να βρη έναν τύπο διακυβερνήσεως. Αρχική του σκέψη θα ήταν ν' αφαιρεθή από το λαό η ψήφος, που είναι άχρηστη και κάποτε τόσον επικίνδυνη. Αλλ' η αντικοινοβουλευτική του επαναστατικότητα δε φτάνει ίσαμε το σημείο ν' αποτολμήση καθαρά μια τέτοια δήλωση. Από την επίδραση τoυ περιβάλλοντος, κρατάει ακόμα ίσως κάτι από την πρόληψη των «λαϊκών ελευθεριών» και του φάνηκεν αρ­κετό να τις περιορίση στα έσχατα.

Ο λαός έχει ανάγκη να βρίσκεται σε απασχόληση. Οι εκλογές είναι οι μεγάλες γιορτές της δημοκρατίας, το Πάσχα της. Έχει συνηθίσει να βγάζη βουλευτές δικούς του εκλεκτούς, επαγγελματίες της πολιτικής για να τον εξυπηρετούν στα τοπικά και τα ατομικά ζητήματα. Κι' αν υπάρχει όμως τέτοια βουλή πρέπει να είναι ολότελα περιωρισμένη η αποστολή της. Ν' αποτελήται από πράκτορες επαρχιακούς, να μείνη στο φυσικό προορισμό της, να φτάνη ως εκεί που της επιτρέπουν οι δυνατότητες της, να μην είναι «σώμα κυρίαρχον», αλλ' άθροισμα αντιπροσώ­πων περιφερειακών και να μη δικαιούται να επεμβαίνη στον καθορισμό των μεγάλων κατευθύνσεων του Έθνους.
Από την πρώτη του εμφάνιση ο Δραγούμης εκδηλώ­νεται αντικοινοβουλευτικός. Αποκρούει το σύστημα και περιφρονεί την κοινοβουλευτική αριστοκρατία που βγάζουν στην επιφάνεια οι κάλπες.
Από την πρώτη του εμφάνιση εκδηλώνεται επίσης αντιδημοκρατικός, όχι μόνο διότι συγγενεύουν οι δυό έννοιες, όχι μόνον διότι δεν ανέχεται το ισοπέδωμα και ζητεί μια -διαφορετική τοποθέτηση και ικανοποίη­ση των αξιών, αλλά και διότι διαπιστώνει ότι ο λαός είναι αντιδημοκρατικός βαθύτατα. Αισθάνεται την ανάγκη της υποταγής σε ωρισμένα ξεχωριστά πρόσωπα, δεν παρα­δέχεται την έννοια της ισότητας, η επιβολή των ικανών γίνεται δίχως συζήτηση και παίρνει συχνά τις διαστάσεις μιας τυφλής προσωπολατρείας.

Η φυλή και ο πολιτισμός


"Η φυλή και ο πολιτισμός της δεν μπορείς να πεις πως πρέπει να πάρει τούτο ή εκείνο το χαρακτήρα, γιατί μου φαίνεται πως έχει χαρακτήρα. Και είναι ο χαρακτήρας αυτός, πιο ευρωπαϊκός βέβαια παρά ασιατικός. Πάντα τέτοιος και θα είναι.

Δεν βλέπω γιατί έχεις σε τόση υπόληψη τους λατινογερμανούς. Και οι Ρώσοι είναι ευρωπαϊκός λαός, μα έχει και ασιατικά στοιχεία στην ψυχή του. Και οι Έλληνες είναι ευρωπαϊκός λαός, μα έχει κι αυτός ασιατικά στοιχεία. Ούτε πρέπει να μας θαμπώνει το προσωρινό μεγαλείο μιας Γερμανίας (δηλαδή ενός κράτους δυνατού και καλοκαθισμένου). Έπειτα και να μας θάμπωναν οι Γερμανοί, τί μ'αυτό, αφού εμείς δεν μπορούμε να τους μοιάσουμε; Είμεθα άλλοι. Εκτός αν με τον όρο λατινογερμανοί εννοείς τους "Αρίους" ή "Ινδογερμανούς". Μα τέτοιοι είμαστε που είμαστε και η ινδογερμανικότητα μας αφομοιώνει, λαμπικάρει, δίνει μορφή και έκφραση σε όλες τις ασιατικότητες που μας αγγίζουν. Κοίταξε τί εκάναμε το Χριστιανισμό. Από ασιατικό τον κάναμε ευρωπαϊκό, εμείς οι Έλληνες."


Ίων Δραγούμης, Ευρασιανιστής! long before it was cool


Ίων Δραγούμης




Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 – 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό αγώνα. Υποστήριξε τη δημιουργία ενός πολυεθνικού ελληνικού κράτους, εκφραζόμενος από το 1908 εναντίον της Μεγάλης Ιδέας. Πρωταγωνίστησε στο γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού, ενώ με το συγγραφικό του έργο άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Μέσα στο ασταθές πολιτικό κλίμα που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι, συνελήφθη και τελικά δολοφονήθηκε στην περιοχή Αμπελοκήπων της Αθήνας, από βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας, μπροστά σε περαστικούς.

Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια -με λίγες αλλαγές στην ορθογραφία- είναι από ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Ελληνικός πολιτισμός» που κυκλοφόρησε στα 1913 από το περιοδικό «Γράμματα». Ο Δραγούμης υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ίδας».
Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 - 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης.
Ο Ίων (Ιωάννης) Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου (π.η.) ή 14 Σεπτεμβρίου (ν.η) 1878 – 31 Ιουλίου 1920) ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης.

Κείμενο: Ίων Δραγούμης

Το κράτος δεν έγινε για το κράτος, ειδεμή τι ενδιαφέρο θα είχε; Είναι παιδί του έθνους, καρπός του, γέννημα του, και γι’ αυτό του έχει κάποια σημαντική υποχρέωση -να το φυλάγει. Και επειδή όλα τα μέρη του έθνους συνεργάστηκαν και αγωνίστηκαν για να πλάσουν αυτό το κράτος που έχουμε, το κράτος έχει από μέρος του χρέος να φυλάγει ολόκληρο το έθνος που το έπλασε. Είναι στενότερο το κράτος από το έθνος, μικρότερο το παιδί από το γονιό του, μα δεν έπαψε με τούτο να ζει και το έθνος ο μεγάλος γονιός που θέλει να τον φυλάγουν.

