Σελίδες


Ο νόθος ‘’αυτοπροσδιορισμός’’ Αν ο αυτοπροσδιορισμός είναι «αναφαίρετο ανθρώπινο και μειονοτικό δικαίωμα», τότε προς τι η συμμετοχή της Ελλάδας σε μια διαδικασία για τον καθορισμό του ονόματος-ταυτότητας των γειτόνων; Και προς τί η συμφωνία των Πρεσπών; Πώς μπορεί να θεωρείται αυτοπροσδιορισμός μια «συμφωνία» που δεν έχει τη συγκατάθεση των ίδιων των λαών; Γιατί δεν συμμετείχαν και τ’ άλλα κοινοβούλια της Βαλκανικής που έχουν σχέση με τον ονοματολογικό και εθνολογικό προσδιορισμό των γειτόνων; Προφανώς η ελληνική κυβέρνηση καλέστηκε για να συναποφασίσει με βάσει την παγκόσμια αναγνώριση ότι η Ελλάδα είναι ο ιστορικός κληρονόμος-δικαιούχος των συμφραζόμενων της έννοιας «Μακεδονία», αλλά και γιατί βρέθηκε η κατάλληλη κυβερνητική ομάδα για να ικανοποιήσει τα Διευθυντήρια της Δύσης. Υπό το πρίσμα των ιμπεριαλιστικών πιέσεων θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να αποποιηθεί τη συμμετοχή της σε μια δοτή διαδικασία ‘’αυτοπροσδιορισμού’’, υποδεικνύοντας μια πιο δημοκρατική εσωτερικά διαδικασία (δημοψήφισμα) και πιο επιστημονική (ιστορικών, εθνολόγων, βαλκανιολόγων κλπ) εξωτερικά, όπως, πχ, μια διεθνή διάσκεψη στα πλαίσια της UNESCO-ΟΗΕ. Ταυτόχρονα μπορούσε να υποστηρίξει στα διεθνή φόρα ένα ‘’όνομα’’ πιο συνθετικό για τη βαλκανική πραγματικότητα και πιο ορθολογικό ως προς τη γεωγραφία, την πολιτική και τον πολιτισμό, για τη γείτονα, όπως αυτήν που επεξεργάστηκε ο Μ. Χαραλαμπίδης(5) και υιοθετείται σήμερα από πολλούς διανοούμενους, πολιτικούς και κληρικούς: Δημοκρατία της Κεντρικής Βαλκανικής. Παράλληλα θα μπορούσε να προωθήσει σε διμερές επίπεδο, μια αντιμπεριαλιστική στρατηγική με ιστορικές αναφορές (πχ στο Ρήγα), στοχεύοντας στην πολιτισμική και πολιτική ενοποίηση του ελληνικού και του γειτονικού κράτους(6). Υπάρχει μια αλήθεια που καθορίζει τη μακεδονικότητα. Ότι αυτή συνιστά ιστορικά μια ενιαία πολιτικά και πολιτισμικά κίνηση με τον ελληνισμό. Η μόνη στιγμή διάκρισης μπορεί να θεωρηθεί η προ-Χαιρώνεια περίοδος (338πΧ), αλλά και τότε αποτελούσε τμήμα του ελληνόφωνου κόσμου των αυτόνομων πόλεων-κρατών. Αν οι γείτονες είναι γηγενείς Μακεδόνες που εκσλαβίστηκαν(7) ή είναι Σλάβοι που θέλουν να συνδεθούν με την «υψηλή παράδοση», τότε θα πρέπει να υιοθετήσουν την μακεδονοποίησή τους, που μπορεί πρωτίστως να διακριθεί γλωσσικά. Δεν μπορεί να βαυκαλίζεσαι ότι είσαι απόγονος των Μακεδόνων, του Μεγαλέξανδρου, του Αριστοτέλη και να μην ανα-γνωρίζεις τη γλώσσα τους. Και επειδή η διαδικασία μακεδονοποίησης δεν είναι παρά μια διαδικασία ελληνοποίησης, επόμενα και το πολιτικό ζήτημα μπορεί να λυθεί μόνο σε συνάρτηση με το ελληνικό κράτος, είτε με μια λογική ένωσης, όπως παλιότερα τα Ιόνια, η Κρήτη ή τα Δωδεκάνησα, είτε με μια λογική ομοσπονδοποίησης, όπου θα διατηρηθούν τα επιμέρους τοπικά