Σελίδες

Για την Ιδέα που διέπει το Ιδεοκρατικό Κράτος

 

Ν.Σ. Τρουμπετσκόυ


Είναι μια από τις θεμελιώδεις θέσεις των Ευρασιατών ότι η σύγχρονη δημοκρατία πρέπει να δώσει τη θέση της στην ιδεοκρατία. Η δημοκρατία προϋποθέτει την επιλογή του κυβερνώντος κλιμακίου ανάλογα με τη δημοτικότητά του σε ορισμένους κύκλους, και οι κύριες μορφές επιλογής είναι η προεκλογική εκστρατεία στην πολιτική και ο ανταγωνισμός στην οικονομία. Η ιδεοκρατία προϋποθέτει την επιλογή του κυβερνητικού κλιμακίου ανάλογα με την πίστη του σε μια ενιαία κοινή κυβερνητική ιδέα. Το δημοκρατικό κράτος δεν έχει δικές του πεποιθήσεις (διότι οι κυβερνήτες του προέρχονται από διάφορα κόμματα) και δεν μπορεί να ηγηθεί του πολιτισμού και της οικονομίας- γι' αυτό προσπαθεί να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο και στα δύο ("ελευθερία του εμπορίου", "ελευθερία του Τύπου", "ελευθερία της τέχνης" κ.λπ.) και αφήνει ανεύθυνους παράγοντες όπως το ιδιωτικό κεφάλαιο και ο Τύπος να κυβερνούν την κοινωνία. Αντίθετα, το ιδεοκρατικό κράτος έχει τις δικές του πεποιθήσεις και τη δική του κυβερνητική ιδέα (φορέας της οποίας είναι το ηγετικό κλιμάκιο που είναι ενωμένο σε μια ενιαία ιδεολογική κρατική οργάνωση) και πρέπει το ίδιο να οργανώνει και να ελέγχει όλες τις πτυχές της ζωής. Δεν μπορεί να επιτρέψει την παρέμβαση οποιουδήποτε ανεύθυνου παράγοντα, τον οποίο δεν ελέγχει (ιδίως το ιδιωτικό κεφάλαιο), στην πολιτική, την οικονομία και τον πολιτισμό- για τον λόγο αυτό το ιδεοκρατικό κράτος είναι εξ ορισμού εν μέρει σοσιαλιστικό. Μπορεί οποιαδήποτε ιδέα να γίνει κυβερνητική και, αν όχι, ποιες απαιτήσεις πρέπει να πληροί η ιδέα ενός πραγματικά ιδεοκρατικού κράτους; Δεν θα βρούμε μια σαφή απάντηση σε αυτό το ερώτημα στην ευρασιατική λογοτεχνία.  Το καθοριστικό χαρακτηριστικό της ιδεοκρατικής επιλογής πρέπει να είναι όχι μόνο μια κοινή κοσμοθεωρία αλλά και η ετοιμότητα του καθενός να θυσιαστεί στην κυβερνητική ιδέα. Αυτό το στοιχείο της αυτοθυσίας, αυτή η συνειδητοποίηση ότι βρίσκεται κανείς πάντα στην πρώτη γραμμή και έχει να σηκώσει ένα βαρύ φορτίο, είναι απαραίτητο για να αντισταθμίσει τα προνόμια που συνδέονται με το να ανήκει κανείς στο κυβερνητικό κλιμάκιο. Στα μάτια των συμπατριωτών τους οι κυβερνήτες πρέπει να απολαμβάνουν ηθικό κύρος. Η επιλογή για την κυβερνητική υπηρεσία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ηθικό κύρος σε όλες τις κοινωνίες, αλλά είναι ιδιαίτερα σπουδαία στο πλαίσιο της ιδεοκρατίας, επειδή η ετοιμότητα να θυσιάζεται κανείς για την ιδέα είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία επιλέγονται οι κυβερνήτες της. Κατά συνέπεια, η κυβερνητική ιδέα πρέπει να είναι άξια μιας θυσίας και η θυσία πρέπει να θεωρείται από όλους τους πολίτες ως μια ηθικά πολύτιμη πράξη.


Δεδομένου ότι ο εγωισμός και η απληστία θεωρούνται ανήθικες ή στην καλύτερη περίπτωση μικρής ηθικής αξίας, καμία από τις δύο δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση της κυβερνητικής ιδέας. Αλλά τίποτα δεν θα αλλάξει ακόμη και αν ο "διευρυμένος" εγωισμός ή η απληστία πάρουν τη θέση τους. Είτε ο στόχος μου είναι η ευημερία και το κέρδος για τον εαυτό μου είτε για τον εαυτό μου, την οικογένειά μου και τους συντρόφους μου, ο εγωισμός θα είναι εγωισμός και η απληστία θα είναι απληστία, και δεν τους αποδίδεται καμία ηθική αξία. Το να θυσιάζω τον προσωπικό μου εγωισμό για τον εγωισμό της βιολογικής ή της κοινωνικής μου ομάδας δεν έχει νόημα ή πηγάζει από τα χαμηλά ζωώδη ένστικτά μου, γιατί αυτό ακριβώς κάνουν τα ζώα. Ο άνθρωπος, σε ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια συμπεριφορά ως ηθικά πολύτιμη. Θεωρεί πολύτιμη μόνο μια θυσία για έναν "κοινό σκοπό", δηλαδή μια θυσία που δικαιολογείται από την ευημερία του συνόλου και όχι του ενός τμήματος στο οποίο ανήκει αυτός που έκανε τη θυσία.


Ποιο είναι λοιπόν το σύνολο για χάρη του οποίου μπορεί κανείς να κάνει μια ηθικά πολύτιμη θυσία; Προφανώς, δεν μπορεί να είναι μια τάξη, διότι από τη φύση της μια τάξη είναι μόνο ένα τμήμα του συνόλου- εξάλλου, εφόσον η ένταξη σε μια τάξη καθορίζεται από κοινά οικονομικά συμφέροντα, κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί στον πλουτισμό της εις βάρος άλλων τάξεων είναι μια διευρυμένη μορφή απληστίας. Ούτε ένα έθνος μπορεί να θεωρηθεί ως σύνολο με την παραπάνω έννοια της λέξης. Ένα έθνος(nation) είναι μια εθνοτική(ethnic), και κατά συνέπεια βιολογική, μονάδα. Η διαφορά μεταξύ μιας τάξης και ενός έθνους είναι θέμα βαθμού, όχι αρχής. Και αν το να κάνει κανείς κάτι για την οικογένειά του, στο βαθμό που τα αποτελέσματα είναι επιζήμια για τους άλλους, θεωρείται μια μορφή ανήθικου διευρυμένου εγωισμού, η εξυπηρέτηση (όσο ανιδιοτελής και αν είναι) των συμφερόντων του έθνους του, στο βαθμό που είναι επιζήμια για τα άλλα έθνη, πρέπει να εξεταστεί υπό το ίδιο πρίσμα. Έτσι, ούτε η ευημερία μιας τάξης ούτε η ευημερία ενός έθνους μπορεί να είναι το περιεχόμενο της ιδέας που διέπει ένα ιδεοκρατικό κράτος, και αν οι σύγχρονες ιδεοκρατίες επιλέγουν ως ιδέα τους τη δικτατορία μιας τάξης ή τον εθνικισμό, αυτό συμβαίνει επειδή σε αυτά τα κράτη μόνο η μορφή και όχι το περιεχόμενο είναι ιδεοκρατικό και αντικαθιστούν το ιδεοκρατικό περιεχόμενο με ιδεολογίες που αντιστοιχούν σε άλλες μορφές οργάνωσης, δηλαδή στη δημοκρατία.


Είναι απολύτως σκόπιμο να προωθούνται συνθήματα όπως "τα πάντα για την τάξη μου" ή "τα πάντα για το έθνος μου" στο πλαίσιο της δημοκρατίας, με την εστίασή της στον ατομικισμό και τη σύγκρουση των εγωισμών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Υπό την ιδεοκρατία, τέτοια συνθήματα είναι αναχρονισμοί και οι προσπάθειες να ακουστούν "βιώσιμα" είναι αφελείς και καταδικασμένες σε αποτυχία. Δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έθνος ή μια φυλή είναι καλύτερη από μια άλλη. Αλλά εξίσου παράλογα είναι και τα επιχειρήματα που καλούνται να αποδείξουν την ανωτερότητα του προλεταριάτου έναντι των άλλων τάξεων, ειδικά όταν οι μισοί από αυτούς που επιμένουν σε αυτή την ανωτερότητα δεν είναι οι ίδιοι προλετάριοι. Ακόμη και αν το προλεταριάτο ήταν πράγματι φορέας της σοσιαλιστικής ιδέας, το γεγονός αυτό δεν θα σήμαινε τίποτα, διότι ο σοσιαλισμός δεν είναι ούτε το απόλυτο αγαθό ούτε το περιεχόμενο της ιδεοκρατίας, ούτε ο στόχος της, αλλά μόνο η λογική της συνέπεια.


Αλλά αν ούτε μια τάξη ούτε ένα έθνος είναι ένα σύνολο για το οποίο μπορεί να ζητηθεί από κάποιον να κάνει θυσίες, το ίδιο ισχύει και για την "ανθρωπότητα". Κάθε πλάσμα αποκαλύπτεται στον ερευνητή σε αντιπαράθεση με άλλα πλάσματα της ίδιας τάξης. Η τάξη έχει ορισμένα περιγράμματα, μια ορισμένη ατομικότητα, εφόσον αντιτίθεται σε άλλες τάξεις- ένα έθνος αντιτίθεται ομοίως σε άλλα έθνη. Αλλά σε τι αντιτίθεται η ανθρωπότητα; Όχι σε άλλα θηλαστικά, θα έπρεπε να υποθέσουμε! Αλλά αν είναι έτσι, πρόκειται για μια ζωολογική μονάδα για χάρη της οποίας μπορεί κανείς να κάνει θυσίες μόνο "για τη διατήρηση του είδους", υπακούοντας σε ένα υποτυπώδες ζωικό ένστικτο παρά σε ένα ηθικό καθήκον. Αν η ανθρωπότητα δεν αντιτίθεται σε τίποτα, δεν διαθέτει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ζωντανής προσωπικότητας, δεν έχει ατομική υπόσταση και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμεύσει ως ερέθισμα ηθικής συμπεριφοράς.


Ούτε μια τάξη, ούτε ένα έθνος, ούτε η ανθρωπότητα. Αλλά ανάμεσα σε ένα έθνος, που είναι πολύ συγκεκριμένο, και στην ανθρωπότητα, που είναι πολύ αφηρημένη, υπάρχει η έννοια ενός ξεχωριστού κόσμου. Το σύνολο των εθνών που κατοικούν σε έναν οικονομικά ανεξάρτητο (autarkic) (αυτάρκη, αυτόνομο) τόπο ανάπτυξης και συνδέονται μεταξύ τους με την κοινή ιστορία και μοίρα, με την κοινή εργασία για τη δημιουργία ενός πολιτισμού και ενός κράτους και όχι με τη φυλή - αυτό είναι το σύνολο που πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Δεν πρόκειται για βιολογική μονάδα, διότι είναι ένα σύνολο που αποτελείται από πολλές φυλές και ο δεσμός που συνδέει τα μέλη του δεν είναι ανθρωπολογικής φύσης. Οι προσπάθειες που κατευθύνονται προς την ευημερία αυτού του συνόλου δεν πηγάζουν από διευρυμένη απληστία, διότι, εφόσον αυτός ο τόπος ανάπτυξης είναι αυτοτελής, η ακόμα αυτή η ευημερία του δεν μπορεί να βλάψει άλλες ανθρώπινες ομάδες. Και το όλον δεν είναι μια αόριστη, απρόσωπη μάζα όπως η "ανθρωπότητα". Έχει τα χαρακτηριστικά ενός ατομικού όντος, όπως κάθε υποκείμενο της ιστορίας. Η εξυπηρέτηση μιας τέτοιας ποικιλίας της "συγκεκριμένης ανθρωπότητας" που κατοικεί σε έναν ξεχωριστό κόσμο έχει ως προϋπόθεση την καταστολή του προσωπικού, ταξικού και εθνικού εγωισμού και κάθε είδους εγωκεντρικής αυτοπροβολής. Ωστόσο, δεν αποκλείει την υποστήριξη της ατομικότητας κάθε έθνους- επιμένει μάλιστα σε μια τέτοια υποστήριξη, διότι η εθνική ατομικότητα στο πλαίσιο μιας αυτοκρατορίας δεν ενέχει καταστροφικές δυνατότητες.


Το αίσθημα ότι κάποιος ανήκει σε ένα πολυεθνικό σύνολο έχει μεταξύ των συστατικών του το αίσθημα ότι ανήκει σε ένα συγκεκριμένο έθνος μέσα σε αυτό το σύνολο. Η προθυμία να θυσιάσει κανείς τα προσωπικά και οικογενειακά του συμφέροντα για χάρη του συνόλου, που βασίζεται σε ένα υψηλότερο κύρος των κοινωνικών δεσμών σε σχέση με τους δεσμούς βιολογικής φύσης, οδηγεί σε μια παρόμοια στάση απέναντι στο έθνος του: τα κοινά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου έθνους και των άλλων κατοίκων του ίδιου τόπου ανάπτυξης εκτιμώνται υψηλότερα από τα κοινά χαρακτηριστικά αυτού του έθνους και των αδελφών του εξ αίματος και γλώσσας που δεν ανήκουν στον τόπο ανάπτυξής του (η υπεροχή της πνευματικής, πολιτιστικής συγγένειας και της κοινής μοίρας έναντι της βιολογικής συγγένειας).


Βλέπουμε λοιπόν ότι η ιδέα που διέπει ένα πραγματικά ιδεοκρατικό κράτος δεν μπορεί παρά να είναι η ευημερία όλων των εθνών που κατοικούν σε έναν δεδομένο αυτόνομο ξεχωριστό κόσμο. Κατά συνέπεια, η επικράτεια ενός τέτοιου κράτους πρέπει να συμπίπτει με κάποιον ξεχωριστό κόσμο (μια αυταρκία). Οι άλλες απαιτήσεις που συνδέονται με την έννοια της αυταρκείας-σχεδιασμού και της κρατικής ρύθμισης του πολιτισμού και της κουλτούρας-οικονομίας οδηγούν στα ίδια συμπεράσματα, επειδή αυτές οι απαιτήσεις μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο σε ένα αυταρκές κράτος. Και μόνο υπό τέτοιες συνθήκες μπορεί το κράτος να προστατευτεί από την παρέμβαση του ξένου κεφαλαίου.


Ένα ιδεοκρατικό κράτος, όπως βλέπουμε, χρειάζεται μια αυτοκρατορία. Ωστόσο, δεν προκύπτει ότι οποιαδήποτε αυτοκρατορία μπορεί να γίνει ένα πραγματικό ιδεοκρατικό κράτος. Μια αποικιακή αυτοκρατορία που κατοικείται από έθνη που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους παρά μόνο το γεγονός ότι υποτάσσονται από τον ίδιο καταπιεστή μπορεί να είναι αρκετά ανεξάρτητη από οικονομική άποψη, αλλά δεν μπορεί να γίνει μια αυταρχία, γιατί ο οικονομικός δεσμός που συνδέει τα ξεχωριστά της μέρη είναι ανεπαρκής για τη δημιουργία μιας κυβερνητικής ιδέας. Χρειάζεται επίσης μια ζωντανή κουλτούρα συνείδησης και κοινές ιστορικές παραδόσεις, συνέχεια στον τόπο της ανάπτυξης και, πάνω απ' όλα, απουσία εθνικής ανισότητας, πράγμα ανέφικτο σε μια αποικιακή αυτοκρατορία.


