Σελίδες

Θυμάστε το Κίνημα της Αντιπαγκοσμιοποίησης;




Πού πήγε όλος αυτός ο κόσμος από το Σηάτλ, τη Γένοβα, τη Θεσσαλονίκη του Ιούνη του '03;

Τι απέγινε η πλέον πολυπληθής συμμετοχή στις τριήμερες διαδηλώσεις της Γένοβας -πλην των οικοδεσποτών- η ελληνική;

Πού πήγαν όλοι αυτοί από το ΚΚΕ κι όλη την ελληνική αριστερά μέχρι την ΑΚ και όλους τους ανένταχτους του περίφημου Black Block, που όλοι οι ευρω-μεσόγειοι "σύντροφοι" λάτρεψαν ως το πλέον μάχιμο κι αμάσητο στις συγκρούσεις με τα ματ;

Τί άλλο είναι το κίνημα για την Μακεδονία και οι καταλήψεις των σχολείων αν όχι μια έκφανση του κινήματος της Αντιπαγκσμιοποίησης;

Τί άλλο είναι η εναντίωση των Ελλήνων στον λαθροεποικισμό αν όχι ανοργάνωτα μεν υγιή ανακλαστικά δε, Αντιπαγκοσμιοποίηση;

Τι άλλο είναι η επιστροφή του "Φασισμού" με ή χωρίς εισαγωγικά που τόσο λυσσασμένα εχθρεύονται;

Όλα όσα διεκδικούν οι Λαοί του Τρίτου Κόσμου, που δικαίως υποστηρίζονται από τους εγχώριους αντιφασίστες, όταν τα διεκδικούμε εμείς οι Έλληνες κι όλοι οι Αυτόχθονες Ευρωγενείς Λαοί γι αυτούς είναι Φασισμός με ή χωρίς "!

Τί απέγιναν όλοι αυτοί;

Στο στρατόπεδο της Παγκοσμιοποίησης μαζί με τα αφεντικά τους!

Τόσο το θράσος τους και η ξενδιαντροπιά τους που, όχι μόνο επιτίθονταν στην νεολαία που επιτέλους ξυπνά, αλλά προσπαθούν να ξεσηκώσουν ένα μέρος της -το υπνωτισμένο από τα ψέματα τους- εναντίον της!

ΈΧΟΥΜΕ ΠΌΛΕΜΟ!

Και τον πόλεμο αυτόν τον έχουν ορίσει με πολύ ωραίο και ποιητικό τρόπο οι Ζαπατίστας - 
Οι ΕθνοΦυλετιστές, Εθνοκοινοτιστές Ζαπατίστας - εδώ και 25 χρόνια!

Ο Τέταρτος Παγκόσμιος Πόλεμος!

Η Παγκόσμια Ελίτ και τα ντόπια όπου Γης τσιράκια τους εναντίον των Λαών της Γης!

" Κι οι ίδιοι σήμερα, οι από πάνω, μας δείχνουν τις εικόνες της γεωγραφίας που έχουν επιβάλει σε ένα μέρος των εδαφών μας.

Εκεί που πριν υπήρχε μια σημαία, σήμερα υπάρχει ένα εμπορικό κέντρο.

Εκεί που υπήρχε μια ιστορία, σήμερα υπάρχει ένα ταχυφαγείο (φαστφουντάδικο).

Εκεί που άνθιζαν λουλούδια, σήμερα υπάρχει ένας έρημος τόπος.

Εκεί που υπήρχε μνήμη, σήμερα υπάρχει λήθη.

Στη θέση της δικαιοσύνης, ελεημοσύνη.

Στη θέση της Πατρίδας, ένας σωρός ερείπια.

Στη θέση της μνήμης, το άμεσο και το εφήμερο.

Στη θέση της ελευθερίας, ένας τάφος.

Στη θέση της δημοκρατίας, ένα διαφημιστικό σποτ.

Στη θέση της πραγματικότητας, οι αριθμοί.

Αυτοί, οι από πάνω, μας λένε: αυτό είναι το μέλλον που σας υποσχόμαστε. Απολαύστε το. Αυτό μας λένε και ψεύδονται. Αυτό το μέλλον μοιάζει πολύ με το παρελθόν.

Κι αν κοιτάξουμε με προσοχή, ίσως δούμε ότι οι από πάνω είναι οι ίδιοι με χτες. Αυτοί που, όπως και χτες, μας ζητάνε σήμερα υπομονή, ωριμότητα, λογική, παραίτηση και παράδοση. Αυτά τα έχουμε ήδη δει και τα έχουμε ακούσει και πριν.

Οι ζαπατίστας θυμόμαστε. Αντλούμε τη μνήμη από τα στρατιωτικά μας σακίδια, τις τσέπες των στολών εκστρατείας μας. Θυμόμαστε."


sub Marcos

The Fascist state is an anti-state


Patriotic Socialism

The Fascist state is an anti-state, if you want to smash the state, put on a blackshirt:

Anarchists cry: "Smash the state!"

But what do they really mean by that? Ask a modern Anarchist and you'll probably get a variety of very vague answers, most of them are just radical liberals.

However, Anarchists in the late 19th and early 20th century entered the labor unions and saw in syndicalism and the general strike a method to smash the state and capitalism. They rejected the view taken by the Marxian Social Democrats that capitalism and democracy were gradually transforming into socialism, that the state-machinery was ready made for the proletariat, that the revolution only consisted in a change in government personnel.

Men from the revolutionary syndicalist tradition formed the core of Mussolini's original Fasci d'Azione Rivoluzionaria. They refined syndicalism into a workable system, and worked with conservative anti-democrats to create a coherent worldview that incorporated syndicalism, this is the origin of Fascism.

When will the Anarchists realize that the day we set about the organization of the corporate state will be day that we begin to smash the bourgeois liberal-democratic state and the capitalist system?

The Fascist revolution is a revolution against politics. The Fascist syndicates, based upon industrial and occupational representation, replace the bourgeois-democratic state of political parties and based upon geographic representation.

Our opponents will claim that the Fascist state is clearly totalitarian and dictatorial. But our state is social and transformative, through it the people demand unity and action. It is unlike any previously existing state, it is an anti-state in every sense of the word


Γ. Καραμπελιάς: «Μαζέψτε όλους τους μετανάστες σε δυο-τρία ακατοίκητα νησιά του Αιγαίου και φτιάξτε εκεί υποδομές, μέχρι να φύγουν από την Ελλάδα»