Αν ήταν να κάνουμε κράτος σαν τους πολιτειακούς οργανισμούς της νότιας Αμερικής ή της Αυστραλίας δεν ήταν ανάγκη να το κουνήσουμε από κει που ήμαστε πρωτύτερα. Δεν έγινε για τα μαύρα της τα μάτια η Ελλάδα, και δεν έχουν μυαλό οι πολιτικοί της αν δε νοιώθουν τίποτε άλλο από το κράτος που τους έφτιασε μιά μέρα το έθνος και τους τόδωσε στα χέρια τους. Κοντά στ’ άλ­λα δε νοιώθουν ούτε το συμφέρο τους, του κράτους το συμφέρο, αν παραγνωρίζουν τη δύναμη που τους δίνει η ύπαρξη του έθνους γύρω. Πολλά σημάδια δείχνουν πως ίσαμε τώρα ακόμα έχουν για χαμένο ό,τι δε χωρεί στο καλούπι του κράτους και δεν εννοούν να χάνουν τον καιρό τους γι’ αυτό. Έτσι όποιο κομμάτι του έθνους δεν μπορεί να κολλήσει στο κράτος το θεωρούν περιττό. «Η σπονδυλική στήλη του κράτους δεν βαστά τη Θράκη», εδογμάτισε τις προάλλες ένας πρωθυπουργός, λοιπόν η Θράκη είναι για πέταμα και ας γίνει Βουλγάρικη η ό,τι άλλο θέλει. Όμοια και η Τραπεζούντα πρέπει να γίνει Ρούσικη γιατί βρίσκεται μακριά από το Ελλαδικό βασίλειο. Άλλη λύση δεν υπάρχει, άλλη τύχη δεν κάνει να λάβει η Ελληνική αυτή χώρα. Λογιών λογιών αυτονομίες και αυτοδιοίκησες δεν υπάρ­χουν. Η εθνική αυθυπαρξία όποιων Ελλήνων, με οποιοδήποτε τύπο ή πολιτειακή μορφή, δεν κάνει να φυλαχτεί, δε χρησιμεύει σε τίποτε αφού δεν ταιριάζεται με την κρατική αντίληψη. Η Κρήτη δεν ήταν χρόνια αυτόνομη, ούτε η Σάμο. Το έθνος δεν έζησε αιώνες και στον Τούρκο ακόμα σκλαβωμένο. Η Κύπρος δεν είναι Ελληνική με τον Άγγλο κυρίαρχο.

Βέβαια ένα έθνος άξιο θα πασκίζει πάντα να περιμαζωχτεί σ’ ένα κράτος δικό του για να ζήσει και να κυριαρχήσει όπως κάθε ζωντανός οργανισμός το θέλει, μα όταν δεν το μπορεί ή δεν το κα­ταφέρνει ολοκληρωτικά, θα κοιτάζει να φυλάγεται τουλάχιστο όπως όπως από το χαμό του ίδιου εαυτού του. Και τότε δε θα τρέμει ούτε τις ξένες κυριαρχίες, παρά όποιο μέρος του έθνους δεν κατορθώσει να ελευτερωθεί πολιτικά θα παλεύει με τον κυρίαρχο ως που να γλυ­τώσει με κάποιο συμβιβασμό το κεφάλι του και την ψυχή του, ίσαμε που νάρθει ο καιρός να καλυτερέψει και αυτό την τύχη του, να φτιάσει την πολιτική μορφή που να του ταιριάζει όσο γίνεται αρμο­νικότερα. Μπορεί μάλιστα ένα έθνος, αν δεν καταφέρνει να κάμει το ταιριαζούμενο κράτος αμέσως, να δημιουργήσει προσώρας κράτη περισσότερα, παράδειγμα η Ιταλία και η Γερμανία. Θα έρθει μια μέρα που τα εθνικά τούτα κράτη θα χυθούν σ’ ένα καλούπι μεγά­λου εθνικού κράτους. Τα εθνικά κράτη πηγαίνουν πάντα κατά την ένωση τους.

Μα αυτά δεν τα φαντάστηκαν, φαίνεται, οι ανιστόρητοι Ελλαδικοί πολιτικοί. Το να λεν πως κάποιο τμήμα του έθνους είναι ά­χρηστο και επιτρέπεται να ξεχαστεί και να χαθεί γιατί δεν καταφέρ­νει εύκολα ή σύντομα να κολλήσει στο γνωστό τους κράτος το δικό τους, που περιλαβαίνει άλλο τμήμα του έθνους, είναι το ίδιο σα να λέει ένας άνθρωπος: «Κόβω το πόδι μου γιατί δεν έχω ρούχο να φορέσω αρκετά μακρύ για να το σκεπάσει και αυτό και να το προφυ­λάξει από το κρύο.» Το κράτος είναι το πουκάμισο που μπορεί να φορέσει ένα έθνος άξιο για πολιτική αυθυπαρξία και που κάποτε δεν το σκεπάζει ολάκερο. Περισσεύουν συχνά από το πουκάμισο μέ­ρη ασκέπαστα. Μήπως οι πολιτικοί του κράτους θέλουν να τα κό­ψουν; Μπορεί όμως και να μη φορεί το πουκάμισο αυτό και πάλι να ζει το έθνος και να πορεύεται όπως όπως. Και γίνεται ακόμη τα έθνη να αλλάζουν πολλά πουκάμισα δικά τους ή ξένα στη χιλιό­χρονη ζωή τους.

Γιατί το κράτος δεν είναι η ζωή. Το κράτος -κέντρο πολιτικό του έθνους- γίνηκε όχι για να ζήσει αυτό το ίδιο, παρά για να φυ­λάξει του έθνους τη ζωή. Όσο για το έθνος, αυτό πρέπει, είναι α­νάγκη να ζήσει με οποιαδήποτε πολιτική μορφή ή με πολλές μορφές και ξένες ίσως, και κομματιαστά ακόμη αν δε γίνεται αλλιώς, για να δημιουργήσει κάτι. Γιατί το έθνος είναι η ζωή και θέλει να δημιουργήσει. Μονάχα το έθνος μπορεί και δημιουργεί, αυτό έχει τη χάρη τούτη, απόδειξη πως δημιουργεί και τους πολιτικούς οργανισμούς που λέγονται κράτη. Μα θέλει και άλλα να δημιουργήσει. Η πολιτική απο­κατάσταση του έθνους, δηλαδή το κράτος, είναι ο ενδιάμεσος σκοπός του για να καταφέρει έπειτα τον τελικό του σκοπό. Και είναι το κράτος τίποτα, στείρος, ξερός ρυθμιστής της πολιτικής του έθνους, ρολόγι της κοινωνικής ζωής, φύλακας των πολιτών που ευκολύνει κιόλα τις συναλλαγές τους, και κατεργάζεται στρατούς και στόλους για την αυθυ­παρξία, την κυριαρχία και το μεγαλείο του έθνους, και όχι βέβαια για την υπεράσπιση του ξερού εαυτού του. Τα κράτη χάνονται, τα έθνη πολύ σπάνια. Κάποτε τα κράτη είναι αδύνατα ό,τι και να τους κάμεις, ενώ τα έθνη τα σχετικά είναι ζουμερά, γερά και δυ­νατά.

Ώς τόσο τι είναι εκείνο, εξόν από το κράτος του, που έχει να δημιουργήσει το έθνος, ο μόνος δημιουργός; Ποιος είναι των εθνών ο σκοπός ο τελικός, πες τον προορισμό, πες τον αποστολή, πες τον ανάγκη; Ο πολιτισμός!

Να έργο άξιο για τα έθνη, έργο ανθρωπιστικό, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να η δικαιολογία των εθνών. Να πως τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα. Να πως ξεπερνούν τα σύνορα τους, ξε­χειλίζουν, πλουταίνουν, υψώνονται, γεμίζουν και καταχτούν τον κόσμο. Να πως είναι όμορφα τα έθνη, και να που έσφαλε ο Χριστός και ο Κάρολος Μαρξ πολεμώντας τα έθνη. Του έθνους το άνθισμα και ο καρπός ο ωραίος, είναι ο πολιτισμός. Δεν είναι σωστά σωστά σκο­πός του το άνθισμα, παρά ανάγκη. Έτσι και η γυναίκα γεννάει και το φυτό ανθοβολεί και καρποφορεί. Λες και να πόθησαν τα κρόδια την ίδια τη γέννηση τους, λες και να ανάγκασαν με τον καημό τους τα δέντρα να υψωθούν ως στην άνθιση τους και την καρποφορία.

Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Και αυτή εαυτή είναι η αξιοσύνη τους η μεγάλη. Όσα δείχνονται άξια να γεννούν πολι­τισμούς είναι σημαντικά στον κόσμο, αξίζουν να ζουν και να προκό­βουν. Τα άλλα χρησιμεύουν μονάχα για δούλοι, για όργανα, για πάτημα, είναι οι σκλάβοι των πολιτισμένων, το υποπόδιο των ποδιών τους για να ανέβουν αυτά.

Δε φτάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει κιόλα να είναι πολιτισμένο από δικό του πολιτισμό. Βέβαια κάθε πολιτι­σμός, όσο πρωτότυπος και να φαίνεται, βρίσκεται στ’ αλήθεια επη­ρεασμένος είτε από ξένους πολιτισμούς είτε από παλιότερους γεννη­μένους και αυτοίς από το ίδιο έθνος, ή και από τα δυο μαζί. Άλλο όμως επηρεασμένος από ξένους κι άλλο ξένος πολιτισμός μεταφυτεμένος σ’ ένα έθνος. Είναι έθνη που δεν μπορούν να δημιουργήσουν πολιτισμούς παρά μόνο δέχονται ξενοφερμένους και τους διαστρέφουν κατά το φυσικό τους. Είναι και άλλα που μήτε αυτό δύνονται να καταφέρουν, δε χωνεύουν καν τους πολιτισμούς. Μα βρίσκονται και τέτοια έθνη που όλοι οι ξένοι και παλιότεροι πολιτισμοί αφομοιώνονται μέσα τους και γίνονται αφορμή για να προχωρέσουν πάρα πέρα, στυλοβάτης για να υψωθούν, σπορά για να καρπίσουν αυτά και να γεννοβολήσουν το δικό τους, το γνήσιο πολιτισμό τους. Γι’ αυτά τα έθνη ο πολιτισμός δεν πάρθηκε απ’ άλλου παρά είναι καρπός εντόπιος, δεν είναι πολιτισμός απ’ έξω αλλά από μέσα, όχι μπασμένος από ξένους τόπους και έθνη παρά από τα τρίσβαθα των σωθικών τους βγαλμένος.

Το σχετικό κράτος, αν υπάρχει, ένα χρέος έχει, το να εξασφαλίζει όσο καλύτερα μπορεί το άνθισμα του έθνους, γι’ αυτό και το κράτος δεν έχει δικαίωμα να περιορίζεται στα στενά του σύνορα τα πολιτικά ούτε να λησμονεί μέρη του έθνους οσοδήποτε μακριά από το πολι­τικό του κέντρο και αν βρίσκονται, παρά χρεωστεί και αυτά τα μέρη τα έξω από τα σύνορα να τα προφυλάγει από το χαμό τους, γιατί όλα τα μέρη του έθνους μαζί, σ’ όποιο πολιτικόν οργανισμό και αν τύχουν σφηνωμένα, δημιουργούν τον πολιτισμό του, συνεργάζονται όλα για το μεγάλο άνθισμα. Δεν έχει δικαίωμα να πει το κράτος: «Δε με μέλει τι γίνεται έξω από τα σύνορα μου» γιατί τούτο σημαί­νει πως ξεχνά τον προορισμό του και το δημιουργό του. Δημιουργός του κράτους πάλι το έθνος είναι, το έθνος ολάκερο, και το έθνος πλάθει το κράτος για τους σκοπούς του έθνους, για να μπορέσει ανενόχλητα και σίγουρα να βγάλει σύσωμο τον πολιτισμό του, να πε­τάξει το λουλούδι του.
Διονύσιος Βέγιας (Κεφαλονιά 1810 – Κέρκυρα 1884) «Χορός στην Κέρκυρα».
Διονύσιος Βέγιας (Κεφαλονιά 1810 – Κέρκυρα 1884) «Χορός στην Κέρκυρα».

Και είναι απαραίτητα όλα τα έθνη, όχι μόνο το ένα, όσο ση­μαντικό και να είναι, ούτε εκείνα μοναχά που ανθοβολούν πολιτισμούς. Και τα βάρβαρα έθνη δικαιολογιούνται, και τα άγρια, και τα αδύνατα, γιατί γίνονται όργανα των σκοπών των πολιτισμένων και γιατί δίχως αυτά πως θα δοκίμαζαν την αξία τους τα ήμερα και τα πολιτισμένα; Και πως θα γνώριζαν τον εαυτο τους και θα εχτιμούσαν την ώριοσύνη του πολιτισμού τους;

Ούτε να νομίσει κανείς πως υπάρχει ένας πολιτισμός μονάχα. Ο πολιτισμός δεν είναι ένας, ούτε γράφεται με κεφαλαίο – π – ενας Πολιτισμός δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει ούτε μια Επιστημη, ούτε μια Τέχνη, ούτε μια Φιλοσοφία, ούτε μια Αλήθεια, ούτε και ενα Ψέμα. Στον τρόπο και στο χρόνο καταποδιαστά και μπλεγμένα βρίσκονται, και κληρονομιούνται κάποτε, και τα τσουγκρίζουν και τα ταιριάζουν άλλοτε, και γεννιούνται, αξαίνουν, ανθίζουν, μαραί­νονται και πεθαίνουν ολοένα, και χορεύουν σατανικά μυριόχρωμους χορούς μέσα στη φωτεινήν αιωνιότητα οι άπειρες Επιστήμες και Τέχνες και Φιλοσοφίες και Αλήθειες και Ψευτιές και Πολιτισμοί. Γιατί να σ’ αρέσει πάντα ο μονισμός, ω ανθρώπινο μυαλό; Άραγε να απλοποιείς από κούραση ή από ανάγκη για διαύγεια;

Σ’ αυτό λοιπόν χρησιμεύουν τα έθνη. Και όπως έτσι είναι φτειασμένη η Γη ώστε δεν υπάρχει ένα μονάχα έθνος, έτσι ούτε ένας μόνο πολιτισμός υπάρχει. Ο τόπος και ο χρόνος δεν καταλύονται στόν ανθρώπινο κόσμο.

Δεν ενδιαφέρει αν λέγεται «μεγάλη ιδέα», παράδοση ή αλλιώς εκείνο που συντηρεί, συνταράζει και ενθουσιάζει τα έθνη και τους δίνει τον πόθο να γεννήσουν και να μεγαλουργήσουν, ούτε αν πρω­τεύουσα του κράτους ή του έθνους θα είναι πάντα η Πόλη ή άλλη καμιά πολιτεία. Μπορεί η «μεγάλη ιδέα» όπως τη φαντάστηκαν και την έπλασαν οι Έλληνες της Τουρκοκρατίας, δηλαδή ο ξαναγεννημός ή το συνέχισμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, να μη συνεπαίρ­νει πιά αρκετά δυνατά όλες τις ψυχές, ώστε να σηκωθεί συμφωνά της το έθνος σύσωμο. Μπορεί αγκαλά η «μεγάλη ιδέα» να μην είναι και τίποτε άλλο παρά η έκφραση της πολύτιμης συναίσθησης του εθνισμού φυτρωμένη στις λαϊκές μάζες. Μα δεν μπορεί να είναι σημαντικό ένα έθνος χωρίς κάποια μεγάλη ιδέα που σύμφωνα μ’ αυτήν να ενεργεί, που να έχει πλαστεί από τα σπλάχνα του και νά το τράβα έπειτα αυτό το ίδιο προς την εκπλήρωσή της. Τα έθνη για να μεγαλουργήσουν και να κυριαρχήσουν ανάμεσα στα άλλα έθνη σε τόπους και σε χρόνους, κάτι μεγάλο πρέπει να βάλουν μέ το νου τους και να το αποζητούν, αλλιώς είναι ανάξια για μεγάλα έργα και θα απομείνουν δούλοι άλλων εθνών, δούλοι πολιτικά ή πνευμα­τικά και ψυχικά. Όχι να μεγαλοπιάνονται, γιατί έτσι κάνουν οι μικροί, μα σύμφωνα με μιά παράδοση δικη τους να βλέπουν και να θέλουν μεγάλα.

Αν το έθνος το Ελληνικό είναι τώρα πια ανάξιο για μεγάλα έργα -για να διπλοθεμελιώσει γερό και μεγάλο κράτος με σύνορα του τα σύνορα της φυλής, και για να πλάσει άλλη μια φορά πολιτι­σμό- καλύτερα να μην υπάρχει. Ας ξεφτίσει, ας χαθεί σαν έθνος, και τα άτομα του ας γίνουν ό,τι θέλουν, ας σκορπιστούν στον κόσμον σαν τους Εβραίους, ή και χειρότερα, χωρίς συνείδηση ή θύμη­ση εθνική καμία, υποπόδιο των ποδιών σ’ έθνη άλλα πιο άξια. Κά­ποια στερνά άνθη θα τα βγάζει και τότε, μερικούς εξαιρετικούς αν­θρώπους παραστρατισμένους, ξεριζωμένους, Θεοτοκόπουλους ή Παπαδιαμαντόπουλους που μόνο το όνομα τους θα είναι το τελευταίο ση­μάδι της καταγωγής τους. Οι άλλοι όλοι θα είναι έμποροι, μπακάληδες και ναυτικοι στα τέσσερα πέρατα της γης.

Αλλά είναι βέβαιο πως άμα στους καλύτερους της φυλής γίνει ολότελα συνειδητό το έθνος και σιγά σιγά το νοιώσουν έντονα και ολοκληρωτικά, τότε και κράτος φυσιολογικά αληθινό θα φτιάσουν οι Έλληνες και πολιτισμός θα αναβρύσει πάλι από τα Ελληνικά τα χώματα. Λαός που δείχνεται άξιος να πολεμά και να νικά ενώ ποτέ του δεν ήταν καταχτητικός, θα είναι ικανός και να λάβει ακέρια συνείδηση της φυλής του και να δημιουργήσει έναν πολιτισμό και κρά­τος όργανο του πολιτισμού αυτού. Πάστα πρόστυχη δεν είναι ο Έλ­ληνας και ξέρει να βαστά μέσα του αναμένη τη σπίθα που κληρονό­μησε από τους προγόνους του και έχει κοντά σ’ αυτό στα σωθικά του τη λαχτάρα της δημιουργίας.

https://cognoscoteam.gr/%ce%af%cf%89%ce%bd-%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%8d%ce%bc%ce%b7%cf%82-%cf%84%ce%bf-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%ce%ad%ce%b8%ce%bd%ce%bf%cf%82/


ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ



τοῦ Ἴωνος Δραγούμη

Πολλοὶ νομίζουν πὼς μὲ τὸ νὰ ἀπευθύνονται στὸ λαὸ μποροῦν νὰ φέρουν τὴ νεοελληνικὴ ἄνθιση. Ὁ λαὸς ὅμως δὲ φωτίζεται μὲ μοναχικὲς ἐνέργειες μερικῶν ἀτόμων ὅσο φωτεινὰ καὶ νὰ εἶναι, χρειάζεται μιὰ ἀριστοκρατία ὁλόκληρη γιὰ νὰ ἐπηρεαστεῖ ὁ λαός. Ὄχι ἀπὸ κάτω παρὰ ἀπὸ πάνω θ’ ἀρχίσει ὁ ξαναγεννημός. Ἄς φωτιστοῦν οἱ μορφωμένοι, ἄς λουστοῦν στὰ φεγγερὰ καὶ διάφανα νερὰ τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, ἄς συνταραχτοῦν καὶ ἄς θελήσουν κάτι, καὶ ὁ λαὸς θὰ τοὺς ἀκολουθήσει ἔπειτα.

Δὲν ἐνδιαφέρει ἄν θὰ εἶναι στολισμένοι μὲ τίτλους, μὲ γαλόνια ἤ μὲ γνωστὰ ὀνόματα, δὲν ἐνδιαφέρει ἄν θὰ εἶναι πλούσιοι ἤ φτωχοὶ, οὔτε ἄν θὰ ξέρουν πολλὰ ἤ λίγα γράμματα, μὰ πρέπει δίχως ἄλλο νὰ εἶναι εὐγενικοὶ στὴ σκέψη καὶ στὴν πράξη. Μπορεῖ νὰ ξέρουν πολλὲς γλῶσσες ξένες ἤ καὶ νὰ μὴν ξέρουν παρὰ τὴν ἑλληνική, μὰ ἡ γλῶσσα ποὺ θὰ ξέρουν -γιατὶ θὰ μιλοῦν ἀναγκαστικὰ μιὰ γλῶσσα ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι- ἀπαραίτητο νὰ εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς τους τῆς σύγχρονης. Καὶ τὴν ἴδια γλῶσσα θὰ τὴ μιλοῦν καὶ θὰ τὴ γράφουν. Μπορεῖ νὰ ἔχουν γνωριστεῖ μὲ ξένες συνήθειες καὶ φιλολογίες καὶ πολιτισμοὺς ἤ νὰ μὴν ἔχουν εἴδηση ἀπὸ δαῦτες, ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ θὰ γνωρίζουν τέλεια θὰ εἶναι οἱ συνήθειες τοῦ τόπου τους, ἡ φιλολογία καὶ ὁ πολιτισμὸς ποὺ μεταμόρφωσε τοὺς ἀνθρώπους τῆς πατρίδας τους καὶ τοὺς ἔπλασε τέτοιους ποὺ σήμερα εἶναι. Καὶ θὰ περηφανεύονται γι’ αὐτὰ, καὶ αὐτὸ ἀκόμα θὰ γίνει. Μπορεῖ νὰ ἔχουν μελετημένες τὶς ἐπιστῆμες εἴτε σὲ ξένα μέρη εἴτε στὸ σπίτι τους, ἤ καὶ νὰ μὴν ἔχουν καμιὰ μάθηση συστηματικὰ καὶ ἀπὸ βιβλία -οἱ ἐπιστῆμες δὲ δημιουργοῦν πολιτισμοὺς- ἀλλὰ δὲ θὰ εἶναι ἄνθρωποι ἄν δὲν ἔχουν προσέξει καὶ σπουδάσει βαθειὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους τὶς ρίζες ψάχνοντας θὰ τὶς βροῦν μέσα στὸ ἔθνος τους. Προπάντων θὰ εἶναι γνήσιοι καὶ ξάστεροι καὶ καθάριοι, ὄχι παρδαλοὶ καὶ μπογιατισμένοι καὶ ψεύτικοι, ἐσωτερικοὶ καὶ ὄχι ἐξωτερικοί, βαθιοὶ στὴ σκέψη καὶ ὄχι ρηχοί, καλοστεκούμενοι καὶ καλοκαθισμένοι καὶ ὄχι παραπατώντας, παραδέρνοντας καὶ ἑτοιμόρροποι, αὐτόφωτοι καὶ ὄχι ἑτερόφωτοι. Καὶ οἱ πράξεις τους, ποὺ θὰ εἶναι σύμφωνες μὲ τὸν ἑαυτό τους, θὰ δείχνουν αὐτοπεποίθηση, αὐτογνωσία, αὐτοβουλία. Καὶ δὲ θὰ φοβοῦνται τίποτα, οὔτε τὴν κοινὴ γνώμη, ποὺ εἶναι ὁ τρομερότερος δράκος. Καὶ δὲ θὰ συλλογίζονται τὸ θάνατό τους, ἀγκαλὰ μπορεῖ βέβαια νὰ συλλογίζονται καὶ συχνὰ μάλιστα τὸ θάνατο. Καὶ θὰ εἶναι ἀπρόσωποι, γιατὶ θὰ ξέρουν πὼς δὲν ἀξίζει ὁ ἑαυτὸς μας παρὰ σὰν ὄργανο γιὰ νὰ μαθαίνουμε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε, ἀλλοιῶς τὶ τὸν θέλουμε; Θὰ προσπαθοῦν νὰ γίνονται καλλίτεροι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ὄχι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ ἐγώ τους παρὰ ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ κάμουν τὸ ὄργανο τῆς μάθησης καὶ τῆς πράξης πιὸ τέλειο. Ὄχι ἐγωλατρεία, μὰ καλλιέργεια τοῦ ἑαυτοῦ τους ἐπίμονη. Καὶ δὲ θὰ ξιπάζονται ἀπὸ τὰ ξένα, ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀπὸ τὰ παράξενα. Θὰ τὰ προσέχουν καὶ θὰ τὰ ζυγίζουν. Θὰ εἶναι ξυπνητοί, πλημμυρισμένοι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὴ φύση, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι ξεροὶ καὶ κρυσταλλωμένοι.

Σὰν οἱ τελευταῖοι ἀντιπρόσωποι μιᾶς περασμένης ἐποχῆς καὶ οἱ πρῶτοι μιᾶς ἐρχόμενης, θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ καμωμένοι, οἱ μεστωμένοι, καὶ ποὺ ὥς τόσο ὁλοένα γίνονται. Καλοριζωμένοι ἀπάνω στὰ περασμένα, θὰ εἶναι φορτωμένοι ἀπὸ μελλούμενα καὶ ὥριμοι νὰ τὰ δημιουργήσουν. Γνωρισμένοι μὲ τὰ παλιὰ καὶ σέβοντάς τα μὲ φώτιση, θὰ ἔχουν τὴ θεία χάρη νὰ προβαίνουν, στοχαστικὰ μὰ καὶ σταθερά, στὰ καινούργια. Δὲ θὰ εἶναι μόνο σῶμα οὔτε μόνο ψυχή, δὲ θὰ ἔχουν μόνο κεφάλι οὔτε μόνο χέρια ἤ σκέλια, παρὰ θὰ εἶναι πλέριοι καὶ ἀκεριοι, μὲ ζωντανὲς ὅλες τους τὶς λειτουργίες. Εἰδικοὶ δὲ θὰ εἶναι, παρὰ γενικοί, ὑδροκέφαλοι μήτε, ὑπερτροφικὰ ἤ ἀτροφικὰ μέλη δὲ θὰ ἔχουν, μόνο σύμμετρα. Οἱ νέοι διονυσιακοὶ καὶ ἀπολλώνιοι, οἱ γέροι ὀλύμπιοι, οἱ γυναῖκες ἐρωμένες καὶ μητέρες καὶ ἀδελφές, τῶν ἀντρῶν τόνωση καὶ ὄχι ἀδυνάτισμα, καὶ τὰ παιδιὰ θεότρελλα καὶ γερὰ καὶ χαριτωμένα προμηνύματα τοῦ ξετελειωμένου ἀνθρώπου, ἐλπίδα ἀνώτερου ἀνθρωπισμοῦ.

Ὅλοι θὰ ζοῦν, θὰ κουνιοῦνται δηλαδὴ καὶ θὰ στοχάζονται, θὰ ὀνειρεύονται καὶ θὰ φαντάζονται, θὰ βλέπουν, θὰ προσέχουν καὶ θὰ ποθοῦν, καὶ θὰ θέλουν, καὶ θὰ κάνουν. Καὶ ὅταν ἡ ὡραία ἥβη θὰ σκάει, μιὰ ψυχοστασιὰ θὰ παίρνει τὸ νέον ἄνθρωπο, μελαγχολικὴ καὶ σταχτιὰ καὶ μουσικὴ καὶ πλούσια, σὰ νὰ προβλέπει δειλὰ δειλὰ ἤ νὰ προαισθάνεται μιὰν ἄνοιξη -κατάσταση φουσκοδεντριᾶς, ἀπαντοχῆς καὶ ἐλπίδας, καὶ ὁρμῆς ὅμως, βαθειὰ κρυμμένης μέσα στὰ σωθικά, ποὺ εἶναι νὰ φανερωθεῖ σιγοβράζοντας καὶ δυναμόνοντας μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Ἀόριστα καὶ ἀξεδιάλυτα καὶ σκλαβωμένα ὅλα μέσα στὸ βάθος τὸ ἀμέτρητο, καὶ γι’ αὐτὸ πιὸ μουσικὰ καὶ ποιητικὰ καὶ πολυσύνθετα καὶ μπλεγμένα, θὰ εἶναι βαρειὰ ἀπὸ μέλλον.

Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τώρα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ φυλὴ ἐποχὴ γεμάτη χυμοὺς καὶ δύναμη κρυμμένη, σὰν ἄνοιξη, γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς οἱ δημιουργικοί -ἡ ἀριστοκρατία τοῦ ἔθνους- εἶναι τὴν ὥρα τοὺτη πολύτροποι καὶ πολυτεχνίτες, δοκιμάζουν μέ κάθε τρόπο, νὰ ἐκφραστοῦν, νὰ φανερώσουν τὸν ὀργασμὸ ποὺ βράζει μέσα τους. Καὶ θὰ τὸν ἐκφράσουν! Βάλθηκαν νὰ ἐκφράσουν τὴ νέαν ἑλληνικὴ ψυχή, τὴν καθαρισμένη ἀπ’ ὅλες τὶς σκουριές, μὲ ὅλα τὰ μέσα, μὲ μουσική, μὲ ποίηση, πεζὸ λόγο, ἀρχιτεκτονική, χοροὺς, κεντήματα, ἀγῶνες, γυμναστική, πολέμους, ἡρωισμούς. Σὰν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς μεγάλους τοῦ ξαναγεννημοῦ στὴ Δύση ἔχει ὁ καθένας τους συχνὰ πολλὲς μαζὺ ἀξιοσύνες, καὶ βλέπεις ἔξαφνα μαθηματικοὺς ποὺ ἐναρμονίζουν τὴ βυζαντινὴ μουσική, γιατροὺς ποὺ ἀνοίγουν τὰ μάτια τῶν εἰδικῶν στὰ παιδαγωγικὰ ἤ στὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, δικηγόρους ποὺ κάνουν ποιήματα, ἐμπόρους καὶ πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ποὺ εἶναι τεχνίτες τοῦ λόγου, ἀρχιτέκτονες ποὺ ζωγραφίζουν καὶ μελετοῦν τὰ βυζαντινὰ πρότυπα, μουσικοὺς ποὺ εἶναι ποιητές, λογογράφους ποὺ εἶναι καὶ ζωγράφοι, ζωγράφους ποὺ εἶναι γλύπτες, καθηγητὲς πού, δίχως νὰ ξέρουν καλὰ γιὰ ποιὸ λόγο, περιμαζεύουν δημοτικὰ τραγούδια, λαϊκὲς λέξεις, φράσες, παραμύθια, παροιμίες, παιδαγωγοὺς ποὺ εἶναι φιλόσοφοι, ποιητὲς ποὺ εἶναι τεχνοκρίτες, λογογράφους ἀποστόλους τοῦ ξαναγεννημοῦ, λάτρες τῆς φύσης καὶ πολιτικοὺς μαζύ, παπάδες ποὺ στοχάζονται καὶ ἐνεργοῦν. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἕνας ἕνας ξεπροβάλλουν δειλὰ δειλὰ καὶ ἀναπάντεχα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς τοῦ ἔθνους, σὰ σημάδια καὶ προμηνύματα μιᾶς γενικῆς ἄνθισης, αὐτοὶ ποὺ σχεδὸν δὲ γνωρίζονται ἀναμεταξὺ τους καὶ φυσικὰ λοιπὸν οὔτε συνεργάζονται συνειδητὰ εἶναι λάτρεις τῆς δημοτικῆς παράδοσης, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν καὶ τὴν ξεσκέπασαν ὁ καθένας χωριστὰ σκαλίζοντας στὰ ἀγνώριστα βάθια τῆς ψυχῆς τους.

Αὐτοὶ εἶναι οἱ πρόδρομοι τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἡ ἀριστοκρατία ποὺ θὰ νικήσει τὴν ξεπεσμένη τώρα τάξη τῶν μισογραμματισμένων ποὺ ὥς τώρα κυριαρχοῦσε καὶ θὰ πάρει τὴ θέση της. Καὶ αὐτοὶ θὰ διαφεντέψουν τὸ ἔθνος καὶ στὴ σκέψη καὶ στὴν πράξη καὶ θὰ διδάξουν τὶς ἐρχόμενες γενεές. Ἀπ’ αὐτοὺς θὰ βγοῦν οἱ νέοι δάσκαλοι καὶ τὰ νέα σκολεία.

Ὁ δημοτικισμὸς εἶναι γιὰ τοὺς Ἕλληνες ζήτημα ἀνθρώπινο. Ὁ ἄνθρωπος διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα μὲ τὸ νὰ ἔχει λόγο, καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνθρώπινο πρᾶμα ἀπὸ τὴν ὅσο γίνεται πιὸ ἐλεύτερη ἔκφραση τοῦ λόγου. Οἱ δάσκαλοι κυτάζουν νὰ βάλουν ἐμπόδια στὸ λόγο. Νὰ τσακιστοῦν! Δὲν ὑπάρχει ζήτημα ποὺ νὰ ἐνδιαφέρει τὸν ἄνθρωπο πιότερο ἀπὸ τὸ ζήτημα τοῦ λόγου, καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ εἶναι τὸ ζήτημα τοῦ δημοτικισμοῦ. Πολλοὶ δημοτικιστὲς μὲ τὸ νὰ ἔτυχε νὰ εἶναι καὶ θετικιστές, καὶ ἄλλοι σοσιαλιστές, νόμισαν πὼς δημοτικισμὸς θὰ πεῖ θετικισμός, καὶ ἄλλοι σοσιαλισμός, ἐνῶ δημοτικισμὸς θὰ πεῖ κάτι πολὺ πλατύτερο, βαθύτερο καὶ πλουσιότερο.

Αὐτοὶ εἶναι οἱ πρόδρομοι. Ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωριστοῦν ἀναμεταξύ τους, νὰ τὸ νοιώσουν πὼς συγγενεύουν, νὰ λάβουν συνείδηση πὼς κάνουν ὁ καθένας στὸ εἶδος του καὶ μὲ διάφορες μορφὲς τὸ ἴδιο πρᾶμα, πὼς ἡ ἴδια πνοὴ τοὺς πῆρε καὶ τοὺς ὁδηγεῖ πρὸς τὴ δημιουργία τοῦ νέου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ τότε θὰ συνεργαστοῦν γιὰ νὰ βάλουν σὲ δρόμο τὸ μεγάλο ἔργο. Θὰ ἔρθει καὶ αὐτό.

Αὐτὴ ἡ νέα εὐγένεια τοῦ ἔθνους θὰ εἶναι ἀλύγιστη στὴ θέληση καὶ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες καὶ στὴ σκέψη καὶ στὴν αἴσθηση. Νέα αἰσθητικὴ θὰ τὴ φωτίζει καὶ θὰ τὴν ἐνθουσιάζει, γιατὶ θὰ εἶναι κοντήτερα στὴ φύση καὶ μακρήτερα ἀπὸ κάθε δογματισμό. Καὶ θὰ κάνει πάντα ἀπερίμεντα ἔργα, δηλαδὴ τέτοια ποὺ ἡ σήμερα κυρίαρχη τάξη τῶν μισογραμματισμένων δὲ θὰ τὰ περιμένει ἤ θὰ τὰ περιμένει ἀλλοιώτικα, σύμφωνα μὲ τὴν κοινὴ δική της προστυχιά. Καὶ θὰ τὸ ξέρουν οἱ νέοι ἀριστοκράτες πὼς δὲν ἔχει νὰ φοβηθοῦν ἀπὸ τὴν κατακραυγὴ τῶν πολλῶν ἤ τὴν καταφρόνια τους, οὔτε νὰ φύγουν σὲ τόπους ξένους γιὰ νὰ ἀνθίσουν δυνατοὶ ὥστε νὰ νοιώθουν πὼς δὲν ἀξίζει τόσο ἡ φήμη ποὺ θὰ μποροῦσαν ἴσως στὴν ἐποχὴ μας νὰ ἀποχτήσουν ἐκεῖ πέρα -γιατὶ ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς στὴ Δύση βρίσκεται σὲ ξεπεσμὸ καὶ τίποτε δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποί του νὰ δημιουργήσουν πιὰ παρὰ ἐπιστῆμες καὶ μόνο- ὅσο ἡ δημιουργία ποῦ κάνουνε μένοντας στὸν τόπο τους, ὅπου κάμποσα σημάδια δείχνουν πὼς γεννιέται ἕνας νέος πολιτισμὸς καὶ ὅπου θὰ λάβουν τὴ χαρὰ τὴ μεγάλη νὰ λογαριαστοῦν σ’ αὐτὸν μέσα, ἔστω καὶ πρόδρομοι.

Πηγή: Ἴωνος Δραγούμη, Ἑλληνικὸς Πολιτισμός, σ. 96-102, ἐκδόσεις Φιλόμυθος, Ἀθήνα, 1993

https://ellinikosblog.wordpress.com/2018/07/31/%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%ba%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%b1/



O Ίων Δραγούμης και η ζωή ως πνευματική μάχη


του Σταμάτη Μαμούτου

Πολυσχιδής και φαινομενικά αντιφατικός ο Δραγούμης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρκετών μελετητών, δεν κατάφερε να ισορροπήσει τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές του επιρροές σε μια συνεκτική προσωπική πρόταση. Ωστόσο είμαι πεπεισμένος πως η άποψη αυτή χωρά πολλή συζήτηση. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει σήμερα ικανοποιητικός αριθμός Ελλήνων ερευνητών που έχουν αντιληφθεί τι πραγματικά ήταν ο Ρομαντισμός. Και η αλήθεια είναι πως η κατανόηση ενός ρομαντικού στοχαστή καθίσταται από δύσκολη έως αδύνατη στην περίπτωση που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς το ρομαντικό πεδίο. 

Γνώμη μου είναι ότι η περίπτωση του Δραγούμη διαθέτει μια μοναδικότητα, ιδιότροπη βέβαια και με ριψοκίνδυνες ισορροπίες όπως καθετί ρομαντικό, στην οποία όμως μπορεί να ανιχνευθεί η προσωπική του πρόταση στο πνευματικό γίγνεσθαι της νεότερης Ελλάδος. Μέσω των φιλοσοφικών του αναζητήσεων ο Ίων Δραγούμης εισήλθε κατά την διάρκεια της ζωής του σε έναν πνευματικό αγώνα ο οποίος εκδηλώθηκε σε δυο πεδία. Σε εκείνο της ιδεολογίας και σε αυτό της απόπειρας να ερμηνεύσει τον προσωπικό του ρόλο στα πράγματα και την ιστορία. 


 Στο πεδίο της ιδεολογίας ο Έλληνας στοχαστής προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους, τον οικουμενιστικό ανθρωπισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό. Από την μια ένοιωθε ότι ήταν ένας άνθρωπος που υιοθετούσε την εποπτική θέαση ενός οικουμενικού πνεύματος και από την άλλη αντιλαμβανόταν ότι ο στοχαστικός του προσανατολισμός ήταν προδιαγεγραμμένος από την εθνική του καταγωγή. Στα κείμενα του Δραγούμη αυτή η αντίθεση επανέρχεται συνεχώς και με ισχυρή ένταση. Η ισορροπία που επιχειρεί να επιτύχει τον κάνει να μοιάζει με πνευματικό σχοινοβάτη, που ενώ επιθυμεί να διαλεχθεί με την ιδέα της οικουμενικότητας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κύτταρο ενός συγκεκριμένου συλλογικού οργανισμού όπως είναι το έθνος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραφε σε ένα χωρίο που παραπέμπει στην πολιτική σκέψη του Έντμουντ Μπέρκ «μεσ’ στην πατρίδα ταξιδεύω δουλευτής, μεσ’ στην πατρίδα θυμούμαι περασμένα, τωρινά κι ερχόμενα και πρέπει να είμαι δεσμός των παλαιών με τα μελλούμενα[1]», καθώς επίσης και σε μια δήλωση της οργανιστικής πολιτικής του αντίληψης υποστήριξε «εγώ δεν είμαι άτομο, μα πρέπει το άτομό μου να το καταλάβω για να νοιώσω πως δεν είμαι άτομο. Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά στο Γένος[2]». Από την άλλη, όμως, ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί πως ο πνευματικός άνθρωπος είναι «πάντα ξένος, ερημοσπίτης, δίχως σταθμό και δίχως λιμάνι κανένα ποτέ[3]» και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να «περπατεί στο δρόμο που η μοίρα του προόρισε. Βλέπει σα σε ζωγραφιά, και τη δική του ζωή και των άλλων ανθρώπων και τις ζωές ανθρώπων άλλων καιρών και την ιστορία όλη των ανθρώπων. Και μέσα σ’ αυτή την κοντή προοπτική, που ανοίγει τόσο μεγάλον ορίζοντα, σβήνουν και χάνονται οι ψιλοκοπιές της καθημερινής τους ζωής κι απομένουν μόνον εκείνα που χαράζονται άθελα στην ψυχή του, τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που αιώνια θα μείνουν ανάλλαχτα[4]». 

 Όλα δείχνουν να ρέουν, λοιπόν, στο φιλοσοφικό σύμπαν του Ίωνα Δραγούμη. Όλα εκτός από κάτι που παρέμεινε μέχρι το τέλος σταθερό. Κι αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από την αντίθεση στον φιλελευθερισμό και στον υλισμό του Διαφωτισμού, που προσωποποιήθηκε στην σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μια αντίθεση που προέκυψε ως συνέπεια της αναλλοίωτης και διαχρονικής υιοθέτησης από την μεριά του Δραγούμη αξιών και θέσεων της πολιτικής παραδοσιοκρατίας. 

 Αναφερόμενος στην έννοια της πολιτικής παραδοσιοκρατίας οφείλω να διευκρινίσω ότι πρόκειται για μια τάση του Ρομαντισμού, η οποία προκρίνει την θέση ότι κάποιες πολιτικές ιδέες, αξίες και συμπεριφορές που υιοθετούνταν πριν την Γαλλική Επανάσταση και τη νεωτερική εποχή δεν θα πρέπει να παραμεληθούν ασυζητητί προς χάριν της αφηρημένης έννοιας που οι οπαδοί του φιλελευθερισμού αποκαλούν «πρόοδο». Ωστόσο, ως απόρροια του Ρομαντισμού, η παραδοσιοκρατία δεν ταυτίζεται με την «συντηρητική» εμμονή σε παλαιούς τύπους και παραδόσεις. Αντιθέτως, βασιζόμενη στην αντίληψη ότι εντός της παράδοσης ανιχνεύεται η ουσία της ψυχής ενός έθνους (πράγμα που ο νεωτερικός φιλελευθερισμός του Διαφωτισμού αποσιωπεί συστηματικά) στρέφεται προς το παρελθόν, όχι όμως για να μείνει σε μια ανακύκλωση παλαιών στερεοτύπων μα προκειμένου να επαναφέρει την ουσία της συλλογικής εθνικής ψυχής στο ιστορικό προσκήνιο, ακόμη και μέσω νέων πολιτισμικών σχημάτων. 

 Ο Ίωνας Δραγούμης υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες εκφραστές του νεοελληνικού πνεύματος. Στοχαστής και ταυτόχρονα μαχητής, οργάνωσε ομάδες ανταρτών, αρθρογράφησε, αγωνίστηκε, πολιτεύτηκε, εξορίστηκε για να καταστεί τελικά ένας από τους πρωταγωνιστές του ελληνικού βίου των πρώτων δυο δεκαετιών του 20ου αιώνα. Γοητευτικός και δυσνόητος, εθνικιστής και άναρχος, φιλόσοφος, πολιτικός και λογοτέχνης, μπορεί να ακροβάτησε στο μεταίχμιο διαφορετικών πνευματικών πεδίων, παρέμεινε όμως μέχρι το τέλος ρομαντικός. Πράγμα που τελικά του στοίχισε την ζωή, καθώς δολοφονήθηκε από τάγμα εφόδου της αστικοφιλελεύθερης καπιταλιστικής δεξιάς την 31η Ιουλίου του 1920. 

 Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη ήταν μια πράξη, που πέρα από το φρικτό της περιεχόμενο, απέκτησε και ιδιαίτερη συμβολική αξία. Και τούτο γιατί κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει διαχρονικά η ελλαδική καπιταλιστική δεξιά την ιδεολογία του εθνικισμού στην χώρα μας. Στο νου των ιθυνόντων της εγχώριας δεξιάς η στρατηγική της εξόντωσης του ελληνικού εθνικισμού αποδεικνύεται διαχρονικά σαγηνευτική. 

 Στην περίπτωση της δολοφονίας του Δραγούμη η ιστορική έρευνα φαίνεται πως προσανατολίζεται προς το συμπέρασμα ότι ο εμπνευστής της ήταν μάλλον ο παλαιός, ισχυρός, φιλελεύθερος πολιτικός Εμμανουήλ Μπενάκης. Ίσως να έχει σημασιολογικό ενδιαφέρον το ότι πολλά χρόνια αργότερα, μια συγγενής του εν λόγω πολιτικού, εκλεγμένη σε βουλευτικό αξίωμα από το φιλελεύθερο κόμμα της χώρας, υποδέχτηκε τον πρόεδρο της δημοκρατίας με την αινιγματική δήλωση -που τελικά επαληθεύτηκε- ότι κατά την διάρκεια της θητείας του μέρος της εθνικής ανεξαρτησίας θα απολεσθεί….

ολόκληρο το κείμενο εδώ:

Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων

 
Ίων Δραγούμης


«Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων.

Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα.

Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι – δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια – πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.».

«…Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων Ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους καττά κάποιαν αφαίρεση. Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθείαν συνέχεια της αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει.

Όλα είχαν φτωχύνει τόσο μέσα στη ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή.Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος. Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες.

Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα. Φτάνει να λέγονταν κάτι “δήμος” και ήταν αμέσως ελληνικό, “σύνταγμα” και ήταν καλό, “βουλευτής” και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.»