Από αυτό προκύπτει ότι δεν μπορεί κάθε κράτος να γίνει ιδεοκρατία. Και εφόσον η ιδεοκρατία είναι η οργάνωση της κοινωνίας του μέλλοντος, αρκετά σύντομα ο χάρτης του κόσμου θα υποστεί δραστικές αλλαγές. Εξίσου σοβαρές αλλαγές θα συμβούν στην ψυχολογία, την ιδεολογία και την αυτογνωσία όλων των εθνών. Ο σύγχρονος κολεκτιβισμός πετυχαίνει τον στόχο του στα μισά του δρόμου, όπως θα λέγαμε: ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του ως μέλος ενός οργανικού σώματος -είτε πρόκειται για τάξη είτε για έθνος- αλλά αντιμετωπίζει αυτό το σώμα όπως ένας συνεπής ατομικιστής αντιμετωπίζει την προσωπικότητά του. Υπό την ιδεοκρατία αυτά τα τελευταία ίχνη ατομικισμού θα εξαφανιστούν και ο άνθρωπος θα βλέπει τον εαυτό του, την τάξη του και το έθνος του ως μέρος ενός οργανικού συνόλου που ενώνεται από ένα κράτος και επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία σε αυτό. Όλα αυτά δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτά μόνο θεωρητικά, αλλά να αποτελέσουν αναφαίρετο συστατικό της ψυχοσύνθεσης όσων θα ζήσουν στην ιδεοκρατική εποχή του μέλλοντος.


Τα σύγχρονα ιδεοκρατικά κράτη απέχουν ακόμη πολύ από την πραγματική ιδεοκρατία. Η Ε.Σ.Σ.Δ. είναι κάπως πιο κοντά στο στόχο, επειδή η επικράτειά της είναι ένας δυνητικά αυτόνομος ξεχωριστός κόσμος που κατοικείται από πολλά άσχετα έθνη που μοιράζονται την ίδια ιστορική μοίρα. Αλλά αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι οι κυβερνήτες της Ε.Σ.Σ.Δ. επιμένουν να παίρνουν τις συνέπειες της ιδεοκρατίας (σοσιαλισμός) για το περιεχόμενό της, ότι η εκπαίδευση, ο τύπος, η ψευδοεπιστήμη και η λογοτεχνία ενσταλάζουν στις μάζες λανθασμένες αντιλήψεις για τη φύση της σημερινής περιόδου και ότι ένα μεγάλο μέρος του μη ρωσικού σοβιετικού αυτονομισμού υποκινείται από μεταδοτικό εθνικιστικό αυτονομισμό, θα γίνει σαφές ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. χρειάζεται πολύ χρόνο για να φτάσει στην ιδεοκρατία και ενδεχομένως θα υποφέρει πολύ μέχρι τότε.


Τα ευρωπαϊκά ιδεοκρατικά κράτη έχουν ακόμη περισσότερο δρόμο να διανύσουν. Προς το παρόν, έχουν παρασυρθεί από τον ζωολογικό εθνικισμό και πολεμούν την ιδέα του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά παράδοξο τρόπο, ο "Παν-Ευρωπαϊσμός", ο οποίος από μόνος του θα μπορούσε να γίνει η κυρίαρχη ιδέα της ευρωπαϊκής ιδεοκρατίας (γιατί καμία Ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να διεκδικήσει καμία αυτάρκεια), είναι τώρα η ιδεολογία του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας, δηλαδή των ορκισμένων εχθρών της ιδεοκρατίας. Και αν προσθέσουμε ότι οι απόψεις μας για την ιδέα που διέπει ένα πραγματικά ιδεοκρατικό κράτος είναι ασυμβίβαστες με τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό που είναι τόσο έκδηλος στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ιδεοκρατικά ("φασιστικά") κινήματα*, θα γίνει φανερό ότι η Ευρώπη θα φτάσει στην πραγματική ιδεοκρατία μόνο μετά από βαθιές και αιματηρές αναταραχές.


Και όμως, παρά το γεγονός ότι η προοπτική τέτοιων ανακατατάξεων είναι αναπόφευκτη στην περίοδο μετάβασης από έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης σε έναν άλλο, η ύπαρξη των σύγχρονων ιδεοκρατικών κρατών (έστω και με διεστραμμένες ιδέες διακυβέρνησης) δεν είναι χωρίς νόημα. Η πολιτική εμπειρία που αποκτούν τα ηγετικά τους κλιμάκια, οι νέες μορφές της κοινωνικοπολιτικής τους ζωής και άλλα πολλά - όλα αυτά θα φανούν χρήσιμα στην αληθινή ιδεοκρατία του μέλλοντος και μπορεί ακόμη και να ανακουφίσουν τους γεννητικούς πόνους που θα συνοδεύουν την ανάδυση αυτής της αληθινής ιδεοκρατίας.



* Παρεμπιπτόντως, οι Παν-Ευρωπαίοι είναι ακόμη λιγότερο πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό. Στο χάρτη της "Παν-Ευρώπης" που σχεδίασε ο [Richard N.] Coudenhove-Kalergi [βλ. το έργο του Pan-Europa.  Wien-Leipzig: Pan Europa-Verlag, 1924, στο τέλος του βιβλίου], η Ευρώπη αποτελεί ένα μικροσκοπικό μέρος- τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνει η δυτική και βορειοδυτική Αφρική (οι ιταλικές, ισπανικές, πορτογαλικές, βελγικές και κυρίως οι γαλλικές αποικίες)- οι ολλανδικές και γαλλικές αποικίες στην Ασία ενσωματώνονται επίσης στην "Παν-Ευρώπη" σε αυτόν τον χάρτη.



Η Κληρονομιά του Τζένγκινς Χαν,  Ν.Σ. Τρουμπετσκόυ


ΑΠΌ ΤΟΝ ΤΖΕΝΓΚΙΣ ΧΑΝ ΣΤΗΝ ΙΔΕΟΚΡΑΤΊΑ: ΤΟ ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΌ ΌΡΑΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΆΙ ΤΡΟΥΜΠΕΤΣΚΌΙ



Ο πρίγκιπας Νικολάι Σ. Τρουμπετσκόυ(1890, Μόσχα), ευρέως γνωστός ως ο θεμελιωτής της φωνολογίας και θεωρούμενος, μαζί με τον Roman Jacobson, ως ένας από τους πατέρες της γλωσσικής στροφής και του "δομισμού", πέθανε το 1938 στη Βιέννη, όπου κατείχε την πανεπιστημιακή έδρα των σλαβικών γλωσσών. (Λίγο πριν από το θάνατό του είχε απομακρυνθεί από τη θέση του από τους νέους εθνικοσοσιαλιστές κυβερνήτες του "Ostmark"). Συνεπώς, η Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών θεωρεί τον εαυτό της ένα είδος διαχειριστή της πνευματικής του κληρονομιάς. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν είχε εκφραστεί καμία πρόθεση να εκδοθούν, εκτός από τα έργα του για τη γλωσσολογία, τα Επιλεγμένα κείμενα για την επιστήμη του πολιτισμού, τα οποία παρουσιάζουν τον Τρουμπέτσκοϊn ως ιδρυτή του ευρασιατικού κινήματος.


Αυτό το βήμα ενθαρρύνθηκε σίγουρα από την επικαιρότητα του όρου Ευρασία. Τα κείμενα μάς δείχνουν, ωστόσο, ότι οι υποστηρικτές ενός άξονα Παρίσι-Βερολίνο-Μόσχα (που αποτελεί, αυστηρά μιλώντας, μια φόρμουλα ρωσικού δυτικισμού) ή μιας Μεγάλης Ρωσικής Αυτοκρατορίας μπορούν να επικαλεστούν τον Τρουμπέτσκοϊ μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό. Επιπλέον, οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την ιστορία των ιδεών, ακόμη και αν δεν είναι ευρασιατιστές, μπορούν να επωφεληθούν από τον τόμο, διότι οι συνεισφορές του Τρουμπέτσκοϊ είναι σχετικές με την κατανόηση της γενικής σχέσης μεταξύ εθνικισμού και οικουμενισμού και παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον λόγω των αξιοσημείωτα πρωτότυπων απόψεών του για τη ρωσική ιστορία, απόψεις επιστημονικά θεμελιωμένες - πρωτίστως βέβαια στη συγκριτική φιλολογία - αλλά και εκφρασμένες με ελκυστικό ύφος.


Ο τόμος περιέχει υποσημειώσεις, ευρετήριο και βιβλιογραφία, καθώς και ένα κείμενο του επιμελητή με τίτλο Η ευρασιατική οπτική του Νικολάι Τρουμπέτσκοϊ: υπόβαθρο και αποτέλεσμα- αλλά το σημαντικότερο είναι τα τέσσερα κείμενα του Τρουμπέτσκοϊ : Ευρώπη και ανθρωπότητα (1920), Η κληρονομιά του Τζένγκις Χαν (1925), Για το πρόβλημα της ρωσικής αυτοσυνειδησίας (1921-1927) και Η ιδεοκρατία ως τάξη της μελλοντικής κοινωνίας σύμφωνα με το δόγμα των ευρασιατιστών (1927/34).


Η δυτική μόλυνση της Ρωσίας


Η Ευρώπη και η ανθρωπότητα, που δημοσιεύτηκε σε γερμανική μετάφραση ήδη από το 1922, αποτελείται από έναν εκτενή προβληματισμό σχετικά με τη σωστή σχέση μεταξύ ενός (θετικού) εθνικισμού και των δύο ακραίων θέσεων του σοβινισμού και του κοσμοπολιτισμού.  Αλλά αργότερα ο Τρουμπέτσκοϊ  δείχνει ότι ο λεγόμενος κοσμοπολιτισμός δεν είναι παρά μια άλλη μορφή σοβινισμού, ο σοβινισμός του δυτικού πολιτισμού, τον οποίο - μάλλον δυστυχώς - ο Τρουμπέτσκοϊ  αποκαλεί πολιτισμό των "Ρωμαιογερμανών". Ακριβώς όπως οι σοβινιστές δεν μπορούν να δεχτούν να δουν το δικό τους έθνος στο ίδιο επίπεδο με τα άλλα, αλλά πρέπει να το αναγάγουν στο βαθμό του μοναδικού αποδεκτού έθνους, οπότε ο εθνικός τους πολιτισμός πρέπει να επιβληθεί σε όλους τους άλλους, έτσι και οι κοσμοπολίτες συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον δυτικό τους πολιτισμό, ο οποίος προέκυψε με τον Διαφωτισμό και την εκκοσμίκευση. Η εκπολιτιστική αποστολή της Δύσης, η οποία σήμερα εκδηλώνει τον πολιτιστικό της ιμπεριαλισμό προς τον αραβικό και τον ισλαμικό κόσμο και απαιτεί την αποδοχή των δυτικών "οικουμενικών" αξιών, περιγράφεται αποτελεσματικά από τον Τρουμπέτσκοϊ  και αποκαλύπτεται η λογική της αστοχία. Σήμερα, όταν ο αμερικανικός κοσμοπολιτισμός και ο σοβινισμός μας αποκαλύπτονται ως ενιαία πραγματικότητα και υιοθετούν δυτικές μορφές χριστιανισμού - τον προτεσταντισμό και τον μεταρρυθμισμένο/παραμορφωμένο καθολικισμό - για τα επιθετικά τους προγράμματα, η ανάλυση του Τρουμπέτσκοϊ  επιβεβαιώνεται απερίφραστα, αν και, φυσικά, ο Τρουμπέτσκοϊ  δεν μιλούσε για αμερικανοποίηση αλλά για εξευρωπαϊσμό. Στην πραγματικότητα, η Αμερική είναι μόνο η ακραία συνέπεια αυτής της αντιπαραδοσιακής πτυχής της Ευρώπης που αναδύεται από την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση και την Επανάσταση.


Ο εκδυτικισμός, που ο Τρουμπέτσκοϊ  αποκαλεί εξευρωπαϊσμό, είναι "ένα απόλυτο κακό για κάθε μη ρωμαιο-γερμανικό λαό", ένα κακό εναντίον του οποίου "μπορεί και πρέπει να πολεμήσει κανείς με όλες του τις δυνάμεις". Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά- όχι μόνο να γίνει κατανοητό, αλλά να γίνει αισθητό, να βιωθεί, να (μην) υποφερθεί. Η αλήθεια πρέπει να εμφανιστεί σε όλη της τη γύμνια, χωρίς φτιασίδια, χωρίς υπολείμματα της μεγάλης απάτης, από την οποία πρέπει να καθαριστεί. Η αδυναμία οποιουδήποτε συμβιβασμού πρέπει να καταστεί σαφής και προφανής: αν ο αγώνας είναι αναπόφευκτος, πρέπει να δοθεί μέχρι τέλους" . Ένα βασικό χαρακτηριστικό των γραπτών του Τρουμπέτσκοϊ  είναι ότι συνήθως αναφέρεται, ως βαθύτερο θεμέλιο, όχι στον πολιτισμό, την οικονομία ή την πολιτική, αλλά στην ψυχολογία - ή την προσωπικότητα. Επιπλέον, γι' αυτόν, "πρέπει να λάβει χώρα μια ολική ανατροπή, μια επανάσταση στην ψυχολογία των μη ρωμαιο-γερμανικών λαών. Η ουσία αυτής της αναταραχής είναι η συνειδητοποίηση της σχετικότητας αυτού που προηγουμένως φαινόταν απόλυτο, δηλαδή των "πλεονεκτημάτων του ευρωπαϊκού πολιτισμού". Αυτό πρέπει να εξαλειφθεί με ανελέητο ριζοσπαστισμό. Μπορεί να είναι δύσκολο, εξαιρετικά δύσκολο, αλλά είναι επίσης απολύτως απαραίτητο". 


"Είναι απαραίτητο να απελευθερωθούν οι λαοί του κόσμου από την ύπνωση των "πλεονεκτημάτων του πολιτισμού" και να λυτρωθούν από την πνευματική σκλαβιά. Το έργο αυτό μπορεί να εκτελεστεί μόνο με ομόφωνη συνεργασία. Δεν πρέπει να χάσουμε ούτε στιγμή την ουσία του προβλήματος. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να αποπροσανατολιστεί από συγκεκριμένους εθνικισμούς ή από μερικές λύσεις, όπως ο Πανσλαβισμός, ο Παντουρανισμός και όλοι οι άλλοι πανισμοί. Αυτές οι ιδιαιτερότητες απλώς συσκοτίζουν την ουσία του προβλήματος. Πρέπει πάντα και σταθερά να θυμόμαστε ότι η αντιπαράθεση των Σλάβων με τους Γερμανούς ή των Τουρανών με τους Άριους δεν αποτελεί πραγματική λύση του προβλήματος. Η πραγματική αντίθεση είναι μόνο μία: οι Ρωμαιογερμανοί και όλοι οι άλλοι λαοί του κόσμου, η Ευρώπη και η ανθρωπότητα".