Γιατί η συνηγορία υπέρ του Μαζάουερ





Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 91

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Ταχόπουλου (Η Θεσσαλονίκη, ο Μαζάουερ και τα φαντάσματα του οθωμανισμού), ξαναδιάβασα το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, και ένιωσα πολύ μεγαλύτερη απορία απ’ ό,τι στην πρώτη, πριν από χρόνια, ανάγνωσή του. Και όχι μόνο γιατί το διάβασα προσεκτικότερα, αλλά κυρίως διότι, στα αρκετά χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά, το 2006, δεν παρουσιάστηκε ποτέ μια σοβαρή κριτική αποτίμηση του συγκεκριμένου έργου, ενώ συνεχίζονταν οι διθύραμβοι, και κατέστη πλέον, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, σχεδόν κλασικό, τουλάχιστον για τους ιστορικούς, και ως το βιβλίο «αναφοράς» σχετικά με τη νεώτερη Θεσσαλονίκη.
Και η απορία μου –η οποία κάποιες στιγμές μετατρέπεται σε οργή– εδράζεται στο γεγονός ότι το βιβλίο του Μαζάουερ εντάσσεται τόσο εμφανώς στο είδος του ιστορικού αφηγήματος και όχι της ιστορίας, και μάλιστα με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ώστε είναι εντελώς απαράδεκτη η αποδοχή του ως ενός βιβλίου ιστορίας, που συνιστά μάλιστα τομή στην ιστοριογραφία. Και μόνο ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Ιωάννης Τουλουμάκος, θα επιχειρήσει μια συνοπτική, αλλά ευθύβολη βιβλιοκριτική στο έργο του συνολικά, επισημαίνοντας τα τεράστια και προφανή κενά του, ενώ και ο επίσης Θεσσαλονικιός, Ευάγγελος Χεκίμογλου, θα επιμείνει στις αποσιωπήσεις του βιβλίου του Μαζάουερ γύρω από το θέμα των εξισλαμισμών .
Γράφει σχετικά ο Ι. Τουλουμάκος:
Σε παλαιότερες εποχές, οι πρωτοετείς φοιτητές της Ιστορίας μάθαιναν πως επιστημονικό αλλά και ηθικό χρέος του ιστορικού είναι να «βρει τι πραγματικά συνέβη», δηλ. την αλήθεια, μακριά από κάθε πάθος και οργή και ότι, αν δεν μπορέσει να βρει την αλήθεια, επειδή οι γνωστικές δυνατότητες είναι περιορισμένες, πρέπει πάντως η αναζήτησή της να αποτελεί σε κάθε περίπτωση τον μόνο σκοπό του, ακριβέστερα: να είναι στάση ζωής. Εκτός από την αντίληψη αυτή, υπήρξαν όμως, ήδη από την αρχαιότητα, και άλλες – όπως ότι η Ιστορία μπορεί να αποβλέπει στην τέρψη ή τον εντυπωσιασμό, ή ακόμη να είναι θεραπαινίδα προκαταλήψεων ή ιδεοληψίας. Υπήρξαν και υπάρχουν και σήμερα και, όπως γνωρίζω, τείνουν να παραμερίσουν την πρώτη.
Το βιβλίο του M. Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων, μπορεί να ανήκει στη δεύτερη ή τρίτη κατηγορία, σίγουρα όμως δεν ανήκει στην πρώτη, ή, σε άλλη διατύπωση, δεν θέλει να βρει «τι πραγματικά συνέβη», δηλ. την αλήθεια. Έχει ένα σαφή «προγραμματικό χαρακτήρα», όπως δείχνουν οι επιλογές των μαρτυριών (όπου και όπως γίνονται στο βιβλίο), οι σχετικές κρίσεις του, αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου.
Θα έλεγα πως το βιβλίο του Μαζάουερ αποτέλεσε το πιο επιτυχημένο εγχείρημα της αποδομητικής «νέας ιστορίας» των τελευταίων είκοσι χρόνων. Όχι μόνο γιατί γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα και κυκλοφορία, αλλά κυρίως διότι προσανατόλισε τη μελέτη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, κατά τον ίδιο τρόπο ίσως που, στις περασμένες δεκαετίες, αυτή η ιστορία ήταν επίσης μονόπλευρα προσανατολισμένη προς την αντίστροφη κατεύθυνση.
Το βιβλίο του Μ., όπως και ανάλογες σχετικές μελέτες , χρησιμοποιώντας το κενό της ελληνικής ιστοριογραφίας για τα θέματα που αφορούν τους Εβραίους ή τους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, εμφανίζεται ως ένα βιβλίο που θεραπεύει αυτή την έλλειψη. Ωστόσο, το γιατρικό είναι τόσο δυνατό, ώστε κινδυνεύει να εξοντώσει τον ασθενή, διότι ο Μαζάουερ και οι συν αυτώ τείνουν να υποκαταστήσουν την ιστορία της Θεσσαλονίκης, στο σύνολό της, από την ιστορία των κοινοτήτων που προαναφέρθηκαν.
Επιπλέον, ο Μ. χρησιμοποιεί ένα ακόμα τέχνασμα. Γράφει και δεν γράφει «ιστορία», όπως επεσήμανε και ο καθηγητής Τουλουμάκος, και έτσι, μπορεί εύκολα να αποκρούσει τα βέλη για τις ιστορικές ανακρίβειες και αποσιωπήσεις του βιβλίου. Για όσους τον επικρίνουν, γράφει μια ιστορική αφήγηση. Για όσους τον αποδέχονται και τον εκθειάζουν, γράφει «Το βιβλίο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης». Έτσι μόνο μπορεί να συγχωρηθεί –πιστεύει– η έλλειψη βιβλιογραφίας, η χρησιμοποίηση αποκλειστικά δευτερευουσών βιβλιογραφικών πηγών και οι αφηρημένες αναφορές και διαβεβαιώσεις χωρίς παραπομπές. Για παράδειγμα, δεν έχει διαβάσει ούτε καν το βιβλίο του Εβλιά Τσελεμπί, της μόνης δηλαδή οθωμανικής πηγής, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για τη Θεσσαλονίκη, και μία παραπομπή που γίνεται σ’ αυτόν (βλ. σ. 117 ) αφορά απόσπασμα του βιβλίου που παρατίθεται από άλλον συγγραφέα. Και όμως, το βιβλίο του Τσελεμπί έχει εκδοθεί σε πάμπολλες γλώσσες και στα ελληνικά, ήδη από το 1991. Σε βιβλίο ιστορίας για τη Θεσσαλονίκη αγνοεί, σκανδαλωδώς, ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφεί γι’ αυτήν, το βιβλίο του Κωστή Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη: τομή της μεταπρατικής πόλης. Κάπου αναφέρεται, en passant, στον «κατακτητή ορθόδοξο Βαλκάνιο έμπορα», χωρίς να αναφέρει ότι πρόκειται για την περιβόητη έκφραση του σημαντικότερου συγγραφέα για την οικονομική ιστορία των Βαλκανίων, του Στόγιαν Στογιάνοβιτς. Και θα μπορούσα να αναφέρω πάμπολλα ανάλογα παραδείγματα της προφανούς και απαράδεκτης προχειρότητας στον βιβλιογραφικό εξοπλισμό του βιβλίου.
Γράφει για τη Θεσσαλονίκη χωρίς την παραμικρή νύξη στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της ή τη σημαντική ποιητική και λογοτεχνική παράδοση της πόλης. Μήπως γιατί ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνική; Σε αντίθεση με τις πάμπολλες αναφορές του στα πορνεία, και τα καφέ σαντάν. Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η δημιουργία του οποίου, το 1926, αποτέλεσε τομή για την ιστορία της πόλης, δεν αξιώνεται ούτε καν μια αναφορά. Το ίδιο συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της πόλης με την αγροτική ενδοχώρα, σχέσεις οι οποίες θα φώτιζαν διαφορετικά και τον ρόλο και τον χαρακτήρα της προφανώς, δε, εξωραΐζει συστηματικά την κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα της πόλης κάτω από την οθωμανική κυριαρχία.
Η προκατάληψή του είναι τόσο μεγάλη, ώστε χαρακτηρίζει επανειλημμένα το ’21 ως εξέγερση μάλλον περιορισμένης σημασίας και ποτέ ως επανάσταση με τεράστιο ρόλο για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Ακόμα και για το εργατικό κίνημα και την Φεντερασιόν αφιερώνει πολύ λιγότερες σελίδες, απ’ ό,τι για τα ροζ φανάρια της πόλης.
Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που εντάσσεται στην παράδοση του Πιέρ Λοτί και του οριενταλισμού, υποτιμώντας εντελώς μια αληθινά ολιστική, όπως θέλει ο ίδιος να είναι, περιγραφή της Θεσσαλονίκης.
Και, όπως ο Πιέρ Λοτί, στον 19ο αιώνα, υπήρξε ο πρώτος συνήγορος του οθωμανισμού, έτσι και ο Μαζάουερ επανέρχεται σε μια καθαρά απολογητική για τους Οθωμανούς αντίληψη της κατεχόμενης Θεσσαλονίκης.
Δεν θα αναφέρω τα πάμπολλα παραδείγματα που παραθέτει ο Ταχόπουλος στο βιβλίο του για τη μεροληπτικότητα του Μ. έναντι της τουρκικής καταπίεσης. Σημασία έχει να δούμε το πώς και το γιατί αυτού του ιστορικού αφηγήματος.
Η Θεσσαλονίκη, μέσα σε ένα αιώνα, γνώρισε ανατροπές και συγκρούσεις χωρίς προηγούμενο. Το 1912, όταν απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, ήταν μια πόλη με πολλές εθνοτικές ομάδες, μεγαλύτερη των οποίων ήταν η εβραϊκή, και ακολουθούσαν η μουσουλμανική και η ελληνική, εκτός από μικρότερες Βουλγάρων, Σλαβομακεδόνων, Αρμενίων, Ευρωπαίων κ.λπ. Από τότε, ήδη μέσα σε δώδεκα χρόνια, το πρόσωπο της πόλης αναμορφώθηκε ριζικά. Οι μουσουλμάνοι, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, θα αντικατασταθούν από ένα μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων από τη Μ. Ασία, τον Πόντο και την Αν. Θράκη. Τέλος, το 1940-44, η μεγαλύτερη στην Ελλάδα εβραϊκή κοινότητα θα εξοντωθεί από τους Γερμανούς. Έτσι, το 1945, μέσα δηλαδή σε τριάντα τρία χρόνια, το πρόσωπο της πόλης είχε ριζικά μεταβληθεί. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν πρόσφυγες και κατά το 99% Έλληνες.
Η συγκέντρωση πληθυσμού στην πόλη λόγω του εμφυλίου και η αστυφιλία των αμέσως επόμενων δεκαετιών, με τη συγκέντρωση επήλυδων από τον όλο χώρο της Μακεδονίας, ακόμα και της Θράκης, θα μεταβάλει τη Θεσσαλονίκη σε μια κυριολεκτικά νέα πόλη, που πληθυσμιακά και πολιτισμικά είχε ελάχιστη σχέση με εκείνη του 1912. Αυτή η ριζική ανατροπή της σύνθεσης και των μεγεθών του πληθυσμού της πόλης είχε σαν συνέπεια, τουλάχιστον τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, και δεδομένης της σύγκρουσης με τον βουλγαρικό και σλαβομακεδονικό εθνικισμό –ακόμα και στη διάρκεια του εμφυλίου–, να δημιουργηθεί μια εύλογη παράδοση εμμονής στην ελληνική ταυτότητα και ενίοτε στην υποβάθμιση του ρόλου των παλαιότερων παραδόσεων και πληθυσμών που είχαν ζήσει στην πόλη.
Είναι απολύτως φυσικό, για τους Ποντίους, τους Μικρασιάτες, τους αγρότες από τη Χαλκιδική και τη Δ. Μακεδονία, που ήρθαν να κατοικήσουν στη μεγαλούπολη, η αποκλειστική αναφορά τους να είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Άγιος Δημήτριος και η απελευθέρωση της πόλης το 1912!
Ο Μαζάουερ και οι συν αυτώ προσάπτουν, στο ελληνικό κράτος και τους Έλληνες, ότι αποσιώπησαν ή «ξέχασαν» –πραγματοποιώντας έτσι μια «γενοκτονία της μνήμης»– την παρουσία των μουσουλμάνων και των εβραίων στην πόλη. Ακόμα και αν δεχτούμε εν μέρει κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η προσφυγιά, που κατέκλυσε τη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, προερχόταν από κάποια άλλη πραγματική γενοκτονία, στην οποία είχαν χάσει τους πατεράδες, τα αδέλφια και τα παιδιά τους.
Οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, είχαν ως μοναδικό ενοποιητικό στοιχείο την ελληνική τους ταυτότητα και δεν ένιωθαν καθόλου δεμένοι με την ιστορία των παλαιότερων εθνοτικών κοινοτήτων της πόλης, την οποία εν πολλοίς αγνοούσαν. Εάν μάλιστα προστεθεί σε αυτό και η επιβίωση του Μακεδονικού Ζητήματος μέχρι τις μέρες μας, που ενισχύει τις τάσεις για εθνική συνοχή των Ελλήνων, τότε μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε γιατί η αναφορά στις «χαμένες κοινότητες», της ιστορίας της πόλης, ήταν μέχρι πρόσφατα ιδιαίτερα ισχνή.
Και όποιος δεν κατανοεί αυτή την πραγματικότητα, ενός λαού, του οποίου οι πόλεις ανασκάφτηκαν αναρίθμητες φορές στη μακρά ιστορία του και έπρεπε διαρκώς να αναγεννιούνται εκ του μηδενός –σε αντίθεση με τη ιστορική συνέχεια και τη διάρκεια των πόλεων στη Δύση, οι οποίες δεν αντιμετώπισαν ανάλογες καταστροφές– «δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει» και εν τέλει δεν είναι καν ιστορικός.
Είναι στρατευμένος προπαγανδιστής μιας αντίληψης που δεν θέλει να δει τη συνολική εικόνα, μια ελληνική πόλη 2.300 χρόνων, συνδεδεμένη πάντα με την ευρύτερη μοίρα του ελληνισμού, αλλά απομονώνει μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε αιώνων, κατά την οποία κατοικούνταν –μετά τη βίαιη κατάληψη και εξανδραποδισμό των κατοίκων της– και από άλλες εθνότητες, ως το αποκλειστικό και αποφασιστικό κέντρο της ιστορίας της. Και γιατί άραγε ο συγγραφέας μας δεν εκκινεί, όπως είναι και πολύ φυσικό για κάθε ιστορικό βιβλίο, με ένα κεφάλαιο σχετικό με την προ-οθωμανική Θεσσαλονίκη, τη Συμβασιλεύουσα του πολιτισμού και των κοινωνικών αγώνων; Διότι, σε αυτή την περίπτωση, θα αναδεικνυόταν η συνέχεια της πόλης και προφανώς τα μεγάλα της φαντάσματα, με τους Ζηλωτές και την επανάστασή τους, τον Ευστάθιο και την ελληνομάθειά του, τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Νικόλαο Καβάσιλα! Όμως, σε άλλα φαντάσματα στόχευε ο συγγραφέας, εκείνα του οθωμανισμού αποκλειστικά!
Εξάλλου, είναι απολύτως χαρακτηριστική η προσπάθεια να περιγραφεί η Θεσσαλονίκη έξω και πέρα από τους γειτονικούς αγροτικούς και ημιαστικούς πληθυσμούς, που προφανώς μετέβαλαν τα δεδομένα υπέρ του ελληνικού πληθυσμού και εις βάρος των άλλων κοινοτήτων, οι οποίες έτσι θα μετατρέπονταν σε μειονοτικές ομάδες.

Ο Μαζάουερ και η «ελίτ» της Θεσσαλονίκης
Η επιτυχία όμως αυτού του βιβλίου θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Διότι, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας, η οποία, εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια, επιχειρεί να προσαρμόσει την Ελλάδα στα νέα μεγέθη της, τα μεγέθη μιας μικρής επαρχίας της Ευρώπης, πράγμα που προϋποθέτει την κατεδάφιση ή τουλάχιστον την αποσύνδεση των σημερινών ελληνικών πληθυσμών από ένα ιστορικό παρελθόν, που κάνει τους Έλληνες να νιώθουν ακόμα ένα «μεγάλο έθνος». Και, όπως λέει πράγματι ο Μ. στο βιβλίο του: «Καθώς τα μικρά κράτη ενσωματώνονται σ’ έναν ευρύτερο κόσμο… ένα άλλο μέλλον μπορεί να χρειάζεται ένα άλλο παρελθόν».
Διότι, αν πράγματι η Θεσσαλονίκη, το 1430, παύει να είναι ελληνική, όπως ισχυρίζεται έντεχνα ο Μαζάουερ, και ξαναγίνεται ελληνική το 1912, και μάλιστα η διαδικασία ελληνοποίησης συνεχίζεται μέχρι τη δεκαετία του ’50, τότε οι Έλληνες και οι σύγχρονοι ελληνικοί πληθυσμοί –στην περίπτωσή μας, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης– είναι ένα νεοπαγές ιστορικό δημιούργημα που δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορία των 2.300, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, ή των 4.000 χρόνων, για τον ελληνισμό και τα ελληνικά φύλα στο σύνολό τους. Γι’ αυτό ακριβώς και το βιβλίο του Μ., παρά τις ανακρίβειες, τις ατέλειες και την «ελαφρότητά» του, προεβλήθη σε τέτοιο βαθμό από την εθνομηδενιστική ιστοριογραφία και την πνευματική ελίτ της χώρας. Διότι βρισκόταν σε αρμονία ή, μάλλον, συνιστούσε οργανικό στοιχείο της συνολικής απόπειρας να αποκοπεί ο νεώτερος ελληνισμός από την ιστορική διάρκεια και το ιστορικό του παρελθόν.
Έτσι λοιπόν και σήμερα μένει να γραφεί μια ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία θα συμπεριλάβει, ως δευτερεύουσα αλλά υπαρκτή πλευρά της, και την παρουσία των Οθωμανών, παρότι κατακτητών, και ακόμα περισσότερο των Εβραίων, παρότι εισαχθέντων, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τους κατακτητές. Και το ευσύνοπτο βιβλίο του Γιάννη Ταχόπουλου, μέσα από τη συστηματική καταγραφή των σφαλμάτων και των παρασιωπήσεων του βιβλίου του Μαζάουερ, αρθρώνει, ταυτόχρονα, και έναν λόγο για την ίδια την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Πώς και γιατί, όμως, μια ανάλογη σιγή, αλλά και πληθώρα ενθουσιωδών αναφορών, παρατηρήθηκε στην ίδια τη Θεσσαλονίκη; Αν ψάξουμε τις ρίζες του φαινομένου, θα χρειαστεί μάλλον να πάμε πολύ μακριά, σε έναν βαθύτατο πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό της πόλης.
Εξ αιτίας της προσφυγικής καταγωγής μεγάλου μέρους των Θεσσαλονικέων, ή της αγροτικής προέλευσής τους, σε έναν τόπο όπου η ανάμνηση της τουρκικής παρουσίας είναι πολύ πρόσφατη και ακόμα πιο πρόσφατες οι συγκρούσεις γύρω από το Μακεδονικό, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης εμφορείται από μια έντονα πατριωτική ιδεολογία, ενίοτε και με ισχυρά συντηρητικά και ορθόδοξα στοιχεία. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των βυζαντινών ναών, της γειτνίασης με το Άγιο Όρος και με… τα Σκόπια.
Σε αυτά τα πλαίσια και δεδομένης της προϊστορίας της ισχυρής εβραϊκής παρουσίας στο εργατικό κίνημα και των συγκρούσεων του Εμφυλίου, με αποκορύφωμα το Μακεδονικό στα 1948-49, η Αριστερά της πόλης, μειοψηφική, ανέπτυξε μια έντονα εθνομηδενιστική αντίληψη. Σε αυτή συνέβαλε, στη μεταπολιτευτική περίοδο ιδιαίτερα, και η παρουσία του Πανεπιστημίου, ειδικά οι σχολές των Επιστημών του Ανθρώπου, όπου οι αποδομητικές αντιλήψεις στην ιστορία, την παιδαγωγική, τη γλωσσολογία, ήταν πολύ ισχυρότερες από τις αντίστοιχες στην Αθήνα.
Αντίθετα, ο πλειοψηφικός «πατριωτικός» χώρος θα εκφραστεί πολύ περισσότερο από τη Δεξιά, το Κέντρο και, τις περασμένες δεκαετίες, από το ΠΑΣΟΚ, που θα ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος και της «πατριωτικής αριστεράς» που δεν μπορούσε να αποδεχτεί τις ισχυρά εθνομηδενιστικές αντιλήψεις των κυρίαρχων αριστερών κομμάτων.
Ωστόσο, αυτός ο πολιτικο-πολιτισμικός διαχωρισμός υπέκρυπτε και έναν άλλον, κοινωνικό ή οιονεί κοινωνικό, ανάμεσα σε μια σχετικά μικρή, αλλά ισχυρή, ομάδα Θεσσαλονικέων «ευπατρίδων» και μια πλειοψηφία επήλυδων –προσφυγικής ή αγροτικής προέλευσης– που κατά καιρούς έχει λάβει πολλές μορφές.
Η ομάδα κάποιων «παλιών Θεσσαλονικέων», που για χρόνια ένιωθε να «πνίγεται» από την παρουσία των «άξεστων» επήλυδων κάθε είδους, σε συμμαχία με την πανεπιστημιακή και πολιτισμική αριστερά, αναπολεί αίφνης την «πολυεθνική» Θεσσαλονίκη, «τη Θεσσαλονίκη των φαντασμάτων», για να αντιπαρατεθεί στην «ελληνικούρα» που την περιστοιχίζει. Διότι η παλιά Θεσσαλονίκη, η πριν το 1912, εξιδανικεύεται, έτσι, σε μια «πολυπολιτισμική μητρόπολη», την οποία κατέστρεψε η ενσωμάτωση της πόλης στο στενό και «επαρχιώτικο» ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωσή της.
Αυτή η αντίθεση θα εκφραστεί πολύ έντονα και στις πολιτικές διαμάχες που διαπερνούν την πόλη, ιδιαίτερα στο δημοτικό επίπεδο.
Αυτή η θεσσαλονικιώτικη ελίτ, συσπειρωμένη γύρω από το πανεπιστήμιο και το κέντρο της πόλης, είδε στο βιβλίο του Μ. κάτι σαν το «λίμπρο ντ’ όρο» μιας καταγωγής πατρικίων, έστω κι αν αυτό το βιβλίο υποβαθμίζει την ελληνική παρουσία στη Θεσσαλονίκη. Φαντασιακά, νιώθουν περισσότερο ταυτισμένοι με τα φαντάσματα μιας «κοσμοπολίτικης» πόλης, παρά με τη συμπρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Και αυτή η αντίθεση, η οποία εκφράζεται με όλους τους πιθανούς τρόπους, εγκολπώθηκε το βιβλίο του Μαζάουερ ως ένα εργαλείο για την κατάκτηση της πολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας από τις εκσυγχρονιστικές ελίτ στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα.

http://ardin-rixi.gr/archives/14970

Σκέψεις πάνω στην βία





του Alain de Benoist



Μολονότι η βία βρίσκεται πάντα στην ημερησία διάταξη, η πεντηκοστή επέτειος του θανάτου του Georges Sorel θα είχε περάσει απαρατήρητη, εάν οι εκδόσεις Marcel Rivière δεν είχαν την ιδέα να επανεκδώσουν το «Σκέψεις πάνω στην βία» (Réflexions sur la violence , Paris: Éditions Marcel Rivière, 1973).

«Ο Sorel, το αίνιγμα του εικοστού αιώνος, φαίνεται να είναι η μετενσάρκωση του Proudhon, του αινίγματος του δεκάτου ενάτου αιώνος», έγραψε ο Daniel Halévy στο πρόλογο του στο βιβλίο του M. Pierre Andreu «Ο Δάσκαλός μας, M. Sorel» (Paris: Grasset, 1953). Αίνιγμα, πράγματι: ένας ιδεολόγος με διάπλαση γίγαντος, με αυτιά κολλημένα στο κεφάλι, δυνατή μύτη, καθαρά μάτια, λευκή γενειάδα. Αίνιγμα: αυτός ο ανένδοτος σοσιαλιστής, ο οποίος δεν ένοιωθε άνετα με την Ρωσική Επανάσταση, ο οποίος συμπαθούσε την Action Française και ήταν θαυμαστής των Renan, Hegel, Bergson, Maurras, Marx, and Mussolini.



Ο Georges Sorel γεννήθηκε στο Cherbourgon στις 2 Νοεμβρίου 1847. Η καταγωγή του ήταν Νορμανδική και από δύο πλευρές: από την Μάγχη και την Calvados. Ο πρώτος του εξάδελφος, Albert Sorel, θα γινόταν ο ιστορικός της Αυτοκρατορίας και της Επαναστάσεως. Απόφοιτος του Πολυτεχνείου, μηχανικός γεφυρών και δρόμων, ο Sorel αφοσιώθηκε στα κοινωνικά προβλήματα μόνον μετά το 1892. Τα βιβλία του, τα οποία ελάχιστοι διαβάζουν πια, έχουν το δίχως άλλο διατηρήσει την αξία τους - ιδιαιτέρως τα «Οι ψευδαισθήσεις της προόδου» (Les illusions du progrès) «Σκέψεις πάνω στην βία» (Réflexions sur la violence) «Περί της Εκκλησίας και του Κράτους» (De l’Église et de l’État), «Περί της χρησιμότητας του Πραγματισμού» (De l’utilité du pragmatisme), «Η αποσύνθεση του Μαρξισμού» (La décomposition du marxisme), «Από τον Αριστοτέλη στον Μαρξ» (D’Aristote à Marx), «Η κατάρρευση του αρχαίου κόσμου» (La ruine du monde antique), «Η δίκη του Σωκράτη» (Le procès de Socrate) κλπ.

Το βιβλίο «Σκέψεις πάνω στην βία» εξεδόθη για πρώτη φορά το 1908 και έκτοτε επανεξεδόθη το 1973 στην συλλογή «Σπουδές πάνω στην κοινωνική αλλαγή» (Études sur le devenir social), της οποίας υπεύθυνος είναι ο M. Julien Freund, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Το βιβλίο αυτό αμέσως παρουσιάσθηκε ως το θεμελιώδες έργο του επαναστατικού συνδικαλισμού.

Εχθρικά διακείμενος απέναντι στον κοινοβουλευτικό σοσιαλισμό και στον Jean Jaurès, τον οποίον κατηγόρησε ότι εξετράφη με αστική ιδεολογία, ο Georges Sorel τους αντέταξε αυτό που αποκαλούσε «νέα σχολή». Είδε στην απεργία την ουσιώδη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας. Μέσω της γενικής απεργίας η κοινωνία θα χωρισθεί σε εχθρικές φατρίες και το αστικό κράτος θα καταστραφεί. Η απεργία είναι «η πιο καταστρεπτική εκδήλωση της ατομικιστικής δυνάμεως εντός των στασιαζουσών μαζών». Η απεργία συνεπάγεται βία. Σε αντίθεση με τους σοσιαλιστές της εποχής του (εξαιρουμένου του Proudhon), ο Sorel δεν αντέτασσε την εργασία στην βία. Ηρνείτο την επίφαση «της επιθυμίας των εργατών για ειρήνη». Η βία ήταν για εκείνον μία πράξη πολέμου. «Μια πράξη γνησίου αγώνος, παρόμοια με αυτόν των στρατών σε εκστρατεία», έγραφε.

«Η εξομοίωση αυτή της απεργίας με τον πόλεμο είναι καθοριστική» σημειώνει ο Claude Polin στον πρόλογο της καινούργιας εκδόσεως του Réflexions sur la violence, «διότι ο,τιδήποτε αγγίζει ο πόλεμος γίνεται δίχως μίσος και δίχως πνεύμα εκδικήσεως: στον πόλεμο ουδείς σκοτώνει τους ηττημένους, ουδείς υποβάλει τους αμάχους στα ίδια μαρτύρια, από τα οποία υποφέρουν οι στρατοί στο πεδίο της μάχης». Τούτο εξηγεί γιατί ο Sorel κατέκρινε την «εκδικητική βία» των επαναστατών του 1793: «Είναι απαραίτητο να μην συγχέουμε την βία με τις ανούσιες αιμοδιψείς ωμότητες.»

Εν αρχή ήν η δράσις

Εκκινώντας από την διάκριση, έκτοτε κλασική, μεταξύ «δικαίου» και «αδίκου» πολέμου, αντιτάσσει την αστική βία στην προλεταριακή βία. Στα μάτια του η τελευταία κατέχει μία διπλή αρετή. Όχι μόνον πρέπει να εξασφαλίσει την μελλοντική επανάσταση, αλλά αποτελεί το μοναδικό μέσον των Ευρωπαϊκών εθνών, «αποχαυνωμένων από τον ανθρωπισμό», να επανακτήσουν την προτέρα ενέργεια τους. Η ταξική πάλη είναι, επομένως, μία σύγκρουση βουλήσεων, οι οποίες είναι ακλόνητες και όχι τυφλές. Η βία γίνεται η εκδήλωση μίας βουλήσεως. Ασκεί, ταυτοχρόνως, και ένα είδος ηθικής λειτουργίας: παράγει μία «επική» διανοητική κατάσταση. «Η βία» διεκήρυττε ο Sorel στον φίλο του Jean Variot «είναι μία διανοητική διδασκαλία: η θέληση των ισχυρών εγκεφάλων, που γνωρίζουν τι θέλουν. Η πραγματική βία είναι αυτό που είναι απαραίτητο να ακολουθεί τις ιδέες μέχρι τέλους». (Propos de Georges Sorel [Paris: Gallimard, 1935]).

Ο Sorel θα ενέκρινε τον στίχο του Goethe: «Εν αρχή ήν η δράσις.» Για εκείνον, ο άνθρωπος που δρά, ο,τιδήποτε και εάν κάνει, είναι πάντοτε ανώτερος από εκείνον που υποτάσσεται: «Η πραγματική βία φανερώνει, πρώτον και πάνω απ’ όλα, την υπερηφάνεια των ελεύθερων ανθρώπων.» Προκειμένου να επανακτηθεί η ενέργεια στον σύγχρονο κόσμο, είναι απαραίτητος ένας μύθος, φερ’ ειπείν ένα θέμα, το οποίο δεν είναι ούτε αληθές ούτε ψευδές, αλλά το οποίο ενεργεί ισχυρά στο μυαλό, το κινητοποιεί και του υποδαυλίζει την δράση.

Ο Georges Sorel είδε στην Πρωσία του 19ου αιώνος τον κληρονόμο της αρχαίας Ρώμης. Εξυμνώντας τις «Πρωσικές αρετές», υιοθετεί έναν τόνο, ο οποίος είναι υποβλητικός στον Moeller van den Bruck (Der preussische Stil). «Ο Sorel, ο χειροτέχνης, πίστευε στην θρησκεία της καλής και ολοκληρωμένης δουλειάς» παρατηρεί ο Claude Polin «και αυτή η δουλειά συνιστά από μόνη της έναν σκοπό, ανεξάρτητο από τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει κάποιος από αυτόν. Η ανιδιοτέλεια αυτή αποτελεί την ποιότητα της βίας: στην βάση της σκέψεως του Sorel υπάρχει αυτή η διαίσθηση, ότι κάθε εργασία είναι μία μάχη και ειδικά κάθε καλή και ολοκληρωμένη δουλειά, ακόμα ότι κάθε δουλειά γίνεται καλά μόνον εάν είναι μία μάχη. Η ιδέα αυτή ανατρέχει στην διαίσθηση του θεμελιωδώς προμηθεϊκού χαρακτήρος της εργασίας»

Βαθμιαία, ο Sorel τελειώνει αποκηρύσσοντας την δημοκρατία (την «γνήσια δικτατορία της ανικανότητας») συνδυάζοντας τις ρήσεις ενός Μωρράς, ενός Μπακούνιν και ενός Σεκρετάν. Η δικτατορία του προλεταριάτου φάνταζε σε εκείνον εξίσου απατηλή: «Πρέπει να είσαι πολύ αφελής, ώστε να υποθέτεις ότι οι άνθρωποι που επωφελούνται από την δημαγωγική δικτατορία θα είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τα κέρδη τους» Απορρίπτει τον πρωτοποριακό ρόλο, τον οποίον ισχυρίζεται ότι παίζει η διανόηση του Μπολσεβικισμού : «Ολόκληρο το μέλλον του σοσιαλισμού εναπόκειται στην αυτόνομη ανάπτυξη των εργατικών σωματείων.» (Matériaux pour une théorie du prolétariat, υλικά για μια θεωρία του προλεταριάτου). «Ο Μαρξ δεν είχε πάντοτε και πολλή έμπνευση» συνέχιζε. «Τα γραπτά του κατέληγαν να επαναλαμβάνουν πολλά από τα σκουπίδια των ουτοπικών σοσιαλιστών.»

Η ιδέα αυτή της δράσεως έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις θεωρίες περί «πρωτοπορίας» (για παράδειγμα, ο Τροτσκισμός). Την βρίσκουμε, όμως, στις προτάσεις για επαναστατικό συνδικαλισμό και αναρχο-συνδικαλισμό.

Τελικώς, εάν ο Sorel υπερασπίσθηκε το προλεταριάτο με τόση επιμονή, δεν το έπραξε μέσω συναισθηματισμού, όπως ο Ζολά, ούτε λόγω ενός μικροπρεπούς αστικούς αισθήματος ενοχής, ούτε καν επειδή ένοιωθε μία «ταξική συνείδηση». Το έκανε, επειδή είχε πεισθεί ότι εντός της αστικής κοινωνίας, μόνον μέσα από τον λαό μπορούσε ακόμα κάποιος να ανακτήσει την ενέργεια, την οποίαν είχαν απωλέσει οι άρχουσες τάξεις. Έχοντας συνείδηση των «ψευδαισθήσεων της προόδου», διεπίστωσε ότι οι κοινωνίες, όπως και οι άνθρωποι, είναι θνητές. Σε αυτήν την μοιρολατρία αντέταξε μία θέληση για ζωή, μία από τις εκδηλώσεις της οποίας είναι η βία.

Σήμερα ο Sorel θα απεκήρυττε την εμπορική κοινωνία όπως και τους ηγετικούς αντιφρονούντες της Νέας Αριστεράς. «Ο Μαρκούζε θα εκπροσωπούσε κατά την κρίση του» γράφει ο Polin «το τυπικό παράδειγμα ανθρώπου που έχει εκφυλισθεί από την αφελή πίστη στην πρόοδο, που έχει παραπλανηθεί από την πρόοδο, επειδή δεν καταλαβαίνει τίποτα και περιμένει τα πάντα, που είναι ανίκανος να εναποθέσει τις ελπίδες του οπουδήποτε αλλού παρά στην επαυξημένη και ριζοσπαστικοποιημένη πρόοδο, σε αυτό το όνειρο μίας αφθονίας τόσο αυτοματοποιημένης, ώστε θα μοιράζει Ευτυχία και θα καθιστά δυνατή την τυχαία ικανοποίηση των πλέον τρελλών παθών: με λίγα λόγια, ανίκανος να κατανοήσει ότι η πηγή του κακού έγκειται στην ψυχή του ανθρώπου, ο οποίος έχει από-αρρενοποιηθεί εξαιτίας της πίστεως στην οικονομία.»

Το Όνομα της Αρχαίας Αντιοχείας

Ξεκινώντας από το 1907, ο Georges Sorel ήταν ο αρχιτέκτων μίας προσεγγίσεως μεταξύ των αντιδημοκρατών της Δεξιάς και της Αριστεράς. Το όργανο της προσεγγίσεως αυτής ήταν το “Revue critique des idées et des livres» (Κριτική Επιθεώρηση των ιδεών και των ελευθεριών), όπου ο εθνικιστής Georges Valois εξέδιδε τα αποτελέσματα των ερευνών του για την μοναρχία και την εργατική τάξη. Το 1910 εμφανίσθηκε η επιθεώρηση La Cité française και έπειτα από το 1911 μέχρι το 1913 η L’Indépendance (Η Ανεξαρτησία). Μπορεί να βρεί κάποιος σε αυτές τις υπογραφές των Georges Sorel, Jean Variot, Édouard Berth, και Daniel Halévy, όπως και των αδελφών Tharaud, των René Benjamin, Maurice Barrès και Paul Bourget.

Το 1913 ο δημοσιογράφος Édouard Berth, συγγραφέας του Les Méfaits des intellectuels, χαιρέτισε στους Maurras και Sorel «τους δύο ηγέτες της Γαλλικής και της Ευρωπαϊκής αναγεννήσεως.» Τον Σεπτέμβριο, όμως, του 1914 έγραψε ο Sorel σε αυτόν: «Εισήλθαμε σε μια εποχή, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί άνετα από την σύγκριση με την αρχαία Αντιόχεια. Ο Renan περιέγραψε πολύ καλά αυτήν την μητρόπολη των αυλικών, των τσαρλατάνων και των εμπόρων. Πολύ σύντομα θα έχουμε την ευχαρίστηση να δούμε τον Maurras να καταδικάζεται από το Βατικανό, η οποία θα είναι η ποινή για τις παρεκτροπές του. Και τι μπορούσε να ανταποκρίνεται σε ένα βασιλόφρον κόμμα σε μία Γαλλία που θα κυριαρχείται από την απόλαυση της εύκολης ζωής της Αντιοχείας;»

«Ο Sorel», εξηγεί ο κοινωνιολόγος Gaëtan Pirou, «κατηγόρησε τον Maurras ως πολύ δημοκρατικό, μία κατηγορία, η οποία, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φανεί παράδοξη. Στην πραγματικότητα αυτό που ο Sorel ήθελε να πει είναι ότι ο Maurras, θετικιστής και διανοητής, είχε αποκηρύξει την δημοκρατία μόνον ως προς την πολιτική της διάσταση και όχι στο φιλοσοφικό της θεμέλιο» (Georges Sorel [Paris: Marcel Rivière, 1927]).

Εθνικο-επαναστάτες

Ο Sorel θα επηρέαζε τους Barrès και Péguy, όπως, επίσης, και τον Lenin. Ο τελευταίος, ωστόσο, θα τον απεκήρυσσε ως «ομιχλώδη διανοητή» στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκρατία».

Μετά την Γαλλία, παρατήρησε ο Alexandre Croix στο έργο του «La Révolution prolétarienne» (Η προλεταριακή επανάσταση), η Ιταλία ήταν αυτή που θα γινόταν «η γη της επαγγελίας για τον Σορελιανισμό». Εξ αρχής ο Sorel ήσκησε μεγάλη επιρροή στην ιταλική συνδικαλιστική σχολή με επικεφαλής τον Arturo Labriola, μέλλοντα Ιταλό Υπουργό Εργασίας (1920–1921). Ο Labriola, από το 1903, μετέφρασε το βιβλίο L’avenir socialiste des syndicats στην Εμπροσθοφυλακή του Μιλάνο. Ένας από τους συνεργάτες του, ο Enrico Leone, έγραψε τον πρόλογο στην πρώτη έκδοση του Réflexions, η οποία θα κυκλοφορούσε στην Ιταλία το 1906 με τον Lo sciopero generale e la violenza(Η γενική απεργία και η βία).

Μεταγενέστερα, ο Sorel επηρέασε, επίσης, τους Vilfredo Pareto, Benedetto Croce, Giovanni Gentile και με ενδιάμεσο τον Hubert Lagardelle, τον Benito Mussolini. Στην Γερμανία ο Σορελιανισμός βρήκε ένα είδος συνέχειας του στα εθνικο-επαναστατικά και τα εθνικο-κομμουνιστικά ρεύματα που εμφανίσθηκαν κατά την διάρκεια της Βαϊμάρης στα μέσα της δεκαετίας του 1920. (Cf. Michael Freund, Georges Sorel: Der revolutionäre Konservatismus [Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann, 1932 and 1972].)

Όταν ο Sorel πέθανε το 1922 ο μοναρχικός Georges Valois στην L’Action française, και ο σοσιαλιστής Robert Louzon, στην La Vie ouvrière έκαναν αφιερώματα με τον ίδιον θαυμασμό. Μερικές εβδομάδες αργότερα ο Μουσολίνι, εισερχόμενος στην Ρώμη, δήλωσε σε έναν Ισπανό δημοσιογράφο: «Στον Sorel οφείλω τα περισσότερα». Η Σοβιετική κυβέρνηση και το Φασιστικό κράτος πρότειναν την ίδια ημέρα να αναλάβουν την συντήρηση του τάφου του.

Βιβλιογραφικό Σημείωμα

Ο Jules Monnerot, σε μία συλλογή άρθρων υπό τον τίτλο Inquisitions (José Corti, 1974), δημοσίευσε το εκπληκτικό κείμενο “Georges Sorel ou l’introduction aux mythes modernes” [(pp. 7–47), («Georges Sorel ή εισαγωγή στους σύγχρονους μύθους», σελ. 7-47). Σε αυτό χαρακτηρίζει την «συνοχή της Σορελιανής προσεγγίσεως» ως μία επίμονη αναζήτηση για το «ανυπέρβλητο», όρος ο οποίος καθορίζει την πηγή, συλλογική και ατομική, «των ψυχολογικών κινητοποιήσεων, οι οποίες είναι ανίκητες σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή-ανίκητες κατά περίπτωση.» Για τον Sorel το ανυπέρβλητο είναι μία «ψυχική τροφή» απαραίτητη για τις Δυτικές Κοινωνίες, Όταν εξαφανίζεται, εμφανίζεται η παρακμή. «Το όλο μυστικό του περάσματος του Sorel από τον επαναστατικό συνδικαλισμό, έπειτα στον ακτιβιστικό εθνικισμό, μετά σε ένα είδος Μπολσεβικισμού ή ενός Ευρωπαϊκού εθνικού σοσιαλισμού, τον οποίον ο θάνατος δεν άφησε να αναπτύξει ολοκληρωτικά», γράφει ο Monnerot, «το όλο μυστικό του έργου του Sorel φαίνεται να συμπυκνώνεται στην φράση του: “το ανυπέρβλητο είναι νεκρό στην μπουρζουαζία…”».

http://mavroskrinos.blogspot.com/2019/09/georges-sorel.html


Αναρχικοί και ριζοσπάστες κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και για την ελληνική ανεξαρτησία





Αναρχικοί – ριζοσπάστες στον αγώνα κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και για την ελληνική ανεξαρτησία

ΡΗΞΗ τεύχος 74

Στο παρελθόν υπήρξαν αναρχικοί και ριζοσπάστες γενικότερα , που θεώρησαν ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση ενός καταπιεζόμενου έθνους , όχι μόνο δεν αντιφάσκει με τις αρχές τους , αλλά αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.
Ο Σταύρος Καλλέργης ένας από τους πρώτους Έλληνες σοσιαλιστές επαναστάτες , με ενεργό δράση στο εργατικό κίνημα ,εκδότης περιοδικών όπως «ο Σοσιαλιστής » και «Οδηγός παντός ανθρώπου » ( όπου δημοσίευσε και κείμενα του Μπακούνιν ), οργανωτής του πρώτου εορτασμού της Πρωτομαγιάς , εγκαταλείπει το 1898 την Αθήνα και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του , την Κρήτη. Εκεί θα συμμετάσχει στην επανάσταση κατά των Τούρκων και θα εκλεγεί μάλιστα αντιπρόσωπος του επαναστατημένου έθνους. Όπως γράφει στο αυτοβιογραφικό του κείμενο με τον τίτλο «Επιστολή προς τους Έλληνας Σοσιαλιστάς »: «Μετά την έκρηξιν της Κρητικής Επαναστάσεως επανήλθον εν Κρήτη .Έφθασα εις το Χουμέρι Μυλοποτάμου και εξελέγην αντιπρόσωπος εις την Κρητικήν επαναστατικήν συνέλευσιν. Εκεί διοργανώσαμεν μετά τινών ιταλών σοσιαλιστών , ελθόντων εις βοήθειάν μας , μιαν σοσιαλιστικήν ομάδα. »
Επίσης σε έκθεση του Αναρχικού Συνδέσμου της Αθήνας προς το Διεθνές Επαναστατικό Συνέδριο , που έγινε στο Παρίσι το 1900 , μεταξύ των άλλων αναφέρεται στην δράση του Γάλλου οπαδού του Μπλανκί, Φλουράνς ,για την απελευθέρωση της Κρήτης , από τους Τούρκους : «Στην Αθήνα διατηρούμε ακόμα θερμή την ανάμνηση της εδώ διαμονής στα 1868 του αγαπημένου μας Γουσταύου Φλουράνς. Μαζί με τον σύντροφο Αμιλκάρε Τσιπριάνι ήταν μες στους γαριβαλδινούς εθελοντές , που ήλθαν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή των επαναστατημένων δυνάμεων του Κρητικού λαού ενάντια στην τουρκική καταπίεση .Κατά την δεύτερη στην χώρα μας παραμονή του ο Φλουράνς εκδίδει το περιοδικό «L’independant».Την ίδια εποχή σε μια ομιλία του στην συνάθροιση της ελληνικής νεολαίας μπρος στο Πανεπιστήμιο δημιούργησε τέτοιον ενθουσιασμό στο πλήθος , ώστε ξέσπασε μια εξέγερση , την οποία με δυσκολία κατάστειλε το ιππικό , που αναγκάστηκε να αποστείλει η κυβέρνηση. »
Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα www.apatris.gr «Η μόνη συνιστώσα της ευρωπαϊκής αριστεράς (με την ευρεία έννοια της λέξης…) που τάχθηκε εξαρχής με το μέρος των Κρητών ήταν οι αναρχικοί. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη, κάθε εξέγερση των καταπιεσμένων ανθρώπων ενάντια στο ζυγό τους ήταν καταρχήν γεγονός θετικό και άξιο υποστήριξης.».Η υποστήριξη τους δεν περιορίστηκε σε θεωρητικό επίπεδο αλλά «ήταν σε θέση να οργανώνουν επιτροπή οικονομικής ενίσχυσης του κρητικού αγώνα, να κινούν καμπάνιες πίεσης και προώθησης των αιτημάτων του κι ακόμα να στέλνουν εθελοντές να αγωνιστούν στο πλευρό των Κρητών, στη βάση της έμπρακτης αλληλεγγύης.».Είναι ενδιαφέρον να τονιστεί η επανάσταση ότι η κρητική επανάσταση του 1866 ξεκινά από την αντίθεση των Τούρκων στην διανομή των μισών εσόδων των μοναστηριών για την ενίσχυση των ελληνικών σχολίων. Στην ίδια ιστοσελίδα διαβάζουμε ότι στο συλλαλητήριο που οργάνωσε ο Φλουράνς στην Αθήνα για την Ένωση με την Κρήτη αντιτάχθηκε η μοναρχία διότι δεν «δεν συμμεριζόταν τους πόθους των επαναστατών για ένωση, μη θέλοντας να μπλεχτεί ξανά, μετά το 1821, σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία».Όμως στην συνέχεια ο «Φλουράνς, που μόλις αφέθηκε ελεύθερος, κατέβηκε στην Κρήτη κι εντάχθηκε αμέσως στους κύκλους των επαναστατών, τους οποίους ήδη είχαν συνδράμει κι άλλοι ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, μαζί με 100 περίπου Πατρινούς εθελοντές. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, έγινε γνωστός και κέρδισε την εκτίμηση των ντόπιων, οπότε του δόθηκε ο βαθμός του λοχαγού και το καλοκαίρι του 1868 η Κρητική Εθνοσυνέλευση του χορήγησε τιμητική ιθαγένεια και τον όρισε πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδας. Με τηλεγραφήματά του, ο Φλουράνς ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των δικαίων των Κρητικών κι έφυγε για την Αθήνα προκειμένου να συναντήσει το μονάρχη Γεώργιο τον Α’. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν τον δέχτηκε αλλά διέταξε και τη σύλληψή του. Μετά από πολλές (δια)δηλώσεις συμπαράστασης προς το πρόσωπό του από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, μετά από λίγο όμως συνελήφθη ξανά και μετά από αίτημα του Γάλλου πρέσβη απελάθηκε στη Μασσαλία.
Στη Γαλλία ο Φλουράνς συνέχισε ασυμβίβαστος τον αγώνα του υπέρ των προλετάριων και γενικότερα των καταπιεσμένων, με αποκορύφωμα την ενεργό συμμετοχή του στην περίφημη Κομμούνα του Παρισιού (Μάρτιος – Μάιος 1871). Σ‘ αυτήν εξελέγη από το λαό μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Σκοτώθηκε σε μια μάχη ενάντια στην πιστή στις Βερσαλλίες χωροφυλακή, στις 3 Απριλίου του 1871, σε ηλικία 33 ετών.»
Κείμενα του Φλοράνς , μετάφρασε ο Επτανήσιος Ριζοσπάστης Π.Πανάς, ένας από τους οραματιστές της Βαλκανικής συνεργασίας.
Στον ατυχή για την Ελλάδα πόλεμο του 1897 στο πλευρό του ελληνικού λαού , που αγωνιζόταν για την απελευθέρωση από τον Οθωμανό δυνάστη , πολέμησαν αναρχικοί και ριζοσπάστες : «Υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους έφτασε τους 1000-1500 εθελοντές, που πήραν μέρος στις μάχες της Θεσσαλίας (Δομοκός) και της Ηπείρου, ενταγμένοι στον ελληνικό στρατό υπό μορφή τριών σωμάτων: ένα οι πολυπληθέστεροι Γκαριμπαλντινοί, ένα η «Φάλαγγα των Φιλελλήνων» που αποτελούνταν από τη λεγεώνα των μαυροντυμένων αναρχικών του Αμιλκάρε Τσιπριάνι κι ένα με συμμετοχή αναρχικών και σοσιαλιστών υπό τον συνταγματάρχη Μπερτέ.»
Συνεπώς σε αντίθεση με διάφορες σύγχρονες ιδεοληψίες που αντιπαραθέτουν τους κοινωνικούς , στους εθνικούς αγώνες οι αναρχικοί στους οποίους αναφερθήκαμε δεν δίστασαν ούτε στιγμή και κατανόησαν τους αγώνες εθνικής απελευθέρωσης ως προέκταση των κοινωνικών αγώνων και των αγώνων για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Γι΄αυτό πολλοί από αυτούς ,που αγωνίστηκαν στο πλευρό των Ελλήνων , κατά της οθωμανικής σκλαβιάς , πέθαναν κατόπιν στα οδοφράγματα της Κομμούνας του Παρισιού.

http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2011/05/blog-post_6452.html



Maurice Bardèche: Σοσιαλφασισμός – Ένα δοκίμιο του Pierre Drieu La Rochelle
«Για μένα, ο φασισμός, ήταν ο σοσιαλισμός, η μόνη πιθανότητα του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού»

Pierre Drieu La Rochelle, 1945


Ο γνήσιος σοσιαλισμός των ημερών μας είναι κάτι περισσότερο από έναν κατάλογο διεκδικήσεων απαλλοτριωθέντων αγαθών. Είναι εκείνος ο οποίος θα επιτεθεί στο παρά φύσιν ζην στο οποίο μας έχει καταδικάσει ο ίλιγγος της παραγωγής και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Η ζωή που ζει η πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι ζωή ενάντια στην φύση. Αυτό είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε, αρκεί να απαρνηθούμε την φρενίτιδα του κέρδους και να αντισταθούμε στην απόλυτη πρωτοκαθεδρία της οικονομικής μάχης.


Ο βιομηχανικός πολιτισμός στην πραγματικότητα μας έχει καταστήσει αποικία εντόμων. Τα ναρκωτικά, η απελπισία, η βία δεν έχουν άλλη αιτία από την ζωή του μυρμηγκιού που έχει επιβληθεί στην πλειοψηφία των ανθρώπων. Το μέλλον μας και η σωτηρία μας είναι να ξαναβρούμε μια ζωή συμβατή με την φύση μας,μια ζωή που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι άνθρωποι, να αναπνέουν, να τρέχουν, να ζουν όπως είναι το φυσιολογικό σαν θηλαστικά που είμαστε. Να μην είμαστε αγκυλωμένοι σε ιδεοληψίες, αλλά να μπορούμε να εξελιχθούμε ελεύθερα σε αρμονία με τις φυσικές μας ανάγκες.

Έτσι λέω πως ο σοσιαλισμός του μέλλοντος δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο από εντελώς νέους τύπους καθεστώτων, καθεστώτα που θα θέσουν αξιωματικώς μια ορισμένη θεώρηση της ζωής πάνω από όλες τις οικονομικές συγκυρίες. Για εμάς στην Ευρώπη αυτές οι συνθήκες μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο μέσα από ένα αυτάρκες οικονομικό σύστημα που θα μας επιτρέψει να ξεφύγουμε από τον νόμο που ορίζει τον κατώτατο μισθό του εργάτη του οικονομικού φιλελευθερισμού, από την υποχρεωτική υποδούλωση στον ανταγωνισμό και στην εξαγωγή με κάθε κόστος. Η Ευρώπη μπορεί να εφαρμόσει αυτό το σύστημα αυτάρκειας, έχει τα μέσα. Η αυτάρκεια εγγυάται την αληθινή ελευθερία και τον αληθινό σοσιαλισμό, όμως μόνο τα καθεστώτα που είναι ταυτόχρονα αφιλοκερδή και ισχυρά πολιτικά και στρατιωτικά μπορούν να την κάνουν πράξη. Για τα έθνη ρομπότ, ο σοσιαλισμός θα είναι ένα απραγματοποίητο όνειρο.


Maurice Bardèche: Σοσιαλφασισμός – Ένα δοκίμιο του Pierre Drieu La Rochelle
«Για μένα, ο φασισμός, ήταν ο σοσιαλισμός, η μόνη πιθανότητα του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού»

Pierre Drieu La Rochelle, 1945

mosley-and-mussolini

Ο όρος σοσιαλφασισμός χρησιμοποιείται συμβολικά, καθώς είναι μια έννοια που ουσιαστικά ποτέ δεν έχει πραγματωθεί απόλυτα. Όλα τα φασιστικά κινήματα σε κάποια δεδομένη στιγμή ήρθαν σε επαφή με τον σοσιαλισμό και επηρεάστηκαν από αυτόν.

Το κόμμα του Χίτλερ είχε επισήμως την ονομασία «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (National sozialistiche Deutsche arbeiter parteï). Ο Μουσολίνι ήταν κατεξοχήν θεμελιωτής σοσιαλιστικών νόμων. Ο José-Antonio Primo de Rivera, ιδρυτής και αρχηγός του Ισπανικού φασιστικού κόμματος «Φάλαγγα», έγινε ο άνθρωπος – σύμβολο του εθνικοσυνδικαλιστικού σοσιαλισμού. Το ρουμάνικο κίνημα »Garde de Fer» – «Σιδηρά Φρουρά’» (εθνικιστική οργάνωση με στρατιωτική δομή στα πρότυπα της εθνικοσοσιαλιστικής νεολαίας του Α.Χίτλερ, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Κορνήλιος Κοντρεάνου) ,ήταν κατά βάση ένα κίνημα φοιτητών και αγροτών. Ο δε Oswald Mosley, ιδρυτής της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών (British Union of Fascists)διετέλεσε υπουργός εργασίας στην Αγγλία.

Ο Jacques Doriot αρχικά υπήρξε κομμουνιστικός ηγέτης στην Γαλλία, ενώ στην συνέχεια ίδρυσε μαζί με άλλους εθνικιστές το P.P.F. (Parti Populaire Francais – φασιστικό και αντισημιτικό κόμμα) το οποίο ξεπήδησε μέσα από τον κομμουνιστικό πυρήνα του Saint – Denis.

Όλα τα ιστορικά φασιστικά κινήματα υπήρξαν κινήματα απελευθέρωσης από τον ζυγό της παντοδυναμίας του κοσμοπολίτικου καπιταλισμού και από την θεμελιώδη ανειλικρίνεια και αισχρότητα των δημοκρατικών καθεστώτων, τα οποία αποστερούν από τον λαό το δικαίωμα του στην συμμετοχή στα κοινά. Εν τούτοις, με εξαίρεση το Περονικό καθεστώς της Αργεντινής, οι περιστάσεις δεν επέτρεψαν ποτέ την ολική πραγμάτωση των σοσιαλιστικών τάσεων των φασιστικών κομμάτων. Οι φασίστες που ανέλαβαν την εξουσία έπρεπε άμεσα να ανασυγκροτήσουν την κατεστραμμένη από την δημαγωγική διαχείριση οικονομία, να αποκαταστήσουν την διασαλευθείσα από την αναρχία τάξη και κατά την έξοδο από το χάος να δημιουργήσουν τις δικές τους δομές προκειμένου να αμυνθούν έναντι των εξωτερικών κινδύνων που απειλούσαν την ίδια τους την ύπαρξη.

412bua9l7dkl-_sy344_bo1204203200_

Καθήκοντα επείγοντα και απαραίτητα να διευθετηθούν, τα οποία κινητοποίησαν όλες τους τις δυνάμεις και επέβαλλαν τις προτεραιότητες. Εν τέλει οι περιστάσεις εμπόδισαν σχεδόν καθολικά την σύνθεση που ήθελαν να πραγματοποιήσουν ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον εθνικισμό, και η σοσιαλιστική αλλαγή έγινε ένα δευτερεύον ζήτημα σε σύγκριση με τις επιταγές της εθνικής επιβίωσης. Μία επιπλέον δυσκολία προστέθηκε σε αυτές τις περιστάσεις. Τα φασιστικά κινήματα διαχρονικά αρνήθηκαν να καταστρέψουν τις δομές της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι εχθροί τους ήταν η πλουτοκρατία, η ισχύς του απάτριδος καπιταλισμού, οι σφετεριστές της εθνικής κυριαρχίας. Ο σκοπός τους ήταν να θέσουν το εθνικό συμφέρον πάνω από τα καπιταλιστικά συμφέροντα και κατά συνέπεια να επιβάλλουν ένα ισχυρό καθεστώς ικανό να εξασφαλίσει την προστασία του λαού και της δικαιοσύνης, όπως άλλοτε έκαναν οι βασιλιάδες ενάντια στις καταχρήσεις της φεουδαρχικής εξουσίας.
Αυτή η πολιτική της διατήρησης των παλαιών δομών δεν θα μπορούσε να έχει σαν κατάληξη παρά μόνο την μετάπλαση των νοοτροπιών και μια αναδιανομή των εξουσιών. Απέκλεισε την καταστροφή της κοινωνικής ιεραρχίας μέσω επανάστασης, η οποία πάντα είναι πιο θεαματική και δυστυχώς πιο εύκολη στο να πραγματοποιηθεί σε σχέση με τις εις βάθος μεταρρυθμίσεις.

Αυτή η νοσταλγία του σοσιαλφασισμού, είναι τόσο βαθιά που την βλέπουμε να επανεμφανίζεται τακτικά στα νεοφασιστικά κινήματα – σπέρματα ενός φασισμού εθνικοεπαναστατικού που αντιπροσωπεύει όλες τις αποχρώσεις της δογματικής ριζοσπαστικοποίησης ενός εθνικοκομμουνισμού (τόσο ιδεώδες σαν όνειρο!). Πρόκειται όμως περισσότερο για κάτι θεωρητικό παρά μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί παντού στην Ευρώπη τόσο στην Ιταλία όσο και στην Γερμανία, στην Ισπανία και στην Γαλλία.

Το φαινόμενο αυτό έχει προκαλέσει την γένεση ομάδων ακραίων, βίαιων, ασυμβίβαστων και κυριευμένων από το πάθος για την αγνότητα και το απόλυτο. Η έλλειψη όμως του χειροπιαστού είναι έντονα αισθητή, προάγγελος που μας επιτρέπει να αναλογιστούμε ταυτόχρονα τόσο για τη μονιμότητα και τη σημασία της σοσιαλιστικής τάσης σε οποιαδήποτε προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του φασισμού, όσο και για την ασάφεια αλλά και το κενό που την συνοδεύει ενίοτε, όταν πρόκειται να επικυρωθούν μέτρα και να θεμελιωθεί ένα πρόγραμμα.
Αυτή η ανικανότητα να συνδυαστεί η διατήρηση των ιεραρχικών δομών ,πάνω στις οποίες εναποτίθεται όλος ο δυτικός πολιτισμός, με τα συγκεκριμένα σοσιαλιστικά μέτρα, είναι μια καθαρή αντίφαση του νεοφασισμού; Ή οι νεοφασίστες εκδηλώνουν ασυναίσθητα με αυτές τις ιδιοτροπίες την απροθυμία να εισάγουν μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα σε έναν πολιτισμό βαθύτατα αποξενωμένο από το ιδεώδες τους και κατά συνέπεια την απιθανότητα να συμμετάσχουν σε έναν διάλογο πάνω σε πραγματικά ερωτήματα, κάτι το οποίο τους καταδικάζει στην απομόνωση και την ουτοπία;

pierre-drieu-la-rochelle-1893-1945

Επανερχόμαστε λοιπόν στις αρχές. Κάθε νέο όραμα κοινωνικών σχέσεων που απορρίπτουν τον μαρξισμό βασίζεται σε έναν συγκεκριμένο αριθμό αξιωμάτων, τα οποία είναι πιστεύω κοινά σε όλες τις ομάδες της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης ανεξάρτητα από το ποια είναι η ροπή τους ή η επιλογή των τακτικών τους.

1 – Καταδίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος είναι το εργαλείο της πλουτοκρατικής κυριαρχίας. Μόνο ένα απολυταρχικό καθεστώς μπορεί να επιβάλλει τον σεβασμό στα εθνικά συμφέροντα και στην κοινωνική δικαιοσύνη.

2 – Άρνηση της πάλης των τάξεων. Είναι ένα μαρξιστικό εφεύρημα που δεν μπορεί παρά να έχει σαν κατάληξη την υπονόμευση της οικονομίας και την δικτατορία της γραφειοκρατίας. Η ευημερία είναι ένα ευεργέτημα απο το οποίο ωφελούμαστε όλοι και δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με μια πιστή συνεργασία και δίκαιη κατανομή.

3 – Προστασία του εθνικού κεφαλαίου, το οποίο αντιπροσωπεύεται από όλους εκείνους οι οποίοι συμμετέχουν στην παραγωγή. Η παραγωγική διαδικασία, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί παρά μόνο από την πρωτοβουλία των κατεχόντων τα κεφάλαια και από την ατομική δημιουργικότητα και ενέργεια. Η λειτουργία του κράτους είναι να ενθαρρύνει αυτήν την πρωτοβουλία ,αλλά δίχως να επιτρέπει να επιβάλλονται σε αυτούς που προσφέρουν την εργασία τους, συμβόλαια που δίνουν την μερίδα του λέοντος σε αυτούς που βρίσκονται σε θέση ισχύος.

4 – Η εθνική οικονομία όντας ένας καθοριστικός παράγοντας εθνικής ανεξαρτησίας ,με τον ίδιο τρόπο που είναι ο στρατός και οι θεσμοί, πρέπει να προστατευθεί από εξωτερικές επεμβάσεις ανεξάρτητα από το αν αυτές θα είναι ιδεολογικές ή οικονομικές. Η οικονομική ανεξαρτησία πρέπει να αναγνωριστεί σαν κύριος συντελεστής της εθνικής.

5 – Τα σύγχρονα έθνη έχουν γίνει οικονομικοπολιτικά σκηνικά, μέσα στα οποία αυτό που ονομάζουμε ισχύ ανήκει εξίσου σε αυτούς που ελέγχουν τους σημαντικούς τομείς της οικονομίας και σε αυτούς που έχουν την αποκλειστικότητα (συχνά απατηλή) των πολιτικών αποφάσεων. Η συμμετοχή στην ζωή του έθνους πρέπει να ασκείται εξίσου στον τομέα της οικονομίας και σε αυτόν της πολιτικής. Τα όργανα αυτής της συμμετοχής στην πραγματική ζωή της χώρας πρέπει να εφευρεθούν. Αυτή η συμμετοχή δεν μπορεί να ασκηθεί με αναρχικές μεθόδους που δίδουν μια ντε φάκτο εξουσία σε οργανισμούς που δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικοί ούτε αφομοιώσιμοι στον συνταγματικό μηχανισμό.
6 – Το εθνικό συμφέρον πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι των ιδιωτικών συμφερόντων. Κανένας πολίτης, κανένα νομικό πρόσωπο, καμία εταιρεία δεν έχει το δικαίωμα να απαλλάσσεται από την εφαρμογή των νόμων. Κανένας κανόνας, καμία συνθήκη ή προνόμιο δεν μπορεί να θέσει κάποιον εκτός του νόμου του εθνικού συμφέροντος, που είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους.

Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτές τις αρχές που να είναι ιδιαζόντως σοσιαλιστικό με την έννοια που ακούμε την λέξη αυτή σήμερα, εφόσον ο σοσιαλισμός δεν είναι κάτι άλλο για τους σύγχρονους μας από έναν κοινωνικό πόλεμο που πρέπει να τερματιστεί από τον θρίαμβο των γραφειοκρατικών επιτελείων που παριστάνουν ότι εκπροσωπούν τους εργαζόμενους. Αλλά αυτές οι ίδιες αρχές συμφωνούν ευκόλως, με μια άλλη σύλληψη του σοσιαλισμού, αυτή η οποία αναζητά έναν δίκαιο διαμερισμό των αποτελεσμάτων της παραγωγής ανάμεσα στους διαφορετικούς εταίρους. Αυτή η ενασχόληση δεν είναι η κατευθύνουσα ιδέα που εμπνέει αυτά τα αξιώματα, αλλά είναι το αποτέλεσμα αυτών.
Η δίκαιη κατανομή ποτέ δεν θα επιτευχθεί από επαναλαμβανόμενες σποραδικές μάχες, των οποίων τα αποτελέσματα τίθενται εν αμφιβόλω πάραυτα από την υποβάθμιση του νομίσματος. Η δίκαιη κατανομή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την εξουσία ενός ισχυρού κράτους που επιβάλλει τις συνθήκες που εκείνο θεωρεί δίκαιες.

Αυτές οι αρχές, θα μπορούσαν να εμπνεύσουν συμφυείς θέσεις για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που είναι διαπραγματεύσιμα επί του παρόντος ενώπιον της κοινής γνώμης; Είναι οφθαλμοφανές ότι πολλές από αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα καθεστώς που δεν εξασφαλίζει ούτε την προτεραιότητα των εθνικών συμφερόντων ,ούτε την ανεξαρτησία της εθνικής οικονομίας και που δεν διαθέτει καν αρκετή ισχύ έναντι των οικονομικών δυνάμεων ,οι οποίες του επιβάλλουν τις δικές τους λύσεις. Σε κάποια σημεία, ωστόσο, αυτά τα βασικά αξιώματα μπορούν να χρησιμεύσουν στο να αποδεχτεί κανείς ή να απορρίψει κάποιες από τις λύσεις που προτείνονται την σήμερον ημέρα. Αυτές οι αρχές φυσικά δεν αποτελούν ένα ολοκληρωμένο δόγμα και τα γραφόμενα που ακολουθούν δεν είναι παρά μια σειρά από σκέψεις που αφήνουν εκτός πολλές πτυχές του κοινωνικού προβλήματος. Ήθελα μόνο να θέσω κάποια εύλογα ζητήματα στους αναγνώστες μας.
Η προάσπιση της αξίας του νομίσματος έναντι των καταχρήσεων από ανεύθυνες ομάδες πίεσης προς χάριν της δημαγωγίας είναι η βάση οποιασδήποτε δίκαιης και ανθεκτικής στον χρόνο αναδιανομής. Διότι οι αποκτηθείσες από τις απεργίες ή τον εκφοβισμό αυξήσεις των μισθών είναι απατηλές, από την στιγμή που το χρήμα παύει να έχει αγοραστική αξία. Πρέπει λοιπόν να υποστηρίξουμε την δράση του πρωθυπουργού ,ο οποίος από τριάντα χρόνια πριν,είχε το κουράγιο να αντισταθεί στην παρωδία που ονομάζεται «κινητοποίηση των μαζών».

surgimiento2bdel2bfascismo2b2

Το σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας – ιδιαίτερα των νέων – αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στα φασιστικά καθεστώτα με πρωτότυπες λύσεις. Στην θέση της άνευ ουσίας υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, δημιουργήθηκε ένας επαγγελματικός στρατός και ανάλογες περιστρατιωτικές δραστηριότητες. Είχαμε επίσης τα κότσια να επαναφέρουμε τον θεσμό «service du travail» (υπηρεσία εργασίας), θεσμός ο οποίος είχε δώσει τα διαπιστευτήρια του σαν παράγοντας ζυμώσεων και αδελφοποίησης διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων αλλά και σαν διδασκαλείο ενέργειας, σθένους και επιτέλεσης εργασιών φυσικής δυσκολίας.

Η εργασία στην υπηρεσία αυτή θα πρέπει να είναι εθελοντική, αλλά να ενθαρρύνεται με μοριοδότηση για την είσοδο στον δημόσιο τομέα, τις δημόσιες υπηρεσίες, τις μεγάλες εταιρείες και τις κρατικές επιχειρήσεις. Τοιουτοτρόπως, μεγάλα έργα θα μπορούσαν να αναληφθούν από φτωχές περιφέρειες δίνοντας μία διέξοδο στις συμπληρωματικές βιομηχανίες. Η υπηρεσία εργασίας υπήρξε στο παρελθόν μια δοκιμασία της αρρενωπότητας. Ο νέος αφήνοντας την υπεροψία κατά μέρους κινητοποιούταν ειρηνικά στον στίβο της ζωής εργαζόμενος σε ένα αντικείμενο δύσκολο και χρήσιμο για την κοινωνία. Οι νίκες της είναι έργα τα οποία έχουν αφήσει τα ίχνη τους: Ευ ζην και ευημερία αντί για εκδηλώσεις καταστροφής και θανάτου. Είμαι πεπεισμένος ότι χιλιάδες νέοι θα προτιμούσαν αυτήν την υπηρεσία παρά τις πρόσκαιρες απολαύσεις της τρυφηλής ζωής.

Εκεί μάθαιναν να μην περιφρονούν τις χειρωνακτικές εργασίες και τους εργάτες και τίποτα δεν τους εμπόδιζε να διδαχθούν δύσκολες τεχνικές που θα τους βοηθούσαν να αποκτήσουν μια επαγγελματική κατάρτιση.
Αυτή η «φασιστική» επίλυση του δράματος της ανεργίας έχει μια απόχρωση «σοσιαλιστική» τόση, ούτως ώστε μπόρεσε να γίνει αντικείμενο αντιποίησης από τον Jacques Attali (σύμβουλο του François Mitterrand )σε ένα άρθρο στον «Nouvel Observateur»: «Αν όλοι οι νέοι της Γαλλίας έκαναν μερικούς μήνες πολιτικής υπηρεσίας σε κάποιες θέσεις εργασίας (αναφέρεται σε κοπιώδη και χειρωνακτικά επαγγέλματα) ,θα επιταχυνόταν μαζικά η αναβάθμιση της χειρωνακτικής εργασίας και η ελάττωση της ανεργίας » (τεύχος 21 της 27ης Φεβρουαρίου).

Αρνούνται να καταδικάσουν τις «φασιστικές» εμπειρίες, όμως τις σφετερίζονται… Πρέπει να γίνονται τέτοιες προτάσεις αλλά όχι από τον περίγυρο του François Mitterrand.
Τα αξιώματα που απαριθμήσαμε ανωτέρω έλκουν σαν συνέπεια την άρνηση της αυτοδιαχείρισης που παραλύει και τιμωρεί το πνεύμα της πρωτοβουλίας, απαραίτητη κινητήριος δύναμη της οικονομίας, αλλά δεν αντιτίθενται σε ορισμένες μορφές περιορισμένης συνδιαχείρισης σε μεγάλες εταιρείες. Σε αυτές τις επιχειρήσεις έχει θεσπιστεί μια φόρμουλα που αναγορεύει την συμμετοχή των εργατών στα κέρδη της εταιρείας, αλλά η διεύθυνση παραμένει στα χέρια των εχόντων τα κεφάλαια. Οι τεχνικοί και οι εργάτες όντας ένας από τους δύο παράγοντες της παραγωγής, εκπροσωπούνται φυσικά στα συμβούλια δίπλα από το οικονομικό κεφάλαιο ,κάτι το οποίο εξασφαλίζει την ανάπτυξη του συνόλου. Οι ιδιότητες αυτής της εκπροσώπησης γεννούν δυσκολίες που ίσως να μην είναι αξεπέραστες. Η πιο σοβαρή δυσκολία είναι ο κίνδυνος τα συνδικάτα να σφετεριστούν το μονοπώλιο της εκπροσώπησης του προσωπικού και έτσι να γίνουν μια τεράστια δύναμη η οποία θα ελέγχει ολόκληρους τομείς της οικονομίας. Αλλά δεν είναι λιγότερο παρά φύσιν το ότι τραπεζικοί όμιλοι ,πολύ συχνά κατευθυνόμενοι από το διεθνές κεφάλαιο, αποκτούν την ίδια δύναμη στην γαλλική κοινωνία, καθιστώντας το εργατικό δυναμικό ένα εργαλείο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της επωφέλειας ενός ανώνυμου καπιταλισμού. Τίποτα δεν αντιτίθεται λοιπόν σε αυτό παρά δυνάμεις που επιθυμούν ένα νέου τύπου καθεστώς ,όντας θετικώς προδιατεθειμένοι στο σχέδιο της συνδιαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξαλειφθούν πάραυτα τα φαινόμενα του παρασιτισμού των συνδικάτων αλλά και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εμείς πρέπει να ευχηθούμε ότι το κράτος θα σταματήσει να είναι ο καταπιεστής, αλλά θα γίνει ο προστάτης όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το ποια είναι η θέση τους και τα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Οι νόμοι είναι »σοσιαλιστικοί» όταν επιτρέπουν στους ανθρώπους να ξεφύγουν από το μηχανιστικό πεπρωμένο που τους επεφύλασσε ο βιομηχανικός πολιτισμός και από τις φοβέρες των παραγόντων των οικονομικών οργανισμών που καθορίζουν στον σύγχρονο κόσμο πως θα είναι η καθημερινή τους ζωή.

Για τους ίδιους λόγους πρέπει να απορρίψουμε το δόγμα των εθνικοποιήσεων. Οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις δεν φέρουν καμία νέα ελευθερία, ούτε επιτρέπουν μεγαλύτερη πραγματική συμμετοχή απο ότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το μόνο που κάνουν είναι να αντικαθιστούν μια γραφειοκρατία με μια άλλη. Η επέκταση τους δεν θα έχει παρά σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μας γραφειοκρατικής υπερδομής η οποία θα παραλύει την λειτουργία του κράτους και θα απομυζεί την οικονομία και της οποίας ο ρόλος στο τέλος θα είναι να προετοιμάσει την εγκατάσταση μιας κοινοπαραγωγικής τεχνοδομής (κομμουνισμός).

Σε μία οικονομικοπολιτική κοινωνία όπου οι αποφάσεις από τις οποίες εξαρτάται η καθημερινή μας ζωή δεν είναι λιγότερο σημαντικές από εκείνες που αφορούν την πολιτική διαχείριση, είναι φυσικό ότι τα συνδικάτα θα αποκτήσουν δύναμη εφόσον είναι ο μόνος τρόπος εκπροσώπησης της επαγγελματικής σφαίρας. Αλλά αυτή η νέα δύναμη είναι αυθαίρετη, έχει αναρχικές εκλογικές μεθόδους ,ανεξέλεγκτες και συχνά νοθευμένες. Τα συνδικάτα κάνοντας κατάχρηση μιας πραγματικής κατάστασης ,σφετερίζονται την διοικητική εξουσία και κατά συνέπεια ασκείται εκφοβισμός στους εργαζόμενους. Έτσι προκαλούνται ανεύθυνες πράξεις εξαιτίας των οποίων πλήττεται η οικονομία και ο ο λαός είναι πάντοτε το θύμα. Η επαγγελματική εκπροσώπηση είναι απαραίτητη, είναι μια άμυνα έναντι συγκεκριμένων αυθαιρεσιών ,είναι ένα όργανο διαλόγου και ένα στοιχείο ισορροπίας. Έτσι, πρέπει να θεσμοθετηθεί. Αξιώνουμε συνδικάτα όπου οι εκλογές τους θα είναι ελεύθερες, ανόθευτες και ελεγχόμενες όπως είναι οι βουλευτικές εκλογές. Επιβάλλουμε για τους διορισμούς των υπεύθυνων και για τις κρίσιμες συσκέψεις την ίδια υποχρέωση για απαρτία που υπάρχει και στα διοικητικά συμβούλια. Διασφαλίζουμε την ισόρροπη εκπροσώπηση των διαφορετικών ομάδων εργαζομένων σύμφωνα με την σημασία τους και την αποτελεσματικότητά τους και προτείνουμε την αναδιάρθρωση των επαγγελματικών φορέων ώστε να έχουν εξουσίες και υποχρεώσεις καθορισμένες από το σύνταγμα: Οι φορείς αυτοί πρέπει να γίνουν όργανα συμμετοχής των εργαζομένων στην οικονομική ζωή με τον ίδιο τρόπο που οι πολιτικοί θεσμοί αντιπροσωπεύουν την συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή.

Καταλογίζουμε στα δημοκρατικά καθεστώτα (ομοίως και στα σοσιαλδημοκρατικά που έχουν συμμαχήσει με κομμουνιστές) την ανικανότητά τους να πραγματώσουν μια αληθινή κοινωνική δικαιοσύνη επειδή η καθολική ψηφοφορία υποχρεώνει τους υποψήφιους και τα κόμματα, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις προεκλογικές τους εκστρατείες, να συμβιβαστούν σε θέσεις τις οποίες προσποιούνται ότι καταπολεμούν. Από αυτούς δεν μπορούμε να περιμένουμε παρά έναν ψευδή σοσιαλισμό, όπως ακριβώς κατασκεύασαν μια ψευδή δημοκρατία.

5042614089_ee50863c3b

Στην πραγματικότητα ο σοσιαλφασισμός σαν όρος είναι ασαφής και περιέχει την ψευδαίσθηση και για αυτό δεν βρίσκεται στα προγράμματα. Το νέο κράτος που οραματιζόμαστε δεν δύναται να είναι ο διαχειριστής του βιομηχανικού πολιτισμού, αλλά μπορεί να προσπαθήσει να τον ελέγξει. Δεν μπορεί να κάνει θαύματα, ούτε να καταργήσει τα θανατηφόρα δυστυχήματα του, όχι περισσότερο από τον κομμουνισμό. Αλλά μπορεί να τον καταστήσει διαφορετικό, να κάνει μια ένεση ζωής στο αρτηριοσκληρωμένο σώμα του.

Ο γνήσιος σοσιαλισμός των ημερών μας είναι κάτι περισσότερο από έναν κατάλογο διεκδικήσεων απαλλοτριωθέντων αγαθών. Είναι εκείνος ο οποίος θα επιτεθεί στο παρά φύσιν ζην στο οποίο μας έχει καταδικάσει ο ίλιγγος της παραγωγής και ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Η ζωή που ζει η πλειοψηφία των ανθρώπων, είναι ζωή ενάντια στην φύση. Αυτό είναι στο χέρι μας να το αλλάξουμε, αρκεί να απαρνηθούμε την φρενίτιδα του κέρδους και να αντισταθούμε στην απόλυτη πρωτοκαθεδρία της οικονομικής μάχης.

Πάντα θα υπάρχουν εργοστάσια, αλλά μπορούμε να τροποποιήσουμε προς το βέλτιστον το πρόγραμμα λειτουργίας τους, έτσι ώστε η ζωή στο εργοστάσιο να καταστεί λιγότερο άσχημη και μονότονη: Μπορούμε να διαχωρίσουμε τα στοιχεία της παραγωγής διασπείροντας τα σε μικρές μονάδες και οι επιχειρηματίες να αναθέτουν, υπό την πλήρη εποπτεία τους ,δικές τους αρμοδιότητες σε υπαλλήλους. Θρυμματίζοντας έτσι τους κολοσσούς της βιομηχανίας, να ερευνήσουμε παράλληλα αν σε κάποιες περιπτώσεις η οικογενειακή εργασία στο σπίτι είναι ωφέλιμη παρόλο που δεν μπορεί να αντικαταστήσει την συλλογική ζωή στο εργαστήριο. Μπορούμε να πολλαπλασιάσουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να τα καταστήσουμε πιο ευκίνητα, πιο γρήγορα, πιο πρακτικά, να ξεφύγουμε από την ανωνυμία και την νάρκωση του μετρό και των προαστιακών τρένων. Μπορούμε να καταστήσουμε ανθρώπινο το περιβάλλον και να καταργήσουμε τους άσχημους στρατώνες που περιβάλλουν τις πόλεις μας. Να κατασκευάσουμε κατοικίες σε ανθρώπινη κλίμακα. Αυτός είναι ο σοσιαλισμός του μέλλοντος, καθώς αυτά είναι τα προβλήματα του μέλλοντος. Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά την ζωή στα ανθρώπινα μέτρα. Θα το χαρακτήριζα επαγγελματικό σοσιαλισμό, έκφραση που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Léon Blum.

Ο βιομηχανικός πολιτισμός στην πραγματικότητα μας έχει καταστήσει αποικία εντόμων. Τα ναρκωτικά, η απελπισία, η βία δεν έχουν άλλη αιτία από την ζωή του μυρμηγκιού που έχει επιβληθεί στην πλειοψηφία των ανθρώπων. Το μέλλον μας και η σωτηρία μας είναι να ξαναβρούμε μια ζωή συμβατή με την φύση μας,μια ζωή που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι άνθρωποι, να αναπνέουν, να τρέχουν, να ζουν όπως είναι το φυσιολογικό σαν θηλαστικά που είμαστε. Να μην είμαστε αγκυλωμένοι σε ιδεοληψίες, αλλά να μπορούμε να εξελιχθούμε ελεύθερα σε αρμονία με τις φυσικές μας ανάγκες.

Έτσι λέω πως ο σοσιαλισμός του μέλλοντος δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο από εντελώς νέους τύπους καθεστώτων, καθεστώτα που θα θέσουν αξιωματικώς μια ορισμένη θεώρηση της ζωής πάνω από όλες τις οικονομικές συγκυρίες. Για εμάς στην Ευρώπη αυτές οι συνθήκες μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο μέσα από ένα αυτάρκες οικονομικό σύστημα που θα μας επιτρέψει να ξεφύγουμε από τον νόμο που ορίζει τον κατώτατο μισθό του εργάτη του οικονομικού φιλελευθερισμού, από την υποχρεωτική υποδούλωση στον ανταγωνισμό και στην εξαγωγή με κάθε κόστος. Η Ευρώπη μπορεί να εφαρμόσει αυτό το σύστημα αυτάρκειας, έχει τα μέσα. Η αυτάρκεια εγγυάται την αληθινή ελευθερία και τον αληθινό σοσιαλισμό, όμως μόνο τα καθεστώτα που είναι ταυτόχρονα αφιλοκερδή και ισχυρά πολιτικά και στρατιωτικά μπορούν να την κάνουν πράξη. Για τα έθνη ρομπότ, ο σοσιαλισμός θα είναι ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Μετάφραση: Διοτίμα

https://ethnikonkratos.gr/2018/01/04/maurice-bardeche-socialisme-fasciste-pierre-drieu-la-rochelle/

Αυτό που και καλά το '15 οι ζεοι ήθελαν, αλλά ο Πούτιν δεν τους άφησε είναι πραγματικά πολύ αστείο.

Πείτε καλύτερα ότι όλα όσα ο Σεφέρης πρόσαψε στην ελληνική ελίτ λίγα της είναι.

Γιατί για να σταματήσει τόσο η οικονομική κατοχή (μνημόνια), όσο και ο εποικισμός και η πληθυσμιακή μας αντικατάσταση, θα πρέπει να γίνουμε Συρία! Είναι αναγκαίο στάδιο αυτό. Τώρα θα είχαμε ήδη ξεμπερδέψει.

Δεν είναι απαραίτητο να αλλάξεις γεωπολιτικό στρατόπεδο, από τον Ευρωατλαντισμό στην Ευρασία, που θα έλεγε και ο Κονδύλης, αλλά να συνειδητοποιήσεις ότι ο Κόσμος είναι πλέον πολυπολικός και εντός κάθε Πόλου τείνει προς τον μονοπολιτισμό κι όχι μονοπολικός και πολυπολιτισμικός.

Ακόμα και οι Αμερικάνοι το έχουν συνειδητοποιήσει.

Η ελληνική ελίτ, η ιδιοκτήτρια της χώρας, όχι.

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2019/10/blog-post_194.html



To Demeter Kawir
https://youtu.be/VcSV7DtmrfA

Ο Καπιταλισμός είναι Ύβρις


"Ο Καπιταλισμός είναι Ύβρις" 
 Αλαίν Ντε Μπενουά 

"Ο Καπιταλισμός είναι μια ολοκληρωτική ιδεολογία που αποικιοκρατεί το Φαντασιακό μας" 
 Ντιέγκο Φουσάρο 

 Κουτόφραγκοι, ρε φίλε! 

 Μη δίνετε σημασία, συνεχίστε να ασχολείστε με τον Μεταξά, τον Φύρερ 
και τις βόλτες με τα χιλιανά ελικόπτερα. 




Εμείς είπαμε ότι είμαστε ουδέτεροι αλλά υπογράψαμε να υπηρετούμε την γκταντσειβςδεκουιν για να μας προστατεύει και μετά αυτοί θέλανε να περάσουν κι εμείς τους είπαμε όχι κι αυτοί είπαν ο Ντούτσε κι εμείς ο πούτσε και πήρανε όλο το χρυσό και φύγανε και μετά μας έκαναν ναυτικό αποκλεισμό και πεθαίναμε από την πείνα αλλά έφταιγαν οι άλλοι οι κακοί και τελικά επέστρεψαν οι καλοί αλλά χωρίς τον χρυσό και μας ελευθέρωσαν και μας έβαλαν και σφαχτήκαμε μεταξύ μας και μετά ξαναρθαν οι κακοί αλλά ήτανε καλοί αλλά δε μας αποζημίωσαν μόνο ζημίωσαν και για όλα φταίνε οι μακαρονάδες γιατί είμαστε Ούνα Φάτσα Ούνα Ράτσα και τους αντισταθήκαμε γιατί είμαστε αντιρατσιστές και δεν μας αρέσουν τα μακαρόνια, αυτό ακριβώς, τίποτα άλλο. Καταλάβατε;