εθνικά χαρακτηριστικά της σλαβικότητας ή της αλβανικότητας (βλ. πολιτικό σχέδιο του Ρήγα), είτε με μια λογική κυπροποίησης, δηλαδή, ανεξάρτητου κράτους εντός του πολιτισμικού πλαισίου του ελληνισμού. Ένα παράδειγμα ελληνοποίησης είναι η εμπειρία των βλάχικων βαλκανικών κοινοτήτων (Αρωμούνων), πριν βέβαια η εμπειρία τους εκφυλιστεί από τις εθνικιστικές μισαλλοδοξίες που ανέδειξαν οι παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων μετά τον κριμαϊκό πόλεμο (1854). Στις αρχές του 18ου αιώνα οι Βλάχοι θα διακρίνουν στην ελληνική γλώσσα και όχι στη μητρική τους το όχημα της εθνικοποίησης-εκσυγχρονισμού τους. Στο κατ’ εξοχήν αστικό τους κέντρο, τη Μοσχόπολη (σημ. Αλβανία), δημιουργήθηκε, το 1716, με δαπάνη απόδημων Μοσχοπολιτών, το «Ελληνικόν Φροντιστήριον», που το 1745 μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία». Το πρώτο κοσμικό Σχολείο στα Βαλκάνια αποδεικνύει ότι η τότε εγγράμματη τάξη, ως συνέπεια των οικονομικών μετασχηματισμών (αστικοποίηση, βιοτεχνία, εμπόριο μεγάλων αποστάσεων) και πριν την εμφάνιση του νεοκλασικισμού και φιλελληνισμού, έδωσε μια πληρέστερη δυναμική ελληνοπρέπειας απ’ ό,τι οι Δυτικοί, αφού ενσωμάτωνε και το βασικότερο εργαλείο συνάρθρωσης με την ελληνική αρχαιότητα- Βυζάντιο: την ελληνική γλώσσα. Κατά κάποιον τρόπο το «Φροντιστήριο-Ακαδημία» της Μοσχόπολης θα μπορούσε ν’ αποτελέσει πρότυπο μακεδονοποίησης της εθνικής ταυτότητας των αλβανόφωνων και σλαβόφωνων της Γείτονος και εφόσον θα ήθελαν να είναι συνδιαχειριστές της «υψηλής παράδοσης», όπως αυτή σηματοδοτείται από τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, το Βυζάντιο και την Επανάσταση του 1821. Η «Μακεδονία» στα πλαίσια των αναθεωρήσεων του καπιταλιμπεριαλισμού Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή, της παγκόσμιας κυριαρχίας του Δυτικού καπιταλιμπεριαλισμού, έγινε μια μεγάλη μεταβολή στην ουσία των οικονομιών της αγοράς: μετατοπίστηκε και μεταποιήθηκε το νόημα της διαδικασίας της υλικής παραγωγής, τόσο γεωγραφικά (ανατολικά προς την Κίνα και τις Ινδίες) όσο και σε σχέση με τον κώδικα της παραγωγής, τα σημεία. Ως προς το δεύτερο, ο έλεγχος των παραγωγικών μηχανισμών μετατοπίζεται στην κατανάλωση, στη διαμόρφωση του πολιτισμικού μοντέλου. Από το χρήμα και το εργοστάσιο ο ιμπεριαλισμός μεταβαίνει στο νόημα, στη διαμόρφωση καταψυγμένων εθνικών ιδεολογιών, με υπόστρωμα εθνοποιητικά στοιχεία ορισμένων κυρίαρχων εθνών του Δυτικού κόσμου, που συνήθως περιλαμβάνουν την εκμάθηση μιας γλώσσας της Δυτικής Ευρώπης, καταναλωτικά πρότυπα και πολιτιστικούς θεσμούς (ολιγοεθνισμός). Δηλαδή, οι ταυτότητες εξαρτώνται από τις ιμπεριαλιστικές σχέσεις. Ο ολιγοεθνισμός είναι η μορφή διεμβόλισης και επανελέγχου του κόσμου από τα ισχυρά έθνη-κράτη της Δύσης, ενώ ο πολυεθνισμός θεωρείται, μετά και την εμπειρία των μεταπολεμικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, επικίνδυνη επιλογή. Η «σύγκρουση των πολιτισμών»(8), δηλώνει ευθαρσώς ότι η έγνοια της Δύσης, μετατοπίστηκε στο τελείωμα της ιστορίας και των πολιτισμών. Τα έθνη και οι πολιτισμοί θεωρούνται καθυστερημένες οντότητες, που δεν διευκολύνουν την ανάπτυξη των πολιτικών δικαιωμάτων και την πλήρη αξιοποίηση των ικανοτήτων τους, γιατί παγιδευμένοι στις παραδόσεις τους δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το δρομολόγιο της Δύσης. Οι γλώσσες και οι θρησκείες, ως θεμελιώδεις μηχανισμοί σφυρηλάτησης αντιμπεριαλιστικού πνεύματος, είναι στο στόχαστρο. Η Γαλλία έχει εξαπολύσει ένα γλωσσικό ιμπεριαλισμό στις υποσαχάριες χώρες, μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Γαλλομάθειας. Η Αγγλία ανασυσταίνει τους παλαιούς αποικιοκρατικούς θεσμούς της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Η Γερμανία ανασυγκροτεί το επόμενο της Ράιχ, με φιλοδοξίες στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο. Ακόμη και η Τουρκία, φιλοδοξώντας να μπει στο παιχνίδι του ολιγοεθνισμού, σχεδιάζει μια αυτοκρατορική Τουρκία. Στα Βαλκάνια, μια ισχυρή γλωσσική και πολιτισμική παράδοση (εναλλακτική ως προς την ουσία του δυτικού πολιτισμού), ο ελληνισμός, αποελληνοποιείται και ακρωτηριάζεται συνεχώς. Όσο πιο αδύναμοι είναι πολιτιστικά οι κοινωνικοί σχηματισμοί τόσο ευκολότερα ενσωματώνονται στους φιλόδοξους ιμπεριαλισμούς. Από την άλλη, πολλοί Αριστεροί αδυνατούν να παρακολουθήσουν τα γεωπολιτισμικά παιχνίδια, γιατί έμαθαν να οργανώνουν τη σκέψη τους μόνο γύρω από τους «μισθούς των εργαζομένων». Η παραγωγή καθορίζεται πλέον από το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο στις χαμηλές βαθμίδες παράγει απλώς καταναλωτές που μαθαίνουν τις νέες χρήσεις των προϊόντων, ενός εδάφους, ενός κλάδου κλπ, ενώ στις ανώτερες βαθμίδες διαμορφώνει τους επεξεργαστές των αξιών χρήσης. Αυτοί, αποεδαφοποιούν και αποϊστορικοποιούν τα σημεία-μύθους, αλέθοντάς τα όλα στο μύλο της κατανάλωσής τους και τελικά εκφυλίζοντάς τα, όπως, εκφυλίζουν, πχ, τον Άγιο Βασίλειο μ’ ένα άλλο σημείο: το Santa Claus. Ολόκληρη η πραγματικότητα του Αϊ Βασίλη, ιστορική και μυθική, γίνεται τόπος μιας σημειολογικής χειραγώγησης και μιας ολιστικής προσομοίωσης του Santa Claus από τη Φιλανδία. Έτσι, τα παιδιά στην Ελλάδα δεν αντιλαμβάνονται τον Αϊ Βασίλη με το ιστορικό του υπόστρωμα, του επισκόπου Καππαδοκίας της Μικρασίας, αλλά τον προσομοιωτικό της Coca Cola. Και σ’ αυτό συμβάλλει τόσο ο αμερικάνικος κινηματογράφος, που έχει αναλάβει να κάνει το μονοπωλιακό μύθο της Coca Cola μια παγκόσμια θεότητα, δηλαδή, ένα σύστημα συμπεριφορών που ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες της καταναλωτικής επέκτασης, όσο και η εννοιολογική διαστρέβλωση, η οποία επιμένει να μεταφράζει την έννοια-κουλτούρα του Santa Claus μ’ αυτήν του Αϊ Βασίλη. Ανάλογο φαινόμενο εκφυλιστικής προσομοίωσης είναι ο σκοπιανικός μακεδονισμός. Έτσι, αν ο Αϊ Βασίλης επαναδημιουργείται ερχόμενος από τη Φινλανδία, ο Αριστοτέλης, ο Μεγαλέξανδρος και οι Μακεδόνες αποκτούν ένα νέο ιστορικό υπόστρωμα, προερχόμενοι τώρα από τους Σλάβους, κάτι σαν εκείνα τα κεμαλικά κόμπλεξ χαμηλής κουλτούρας, που έλεγαν ότι οι αρχαίοι Έλληνες προέρχονται από τους Τούρκους, ότι ο Όμηρος λεγόταν Ομέρ κλπ. Αυτή βέβαια η προσομοίωση μπορεί να ικανοποιεί και τον κρυφό καημό κάποιων αθηναϊστών(9) για τον «αποκαθαρισμό του ελληνισμού» από προσμίξεις που τον αλλοιώνουν, όπως από τον ενδιάμεσο χρόνο και χώρο ανάμεσα στη Χαιρώνεια (338 πΧ) και το νέο ελληνικό κράτος με κέντρο την Αθήνα (1833)(10). Η «Μακεδονία» λειτουργεί ως ετικέτα που προσδίδει ένα πολιτικό κύρος και δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης σ’ αυτόν που τη διαχειρίζεται, έστω και ψευδεπίγραφα, νομικίστικα. Και η Συμφωνία των Πρεσπών μεταφέρει το κέντρο βάρος της εθνικής ταυτότητας των γειτόνων από μια άβολη σλαβικότητα σε μια καιροσκοπική, ψευδεπίγραφη, αλλά ‘’πιασάρικη’’ διεθνώς μακεδονικότητα. Αποσταθεροποιεί την ιστορική και πολιτική ενότητα-συνέχεια του ελληνισμού και των νομικών και πνευματικών δικαιωμάτων του ελληνικού κράτους στην υψηλή κληρονομιά του κόσμου. Και, τελικά, γκριζάρει την περιοχή εθνολογικά, καθιστώντας την ικανή να τροφοδοτεί έναν αυθάδη-ασυνάρτητο μικροϊμπεριαλισμό, από τη μια και τις απερισκεψίες-καιροσκοπισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, από την άλλη. …στο πνεύμα της Αντιγόνης Οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες είχαν πάντοτε έναν αντίπαλο: το αντιγόνειο πνεύμα, το πάθος των λαών για την κοινωνική συγκρότηση τους με βάση την ιστορική τους μνήμη. το ‘’γαμώτο’’ των ανθρώπων, την αξιοπρέπειά τους. Η Αντιγόνη, η θεά αυτή του πολιτισμού, υπενθύμισε σε όλους τους λαούς ότι όσο θα τιμούν τους νεκρούς τους τόσο η βαρβαρότητα θα είναι ακόμη μια αναποτελεσματική πολιορκητική δύναμη. Υπενθύμισε ότι ο πολιτισμός παράγεται πρώτα απ’ όλα στα μνημόσυνα υπέρ των νεκρών. Ανάμεσα στη Βεργίνα, την Πέλλα και το Δίον, τα κέντρα του μακεδονικού πολιτισμού, θα βρει κανείς τα σύμβολα, τις παρακαταθήκες, τους συνδετικούς κρίκους με τους αρχαίους Μακεδόνες: τους μακεδονικούς τάφους. Τάφοι, παντού τάφοι, που αναμένουν και αυτοί πλέον την επιστροφή της «ψυχής» τους, όπως οι κόρες του Ερεχθείου αναμένουν την «αδελφή» τους από την Αγγλία, η Μήλος την «Αφροδίτη» της από τη Γαλλία, η Βέροια την «κόρη» της από τη Γερμανία… τα συλλαλητήρια όμως έδειξαν ότι οι Έλληνες δεν πιστεύουν άλλο στα δάκρυα… https://geopolitics.iisca.eu/?p=10392

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου