Σελίδες

ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ



τοῦ Ἴωνος Δραγούμη

Πολλοὶ νομίζουν πὼς μὲ τὸ νὰ ἀπευθύνονται στὸ λαὸ μποροῦν νὰ φέρουν τὴ νεοελληνικὴ ἄνθιση. Ὁ λαὸς ὅμως δὲ φωτίζεται μὲ μοναχικὲς ἐνέργειες μερικῶν ἀτόμων ὅσο φωτεινὰ καὶ νὰ εἶναι, χρειάζεται μιὰ ἀριστοκρατία ὁλόκληρη γιὰ νὰ ἐπηρεαστεῖ ὁ λαός. Ὄχι ἀπὸ κάτω παρὰ ἀπὸ πάνω θ’ ἀρχίσει ὁ ξαναγεννημός. Ἄς φωτιστοῦν οἱ μορφωμένοι, ἄς λουστοῦν στὰ φεγγερὰ καὶ διάφανα νερὰ τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, ἄς συνταραχτοῦν καὶ ἄς θελήσουν κάτι, καὶ ὁ λαὸς θὰ τοὺς ἀκολουθήσει ἔπειτα.

Δὲν ἐνδιαφέρει ἄν θὰ εἶναι στολισμένοι μὲ τίτλους, μὲ γαλόνια ἤ μὲ γνωστὰ ὀνόματα, δὲν ἐνδιαφέρει ἄν θὰ εἶναι πλούσιοι ἤ φτωχοὶ, οὔτε ἄν θὰ ξέρουν πολλὰ ἤ λίγα γράμματα, μὰ πρέπει δίχως ἄλλο νὰ εἶναι εὐγενικοὶ στὴ σκέψη καὶ στὴν πράξη. Μπορεῖ νὰ ξέρουν πολλὲς γλῶσσες ξένες ἤ καὶ νὰ μὴν ξέρουν παρὰ τὴν ἑλληνική, μὰ ἡ γλῶσσα ποὺ θὰ ξέρουν -γιατὶ θὰ μιλοῦν ἀναγκαστικὰ μιὰ γλῶσσα ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι- ἀπαραίτητο νὰ εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς τους τῆς σύγχρονης. Καὶ τὴν ἴδια γλῶσσα θὰ τὴ μιλοῦν καὶ θὰ τὴ γράφουν. Μπορεῖ νὰ ἔχουν γνωριστεῖ μὲ ξένες συνήθειες καὶ φιλολογίες καὶ πολιτισμοὺς ἤ νὰ μὴν ἔχουν εἴδηση ἀπὸ δαῦτες, ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ θὰ γνωρίζουν τέλεια θὰ εἶναι οἱ συνήθειες τοῦ τόπου τους, ἡ φιλολογία καὶ ὁ πολιτισμὸς ποὺ μεταμόρφωσε τοὺς ἀνθρώπους τῆς πατρίδας τους καὶ τοὺς ἔπλασε τέτοιους ποὺ σήμερα εἶναι. Καὶ θὰ περηφανεύονται γι’ αὐτὰ, καὶ αὐτὸ ἀκόμα θὰ γίνει. Μπορεῖ νὰ ἔχουν μελετημένες τὶς ἐπιστῆμες εἴτε σὲ ξένα μέρη εἴτε στὸ σπίτι τους, ἤ καὶ νὰ μὴν ἔχουν καμιὰ μάθηση συστηματικὰ καὶ ἀπὸ βιβλία -οἱ ἐπιστῆμες δὲ δημιουργοῦν πολιτισμοὺς- ἀλλὰ δὲ θὰ εἶναι ἄνθρωποι ἄν δὲν ἔχουν προσέξει καὶ σπουδάσει βαθειὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους τὶς ρίζες ψάχνοντας θὰ τὶς βροῦν μέσα στὸ ἔθνος τους. Προπάντων θὰ εἶναι γνήσιοι καὶ ξάστεροι καὶ καθάριοι, ὄχι παρδαλοὶ καὶ μπογιατισμένοι καὶ ψεύτικοι, ἐσωτερικοὶ καὶ ὄχι ἐξωτερικοί, βαθιοὶ στὴ σκέψη καὶ ὄχι ρηχοί, καλοστεκούμενοι καὶ καλοκαθισμένοι καὶ ὄχι παραπατώντας, παραδέρνοντας καὶ ἑτοιμόρροποι, αὐτόφωτοι καὶ ὄχι ἑτερόφωτοι. Καὶ οἱ πράξεις τους, ποὺ θὰ εἶναι σύμφωνες μὲ τὸν ἑαυτό τους, θὰ δείχνουν αὐτοπεποίθηση, αὐτογνωσία, αὐτοβουλία. Καὶ δὲ θὰ φοβοῦνται τίποτα, οὔτε τὴν κοινὴ γνώμη, ποὺ εἶναι ὁ τρομερότερος δράκος. Καὶ δὲ θὰ συλλογίζονται τὸ θάνατό τους, ἀγκαλὰ μπορεῖ βέβαια νὰ συλλογίζονται καὶ συχνὰ μάλιστα τὸ θάνατο. Καὶ θὰ εἶναι ἀπρόσωποι, γιατὶ θὰ ξέρουν πὼς δὲν ἀξίζει ὁ ἑαυτὸς μας παρὰ σὰν ὄργανο γιὰ νὰ μαθαίνουμε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε, ἀλλοιῶς τὶ τὸν θέλουμε; Θὰ προσπαθοῦν νὰ γίνονται καλλίτεροι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ὄχι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ ἐγώ τους παρὰ ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ κάμουν τὸ ὄργανο τῆς μάθησης καὶ τῆς πράξης πιὸ τέλειο. Ὄχι ἐγωλατρεία, μὰ καλλιέργεια τοῦ ἑαυτοῦ τους ἐπίμονη. Καὶ δὲ θὰ ξιπάζονται ἀπὸ τὰ ξένα, ἀπὸ τὰ περασμένα καὶ ἀπὸ τὰ παράξενα. Θὰ τὰ προσέχουν καὶ θὰ τὰ ζυγίζουν. Θὰ εἶναι ξυπνητοί, πλημμυρισμένοι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὴ φύση, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι ξεροὶ καὶ κρυσταλλωμένοι.