Με αυτά τα λόγια τελειώνει η "Ευρώπη και η ανθρωπότητα". Τώρα, δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά αυτό που τα γραπτά του Τρουμπέτσκοϊ  δείχνουν ξεκάθαρα, δηλαδή ότι είναι ο αγώνας ενάντια στην Ευρώπη του Διαφωτισμού και τον ιμπεριαλισμό που επικαλούνται, τίποτα άλλο από την εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο. Μια "ευθυγράμμιση" με την παραδοσιακή έννοια της Ευρώπης, η οποία δεν θα αντιπροσωπεύει πλέον τη μεγάλη ανωμαλία της ανθρωπότητας, θα έθετε τέλος στην αντίθεση που αναφέρθηκε παραπάνω- όταν η Ευρώπη αναγνωρίσει τον εαυτό της ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή μια χερσόνησος της μεγάλης ευρασιατικής ηπείρου, τότε δεν θα αντιπροσωπεύει πλέον τη μεγάλη ανωμαλία της ανθρωπότητας. Ο αγώνας για την ανάκτηση της παράδοσης στην Ευρώπη δεν μπορεί να διεξαχθεί με όρους ενός "ιδιαίτερου εθνικισμού" ή κάποιου είδους "πανισμού", αλλά μόνο μαζί με την υπόλοιπη Ευρασία, ενάντια στη Δύση.


Σύμφωνα με τον Τρουμπέτσκοϊ , η Ρωσία αναγνώριζε πλήρως τον κίνδυνο που αποτελούσε η Δύση γι' αυτήν, αλλά έβγαλε το μοιραίο συμπέρασμα ότι για να την αποκρούσει έπρεπε πρώτα να καταφέρει κάποιες επιτυχίες. "Η κατάσταση ήταν σύνθετη και δύσκολη: από τη μία πλευρά, έπρεπε να μάθει κανείς κάτι για να υπερασπιστεί τον εαυτό του- από την άλλη, υπήρχε ο φόβος να πέσει σε πολιτιστική και ψυχολογική εξάρτηση από την Ευρώπη. Δεδομένου ότι οι λαοί της Ευρώπης, αν και δήλωναν χριστιανοί, δεν ακολουθούσαν την Ορθοδοξία, (...) το ευρωπαϊκό πνεύμα εκλαμβανόταν από τους Ρώσους ως κάτι αιρετικό, αμαρτωλό, αντιχριστιανικό και σατανικό. Ο κίνδυνος μόλυνσης από μια τέτοια νοοτροπία ήταν ιδιαίτερα υψηλός. Οι Μοσχοβίτες τσάροι είχαν επίγνωση της πολυπλοκότητας της κατάστασης και δεν δίστασαν να αρχίσουν να αποκτούν τις τεχνικές δεξιότητες. (...) Αργά ή γρήγορα έπρεπε να αποφασίσουν να αποκτήσουν σοβαρά τις ευρωπαϊκές τεχνολογίες, λαμβάνοντας ταυτόχρονα αυστηρά μέτρα για να αποφύγουν τη δυτική μόλυνση. Ο Πέτρος Α' ήταν αυτός που πήρε την απόφαση να υιοθετήσει την ευρωπαϊκή τεχνολογία. Ωστόσο, παρασύρθηκε τόσο πολύ από τη δική του πρωτοβουλία που έγινε αυτοσκοπός γι' αυτόν, χωρίς να ληφθούν αποτελεσματικά αντίμετρα κατά της δυτικής πνευματικής μόλυνσης". Έτσι, με τον Πέτρο Α' ξεκίνησε η διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Ρωσίας, η οποία είχε συνέπειες πολύ σοβαρότερες από μια στρατιωτική κατοχή: την απώλεια της αποστολής και της ιστορικής κληρονομιάς, της "κληρονομιάς του Τζένγκις Χαν". Και αυτός είναι ο τίτλος του έργου που αρχίσαμε να εξετάζουμε.


Αφού περιέγραψε τη διαδικασία εξευρωπαϊσμού υπό την ηγεσία του Πέτρου Α', γνωστού στη Δύση ως "ο Μέγας", από την κατάργηση του πατριαρχείου της Μόσχα μέχρι την εισαγωγή του ντεκολτέ στα γυναικεία ρούχα, συνόψισε ως εξής: "Είναι αλήθεια ότι το μεγάλο σχέδιο του Πέτρου υποκινούνταν από τον πατριωτισμό του, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι επρόκειτο για έναν ιδιότυπο πατριωτισμό, που δεν είχε κανένα προηγούμενο ριζωμένο στην ψυχή του έθνους. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου η αυθεντική ιστορική Ρωσία, καθώς ήταν απορροφημένος από το όνειρό του να δημιουργήσει μια χώρα που θα έμοιαζε από κάθε άποψη με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά θα τα ξεπερνούσε τόσο σε εδαφική έκταση όσο και σε στρατιωτική και ναυτική ισχύ. Η στάση του απέναντι σ' αυτό που γι' αυτόν ήταν ένα απλό υλικό με το οποίο θα διαμόρφωνε το τεράστιο πλάσμα του δεν χαρακτηριζόταν από αγάπη, αλλά από απλή εχθρότητα, γιατί έπρεπε να διεξάγει έναν επίμονο και ατελείωτο πόλεμο εναντίον αυτού του υλικού, λόγω της αντίστασής του στις προσπάθειές του να του επιβάλει το καλούπι ενός ιδανικού που του ήταν εντελώς ξένο.


Η υιοθέτηση των δυτικών εθνικιστικών προτύπων από τα διαδοχικά πανσλαβικά τσαρικά καθεστώτα οδήγησε τη Ρωσία να εμπλέκεται συνεχώς στις ευρωπαϊκές υποθέσεις λόγω της βοήθειας που σκόπευε να προσφέρει στους υποτιθέμενους "σλαβικούς αδελφούς" της. Η "σοβιετική εξουσία" που εγκαθιδρύθηκε το 1917 δεν παρουσιάστηκε "ως αντίπαλος, αλλά ως συνέχεια ολόκληρης της αντεθνικής πολιτικής εξευρωπαϊσμού που χαρακτήριζε τη μεταπετρινική μοναρχία" ."Με την καταστροφή των πνευματικών θεμελίων της ρωσικής ζωής και της εθνικής ιδιαιτερότητας, με την εισαγωγή εκείνης της υλιστικής αντίληψης για τον κόσμο που είχε ήδη επιβληθεί στην Ευρώπη και την Αμερική, με την υπαγωγή της Ρωσίας σε αντιλήψεις προερχόμενες από Ευρωπαίους θεωρητικούς και ριζωμένες στο έδαφος του δυτικού πολιτισμού, η κομμουνιστική εξουσία έκανε τη Ρωσία επαρχία της Δύσης, επιβεβαιώνοντας εκ νέου εκείνη την κατάκτηση για την οποία ο Πέτρος Α' είχε θέσει τα θεμέλια".


Για τον αληθινό και τον ψεύτικο εθνικισμό

 

Ν.Σ. Τρουμπετσκόυ



Ένα άτομο μπορεί να διατηρήσει οποιαδήποτε από μια ποικιλία πιθανών στάσεων απέναντι στον εθνικό του πολιτισμό. Η στάση των Ρωμαιογερμανών διαμορφώνεται από μια συγκεκριμένη ψυχολογία που μπορεί να ονομαστεί εγωκεντρική. "Ένα άτομο με σαφώς καθορισμένη εγωκεντρική ψυχολογία θεωρεί υποσυνείδητα τον εαυτό του ως το κέντρο του σύμπαντος, το στέμμα της δημιουργίας, το καλύτερο, το πιο τέλειο από όλα τα όντα. Αντιμετωπίζοντας δύο άλλα ανθρώπινα όντα, αυτός που είναι πιο κοντά του, που του μοιάζει περισσότερο, είναι ο καλύτερος, ενώ αυτός που του μοιάζει λιγότερο είναι ο χειρότερος. Κατά συνέπεια, το άτομο αυτό θεωρεί κάθε φυσική ομάδα ανθρώπινων όντων στην οποία ανήκει ως την πιο τέλεια: η οικογένειά του, η περιουσία του, το έθνος του, η φυλή (tribe, γένος) του και η ράτσα του είναι καλύτερες από όλες τις άλλες ανάλογες ομάδες.


Αυτή η ψυχολογία είναι χαρακτηριστική για τους Ρωμαιογερμανούς και διαμορφώνει τις αξιολογήσεις τους για όλους τους άλλους πολιτισμούς. Κατά συνέπεια, μόνο δύο γενικές στάσεις απέναντι στον πολιτισμό είναι γι' αυτούς δυνατές: είτε ο πολιτισμός στον οποίο ανήκει ο αξιολογητής (ένας Γερμανός, ένας Γάλλος κ.λπ.) είναι ο υψηλότερος και πιο προηγμένος στον κόσμο, είτε η διάκριση αυτή αποδίδεται όχι σε μια εθνική πολιτισμική παραλλαγή αλλά στο σύνολο των στενά συνδεδεμένων πολιτισμών που δημιουργήθηκαν από τις συλλογικές προσπάθειες όλων των ρωμαιογερμανικών λαών. Ο πρώτος τύπος είναι γνωστός στην Ευρώπη ως στενός σοβινισμός (γερμανικός σοβινισμός, γαλλικός σοβινισμός κ.λπ.), ενώ ο δεύτερος περιγράφεται καλύτερα ως "πανορωμανογερμανικός σοβινισμός". Ωστόσο, οι Ρωμαιογερμανοί ήταν πάντοτε τόσο αφελώς πεπεισμένοι ότι μόνο αυτοί είναι άνθρωποι, ώστε αυτοαποκαλούνται ανθρωπότητα/ το culoure τους παγκόσμιος ανθρώπινος πολιτισμός/ και το chauviniem τους κομοπολιτισμός.


Τα μη ρωμαιογερμανικά έθνη που έχουν αφομοιώσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό συνήθως αφομοιώνονται με τη ρωμαιογερμανική αξιολόγηση αυτού του πολιτισμού, παρασύρονται από απατηλούς όρους όπως "παγκόσμιος ανθρώπινος πολιτισμός" και "κοσμοπολιτισμός", οι οποίοι κρύβουν το στενό εθνογραφικό περιεχόμενο αυτών των ιδεών. Ως αποτέλεσμα, τα έθνη αυτά δεν βασίζουν την αξιολόγησή τους για τους πολιτισμούς στον εγωκεντρισμό αλλά σε ένα είδος "εξωστρέφειας" ή, ακριβέστερα, στον "ευρωκεντρισμό". Έχουμε μιλήσει αλλού για τις αναπόφευκτες, καταστροφικές συνέπειες του ευρωκεντρισμού για τα εξευρωπαϊσμένα, μη ρωμανόγερμανικά έθνη. Οι διανοούμενοι αυτών των εθνών μπορούν να ξεφύγουν από αυτές τις συνέπειες μόνο αν επιτύχουν μια θεμελιώδη αντιστροφή στη σκέψη τους και στις μεθόδους τους για την αξιολόγηση των πολιτισμών, και αυτό αφού πρώτα συνειδητοποιήσουν με σαφήνεια ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν είναι ένας "παγκόσμιος ανθρώπινος πολιτισμός" αλλά απλώς ο πολιτισμός μιας συγκεκριμένης εθνογραφικής ομάδας, των Ρωμαιογερμανών, για τους οποίους και μόνο είναι υποχρεωτικός αυτός ο πολιτισμός, Μια τέτοια αντιστροφή θα πρέπει να αλλάξει ριζικά τη στάση των εξευρωπαϊσμένων, μη ρωμαιογερμανικών λαών απέναντι σε όλα τα προβλήματα του πολιτισμού, και οι αναχρονιστικές, ευρωκεντρικές κρίσεις τους θα αντικατασταθούν από άλλες που θα βασίζονται σε ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο προϋποθέσεων.


Το πρώτο καθήκον κάθε μη ρωμαιογερμανικού έθνους είναι να ξεπεράσει κάθε ίχνος εγωκεντρισμού στον εαυτό του- το δεύτερο είναι να προστατευτεί από την απάτη του "παγκόσμιου ανθρώπινου πολιτισμού" και από κάθε προσπάθεια να γίνει "γνήσια ευρωπαϊκός" με οποιοδήποτε κόστος. Τα καθήκοντα αυτά μπορούν να εκφραστούν με δύο αφορισμούς: "Γνώρισε τον εαυτό σου" και "Γίνε ο εαυτός σου".


Ο αγώνας ενάντια στον εγωκεντρισμό του καθενός είναι δυνατός μόνο όταν υπάρχει πραγματική αυτογνωσία. Η αληθινή αυτογνωσία θα δείξει στον άνθρωπο ή τη θέση του στον κόσμο- θα του διδάξει ότι δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος ή της γης. Αλλά η ίδια αυτή αυτογνωσία θα τον οδηγήσει επίσης στην κατανόηση της φύσης των ανθρώπων (και των εθνών) γενικά - ότι όχι μόνο ένα υποκείμενο που επιδιώκει την αυτογνωσία αλλά και όλοι όσοι του μοιάζουν δεν είναι ούτε το κέντρο ούτε η αποθέωση του οτιδήποτε. Από την κατανόηση της ίδιας τους της φύσης, τα άτομα (και τα έθνη) καταλήγουν, μέσω της αυξανόμενης αυτογνωσίας, σε μια πλήρη επίγνωση της ίσης αξίας όλων των ατόμων και των εθνών. Λογική συνέπεια αυτών των νέων κατανοήσεων είναι η επιβεβαίωση της μοναδικότητας του ατόμου, η αποφασιστικότητα να είναι ο εαυτός του: και όχι απλώς η αποφασιστικότητα, αλλά η ικανότητα, διότι ο άνθρωπος που δεν γνωρίζει τον εαυτό του δεν μπορεί να είναι ο εαυτός του.


Ένα άτομο μπορεί να παραμείνει μοναδικό, να μην πέσει ποτέ σε εσωτερικές αντιφάσεις και να μην εξαπατήσει τον εαυτό του και τους άλλους μόνο αφού κατανοήσει τη φύση του καθαρά και ολοκληρωτικά. Και είναι στην επίτευξη αυτής της αρμονικής προσωπικής ολότητας, που βασίζεται σε μια σαφή και πλήρη κατανόηση της ίδιας της φύσης του ατόμου, που επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη επίγεια ευτυχία. Εδώ, επίσης, βρίσκεται η ουσία της ηθικής συμπεριφοράς, διότι όταν επιτυγχάνεται η αληθινή αυτογνωσία, η φωνή της συνείδησης ακούγεται πιο καθαρά- ένα άτομο που ζει έτσι ώστε να παραμένει ειλικρινές με τον εαυτό του και να αποφεύγει τις εσωτερικές αντιφάσεις θα είναι σίγουρα ηθικό, και θα ανακαλύψει τη μεγαλύτερη πνευματική ομορφιά που είναι προσιτή σε κάθε ανθρώπινο ον. Διότι η αυταπάτη και οι εσωτερικές αντιφάσεις, που είναι αναπόφευκτες χωρίς γνήσια αυτογνωσία, κάνουν πάντα έναν άνθρωπο πνευματικά άσχημο. Επιπλέον, η υψηλότερη σοφία, τόσο η πρακτική όσο και η θεωρητική, βρίσκεται στην αυτογνωσία, διότι κάθε άλλη γνώση είναι μάταιη και απατηλή. Τέλος, μόνο όταν οι άνθρωποι (και τα έθνη) έχουν αποκτήσει μια μοναδικότητα βασισμένη στην αυτογνωσία, μπορούν να είναι σίγουροι ότι συνειδητοποιούν τον σκοπό τους στη γη, ότι γίνονται αυτό για το οποίο δημιουργήθηκαν. Η αυτογνωσία είναι ο μοναδικός, ο ύψιστος στόχος σε αυτή τη ζωή για κάθε ανθρώπινο ον. Είναι ένας στόχος - αλλά είναι επίσης ένα μέσο.

Σέργιος Νικολάγιεβιτς Τρουμπετσκόυ

 

Η Κληρονομιά του Τζέκινγς Χαν


Η Ευρώπη και η ανθρωπότητα


Φέρνω το παρόν έργο στην προσοχή του κοινού όχι χωρίς κάποια ανησυχία. Οι ιδέες που εκφράζονται σε αυτό πήραν μορφή στο μυαλό μου πριν από δέκα και πλέον χρόνια. Από τότε τις έχω συζητήσει συχνά με διάφορους ανθρώπους, επιθυμώντας είτε να επαληθεύσω τις δικές μου απόψεις είτε να πείσω άλλους. Πολλές από αυτές τις συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ήταν αρκετά χρήσιμες για μένα, διότι με ανάγκασαν να επανεξετάσω τις ιδέες και τα επιχειρήματά μου με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και να τους δώσω πρόσθετο βάθος. Όμως οι βασικές μου θέσεις παρέμειναν αμετάβλητες.



Είναι απολύτως σαφές ότι δεν μπορούσα να περιοριστώ σε τυχαίες συζητήσεις, και για να ελέγξω την ορθότητα των θέσεών μου έπρεπε να τις υποβάλω σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο, δηλαδή να τις δημοσιεύσω. Δεν το έκανα αυτό, διότι -ιδιαίτερα στην αρχή- έφυγα από πολυάριθμες συζητήσεις με την εντύπωση ότι οι περισσότεροι από τους ακροατές μου απλώς δεν με καταλάβαιναν. Και δεν με καταλάβαιναν όχι επειδή εκφράστηκα αμήχανα, αλλά επειδή, για τους περισσότερους μορφωμένους Ευρωπαίους, ιδέες όπως οι δικές μου είναι σχεδόν ενστικτωδώς απαράδεκτες- έρχονται σε αντίθεση με ορισμένες αμετακίνητες ψυχολογικές αρχές που διέπουν την ευρωπαϊκή σκέψη. Με θεωρούσαν λάτρη των παραδόξων και θεωρούσαν τα επιχειρήματά μου κόλπα. Υπό αυτές τις συνθήκες η συζήτηση έχασε κάθε νόημα και σκοπό για μένα: η συζήτηση μπορεί να είναι παραγωγική μόνο όταν η κάθε πλευρά κατανοεί την άλλη και όταν και οι δύο μιλούν την ίδια γλώσσα. Δεδομένου ότι συναντούσα σχεδόν πλήρη έλλειψη κατανόησης, δεν θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να δημοσιεύσω τις ιδέες μου και περίμενα μια πιο ευνοϊκή στιγμή. Και αν τώρα τολμώ να εμφανιστώ στον Τύπο, είναι επειδή συναντώ με αυξανόμενη συχνότητα κατανόηση, ακόμη και συμπάθεια για τις βασικές μου θέσεις. Πολλοί άνθρωποι έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα με εμένα. Προφανώς έχει επέλθει μια αλλαγή στη σκέψη ενός σημαντικού αριθμού μορφωμένων ανθρώπων.



Ο Μεγάλος Πόλεμος και κυρίως η επακόλουθη "ειρήνη" (που ακόμη και τώρα πρέπει να γράφεται σε εισαγωγικά) κλόνισαν την πίστη μας στην "πολιτισμένη ανθρωπότητα" και άνοιξαν τα μάτια πολλών ανθρώπων. Εμείς οι Ρώσοι βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερη κατάσταση: γίναμε μάρτυρες της ξαφνικής κατάρρευσης αυτού που συνηθίζαμε να αποκαλούμε "ρωσική κουλτούρα". Πολλοί από εμάς εντυπωσιάστηκαν από την ταχύτητα και την ευκολία με την οποία συνέβη αυτό, και πολλοί άρχισαν να αναλογίζονται τους λόγους αυτών των γεγονότων. Ίσως η παρούσα μελέτη να βοηθήσει κάποιους συμπατριώτες μου να εξετάσουν τις δικές τους σκέψεις για το θέμα αυτό. Ορισμένες από τις θέσεις μου θα μπορούσαν να επεξηγηθούν με έναν μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων που προέρχονται από τη ρωσική ιστορία και τη ρωσική ζωή. Παρόλο που αυτό θα έκανε ίσως την αφήγησή μου πιο ελκυστική και ζωντανή, η σαφήνεια του γενικού σχεδίου θα υπέφερε από τέτοιες παρεκκλίσεις. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι, προτείνοντας αυτές τις σχετικά νέες ιδέες, έδωσα ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στη σαφήνεια και τη συνέπεια της παρουσίασής τους. Επιπλέον, οι ιδέες μου δεν αφορούν μόνο τους Ρώσους αλλά και τους λαούς των οποίων η καταγωγή δεν είναι ούτε από τις ρομανικές ούτε από τις γερμανικές ομάδες, αλλά οι οποίοι έχουν υιοθετήσει με κάποιο τρόπο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αν εκδίδω το βιβλίο μου στα ρωσικά, είναι μόνο επειδή "η πατρίδα είναι εκεί όπου είναι η καρδιά" και επειδή αποδίδω πολύ μεγάλη σημασία στην αποδοχή και αφομοίωση.των ιδεών μου από τους συμπατριώτες μου.


Θέτοντας αυτές τις ιδέες στην προσοχή του αναγνώστη, θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα που ο καθένας πρέπει να απαντήσει για τον εαυτό του. Υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικές λύσεις: Είτε οι ιδέες μου είναι λανθασμένες, και τότε πρέπει να καταρριφθούν λογικά, είτε είναι αληθινές, και πρέπει να οδηγήσουν σε πρακτικά συμπεράσματα.


Η συμφωνία με αυτές τις θέσεις υποχρεώνει τον καθένα σε περαιτέρω εργασία. Αν αξίζουν αποδοχής, πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω και να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, και πολυάριθμα πρακτικά ζητήματα πρέπει να επανεξεταστούν από αυτή τη νέα οπτική γωνία, Πολλοί άνθρωποι ασχολούνται σήμερα με την "επαναξιωλόγηση των αξιών". Οι ιδέες μου, για εκείνους που θα τις αποδεχθούν, θα χρησιμεύσουν ως ένας δείκτης της κατεύθυνσης προς την οποία θα πρέπει να προχωρήσει αυτή η ανατίμηση. Σίγουρα το θεωρητικό και πρακτικό έργο που θα ακολουθήσει την αποδοχή των θέσεών μου πρέπει να είναι μια συλλογική προσπάθεια, Ένα άτομο μπορεί να προωθήσει μια ιδέα ή να υψώσει ένα λάβαρο, αλλά χρειάζονται πολλά μυαλά για να αναπτυχθεί μια ιδέα σε σύστημα και να εφαρμοστεί στην πράξη. Καλώ όλους εκείνους που συμμερίζονται τις πεποιθήσεις μου να συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια. Χάρη σε αρκετές τυχαίες συναντήσεις, είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Αρκεί να συμφωνήσουν σε μια κοινή προσπάθεια- και αν το βιβλίο μου τύχει να χρησιμεύσει ως κίνητρο ή μέσο για μια τέτοια συνεργασία, θα θεωρήσω ότι ο στόχος μου επιτεύχθηκε.


Από την άλλη πλευρά, ορισμένες ηθικές υποχρεώσεις βαρύνουν και εκείνους που απορρίπτουν τις θέσεις μου ως ψευδείς. Διότι αν οι ιδέες μου είναι όντως λανθασμένες, τότε είναι επιβλαβείς και θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να διαψευστούν. Και εφόσον (τολμώ να ελπίζω) έχουν αποδειχθεί λογικά, θα πρέπει να διαψευστούν όχι λιγότερο λογικά. Αυτό πρέπει να γίνει για να διαφυλαχθούν από το σφάλμα όσοι έχουν καταλήξει να πιστεύουν σε αυτές τις ιδέες. Ο ίδιος ο συγγραφέας θα εγκαταλείψει χωρίς λύπη τις δυσάρεστες, ενοχλητικές ιδέες που τον βασανίζουν για περισσότερα από δέκα χρόνια, αν κάποιος μπορέσει να του αποδείξει λογικά ότι είναι λανθασμένες.











Η Αντι-Ηγεμονία στη Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου

 

 Alexander Dugin



"Δεξιός Γκραμσιανισμός" - Η αναθεώρηση του Alain de Benoist


Πίσω στη δεκαετία του 1980, ο Γάλλος εκπρόσωπος της "Νέας Δεξιάς" ("Nouvelle Droite"), Alain de Benoist, έστρεψε την προσοχή στις ιδέες του Γκράμσι από την άποψη της μεθοδολογικής τους ικανότητας[xii]. Ακριβώς όπως και ο Γκράμσι, ο de Benoist αποκάλυψε τον κεντρικό ρόλο της μετα-πολιτικής ως ειδικού τομέα διανοητικής δραστηριότητας που προετοιμάζει (με τη μορφή μιας "παθητικής επανάστασης") περαιτέρω πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Η επιτυχία της "Νέας Αριστεράς" στη Γαλλία, και στην Ευρώπη γενικότερα, απλώς επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης.


Σε αντίθεση με την πλειονότητα των Γάλλων διανοουμένων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο Alain de Benoist δεν ήταν υποστηρικτής του Μαρξισμού, γεγονός που απομόνωσε τη θέση του. Ωστόσο, ο de Benoist έχτισε παρ' όλα αυτά την πολιτική του φιλοσοφία πάνω σε μια ριζική απόρριψη των φιλελεύθερων και αστικών αξιών, μια άρνηση του καπιταλισμού, του ατομικισμού, του μοντερνισμού, καθώς και μια απόρριψη του γεωπολιτικού Ατλαντισμού και του Δυτικού Ευρωκεντρισμού. Επιπλέον, αντιπαρέβαλε την "Ευρώπη" στη "Δύση" ως δύο ανταγωνιστικές έννοιες. Για τον ντε Μπενουά, η Ευρώπη είναι το πεδίο ανάπτυξης ενός ιδιαίτερου πολιτισμικού Λόγου που κληρονομήθηκε από τους Έλληνες και συνδύαζε έντονα τον πλούτο της κέλτικης, της γερμανικής, της λατινικής, της σλαβικής και άλλων ευρωπαϊκών παραδόσεων. Η "Δύση", από την άλλη πλευρά, ισοδυναμεί με τον μηχανιστικό, υλιστικό, ορθολογιστικό πολιτισμό που βασίζεται στην κυριαρχία της τεχνολογίας έναντι άλλων πεδίων. Ο Alain de Benoist, όπως και ο Oswald Spengler, αντιλαμβάνεται τη "Δύση" ως την "παρακμή της Ευρώπης" και, μαζί με τον F. Nietzsche και τον M. Heidegger, είναι πεπεισμένος για την ανάγκη να ξεπεραστεί η νεωτερικότητα ως μηδενισμός και "η εγκατάλειψη του Είναι στον κόσμο" (Seinsverlassenheit). Από αυτή την άποψη, η "Δύση" είναι ταυτόσημη με τον ίδιο τον φιλελευθερισμό, τον καπιταλισμό και την αστική κοινωνία κατά των οποίων η Νέα Δεξιά προσπαθούσε να πολεμήσει. Ταυτόχρονα, αν και δεν ήταν υλιστές, η Νέα Δεξιά συμφωνούσε με την καίρια σημασία που απέδιδε ο Γκράμσι και οι οπαδοί του στην "κοινωνία των πολιτών". Για παράδειγμα, ο Alain de Benoist κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο που ο Γκράμσι ονόμασε "ηγεμονία" είναι ένα σύνολο στρατηγικών, συμπεριφορών και αξιών που ο ίδιος θεωρούσε "καθαρό κακό". Αυτό οδήγησε στη διακήρυξη της αρχής του "Γκραμσιανισμού από τα δεξιά".


Αυτός ο γκραμσιανισμός "από τα δεξιά" σημαίνει την αναγνώριση της αυτονομίας της "κοινωνίας των πολιτών", όπως την εννοεί ο Γκράμσι, καθώς και τον εντοπισμό του φαινομένου της ηγεμονίας σε αυτή τη σφαίρα και την προσωπική επιλογή της ιδεολογικής θέσης του καθενός στην αντίθετη πλευρά από την ηγεμονία. Ο Alain de Benoist έχει δημοσιεύσει ένα προγραμματικό έργο με τίτλο Ευρώπη και Τρίτος Κόσμος - Μία και η ίδια μάχη[xiii], το οποίο βασίζεται εξ ολοκλήρου στους παραλληλισμούς μεταξύ του αγώνα των λαών του Τρίτου Κόσμου κατά της αστικής νεοαποικιοκρατίας και της βούλησης των ευρωπαϊκών εθνών να απελευθερωθούν από τη δικτατορία της αστικής κοινωνίας της αγοράς και την ηθική και πρακτική των εμπόρων και να αντικαταστήσουν ένα τέτοιο σύστημα με την ηρωική ηθική[xiv] (Werner Sombart).


Η κρίσιμη σημασία αυτού του "δεξιού Γκραμσιανισμού" για την ΘΠΚ (Θεωρία Πολυπολικού Κόσμου) είναι ότι μια τέτοια κατανόηση της "ηγεμονίας" που επιτρέπει την υπέρβαση του αριστερού και μαρξιστικού λόγου και την απόρριψη της αστικής τάξης πραγμάτων στη βάση (οικονομία) και το εποικοδόμημα (πολιτική και κοινωνία των πολιτών) όχι αφού η ηγεμονία έχει γίνει συνολικός πλανητικός και παγκόσμιος παράγοντας, αλλά παρά την ηγεμονία. Εξ ου και η εξαιρετικά σημαντική απόχρωση που εμποτίζεται με νόημα στον τίτλο του δεύτερου προγραμματικού έργου του de Benoist, Against Liberalism[xv], το οποίο αντιπαραβάλλεται με το After Liberalism[xvi] του νεομαρξιστή Immanuel Wallerstein. Για τον de Benoist, το "μετά" δεν μπορεί να υπολογίζεται. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αφήσουμε τον φιλελευθερισμό να γίνει ένα τετελεσμένο γεγονός. Ο φιλελευθερισμός πρέπει να αντιταχθεί εδώ και τώρα και πρέπει να καταπολεμηθεί από οποιαδήποτε θέση σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. Η ηγεμονία επιτίθεται σε πλανητική κλίμακα και βρίσκει τους φορείς της στις ανεπτυγμένες αστικές κοινωνίες, καθώς και σε εκείνες τις κοινωνίες στις οποίες ο καπιταλισμός δεν έχει ακόμη εδραιωθεί οριστικά. Ως εκ τούτου, η αντι-ηγεμονία θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως κάτι πέρα από σεχταριστικούς ιδεολογικούς περιορισμούς- αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα αντι-ηγεμονικό μπλοκ, τότε αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις αντι-αστικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, είτε αυτές ανήκουν στην αριστερά, είτε στη δεξιά, είτε σε εκείνες που δεν έχουν κανενός είδους οριστική ταξινόμηση (ο ίδιος ο Alain de Benoist έχει συνεχώς τονίσει ότι ο διαχωρισμός μεταξύ "αριστεράς" και "δεξιάς" δεν είναι μόνο ξεπερασμένος, αλλά επίσης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική επιλογή θέσης - σήμερα αυτό που έχει σημαντικά μεγαλύτερη σημασία είναι αν κάποιος δρα υπέρ ή κατά της ηγεμονίας).


Ο δεξιός Γκραμσιανισμός του Alain de Benoist μας οδηγεί πίσω στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς, παρά την μάλλον αποκλειστική και δογματική έκκλησή τους για τη δημιουργία μιας Παγκόσμιας Επαναστατικής Συμμαχίας χωρίς "συνοδοιπόρους". Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με μια που ενώνει όλους τους αντιπάλους του καπιταλισμού και της ηγεμονίας και όλους όσους ουσιαστικά αντιτίθενται σε αυτή τη δύναμη. Είναι επομένως αδιάφορο τι θεωρείται ως θετική εναλλακτική λύση, αφού σε αυτή την κατάσταση η παρουσία ενός κοινού εχθρού είναι πιο επιτακτική. Διαφορετικά, σύμφωνα με τη Νέα Δεξιά (η οποία στην πραγματικότητα αρνήθηκε να αυτοαποκαλείται "δεξιά", τον χαρακτηρισμό που δόθηκε στο κίνημά της από τους αντιπάλους της), η ηγεμονία θα μπορέσει να διαιρέσει τους αντιπάλους της πάνω σε τεχνητά πεδία και να τους θέσει τον ένα εναντίον του άλλου με σκοπό την επιτυχή αντιμετώπιση του καθενός ξεχωριστά.








Η Αντι-Ηγεμονία στη Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου

 

Alexander Dugin

Counter-Hegemony in the Theory of the Multipolar World

Η πιο σημαντική πτυχή της Θεωρίας του Πολυπολικού Κόσμου (ΘΠΚ) είναι η έννοια της αντι-ηγεμονίας, όπως διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων (ΔΣ). Κατά τη μετάβαση από την Κριτική Θεωρία στη Θεωρία του Πολυπολικού Κόσμου[i], την έννοια αυτή διατρέχει επίσης μια ιδιαίτερη αίσθηση μετασχηματισμού, η οποία θα πρέπει να εξεταστεί λεπτομερέστερα. Για να καταστεί δυνατή μια τέτοια ανάλυση, θα πρέπει πρώτα να υπενθυμίσουμε τις βασικές θέσεις της θεωρίας της ηγεμονίας στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας.


Η Έννοια της Ηγεμονίας στον Ρεαλισμό

Αν και η έννοια της ηγεμονίας στην Κριτική Θεωρία βασίζεται στη θεωρία του Αντόνιο Γκράμσι, είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τη θέση της έννοιας αυτής στον Γκραμσιανισμό και τον νεο-Γκραμσιανισμό από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στις ρεαλιστικές και νεο-ρεαλιστικές σχολές των ΔΣ.

Οι κλασικοί ρεαλιστές χρησιμοποιούν τον όρο "ηγεμονία" με μια σχετική έννοια και τον αντιλαμβάνονται ως την "πραγματική και ουσιαστική υπεροχή της δυνητικής ισχύος οποιουδήποτε κράτους έναντι της δυνητικής ισχύος ενός άλλου, συχνά γειτονικών χωρών". Η ηγεμονία θα μπορούσε να κατανοηθεί ως περιφερειακό φαινόμενο, καθώς ο καθορισμός του κατά πόσον η μία ή η άλλη πολιτική οντότητα θεωρείται "ηγεμόνας" εξαρτάται από την κλίμακα. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης εισήγαγε τον όρο όταν μίλησε για την Αθήνα και τη Σπάρτη ως τους ηγεμόνες του Πελοποννησιακού Πολέμου, και ο κλασικός ρεαλισμός χρησιμοποιεί τον όρο αυτό με τον ίδιο τρόπο μέχρι σήμερα. Μια τέτοια κατανόηση της ηγεμονίας μπορεί να περιγραφεί ως "στρατηγική" ή "σχετική".

Στον νεορεαλισμό, η "ηγεμονία" κατανοείται σε ένα παγκόσμιο (δομικό) πλαίσιο. Η κύρια διαφορά από τον κλασικό ρεαλισμό έγκειται στο ότι η "ηγεμονία" δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιφερειακό φαινόμενο. Είναι πάντα ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Ο νεορεαλισμός του K. Waltz, για παράδειγμα, επιμένει ότι η ισορροπία δύο ηγεμόνων (σε έναν διπολικό κόσμο) είναι η βέλτιστη δομή ισορροπίας ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα[ii]. Ο R. Gilpin πιστεύει ότι η ηγεμονία μπορεί να συνδυαστεί μόνο με τη μονοπολικότητα, δηλαδή, είναι δυνατόν να υπάρχει μόνο ένας ηγεμόνας, και αυτή τη λειτουργία παίζουν σήμερα οι ΗΠΑ.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι ρεαλιστές αντιλαμβάνονται την ηγεμονία ως μέσο δυνητικής συσχέτισης μεταξύ των δυνατοτήτων διαφορετικών κρατικών δυνάμεων.

Η κατανόηση της ηγεμονίας από τον Γκράμσι είναι εντελώς διαφορετική και βρίσκεται σε ένα εντελώς αντίθετο θεωρητικό πεδίο. Για να αποφευχθεί η κατάχρηση του όρου αυτού στις ΔΣ, και ιδίως στην ΘΠΚ, είναι απαραίτητο να δοθεί προσοχή στην πολιτική θεωρία του Γκράμσι, το πλαίσιο της οποίας θεωρείται σημαντική προτεραιότητα στην Κριτική Θεωρία και την ΘΠΚ. Επιπλέον, μια τέτοια ανάλυση θα μας επιτρέψει να δούμε με μεγαλύτερη σαφήνεια το εννοιολογικό χάσμα μεταξύ Κριτικής Θεωρίας και ΘΠΚ.


Η Έννοια της Ηγεμονίας του Antonio Gramsci

Ο Αντόνιο Γκράμσι στήριξε τη θεωρία του, που αργότερα έγινε γνωστή ως Γκραμσιανισμός, στην κατανόηση του Μαρξισμού και στην πρακτική του ενσωμάτωση στην ιστορία. Ως μαρξιστής, ο Γκράμσι ήταν πεπεισμένος ότι η κοινωνικοπολιτική ιστορία είναι πλήρως προκαθορισμένη από τον οικονομικό παράγοντα και, όπως όλοι οι μαρξιστές, εξηγεί το εποικοδόμημα (Aufbau) μέσω της βάσης (υποδομή). Η αστική κοινωνία είναι στην ουσία μια ταξική κοινωνία στην οποία οι διαδικασίες εκμετάλλευσης φτάνουν στην πιο συμπυκνωμένη έκφρασή τους με τη μορφή της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της ιδιοποίησης της υπεραξίας που προκύπτει κατά την παραγωγική διαδικασία από την αστική τάξη. Η ανισότητα στην οικονομική σφαίρα (η βάση) και η κυριαρχία του Κεφαλαίου επί της Εργασίας συνθέτουν την ουσία του καπιταλισμού και κατά συνέπεια καθορίζουν όλη την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική σημειολογία (το εποικοδόμημα).

Αυτή τη θέση την συμμερίζονται όλοι οι μαρξιστές και δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο ή πρωτότυπο εδώ. Αλλά τότε ο Αντόνιο Γκράμσι αναρωτήθηκε: πώς ήταν δυνατή μια προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία, όπου, από την άποψη του Μαρξ (που ανέλυε την κατάσταση στη Ρωσική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα από μια προγνωστική προοπτική) και από την άποψη του κλασικού ευρωπαϊκού μαρξισμού από τις αρχές του 20ού αιώνα, η αντικειμενική βάση (η υπανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, ένα μικρό προλεταριάτο, η κυριαρχία του αγροτικού τομέα στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας, η απουσία αστικού πολιτικού συστήματος κ.λπ.) απέκλειε τη δυνατότητα ενός κομμουνιστικού κόμματος να έρθει στην εξουσία; Άλλωστε, ο Λένιν το κατέστησε αυτό δυνατό και άρχισε να οικοδομεί το σοσιαλισμό.

Ο Γκράμσι αντιλαμβάνεται αυτό το φαινόμενο ως θεμελιωδώς σημαντικό, ονομάζοντάς το "Λενινισμό". Κατά την αντίληψη του Γκράμσι, ο Λενινισμός ήταν η πρωτοποριακή, προωθημένη δράση ενός παγιωμένου και ισχυρού πολιτικού εποικοδομήματος (με τη μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος των Μπολσεβίκων) για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Μόλις μια τέτοια πρωτοπορία γίνει σχετικός παράγοντας και η επανάσταση είναι επιτυχής, τότε θα πρέπει να αναπτύξει γρήγορα τη βάση μέσω της επιταχυνόμενης δημιουργίας των εποικοδομημάτων των οποίων οι αντίστοιχες οικονομικές πραγματικότητες δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί στον καπιταλισμό, δηλαδή η εκβιομηχάνιση, ο εκσυγχρονισμός, ο "εξηλεκτρισμός", η "δημόσια εκπαίδευση" κ.λπ. Έτσι, ο Γκράμσι έβγαλε το συμπέρασμα ότι υπό ορισμένες συνθήκες η πολιτική (το εποικοδόμημα) μπορεί να μείνει μπροστά από την οικονομία (τη βάση). Το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να "μπει μπροστά" από τη "φυσική" εξέλιξη των ιστορικών διαδικασιών. Κατά συνέπεια, ο Λενινισμός αποδεικνύει την ύπαρξη της σημαντικής αυτονομίας του εποικοδομήματος σε σχέση με τη βάση.

Αλλά ο Λενινισμός, όπως τον αντιλαμβανόταν ο Γκράμσι, περιοριζόταν στο πολιτικό τμήμα του εποικοδομήματος, στο οποίο η λειτουργία του νόμου και της κυβέρνησης και το ζήτημα της κυριαρχίας έχουν ήδη επιλυθεί. Ο Γκράμσι επέμενε ότι το εποικοδόμημα έχει ένα ακόμη σημαντικό τμήμα, το οποίο δεν είναι πολιτικό με την πληρέστερη έννοια, δηλαδή δεν συνδέεται απλώς με τα πολιτικά κόμματα ή δεν συνδέεται με το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Ο Γκράμσι ονόμασε αυτή τη σφαίρα "κοινωνία των πολιτών". Μια τέτοια έννοια, ωστόσο, θα πρέπει πάντα να συνοδεύεται από τον προσδιορισμό "κοινωνία των πολιτών όπως την αντιλαμβάνεται ο Γκράμσι", διότι η σημασία της δεν συμπίπτει πάντα με εκείνη που της αποδίδεται στις φιλελεύθερες θεωρίες. Η κοινωνία των πολιτών του Γκράμσι είναι η "ζώνη επέκτασης" για τα πνευματικά τμήματα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων της επιστήμης, του πολιτισμού, της φιλοσοφίας, της τέχνης, της αναλυτικής, της δημοσιογραφίας κ.λπ. Ο μαρξιστής, για τον Γκράμσι, στηρίζεται στην κανονικότητα της βάσης σε αυτή τη ζώνη, όπως και για το σύνολο του εποικοδομήματος. Αλλά... ο Λενινισμός έδειξε ότι η κανονικότητα της βάσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, ξεπερνιέται από τη σχετική αυτονομία του εποικοδομήματος, το οποίο προχωράει μπροστά από τις διαδικασίες της βάσης. Η εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης, ως ιστορικό παράδειγμα, έδειξε πώς η πολιτική υλοποιείται στο επίπεδο του εποικοδομήματος. Αλλά εδώ ο Γκράμσι τονίζει ότι, αν αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της πολιτικής σφαίρας του εποικοδομήματος, τότε γιατί να μη συμβεί κάτι παρόμοιο στο επίπεδο της "κοινωνίας των πολιτών"; Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται η έννοια της "ηγεμονίας" του Γκράμσι[iii], ο οποίος διαδοχικά σκιαγραφεί ότι κάτι ανάλογο με την οικονομική διαίρεση του Κεφαλαίου εναντίον της Εργασίας στη βάση, ή την αντίθεση μεταξύ του αστικού κόμματος και της κυβέρνησης εναντίον του προλεταριακού κόμματος και της κυβέρνησης (όπως στη Σοβιετική Ένωση), μπορεί να λάβει χώρα στη διανοητική σφαίρα (την "κοινωνία των πολιτών" του Γκράμσι). Αυτό το τρίτο πεδίο της αντίφασης ονομάζεται από τον Γκράμσι "ηγεμονία", όπου η αστική συνείδηση και η προλεταριακή συνείδηση ανταγωνίζονται για την κυριαρχία σχετικά αυτόνομα τόσο από την πολιτική όσο και από την οικονομία.

Μελετώντας την αστική κοινωνιολογία[iv], ο Γερμανός κοινωνιολόγος Werner Sombart έδειξε ότι ο ελεύθερος χρόνος είναι πολύτιμος για αυτή την τρίτη κατηγορία, ή τρίτη "τάξη", η οποία διαθέτει εν μέρει αυτή την άνεση, ενώ άλλες κοινωνικές ομάδες είτε δεν γνωρίζουν είτε δεν έχουν τέτοια άνεση. Η Φαινομενολογία του Πνεύματος[v] του Χέγκελ αναφέρει ομοίως ότι ο Σκλάβος λειτουργεί όχι με τη δική του συνείδηση, αλλά με τη συνείδηση του Αφέντη. Όπως είναι γνωστό, αυτό και άλλα στοιχεία του Χέγκελ αποτέλεσαν τη βάση για την κομμουνιστική ιδεολογία του Μαρξ. Συνεχίζοντας αυτή την αλυσίδα σκέψης, ο Γκράμσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υιοθέτηση ή η απόρριψη της ηγεμονίας (δομές της αστικής συνείδησης) δεν εξαρτάται και δεν μπορεί να εξαρτάται άμεσα από το γεγονός της ένταξης στην αστική τάξη (με την έννοια της βάσης) ή από την πολιτική συμμετοχή σε ένα αστικό κόμμα ή διοικητικό σύστημα. Το να είσαι στο πλευρό της ηγεμονίας ή εναντίον της, σύμφωνα με τον Γκράμσι, είναι μια ελεύθερη επιλογή. Καθώς ένας διανοούμενος την επιλέγει συνειδητά, μετατρέπεται από "παραδοσιακός" διανοούμενος σε "οργανικό" διανοούμενο, δηλαδή σε κάποιον που παίρνει συνειδητά θέση απέναντι στην ηγεμονία.

Αυτό οδηγεί σε ένα σημαντικό συμπέρασμα. Ο διανοούμενος μπορεί να αντιταχθεί στην αστική ηγεμονία ακόμη και όταν ζει άνετα σε μια κοινωνία στην οποία οι καπιταλιστικές σχέσεις αποτελούν τη βάση και η αστική πολιτική κυριαρχία επικρατεί. Ο διανοούμενος μπορεί να απορρίψει ή να αποδεχτεί την ηγεμονία ελεύθερα, δηλαδή έχει ένα κενό ελευθερίας παρόμοιο με την αυτονομία του πολιτικού σε σχέση με την οικονομική βάση (όπως φάνηκε στην εμπειρία των μπολσεβίκων στη Ρωσία). Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να είναι φορέας της προλεταριακής συνείδησης και να σταθεί στο πλευρό της εργατικής τάξης για μια δίκαιη κοινωνία, ακόμη και αν βρίσκεται στην καρδιά της αστικής κοινωνίας. Όλα εξαρτώνται από την επιλογή των διανοουμένων. Η ηγεμονία είναι επομένως θέμα συνείδησης.

Ο ίδιος ο Γκράμσι κατέληξε σε τέτοια συμπεράσματα με βάση την ανάλυσή του για τις πολιτικές διαδικασίες στην Ιταλία τη δεκαετία 1920-30[vi]. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σύμφωνα με την ανάλυσή του, οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιταλία ήταν αρκετά ώριμες για τη σοσιαλιστική επανάσταση τόσο από την άποψη της βάσης (αναπτυγμένος βιομηχανικός καπιταλισμός και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και της πάλης) όσο και από την άποψη του εποικοδομήματος (οι πολιτικές επιτυχίες των εδραιωμένων αριστερών κομμάτων). Όμως, παρά τις φαινομενικά ευνοϊκές αυτές συνθήκες, σύμφωνα με την περαιτέρω ανάλυση του Γκράμσι, οι αριστερές δυνάμεις απέτυχαν στο διανοητικό πεδίο. Εδώ ήταν που η Ιταλία καταπιεζόταν περισσότερο από την αστική ηγεμονία, η οποία εισήγαγε συνεχώς αστικά στερεότυπα και κλισέ στη λαϊκή συνείδηση, παρόλο που αυτά έρχονταν σε αντίθεση με την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα και τη δημοτικότητα των ενεργών, αντι-αστικών κύκλων. Κατά τον Γκράμσι, ο Μουσολίνι εφάρμοσε την ηγεμονία υπέρ του (ο φασισμός ήταν αηδιαστικός για τους κομμουνιστές, οι οποίοι τον έβλεπαν ως μια μορφή κυριαρχίας των αστικών τάξεων) και εμπόδισε την εμφάνιση μιας "τεχνητής" σοσιαλιστικής επανάστασης σύμφωνα με τη φυσική ιστορική πορεία των γεγονότων. Με άλλα λόγια, παρά τη διεξαγωγή (σχετικά) επιτυχημένων πολιτικών μαχών, οι Ιταλοί κομμουνιστές παρέβλεπαν την "κοινωνία των πολιτών", τη διανοητική σφαίρα και τον "μεταπολιτικό" αγώνα. Ο Γκράμσι είδε σε αυτό την αιτία της ήττας τους.

Ο Γκραμσιανισμός έχει έκτοτε υιοθετηθεί από την ευρωπαϊκή Αριστερά (ιδίως τη Νέα Αριστερά) και τα αριστερά κινήματα στην Ευρώπη εφαρμόζουν τον Γκραμσιανισμό στην πράξη από τη δεκαετία του 1960. Οι αριστεροί (μαρξιστές) διανοούμενοι (Σαρτρ, Καμύ, Αραγκόν, Φουκώ κ.ά.) μπόρεσαν να εμφυτεύσουν αντι-αστικές έννοιες και θεωρίες στο κέντρο της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, εκμεταλλευόμενοι έτσι τα έντυπα, τις εφημερίδες, τις λέσχες και τα πανεπιστημιακά τμήματα που αποτελούσαν αναπόσπαστα μέρη της καπιταλιστικής οικονομίας, και έδρασαν στο πολιτικό πλαίσιο της κυριαρχίας του αστικού συστήματος. Συνέχισαν να προετοιμάζουν τα γεγονότα του 1968 που σάρωσαν την Ευρώπη και την αριστερή στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής στη δεκαετία του 1970. Όπως ο Λενινισμός απέδειξε στην πράξη ότι το πολιτικό τμήμα του εποικοδομήματος έχει έναν ορισμένο βαθμό αυτονομίας, στη σφαίρα του οποίου ο ακτιβισμός μπορεί να επιταχύνει τις διαδικασίες που εκτυλίσσονται στη βάση, έτσι και ο γκραμσιανισμός της Νέας Αριστεράς απέδειξε στην πράξη την αποτελεσματικότητα και την πρακτική αξία μιας ενεργητικής διανοητικής στρατηγικής.


Ο Γκραμσιανισμός στην Κριτική Θεωρία: ο Αριστερός Άξονας

Ο Γκραμσιανισμός που περιγράψαμε έχει ενσωματωθεί στην ΔΣ Κριτική Θεωρία από τους σύγχρονους εκπροσώπους της, όπως ο Robert Cox[vii], ο Stephen Gill[viii], κ.λπ. Στον μεταμοντερνισμό προωθήθηκε η αυτονομία της "κοινωνίας των πολιτών" και, κατά συνέπεια, το φαινόμενο της επιλογής της ηγεμονίας από τους διανοούμενους και της τοποθέτησης των επιστημολογικών αγκυλώσεων πάνω από τις πολιτικές διαδικασίες και τις οικονομικές δομές εν γένει διατήρησε τη συνέχεια του μαρξιστικού, αριστερού λόγου. Κατά την άποψη αυτή, ο καπιταλισμός θεωρείται γενικά καλύτερος (πιο "προοδευτικός") από τα προ-καπιταλιστικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα, ακόμη και αν είναι προφανώς χειρότερος σε σύγκριση με το όποιο μετα-καπιταλιστικό (σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό) μοντέλο από το οποίο πρόκειται να αντικατασταθεί. Αυτό εξηγεί τη δομή του εγχειρήματος της αντι-ηγεμονίας[ix]. Η ΔΣ Κριτική Θεωρία παραμένει αριστερή στην κατανόηση της ιστορικής διαδικασίας. Μπορεί κανείς να περιγράψει αυτή την προοπτική με τον ακόλουθο τρόπο: σύμφωνα με τους εκπροσώπους της Κριτικής Θεωρίας, η ηγεμονία (η αστική κοινωνία που κορυφώνεται με το ολόγραμμα της αστικής συνείδησης) αντικαθιστά αυτό που την "ηγεμόνευε" (τύπους προ-αστικών σχηματισμών με εγγενείς μορφές προ-νεωτερικής συλλογικής συνείδησης) για να ανατραπεί στη συνέχεια από την αντι-ηγεμονία, η οποία, μετά τη νίκη της, πρόκειται να εγκαθιδρύσει τη μετα-ηγεμονία. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο[x], οι ίδιοι ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέμειναν στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η αντίθεση των κομμουνιστών στην αστική τάξη δεν έχει καμία σχέση με τις αξιώσεις κατά της αστικής τάξης που προβάλλουν οι αντι-αστοί φεουδαλιστές, οι εθνικιστές, οι χριστιανοί σοσιαλιστές κ.λπ. Ο καπιταλισμός είναι καθαρό κακό που συγκεντρώνει στον εαυτό του (αν και όχι τόσο ξεκάθαρα και ρητά) προηγούμενες μορφές κοινωνικής εκμετάλλευσης. Για να νικηθεί αυτό το κακό, πρέπει πρώτα να του επιτραπεί να εκδηλωθεί πλήρως, και μόνο τότε μπορεί να εξαλειφθεί, αντί να ρετουσάρονται τα πιο απεχθή χαρακτηριστικά του, πράγμα που μόνο καθυστερεί τον ορίζοντα της επανάστασης και του κομμουνισμού. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζουμε τη δομή της νεο-γκραμσιανής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων.

Η ανάλυση αυτή χωρίζει όλες τις χώρες σε εκείνες στις οποίες η ηγεμονία είναι προφανώς ενισχυμένη (αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που χαρακτηρίζονται από βιομηχανικές οικονομίες, κυριαρχία των αστικών κομμάτων σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες οργανωμένες σύμφωνα με το παράδειγμα του έθνους-κράτους, αναπτυγμένη οικονομία της αγοράς και φιλελεύθερο νομικό σύστημα) και σε εκείνες στις οποίες, λόγω διαφόρων ιστορικών συνθηκών, δεν έχουν εμφανιστεί τέτοιοι παράγοντες. Η πρώτη ομάδα χωρών αποκαλείται "ανεπτυγμένες δημοκρατικές δυνάμεις" και η δεύτερη είναι "οριακές περιπτώσεις", "προβληματικές περιοχές" ή ακόμη και κατηγοριοποιούνται ως "κράτη-παρίες". Η αριστερή (μαρξιστική, νεομαρξιστική και γκραμσιανή) ανάλυση είναι απολύτως εφαρμόσιμη στις χώρες στις οποίες ενισχύεται η ηγεμονία. Ωστόσο, στην περίπτωση των χωρών που εμφανίζουν "ελλιπή ηγεμονία", τα πράγματα θα πρέπει να εξεταστούν με διαφορετικό τρόπο.

Ο ίδιος ο Γκράμσι τοποθετεί αυτές τις χώρες στην κατηγορία των "Καισαρικών" (βλέποντας ως σαφή αναφορά την εμπειρία της φασιστικής Ιταλίας). Ο "Καισαρισμός" μπορεί να θεωρηθεί με την ευρεία έννοια ως κάθε πολιτικό σύστημα στο οποίο οι αστικές σχέσεις υπάρχουν σε αποσπασματική μορφή, ενώ η πλήρης πολιτική τους διευθέτηση (με τη μορφή κλασικών αστικοδημοκρατικών κρατών) έχει καθυστερήσει. Στον "Καισαρισμό", το κύριο σημείο δεν είναι η αυταρχική διακυβέρνηση, αλλά η καθυστέρηση της πλήρους υλοποίησης ενός πλήρως ολοκληρωμένου καπιταλιστικού συστήματος δυτικού τύπου (τόσο της βάσης όσο και του εποικοδομήματος). Οι λόγοι αυτής της "καθυστέρησης" μπορεί να ποικίλλουν από δικτατορικά στυλ διακυβέρνησης, ελίτ των φυλών και την παρουσία θρησκευτικών ή εθνοτικών ομάδων στην εξουσία μέχρι το πολιτισμικό χαρακτηριστικό μιας δεδομένης κοινωνίας ή τις ιστορικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης οικονομικής ή γεωγραφικής θέσης κ.λπ. Αυτό που είναι πρωτίστως σημαντικό είναι ότι σε μια τέτοια κοινωνία η ηγεμονία δρα τόσο ως εξωτερική δύναμη (από τα αστικά κράτη και κοινωνίες) όσο και ως εσωτερική αντίθεση, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέεται με εξωτερικούς παράγοντες.

Στις ΔΣ, οι νεο-γκραμσιανοί επιμένουν ότι ο "Καισαρισμός" είναι "ατελής ηγεμονία". Έτσι, η στρατηγική του είναι να διασφαλίζει μια ισορροπία μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών ηγεμονικών πιέσεων, παραχωρώντας ορισμένες παραχωρήσεις, ενώ ταυτόχρονα το κάνει μόνο επιλεκτικά, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία και να αποτρέψει την κατάληψη από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της πολιτικής υπερδομής που προΐσταται της οικονομικής βάσης της κοινωνίας. Ο Καισαρισμός είναι έτσι καταδικασμένος στον "μετασχηματισμό" (από το ιταλικό transformismo), δηλαδή στη διαρκή προσαρμογή της ηγεμονίας, αυτής ακριβώς της δύναμης που ο Καισαρισμός επιθυμεί διαρκώς να καθυστερήσει ή να εκτρέψει σε μια λανθασμένη τροχιά, το τέλος της οποίας πλησιάζει σταθερά.

Από αυτή την άποψη, η ΔΣ Κριτική Θεωρία θεωρεί ότι ο "Καισαρισμός" είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα εξαλειφθεί από την ηγεμονία, καθώς το φαινόμενο αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια "ιστορική καθυστέρηση" παρά μια εναλλακτική λύση, δηλαδή μια αντι-ηγεμονία από μόνη της.

Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της σύγχρονης ΔΣ Κριτικής Θεωρίας, αυτός ο "Καισαρισμός" αντιπροσωπεύεται προφανώς από τις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου και τις μεγάλες δυνάμεις που περιλαμβάνονται στις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική).

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα χαρακτηριστικά, οι περιορισμοί σε μια τέτοια εννοιολόγηση της αντι-ηγεμονίας που παρουσιάζεται από την ΔΣ Κριτική Θεωρία γίνονται σαφείς, όπως και ο καθαρός ουτοπισμός των εναλλακτικών σχεδίων, όπως η "αντι-κοινωνία" του Cox, η οποία αντιπροσωπεύει κάτι ανέκφραστο και απροσδιόριστο. Προχωρούν από το αόριστο πρόταγμα της κοινωνικοπολιτικής παγκόσμιας τάξης, η οποία υποτίθεται ότι θα εμφανιστεί "μετά τον φιλελευθερισμό"[xi] (Immanuel Wallerstein) και συμμορφώνεται με τη συνήθη αριστερή κομμουνιστική ουτοπία. Μια παρόμοια εκδοχή της αντι-ηγεμονίας περιορίζεται επίσης από το γεγονός ότι σπρώχνει βιαστικά πολλά άλλα πολιτικά φαινόμενα, τα οποία είναι προφανώς άσχετα με την ηγεμονία και τείνουν προς εναλλακτικές εκδοχές της παγκόσμιας τάξης, στην κατηγορία του "Καισαρισμού", και επομένως της "ατελούς ηγεμονίας". Αυτό στερεί από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις κάθε σκέψη ως προς την εξέλιξή τους προς μια αποτελεσματική αντι-ηγεμονική στρατηγική. Παρ' όλα αυτά, είναι αυτή η γενική ανάλυση της δομής των διεθνών σχέσεων υπό το πρίσμα της νεογκραμσιανής μεθοδολογίας που αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική τροχιά για την ανάπτυξη της ΘΠΚ.

Ωστόσο, προκειμένου να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς που ενυπάρχουν στην Κριτική Θεωρία και να αξιοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητες που κρύβει ο νεο-γκραμσιανισμός, θα πρέπει να διευρύνουμε ποιοτικά αυτή την προσέγγιση, υπερβαίνοντας την αριστερά (ακόμα και τον "αριστερίστικο") λόγο, ο οποίος τοποθετεί την όλη δομή στη ζώνη του ιδεολογικού σεχταρισμού και του περιθωριακού εξωτισμού (όπου αυτός συναντάται σήμερα). Από αυτή την άποψη, πολύτιμη βοήθεια μπορούν να προσφέρουν οι ιδέες του Γάλλου φιλοσόφου Alain de Benoist.

Αι πολιτιστικαι επιδράσεις της μεν Ρωμηοσύνης

 Αι πολιτιστικαι επιδράσεις της μεν Ρωμηοσύνης και επί του Ισλάμ της δε Ευρώπης επί των Νεγραικών.

Επίσης πρέπει να ερευνηθή λεπτομερώς η επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού των Ρωμαίων επί των Αράβων και Τούρκων. Δεν είναι τυχαίον το γεγονός ότι η ρωμαίϊκη γλώσσα παρέμεινεν επί 100 έτη ή διοικητική γλώσσα.των Αράβων μετά την υπ' αυτών κατάκτησιν της συριακής και αιγυπτιακής Ρωμανίας. Υπάρχουν πάμπολλα τα μαρτυρούντα την επίδρασιν αυτών από τους ίδιους αρχαιοτέρους "Αραβας ιστορικούς. Η αραβική και τουρκική μουσική π.χ. βασίζεται ως επί το πλείστον επί της ρωμαίικης οκτωήχου, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερον εις τα τραγούδια και τους χορούς των Αράβων και Τούρκων.

Επειδή όμως οι Νεογραικοί φαντάζονται ότι το γνήσιων ελληνικών πρέπει να ομοιάζη με το ευρωπαϊκών, αφού συγχέουν τον ελληνικών πολιτισμών με τον ευρωπαϊκών, είναι αναπόφευκτον να πιστεύουν ότι κάθε ομοιότης μεταξύ ρωμαίϊκης και τουρκικής ή αραβικής μουσικής οφείλεται εις κάποιαν υποδούλωσιν της ρωμαίϊκης παραδόσεως εις την αραβικήν και τουρκικής και όχι αντιστρόφως.

Το ίδιο ισχύει και εις το θέμα των χορών. Πάντως η δουλεία των Νεογραικών εις τον ευρωπαϊκών πολιτισμόν φαίνεται σαφώς εις την μουσικής, τους χορούς, την ενδυμασίαν, την αρχιτεκτονικής και την εικονογραφία του νέου ελληνικού κρατιδίου μετά το 1821.

Η Ρωμανία Νικά

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ / ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ Σ. ΙΩΑΝΝΗΣ




Speech at Alternatives to Globalization Conference in 2018

Caleb Maupin



 

Είμαστε οι κληρονόμοι της Ρώμης, του Βυζαντίου της διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού

 "Είμαστε οι κληρονόμοι της Ρώμης, του Βυζαντίου της διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού

Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, που βασίζονται στην εξουσία της οικονομικής ολιγαρχίας, εμείς είμαστε οι κληρονόμοι της Ρώμης, οι κληρονόμοι του Βυζαντίου. Η Ρώμη είναι η ιδέα της δίκαιης εξουσίας σε όλο τον κόσμο. Η Ρώμη είχε τη δική της υψηλή ιδέα και τη δική της αποστολή: τη διάδοση του υψηλού ελληνικού πολιτισμού και την ιδέα της δικαιοσύνης σε όλο τον κόσμο.

Η αριστοκρατία της Ρώμης ήταν στρατιωτική. Και η ρωσική αριστοκρατία ήταν στρατιωτική. Και ο Πούσκιν, αν και φορούσε πολιτική στολή, ρίχτηκε σε επιθέσεις ιππικού και έγραψε ωδές στα ρωσικά αυτοκρατορικά όπλα. Έτσι η τιμή, ο πολιτισμός και η στρατιωτική δόξα κατέκτησαν τον κόσμο.

Υπήρχε εναλλακτική σε έναν τέτοιο κόσμο; 

Ναι, η Καρχηδόνα θα μπορούσε να γίνει αυτή η εναλλακτική.

 Ο ζοφερός κόσμος της δύναμης της οικονομικής ολιγαρχίας και των τερατωδών λατρειών στις οποίες οι Καρχηδόνιοι θυσίαζαν τα πρωτότοκα παιδιά τους, καίγοντας τα σε φούρνους ως πράξεις θυσίας-ολοκαυτώματος (από τα ελληνικά «ολοκαύτωμα»-προσφορά στον Θεό).  Αυτό το τερατώδες έθιμο θα μπορούσε να γίνει το κεντρικό σενάριο για ολόκληρο τον κόσμο εάν κέρδιζε η Καρχηδόνα.

 Αλλά  κέρδισε η Ρώμη, η ρωμαϊκή στρατιωτική ανδρεία. Η στρατιωτική αυτοκρατορία κέρδισε, κουβαλώντας την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στην κόψη ενός σπαθιού βαμμένου με αίμα."


https://www.echedoros-a.gr/2022/05/blog-post_70.html?fbclid=IwAR12-fzrPhhb4uPK1bIj2xErGTRnxGzXugJIhF_UB3DY2Xrxyg2O7pslArU

Υπερβορεία και Ευρασία


(Πέρα από τα πολικά βουνά)


Στη γεωγραφία του αρχαίου κόσμου υπάρχει ένα ενδιαφέρον μοτίβο. Οι αρχαίοι πολιτισμοί διαμορφώθηκαν υπό την επίδραση ερεθισμάτων που προέρχονταν από τον Βορρά, αλλά αυτά αποκρυσταλλώθηκαν και πήραν μορφή μόνο νότια ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χαρακτηριστικού: της αλυσίδας των ευρασιατικών βουνών που εκτείνεται από τα Πυρηναία έως τη Μαντζουρία. Ο πολιτισμός προέκυψε μέσα σε αυτό το μυστηριώδες παράδειγμα. Από τα βόρεια αυτών των βουνών έρρεε ακατέργαστο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο εγκαταστάθηκε και πάγωσε σε συγκεκριμένες μορφές στο νότο.


Οι μύθοι των αρχαίων λαών κατοχύρωσαν αυτό το μοντέλο σε μια δυαδική διαίρεση του χώρου: ο "καλός" (πολιτισμένος) χώρος - Κίνα, Ινδία, Ιράν, Σουμερία, Ασσυρία, Ελλάδα, Ιταλία, Ιβηρική - βρίσκεται νότια της οροσειράς, οι κορυφές της οποίας σηματοδοτούν τον απώτατο Βορρά: Θιβέτ, Καϊλάς, Ελμπρούς, Όλυμπος... Αυτό που βρίσκεται βόρεια, πέρα από τον Βορρά (εξ ου και η ελληνική λέξη "υπερ-Βορέας", κυριολεκτικά αυτό που βρίσκεται "βόρεια του Βόρειου Ανέμου" - "Jenseits des Nordens" κατά τον Νίτσε) είναι μια σκιώδης άγνωστη σφαίρα, ο κόσμος της βαρβαρότητας, η απόκοσμη κατοικία των κολασμένων όντων-Πικτών, άγριων Γερμανών, Τουρανών. Αυτό το διττό μοντέλο της ιερής γεωγραφίας περιγράφηκε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια από τους αρχαίους Ιρανούς, για παράδειγμα στο Shahnameh του Ferdowsi. Αυτό καθόρισε την κλασική δυαδική αντίληψη: Ιράν=Φως / Τουράν=Σκότος, Ιράν=Πολιτισμός / Τουράν=Βαρβαρότητα, Ιράν=Εδραία ζωή / Τουράν=Νομαδισμός.


Η ζώνη της Βόρειας Ευρασίας, από τη Γαλλία μέχρι τον Αμούρ, αποτελεί μια ενιαία ζώνη, το Τουράν (το οποίο, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει την Υπερβορεία ή τουλάχιστον το κατώφλι της Υπερβορείας).


Οι αρχαίοι πολιτισμοί των νότιων συστημάτων δέχονταν συνεχώς εισβολές από αυτή τη δαιμονοποιημένη περιοχή του Τουράν, η οποία όχι μόνο προκαλούσε καταστροφή, ερείπια και θάνατο, αλλά και έδινε νέα ζωή, νέο αίμα και φρέσκια ενέργεια στα αργά υποβαθμιζόμενα καθεστώτα του Νότου. Υπήρχε κάτι θεϊκό στις βαρβαρικές εισβολές. Λεηλατώντας, βιάζοντας, καταστρέφοντας και καίγοντας τα κέντρα του πολιτισμού, οι Τουρανοί αποκάλυψαν τη μυστική ουσία - τη γυμνή ουσία της ύπαρξης. Άφησαν πίσω τους αυτοκρατορικές δυναστείες και ανίκητους στρατούς, μια νέα ηθική της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης, παρρησία ομιλία και σιδερένια θέληση, παθιασμένους εναγκαλισμούς και σκληρό θάνατο... Ήταν σαν "μάστιγα του Θεού" (όπως πίστευαν), ανανεώνοντας έναν θηλυκοποιημένο Νότο με την σκληρή αυστηρότητα του Βορρά.


Οι αρχαίοι πολιτισμοί φοβόντουσαν και δεν καταλάβαιναν τον φυλετικό άνθρωπο του Τουράν. Έχτισαν το Σινικό Τείχος και διεξήγαγαν τιμωρητικές εκστρατείες για να προστατευτούν, και τον περιφρονούσαν και τον μισούσαν, αλλά με εκπληκτική συχνότητα τους υπενθύμιζε τα δικά τους ιδανικά. Ο άγριος, αδάμαστος Τουράν: αδίστακτος, ψηλομάγουλος, γαλανομάτης, ξανθός και ζωηρός.


Ο Τουράν - Υπερβόρειος με την ευρύτερη έννοια - ήταν η πηγή του βασιλικού αίματος. Οι περισσότερες αυτοκρατορικές και βασιλικές γραμμές στην ιστορία ήρθαν στην πολιτισμένη ζώνη από τον Βορρά. Οι κινεζικές δυναστείες είχαν ως επί το πλείστον τουρανική καταγωγή: Ούννοι, Τόμπα, Χιτάνοι, Τζουρτσέν, Μογγόλοι και, τέλος, Μαντσού. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν γιος ενός βασιλιά των βόρειων βαρβάρων - του Φιλίππου του Μακεδόνα.


Η παράδοξη δυαδικότητα του Τουράν είναι εμφανής: μια βαρβαρότητα που φέρει πολιτισμό, ένας θάνατος που δίνει ζωή, μια καταστροφή που ανοίγει το δρόμο για μια νέα δημιουργία.


Τουράν: η "μάστιγα του Θεού", ο ισχυρός παλμός της ηπείρου, που συντρίβει τα αγγεία του πολιτισμού για να απελευθερώσει το αρχέγονο φως που περικλείεται μέσα του.


Στην ορμή του για την οικοδόμηση της αυτοκρατορίας του, ο Τζένγκις Χαν ανέλαβε μια σημαντική ιερο-γεωγραφική αποστολή: "ισοπέδωσε τα βουνά" κάνοντας το φυσικό βόρειο όριο των νότιων πολιτισμών διαφανές και βατό. Το άνοιγμα της Βόρειας Ευρασίας διεύρυνε απίστευτα το γεωγραφικό όραμα των νοτίων. Ο συμβατικός Βορράς της ηπείρου, η ορεινή κορυφογραμμή ή ο "υποκατάστατος" Πόλος, αποδείχθηκε ότι ήταν μια τοπική και όχι μια παγκόσμια πραγματικότητα. Ο αληθινός Βορράς - η μεγάλη Αρκτίδα - εκδηλώθηκε. Ο Βορράς και ο Νότος ενσωματώθηκαν οι ίδιοι σε μια ενιαία μονάδα ευρασιατικής επικράτειας, υποταγμένης στη θέληση του Βορρά με την πλανητική, ηπειρωτική έννοια. Αυτή είναι η μεγάλη σκανδιναβική αποκατάσταση της ιερής γεωγραφίας, η οποία επιτεύχθηκε από τον Τζένγκις Χαν μέσω της αυτοκρατορίας του. Εκεί έγκειται η θεμελιώδης διαφορά της από την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία παρέμεινε εξ ολοκλήρου νοτίως της ευρασιατικής οροσειράς, αν και η πηγή της ώθησής της ήταν επίσης τοπικά πολικής προέλευσης (σε σχέση με την ιερή γεωγραφία της Ελλάδας)-η βαλκανική Μακεδονία.


Η Μογγολόσφαιρα του Τζένγκις Χαν δεν ήταν απλώς το ανατολικό είδωλο της δυτικής αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά αποκάλυψε για τους νέους πολιτισμούς τον υπερβατικό ορίζοντα της σκανδιναβικής διάστασης της ύπαρξης, αυτό το "Φως του Βορρά" που διδάσκει ο ισλαμικός εσωτερισμός. Ο Τζένγκις Χαν προερχόταν από αυτόν τον Βορρά, ανοίγοντας τον δρόμο σε νέους πνευματικούς χώρους.


"Διαγράφοντας τα βουνά" - το βασικό στοιχείο της ιερής γεωγραφίας ολόκληρης της μογγολικής σφαίρας, με κάθε έννοια: ιστορική, αρχετυπική και γεωπολιτική.


Ευρασιατισμός


http://www.4pt.su/en/content/hyperborea-and-eurasia


https://paideuma.tv/en/video/hyperborea-and-eurasia-alexander-dugin#/?playlistId=0&videoId=0


Paintings of Hyperborean Russia by Alexander Uglanov


Real Hyperboreans? Ancient North Eurasians



Konstantin Vasilyev - Artist at the call of the Heart




Μία κουλτούρα τῆς ἄλλης Εὐρώπης


Ὁ εὐρασιατισμὸς εἶναι μία πρόσκληση για να ξεμάθουμε τὴν Δύση. Μία ρήξη μὲ τὴν δυτικὴ ἐπιστημολογία. Τοῦτο ἀπαιτεῖ τὴν ἐπεξεργασία μιας γλώσσας καὶ μιᾶς ἰδίας λογικῆς. Λίγα πνευματικά ρεύματα ὑπῆρξαν τόσο γόνιμα, τὴν ὥρα ποὺ φέρνουν στὸ φῶς καινούργιους γνωστικοὺς κλάδους -γεωσοφία, ἐθνοσοφία, ἱστοριοσοφία- ἤ ἐπινοοῦν καινούργιους ὅρους -τοπογέννεση, ἰδεοκρατία, ἐθνογένεση, παθιασμός. Ὅροι καὶ κλάδοι ποὺ δύσκολα μποροῦν νὰ ταυτοποιηθοῦν ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικὰ πρότυπα τῆς Δύσης. Ὅμως, ἡ εὐρασιατική προσέγγιση δὲν ἐπιδιώκει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τὴν Δύση, ἀλλὰ νὰ διαφέρει ἀπὸ αὐτήν. Ἐνῶ ἡ δυτικὴ προσέγγιση ἐρωτᾶ γιὰ τὸ «πῶς» τῶν πραγμάτων, ἡ εὐρασιατικὴ ἐρωτᾶ γιὰ τὸν σκοπὸ ἤ γιὰ τὸ νόημά τους. Ὁ εὐρασιατισμὸς είναι πρωτίστως μία ἑρμηνευτική, στὸν βαθμὸ ποὺ ἑρμηνεύει τὰ φαινόμενα ὡς σύμβολα ἤ σημεῖα τοῦ ὑπερβατικοῦ. Εἶναι ἐπίσης μία ὁλιστικὴ σκέψη, ὡς πρὸς τὸ ὅτι προσπαθεῖ νὰ καταδείξει τὴν ἑνότητα τῶν φαινομένων ποὺ περιγράφει καὶ νὰ τὰ τοποθετήσει ὡς μέρη ἑνὸς «ὅλου». Ὁ ἐπιστημονικὸς ὁλισμὸς εἶναι «μία ἐπιδίωξη γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς γνώσης καὶ ἀποτελεῖ μία σταθερὰ τῆς ρωσσικῆς σκέψης».  Γιὰ τὸν εὐρασιατισμὸ οἱ ἐπιστῆμες ἀποτελοῦν κι αὐτὲς μία ἔκφραση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας.

Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ἀπατώμεθα. Αὐτὴ ἡ ἀνατροπὴ τῆς δυτικῆς λογικῆς ἔχει ὡς πνευματική της μήτρα τὴν Εὐρώπη. Ὁ εὐρασιατισμὸς στηρίζεται στὴν κληρονομιὰ τοῦ Χέγκελ, ὅταν δίνει τὸ πρωτεῖο στὶς «ἰδέες» ὡς κινητήρια δύναμη τῆς ἱστορίας. Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τὶς θεωρίες τοῦ Χέρντερ, τὶς σχετικὲς μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἰδιαιτερότητας τῶν λαῶν. Ἀφορμᾶται ἀπὸ τὴν νεοπλατωνικὴ ἀντίληψη ὡς πρὸς τὴν πίστη του σὲ μία «ἀπόκρυφη σημασία» τῶν πραγμάτων. Εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν γερμανικὴ «φιλοσοφία τῆς φύσης» (Naturphilosophie) ὡς πρὸς τὴν ὑποστήριξή του στὸν ἐπιστημονικό οργανικισμό. Βασίζεται στις ἰδέες τοῦ Νίτσε σχετικὰ μὲ τὴν ἀντίθεση μεταξὺ «κουλτούρας» καὶ «πολιτισμοῦ». Συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Σπένγκερ ὡς πρὸς τὴν κυκλικὴ ἀντίληψη τῆς ἱστορίας. Ἐνσωματώνει την φιλοσοφία τοῦ Μπέργκσον ὡς πρὸς τὴν κριτική τοῦ ἐπιστήμονισμοῦ. Καὶ οὕτω καθεξής.


Παρὰ τὴν πρωτοτυπία τῶν διατυπώσεών του καὶ τὸν ἔντονα ρωσσικό χαρακτήρα τῆς ὀπτικής του, ὁ εὐρασιατισμὸς συμμετείχε στο ευρωπαϊκό κλίμα τῆς ἐποχῆς του -κατὰ τὶς δεκαετίες τοῦ '20 καὶ τοῦ '30 τοῦ περασμένου αἰῶνα. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς μία Ρωσσική «Συντηρητική Ἐπανάσταση» ἤ ὡς ἡ ρωσσικὴ ἐκδοχή τῆς γερμανικῆς «Συντηρητικῆς Ἐπανάστασης». Ὅπως καὶ ἡ τελευταῖα, ὁ εὐρασιατισμὸς προσλαμβάνει την δυτικὴ γνώση καὶ βρίσκεται στην καρδιὰ τῆς νεωτερικότητας, ἀλλὰ τὸ κάνει γιὰ νὰ τὴν ἀνατρέψει καὶ νὰ τὴν περάσει ἀπὸ ἄλλα κανάλια. Ἀπέναντι στὸν παθητικὸ παραδοσιοκρατισμό, ποὺ προσκολλᾶται στὸ παρελθόν, ὁ εὐρασιατισμὸς εἶναι ἕνας ἐνεργὸς ἀντιδυτικισμός, ποὺ δὲν ἀποκηρύττει τὴν ἰδέα τῆς ἐπανάστασης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοπροσδιορίζεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Εὐρώπη δὲν σημαίνει ὅτι οἱ εὐρασιατιστὲς εἶναι ἀντιεύρωπαῖοι ἀλλὰ ἀντιδυτικιστές. Εἶναι ἀντιευρωπαϊστές μονάχα στὸν βαθμὸ κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ Εὐρώπη ἔχει μετατραπεῖ σὲ Δύση -σὲ ἕνα ὁμοιομορφοποιητικό καὶ παγκοσμιοποιητικὸ πρόταγμα- καὶ ἔχει γυρίσει την πλάτη της σὲ αὐτὸ ποὺ κάποτε δημιούργησε τὸ μεγαλείο της. Οἱ εὐρασιατιστὲς συγκαταλέγονται δικαιωματικὰ σὲ μία εὐρωπαϊκή πολιτιστική παράδοση: στὴν ἐξέγερση ἡ ὁποία, ἀπὸ τὸν ρομαντισμό καὶ μετά, ἐκφράζεται ἐναντίον τοῦ ὀρθολογιστικοῦ καὶ ἀστικοῦ πολιτισμοῦ -εἶναι ἡ κουλτούρα τῆς ἄλλης Εὐρώπης.


Ὅμως, ὁ εὐρασιατισμὸς ἀποτελεῖ παράδειγμα, πάνω ἀπ' ὅλα, τοῦ τί μπορεῖ νὰ δώσει μία μεταπολιτικὴ σκέψη ποὺ φθάνει στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδό της. 


Ἄν ἡ Δύση ἀντιπροσωπεύει τὸ ἡλιοβασίλεμα, τὴν παρακμή, ἡ Εὐρασία -ἡ χώρα ἀπὸ ὅπου ἀνατέλλει ὁ ἥλιος- ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀναγέννηση. Ἡ γεωπολιτικὴ καὶ ἡ ἐσχατολογία ἀναμειγνύονται ἔτσι σὲ ὁρισμένες διατυπώσεις ποὺ θὰ ἦταν ἀδιανόητες ἐκτὸς τῆς ρωσσικῆς πολιτιστικῆς τροχιᾶς.

Ὁ Ντούγκιν εἶναι συγγραφέας ἑνὸς πολυσχιδοῦς ἔργου, οἱ διανοούμενοι στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται εἶναι κατὰ προτίμηση ξένοι καὶ ἀνήκουν στοὺς καταραμένους τοῦ εὐρωπαϊκοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Ὁ σκληρὸς πυρήνας τῆς σκέψης του -τὸ ἐσωτερικό του μέρος- ἀναφέρεται στὴν παραδοσιοκρατία ποὺ διατύπωσαν ὁ Ρενὲ Γκενὸν [René Guenon] καὶ ὁ Ἰούλιος Ἔβολα ὡς ριζικὴ ἐξέγερση κατὰ τοῦ μοντέρνου κόσμου. Ἐξίσου σημαντικὴ εἶναι ἡ προσήλωσή του στὶς ἀρχὲς τῆς γερμανικῆς «Συντηρητικῆς Ἐπανάστασης» τῆς δεκαετία τοῦ 1920, στὴν φιλοσοφία τοῦ Χάϊντεγκερ καὶ στοὺς θεωρητικοὺς τῆς κλασικῆς γεωπολιτικῆς. Ἡ πρωτοτυπία τοῦ Ντούγκιν ἔγκειται στὸ ὅτι ἔχει «τροφοδοτήσει» θεωρητικὰ τὸν εὐρασιατισμὸ μὲ εὐρωπαϊκὲς μὴ κομφορμιστικές πηγές, προκειμένου νὰ τὶς ἀνακατευθύνει πρὸς μία ἄλλη διάσταση. Ἀπὸ μία σχολὴ σκέψης «τῆς Ρωσσίας καὶ γιὰ τὴν Ρωσσία»


ὁ νεοευρασιατισμὸς γίνεται ἔτσι μία ἐπαναστατικὴ θεωρία παγκόσμιας ἐμβέλειας, «ἀποεδαφικοποιεῖται» καὶ προσλαμβάνει τὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς ἐνεργητικοῦ ἀντιδυτισμοῦ, ἑνὸς ὑποδείγματος γιὰ ἐκείνους ποὺ ἀντιστέκονται στὴν νέα παγκόσμια τάξη. «Ἕνας εὐρασιατιστής», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ντούγκιν, «δὲν εἶναι ἕνας κάτοικος τῆς εὐρασιατικῆς ἠπείρου, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναλαμβάνει οἰκειοθελῶς ἕναν ὑπαρξιακό, ἰδεολογικὸ καὶ μεταφυσικὸ ἀγῶνα κατὰ τοῦ ἀμερικανισμοῦ, τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ τῶν δυτικῶν ἀξιῶν».


Αὐτὸς ὁ μεταγεωγραφικὸς νεοευρασιατισμὸς ἀποκτᾶ στὸν Ντούγκιν ἕνα ὄνομα: τὴν Τέταρτη Πολιτικὴ Θεωρία. 





ΟΙ ΙΡΑΝΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

 

Eugene Montsalvat


Οι πνευματικοί πρόγονοι της Ιρανικής Επανάστασης, ο Αχμάντ Φαρντίντ, ο Τζαλάλ Αλ-ε-Αχμάντ και ο Αλί Σαριάτι, μοιράζονται πολλά κοινά σημεία με την Τέταρτη Πολιτική Θεωρία. Αντλώντας από την κοινή πνευματική κληρονομιά του Μάρτιν Χάιντεγκερ, αναπτύσσουν και οι δύο μια κριτική της δυτικής ηγεμονίας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ιδέες που εκθέτουν αυτοί οι Ιρανοί στοχαστές προεικονίζουν την Τέταρτη Πολιτική Θεωρία, αν και με εξειδικευμένη εφαρμογή στη χώρα του Ιράν. Το Ιράν παρουσιάζει ένα παράδειγμα διανοητικής και πολιτικής εξέγερσης κατά της δυτικής φιλελεύθερης ηγεμονίας που βρίσκεται πέρα από τις κατηγορίες της Δεύτερης και της Τρίτης Πολιτικής Θεωρίας, ωστόσο αντλεί σημαντικές επιρροές από αυτές και τις επαναπροσδιορίζει στο μοναδικό πλαίσιο της ιστορικής ουσίας του Ιράν.


Οι πνευματικοί πρόγονοι της Ιρανικής Επανάστασης θα συγχωνεύσουν με επιτυχία την πιο ριζοσπαστική σκέψη του 20ού αιώνα με την ισλαμική παράδοση του Ιράν για να αναπτύξουν μια πραγματικά επαναστατική σύνθεση. Όπως και στην Τέταρτη Πολιτική Θεωρία, ο Χάιντεγκερ διαδραματίζει βασικό ρόλο, ως ο φιλόσοφος μιας νέας αρχής, ο οποίος προαναγγέλλει την επιστροφή μιας αυθεντικής ουσίας. Τα θεμέλια της ιρανικής χαϊντεγκεριανής σκέψης τέθηκαν από τον Ahmad Fardid, όπως σημειώνει ο Ali Mirsepassi στο "Political Islam, Iran, and the Enlightenment"


 "Ο στοχαστής του οποίου το έργο συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία του εδάφους για έναν χαϊντεγκεριανό πολιτικό λόγο στο ιρανικό πλαίσιο ήταν ο Ahmad Fardid (1890-1994). Υπήρξε η κορυφαία αυθεντία στη γερμανική φιλοσοφία και ειδικότερα στον Χάιντεγκερ από τη δεκαετία του 1950 και μετά. Τελικά, συνέβαλε τα μέγιστα στην εξέλιξη των διανοητικών λόγων που κατέληξαν στην ιρανική επανάσταση του 1979. Το έργο του περιελάμβανε την αποκατάσταση του δυαδικού συστήματος Ανατολή-Δύση σε μια γλώσσα φιλοσοφικών εννοιών δανεισμένων από τον Χάιντεγκερ. Με ιστορικιστική διάθεση, υποστήριξε ότι η κυρίαρχη "αλήθεια" της εποχής ήταν, από τον 18ο αιώνα, εκείνη ενός δυτικού πολιτισμού που λήστεψε όλες τις "ισλαμικές χώρες" και τα "ανατολικά έθνη" από τις "πολιτισμικές τους μνήμες" και τη δική τους "ιστορική εμπιστοσύνη". Η θέση αυτή συγκροτείται αρχικά από έναν αντιδιαφωτιστικό ισχυρισμό ότι η ανάπτυξη του κενού και εξωτερικού δυτικού πολιτισμού αποτελεί άμεση απειλή για τη ζωτικότητα των τοπικών μη δυτικών πολιτισμών και, δεύτερον, από τον ισχυρισμό ότι η απειλή αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω της ανάκτησης μιας διαγραμμένης πολιτισμικής μνήμης και της κατάληψης ενός κλεμμένου παρελθόντος". (σελ. 30-31)


Όπως και στην Τέταρτη Πολιτική Θεωρία, ο Φαρντίντ χρησιμοποιεί τον Χάιντεγκερ για να αμφισβητήσει τη μονοπολική κυριαρχία της δυτικής ιδεολογίας, ζητώντας την επιστροφή σε έναν "αυθεντικό" τρόπο ύπαρξης. Αυτή η μεγάλη επιστροφή του Είναι τη στιγμή που η ιστορία είναι πιο σκοτεινή, τη στιγμή που έχουμε περάσει από το σκοτάδι του "δυτικού μηδενισμού", αποκτά μια ιδιαίτερη ιρανική ερμηνεία από τον Fardid. Για να παραθέσω και πάλι τα λόγια του Mirsepassi:


 "Σε μια αναδιαμόρφωση της εξιστόρησης του Χάιντεγκερ για την πτώση της Δύσης από την αρχική ελληνική εμπειρία του "είναι" και την ανάγκη να ανακτήσει την αρχική ελληνική εμπειρία του "είναι", ο Φαρντίτ μεταφέρει την αρχική και αυθεντική πνευματική εμπειρία της ανθρωπότητας σε μια νεφελώδη Ανατολή/Ισλάμ. Στην πραγματικότητα, οι τροποποιήσεις του Fardid μεταφέρουν τον ρόλο του "πνευματικού έθνους στη μέση" από τη Γερμανία στο Ιράν, μέσα στην ίδια προβληματική της ψυχροπολεμικής περικύκλωσης και της κοσμικής "οικουμενικής" νεωτερικότητας. Σε αυτή τη δυσχερή θέση είναι απαραίτητο να εγκαταλειφθεί το Gharb (η Δύση) τόσο ως οντολογία όσο και ως τρόπος ζωής. Περιέργως, για να γίνει αυτό, είναι πρώτα απαραίτητο να ανακαλυφθεί η "ουσία της Δύσης" ως προϋπόθεση για να ανακτηθεί και πάλι ο αληθινός ισλαμικός εαυτός. Αυτό φυσικά δεν διαφέρει από την ιδέα του Χάιντεγκερ για μια γέφυρα επιστροφής στο είναι μέσω της αποδόμησης της κυρίαρχης παράδοσης. Οι όροι της ανάγκης για μια κοινωνικά θεμελιωμένη πνευματική υπακοή έχουν αλλάξει, αλλά η ανάγκη παραμένει η καθοριστική ιδέα". (σελ. 119)


Είναι ακριβώς αυτή η επιστροφή στο Είναι, που ο Χάιντεγκερ ονομάζει Ereignis, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της Τέταρτης Πολιτικής Θεωρίας, όπως αναφέρει ο Ντούγκιν:


 "Ο Χάιντεγκερ χρησιμοποίησε έναν ειδικό όρο, το Ereignis - το "γεγονός", για να περιγράψει αυτή την ξαφνική επιστροφή του Είναι. Πραγματοποιείται ακριβώς τα μεσάνυχτα της νύχτας του κόσμου - στην πιο σκοτεινή στιγμή της ιστορίας. Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ αμφιταλαντευόταν διαρκώς ως προς το αν αυτό το σημείο είχε φτάσει ή "δεν έχει φτάσει ακόμα". Το αιώνιο "όχι ακόμα"...


Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ μπορεί να αποδειχτεί ο κεντρικός άξονας που περιστρέφει τα πάντα γύρω από τον εαυτό της - από την επανασχεδιασμένη δεύτερη και τρίτη πολιτική θεωρία μέχρι την επιστροφή της θεολογίας και της μυθολογίας.


Έτσι, στην καρδιά της Τέταρτης Πολιτικής Θεωρίας, ως μαγνητικό της κέντρο, βρίσκεται η τροχιά της προσέγγισης του Γεγονότος (το "Γεγονός"), το οποίο θα ενσαρκώσει τη θριαμβευτική επιστροφή του Είναι, ακριβώς τη στιγμή που η ανθρωπότητα θα το ξεχάσει, μια για πάντα, σε σημείο που θα εξαφανιστούν και τα τελευταία ίχνη του". ("Η τέταρτη πολιτική θεωρία", σελ. 29)