Σὰν οἱ τελευταῖοι ἀντιπρόσωποι μιᾶς περασμένης ἐποχῆς καὶ οἱ πρῶτοι μιᾶς ἐρχόμενης, θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ καμωμένοι, οἱ μεστωμένοι, καὶ ποὺ ὥς τόσο ὁλοένα γίνονται. Καλοριζωμένοι ἀπάνω στὰ περασμένα, θὰ εἶναι φορτωμένοι ἀπὸ μελλούμενα καὶ ὥριμοι νὰ τὰ δημιουργήσουν. Γνωρισμένοι μὲ τὰ παλιὰ καὶ σέβοντάς τα μὲ φώτιση, θὰ ἔχουν τὴ θεία χάρη νὰ προβαίνουν, στοχαστικὰ μὰ καὶ σταθερά, στὰ καινούργια. Δὲ θὰ εἶναι μόνο σῶμα οὔτε μόνο ψυχή, δὲ θὰ ἔχουν μόνο κεφάλι οὔτε μόνο χέρια ἤ σκέλια, παρὰ θὰ εἶναι πλέριοι καὶ ἀκεριοι, μὲ ζωντανὲς ὅλες τους τὶς λειτουργίες. Εἰδικοὶ δὲ θὰ εἶναι, παρὰ γενικοί, ὑδροκέφαλοι μήτε, ὑπερτροφικὰ ἤ ἀτροφικὰ μέλη δὲ θὰ ἔχουν, μόνο σύμμετρα. Οἱ νέοι διονυσιακοὶ καὶ ἀπολλώνιοι, οἱ γέροι ὀλύμπιοι, οἱ γυναῖκες ἐρωμένες καὶ μητέρες καὶ ἀδελφές, τῶν ἀντρῶν τόνωση καὶ ὄχι ἀδυνάτισμα, καὶ τὰ παιδιὰ θεότρελλα καὶ γερὰ καὶ χαριτωμένα προμηνύματα τοῦ ξετελειωμένου ἀνθρώπου, ἐλπίδα ἀνώτερου ἀνθρωπισμοῦ.

Ὅλοι θὰ ζοῦν, θὰ κουνιοῦνται δηλαδὴ καὶ θὰ στοχάζονται, θὰ ὀνειρεύονται καὶ θὰ φαντάζονται, θὰ βλέπουν, θὰ προσέχουν καὶ θὰ ποθοῦν, καὶ θὰ θέλουν, καὶ θὰ κάνουν. Καὶ ὅταν ἡ ὡραία ἥβη θὰ σκάει, μιὰ ψυχοστασιὰ θὰ παίρνει τὸ νέον ἄνθρωπο, μελαγχολικὴ καὶ σταχτιὰ καὶ μουσικὴ καὶ πλούσια, σὰ νὰ προβλέπει δειλὰ δειλὰ ἤ νὰ προαισθάνεται μιὰν ἄνοιξη -κατάσταση φουσκοδεντριᾶς, ἀπαντοχῆς καὶ ἐλπίδας, καὶ ὁρμῆς ὅμως, βαθειὰ κρυμμένης μέσα στὰ σωθικά, ποὺ εἶναι νὰ φανερωθεῖ σιγοβράζοντας καὶ δυναμόνοντας μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Ἀόριστα καὶ ἀξεδιάλυτα καὶ σκλαβωμένα ὅλα μέσα στὸ βάθος τὸ ἀμέτρητο, καὶ γι’ αὐτὸ πιὸ μουσικὰ καὶ ποιητικὰ καὶ πολυσύνθετα καὶ μπλεγμένα, θὰ εἶναι βαρειὰ ἀπὸ μέλλον.

Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τώρα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ φυλὴ ἐποχὴ γεμάτη χυμοὺς καὶ δύναμη κρυμμένη, σὰν ἄνοιξη, γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς οἱ δημιουργικοί -ἡ ἀριστοκρατία τοῦ ἔθνους- εἶναι τὴν ὥρα τοὺτη πολύτροποι καὶ πολυτεχνίτες, δοκιμάζουν μέ κάθε τρόπο, νὰ ἐκφραστοῦν, νὰ φανερώσουν τὸν ὀργασμὸ ποὺ βράζει μέσα τους. Καὶ θὰ τὸν ἐκφράσουν! Βάλθηκαν νὰ ἐκφράσουν τὴ νέαν ἑλληνικὴ ψυχή, τὴν καθαρισμένη ἀπ’ ὅλες τὶς σκουριές, μὲ ὅλα τὰ μέσα, μὲ μουσική, μὲ ποίηση, πεζὸ λόγο, ἀρχιτεκτονική, χοροὺς, κεντήματα, ἀγῶνες, γυμναστική, πολέμους, ἡρωισμούς. Σὰν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς μεγάλους τοῦ ξαναγεννημοῦ στὴ Δύση ἔχει ὁ καθένας τους συχνὰ πολλὲς μαζὺ ἀξιοσύνες, καὶ βλέπεις ἔξαφνα μαθηματικοὺς ποὺ ἐναρμονίζουν τὴ βυζαντινὴ μουσική, γιατροὺς ποὺ ἀνοίγουν τὰ μάτια τῶν εἰδικῶν στὰ παιδαγωγικὰ ἤ στὴν τοπικὴ αὐτοδιοίκηση, δικηγόρους ποὺ κάνουν ποιήματα, ἐμπόρους καὶ πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ποὺ εἶναι τεχνίτες τοῦ λόγου, ἀρχιτέκτονες ποὺ ζωγραφίζουν καὶ μελετοῦν τὰ βυζαντινὰ πρότυπα, μουσικοὺς ποὺ εἶναι ποιητές, λογογράφους ποὺ εἶναι καὶ ζωγράφοι, ζωγράφους ποὺ εἶναι γλύπτες, καθηγητὲς πού, δίχως νὰ ξέρουν καλὰ γιὰ ποιὸ λόγο, περιμαζεύουν δημοτικὰ τραγούδια, λαϊκὲς λέξεις, φράσες, παραμύθια, παροιμίες, παιδαγωγοὺς ποὺ εἶναι φιλόσοφοι, ποιητὲς ποὺ εἶναι τεχνοκρίτες, λογογράφους ἀποστόλους τοῦ ξαναγεννημοῦ, λάτρες τῆς φύσης καὶ πολιτικοὺς μαζύ, παπάδες ποὺ στοχάζονται καὶ ἐνεργοῦν. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἕνας ἕνας ξεπροβάλλουν δειλὰ δειλὰ καὶ ἀναπάντεχα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς τοῦ ἔθνους, σὰ σημάδια καὶ προμηνύματα μιᾶς γενικῆς ἄνθισης, αὐτοὶ ποὺ σχεδὸν δὲ γνωρίζονται ἀναμεταξὺ τους καὶ φυσικὰ λοιπὸν οὔτε συνεργάζονται συνειδητὰ εἶναι λάτρεις τῆς δημοτικῆς παράδοσης, ποὺ τὴν ἀνακάλυψαν καὶ τὴν ξεσκέπασαν ὁ καθένας χωριστὰ σκαλίζοντας στὰ ἀγνώριστα βάθια τῆς ψυχῆς τους.

Αὐτοὶ εἶναι οἱ πρόδρομοι τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἡ ἀριστοκρατία ποὺ θὰ νικήσει τὴν ξεπεσμένη τώρα τάξη τῶν μισογραμματισμένων ποὺ ὥς τώρα κυριαρχοῦσε καὶ θὰ πάρει τὴ θέση της. Καὶ αὐτοὶ θὰ διαφεντέψουν τὸ ἔθνος καὶ στὴ σκέψη καὶ στὴν πράξη καὶ θὰ διδάξουν τὶς ἐρχόμενες γενεές. Ἀπ’ αὐτοὺς θὰ βγοῦν οἱ νέοι δάσκαλοι καὶ τὰ νέα σκολεία.

Ὁ δημοτικισμὸς εἶναι γιὰ τοὺς Ἕλληνες ζήτημα ἀνθρώπινο. Ὁ ἄνθρωπος διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα μὲ τὸ νὰ ἔχει λόγο, καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνθρώπινο πρᾶμα ἀπὸ τὴν ὅσο γίνεται πιὸ ἐλεύτερη ἔκφραση τοῦ λόγου. Οἱ δάσκαλοι κυτάζουν νὰ βάλουν ἐμπόδια στὸ λόγο. Νὰ τσακιστοῦν! Δὲν ὑπάρχει ζήτημα ποὺ νὰ ἐνδιαφέρει τὸν ἄνθρωπο πιότερο ἀπὸ τὸ ζήτημα τοῦ λόγου, καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες αὐτὸ εἶναι τὸ ζήτημα τοῦ δημοτικισμοῦ. Πολλοὶ δημοτικιστὲς μὲ τὸ νὰ ἔτυχε νὰ εἶναι καὶ θετικιστές, καὶ ἄλλοι σοσιαλιστές, νόμισαν πὼς δημοτικισμὸς θὰ πεῖ θετικισμός, καὶ ἄλλοι σοσιαλισμός, ἐνῶ δημοτικισμὸς θὰ πεῖ κάτι πολὺ πλατύτερο, βαθύτερο καὶ πλουσιότερο.

Αὐτοὶ εἶναι οἱ πρόδρομοι. Ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωριστοῦν ἀναμεταξύ τους, νὰ τὸ νοιώσουν πὼς συγγενεύουν, νὰ λάβουν συνείδηση πὼς κάνουν ὁ καθένας στὸ εἶδος του καὶ μὲ διάφορες μορφὲς τὸ ἴδιο πρᾶμα, πὼς ἡ ἴδια πνοὴ τοὺς πῆρε καὶ τοὺς ὁδηγεῖ πρὸς τὴ δημιουργία τοῦ νέου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, καὶ τότε θὰ συνεργαστοῦν γιὰ νὰ βάλουν σὲ δρόμο τὸ μεγάλο ἔργο. Θὰ ἔρθει καὶ αὐτό.

Αὐτὴ ἡ νέα εὐγένεια τοῦ ἔθνους θὰ εἶναι ἀλύγιστη στὴ θέληση καὶ πολὺ διαφορετικὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες καὶ στὴ σκέψη καὶ στὴν αἴσθηση. Νέα αἰσθητικὴ θὰ τὴ φωτίζει καὶ θὰ τὴν ἐνθουσιάζει, γιατὶ θὰ εἶναι κοντήτερα στὴ φύση καὶ μακρήτερα ἀπὸ κάθε δογματισμό. Καὶ θὰ κάνει πάντα ἀπερίμεντα ἔργα, δηλαδὴ τέτοια ποὺ ἡ σήμερα κυρίαρχη τάξη τῶν μισογραμματισμένων δὲ θὰ τὰ περιμένει ἤ θὰ τὰ περιμένει ἀλλοιώτικα, σύμφωνα μὲ τὴν κοινὴ δική της προστυχιά. Καὶ θὰ τὸ ξέρουν οἱ νέοι ἀριστοκράτες πὼς δὲν ἔχει νὰ φοβηθοῦν ἀπὸ τὴν κατακραυγὴ τῶν πολλῶν ἤ τὴν καταφρόνια τους, οὔτε νὰ φύγουν σὲ τόπους ξένους γιὰ νὰ ἀνθίσουν δυνατοὶ ὥστε νὰ νοιώθουν πὼς δὲν ἀξίζει τόσο ἡ φήμη ποὺ θὰ μποροῦσαν ἴσως στὴν ἐποχὴ μας νὰ ἀποχτήσουν ἐκεῖ πέρα -γιατὶ ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς στὴ Δύση βρίσκεται σὲ ξεπεσμὸ καὶ τίποτε δὲν μποροῦν οἱ ἄνθρωποί του νὰ δημιουργήσουν πιὰ παρὰ ἐπιστῆμες καὶ μόνο- ὅσο ἡ δημιουργία ποῦ κάνουνε μένοντας στὸν τόπο τους, ὅπου κάμποσα σημάδια δείχνουν πὼς γεννιέται ἕνας νέος πολιτισμὸς καὶ ὅπου θὰ λάβουν τὴ χαρὰ τὴ μεγάλη νὰ λογαριαστοῦν σ’ αὐτὸν μέσα, ἔστω καὶ πρόδρομοι.

Πηγή: Ἴωνος Δραγούμη, Ἑλληνικὸς Πολιτισμός, σ. 96-102, ἐκδόσεις Φιλόμυθος, Ἀθήνα, 1993

https://ellinikosblog.wordpress.com/2018/07/31/%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%ba%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%b1/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου